- Marginalia - https://marginalia.gr -

Ξαναγυρνώντας στο «Παιδαγωγικό Ποίημα» του Άντον Σεμιόνοβιτς Μακάρενκο

Παρασκευή πρωί … Μόλις έχω ολοκληρώσει τη διόρθωση των διαγωνισμάτων της Έκθεσης της Α΄ Λυκείου. Όλες οι επιδόσεις κατώτερες του προηγούμενου διαγωνίσματος και σίγουρα κατώτερες του αναμενομένου με βάση τις δυνατότητες των παιδιών. Κάποιοι δεν έχουν προσέξει την ύπαρξη υποερωτημάτων, κάποιες έχουν αφήσει μισοτελειωμένη την έκθεση, άλλοι αλλάζουν τα … ορθογραφικά «φώτα» στη λέξη «μόρφωση». Παρότι δεν το συνηθίζω, αποφασίζω να ετοιμάσω έναν εξάψαλμο για να τον εκφωνήσω το απόγευμα στην αίθουσα του φροντιστηρίου. Έχω ήδη σκεφτεί τις πρώτες κουβέντες, όταν το μάτι μου πέφτει στο κομοδίνο, όπου βρίσκεται ο β΄ τόμος του Παιδαγωγικού Ποιήματος [1] (εκδ. Σύγχρονη Εποχή) του Ουκρανού παιδαγωγού Α.Σ. Μακάρενκο [2]. Και κάπου εκεί οι σκέψεις περιπλέκονται.


Οι εκπαιδευτικοί ερχόμαστε καθημερινά αντιμέτωποι με δύσκολες πλευρές της λειτουργίας και του έργου που αναλαμβάνουμε. Πέρα από το γνωστικό κομμάτι που είτε προτρέπει είτε επιβάλλει διαρκή ανανέωση των γνώσεων και αναζήτηση νέων πεδίων, ίσως η πιο «ζόρικη» πτυχή είναι η παιδαγωγική. Δεν είναι μόνο το πρόβλημα της αποτελεσματικής μετάδοσης γνώσεων στην εποχή του διαδικτύου, το οποίο δείχνει να ανοίγει «παράθυρα» στην πληροφόρηση, ενώ την ίδια στιγμή κλείνει -συχνά- την «πόρτα» στη γνώση. Πρόκειται -κυρίως- για την πολύ δύσκολη διαδικασία της καθαρά παιδαγωγικής προσέγγισης των παιδιών: της κατανόησης των αναγκών τους, της συνειδητοποίησης των προβλημάτων και των προβληματισμών τους, της ανίχνευσης ιδιαιτεροτήτων και αδυναμιών, της διευθέτησης των -συχνά- εκρηκτικών σχέσεων μεταξύ τους.

Το έργο γίνεται ακόμα πιο δύσκολο σε ένα περιβάλλον επιβαλλόμενου ανταγωνισμού (η ίδια η διαδικασία των πανελλαδικών εξετάσεων είναι βαθιά ανταγωνιστική), έντονων ταξικών φραγμών πρόσβασης στην εκπαίδευση (το έχει αντιμετωπίσει έντονα όποιος έχει διδάξει σε παιδιά ταξικά διαφορετικών περιοχών ή σε μαθητές που φοιτούν στα ΕΠΑΛ) και υφέρποντος ή και απροκάλυπτου ρατσισμού. Φυσικά, ακόμα μεγαλύτερα εμπόδια καλούνται να αντιμετωπίσουν όσοι δουλεύουν σε νυχτερινά σχολεία, σε σχολεία με πολλά μεταναστόπουλα και προσφυγάκια, σε σχολεία Δεύτερης Ευκαιρίας, σε σχολεία Φυλακών Ανηλίκων, σε σχολεία περιοχών με υψηλούς δείκτες παραβατικότητας. Ειδικά σε αυτές τις περιπτώσεις είναι που η προσπάθεια να συνδυαστεί ο εμπλουτισμός των γνώσεων μαθητριών και μαθητών, ο σεβασμός στην προσωπικότητά τους και η ψυχοπαιδαγωγική τους προσέγγιση μοιάζει με τετραγωνισμό του κύκλου.

Σαν τετραγωνισμό του κύκλου πρέπει μάλλον να αντιμετώπισε και ο παιδαγωγός Αντόν Σεμιόνοβιτς Μακάρενκο- κάτι λιγότερο από 100 χρόνια πριν- το έργο της δημιουργίας Σταθμού Ανηλίκων στη σοβιετική Ουκρανία για παιδιά εγκαταλελειμμένα, για παιδιά που είχαν έντονα παραβατική συμπεριφορά. Ο στόχος ήταν η μόρφωση, η ηθικοπνευματική τους διαπαιδαγώγηση και η διαμόρφωση της κοινωνικής και πολιτικής τους συνείδησης. Ο Μακάρενκο τίθεται επικεφαλής του εγχειρήματος μέσα στις αντίξοες συνθήκες του Δεκέμβρη του 1920 -εν μέσω του ρωσικού εμφυλίου πολέμου και της αβεβαιότητας που προκαλούσε η προσπάθεια του αστικού μπλοκ να πνίξει την σοσιαλιστική επανάσταση στα σπάργανά της και να πάρει τη ρεβάνς για την ήττα του το 1917. Η νεοπαγής επαναστατική εξουσία των μπολσεβίκων πρέπει να υπερβεί χίλιες μύριες δυσκολίες και οι εκκλήσεις του Μακάρενκο για βοήθεια αντιμετωπίζονται από το τμήμα Λαϊκής Παιδείας με κατανόηση μεν, με αδυναμία δε, κάποτε και με δυσπιστία.

Κι έτσι αρχίζει μια προσπάθεια που στην αρχή κάνει το Μακάρενκο να θέλει να τα παρατήσει αρκετές φορές: τρόφιμα και ρούχα εξασφαλίζονται όχι εύκολα, ενώ τα παιδιά  δε συνεργάζονται, αντιδρούν στις παραινέσεις των ελάχιστων συνεργατών του Μακάρενκο, κλέβουν τους γύρω χωρικούς, κάποιοι κλέβουν και τις λιγοστές προμήθειες του ίδιου του Σταθμού, δέρνονται μεταξύ τους, βγάζουν μαχαίρια, με λίγα λόγια δυσκολεύονται να ξεφύγουν από ένα παρελθόν, το οποίο οριζόταν από την ένταξή τους στις νεανικές συμμορίες. Υπολογίζεται ότι στο λυκόφως του παλαιού καθεστώτος και στην αυγή της νέας εποχής ο αριθμός των παιδιών που τριγύριζαν εγκαταλελειμμένα στη Ρωσία και τις γύρω περιοχές ήταν της τάξης των εκατομμυρίων.

 Πώς αντιμετωπίζεται μια τέτοια πραγματικότητα σε ένα περιβάλλον, όπου έχουν κληρονομηθεί από το τσαρικό καθεστώς και τον πόλεμο η ακραία φτώχεια, η πείνα, ο αναλφαβητισμός, οι προλήψεις, η εξυπηρέτηση του ατομικού συμφέροντος; Ο Μακάρενκο είναι εφοδιασμένος με τις πιο σύγχρονες και πρωτοποριακές αντιλήψεις και γνώσεις της παιδαγωγικής επιστήμης της εποχής του, έχει μελετήσει πλήθος παιδαγωγικών βιβλίων. Κι όμως πολύ γρήγορα συνειδητοποιεί ότι η σκληρή πραγματικότητα της διαβίωσης σε έναν απομονωμένο Σταθμό Ανηλίκων τον αναγκάζει να ανατρέψει θεωρίες, να βάλει προσωρινά ή μόνιμα στην άκρη παραδεδομένες παιδαγωγικές αρχές και να υιοθετήσει μια λογική πρακτικού πειραματισμού.

Ο στόχος του είναι η διαμόρφωση ανθρώπων που θα δημιουργήσουν τη νέα, σοβιετική κοινωνία: μια κοινωνία πολιτισμένων και μορφωμένων εργαζομένων που θα οικοδομούν μεταξύ τους σχέσεις εμπιστοσύνης, ισοτιμίας, συνεργασίας, αλληλεγγύης. Η εκπαιδευτική διαδικασία στηρίζεται σε μια ανθρώπινη συλλογικότητα, σε μια «κολλεκτίβα». Εντός αυτής πρέπει να γίνουν όλα: δεν πρόκειται μόνο για τη μόρφωση και τη διαμόρφωση του ήθους των παιδιών. Πρόκειται πάνω απ’ όλα για τη βελτίωση των υλικών όρων της ζωής τους, το ξεπέρασμα αναρίθμητων δυσχερειών. Πώς θα αντιμετωπιστεί το κρύο, πώς θα εξασφαλιστούν τρόφιμα, πώς θα αποκτήσουν τα παιδιά αξιοπρεπή ρούχα; Καθώς δεν υπάρχουν έτοιμες λύσεις, η απάντηση θα δοθεί μέσα από τη δοκιμή, μέσα από τις αποφάσεις της κοινής συνέλευσης των μαθητών και του διδακτικού προσωπικού, μέσα από τη δημιουργία ειδικών τμημάτων, και τελικά  μέσα από την πειθαρχία, μια πειθαρχία όχι της επιβολής αλλά της ενσυνείδητης υιοθέτησης ορισμένων κανόνων, απαραίτητων για την ομαλή λειτουργία της κοινότητας.

Αυτό το τελευταίο είναι και το πιο δύσκολο. Ο Μακάρενκο καταγράφει με τόλμη, με ρεαλισμό, αλλά ενίοτε και με λυρισμό, στο βιβλίο «Παιδαγωγικό Ποίημα» όλες τις εσωτερικές συναισθηματικές συγκρούσεις που τον βασανίζουν, τα αδιέξοδά του, τους φόβους του (κυκλοφορεί οπλοφορώντας), τη στεναχώρια του. Η προσπάθεια δεν αποδίδει πάντοτε καρπούς και ο παιδαγωγός θα χρειαστεί κάποιες φορές να κάνει πράγματα αντίθετα από τη θέληση και τις ιδέες του, όταν η υπομονετική συζήτηση αποτυγχάνει: θα διώξει παιδιά από την κοινότητα (κάποια θα επιστρέψουν και θα γίνουν εκ νέου δεκτά με χαρά), θα καταφύγει ακόμα και στη χειροδικία (αποδοκιμαζόμενος από μέλη του διδακτικού προσωπικού και επιδοκιμαζόμενος από ορισμένους μαθητές), όταν η κατάσταση θα μοιάζει μη αναστρέψιμη.

O Γκόρκι και ο Μακαρένκο με μαθητές του Σταθμού (Kurjash 1928) | Ο Γκόρκι στον Σταθμό (Kurjash 1928). Φωτογραφίες από το αρχείο του http://ciml.250x.com/ [3]

Σταδιακά ο Σταθμός Ανηλίκων «Μαξίμ Γκόρκι» (όνομα επιλεγμένο προς τιμήν του ρώσου λογοτέχνη) θα εδραιώσει την παρουσία του και τη λειτουργία του, θα γίνει αντικείμενο σεβασμού και μέριμνας από τις σοβιετικές κρατικές αρχές, την τοπική κοινωνία και κυρίως από τα ίδια τα μέλη του, τις μαθήτριες και τους μαθητές. Ο αναλφαβητισμός θα περιοριστεί σημαντικά, θα γίνουν βήματα στον τομέα του πολιτισμού με το ανέβασμα θεατρικών έργων, σχέσεις αλληλεγγύης θα αρχίσουν να οικοδομούνται, το ατομικό συμφέρον θα υποταχτεί στο συλλογικό και τελικά τα παιδιά πιστεύοντας στις δυνάμεις τους και αλλάζοντας τους εαυτούς τους θα μεταμορφώσουν το γύρω τους περιβάλλον, όχι μόνο το κοινωνικό, αλλά και το φυσικό. Αυτό το τελευταίο θα πραγματοποιηθεί μέσω μιας εργασίας που νοείται αποκλειστικά ως κοινωνική προσφορά κι όχι ως καταναγκασμός και σκλαβιά.

Ασφαλώς, τα παραπάνω πρέπει να ιδωθούν στο πλαίσιο των κοινωνικών συνθηκών της εποχής εκείνης και της ηθικής της. Αν έχει να μας πει κάποια πράγματα για το σήμερα το «Παιδαγωγικό Ποίημα», το σημαντικότερο ίσως είναι η ανεπάρκεια των έτοιμων συνταγών και η ανάγκη αμφισβήτησης των όποιων βεβαιοτήτων μας. Η πραγματικότητα πάντα είναι πολύ πιο ξεροκέφαλη και πολύ πιο σκληρή και απρόβλεπτη απ’  οτιδήποτε μπορούμε να εικάσουμε προτού αναμετρηθούμε με τα προβλήματα. Ο Μακάρενκο κατάλαβε ότι οι θεωρητικές αρχές χρειάζονται μεν, αλλά για να προσαρμόζονται στις επιταγές της αδυσώπητης καθημερινότητας, όχι για να προσαρμόζεται η πραγματικότητα σε αυτές. Κάθε φορά που πιστεύουμε ότι βαδίζουμε σε στέρεο έδαφος, σε γνωστά μονοπάτια, πάντα κάποιο περιστατικό, κάποια παιδιά, κάποιοι άνθρωποι με ξεχωριστές ανάγκες, παρορμήσεις και ιδιαιτερότητες θα μάς αναγκάζουν σε αλλαγή πορείας -προσωρινή έστω- για να φτάσουμε από αλλού στον ίδιο προορισμό. Υπάρχουν ορισμένες καταστάσεις, που τα manual δε χρησιμεύουν, που θα χρειαστεί να συγκρουστούμε ακόμα και με τους εαυτούς μας και να αναμετρηθούμε με τις αντιφάσεις μας και τις αντιφάσεις των γύρω μας. Κι αυτό φαίνεται να ισχύει εντός και εκτός σχολικών αιθουσών.

Τότε μου φαινόταν πως οι εκατόν είκοσι τρόφιμοι, δεν ήταν απλώς εκατόν είκοσι πρώην αλητόπαιδα που βρήκαν στέγη και δουλειά. Όχι. Ήταν μια εκατοντάδα ηθικών προσπαθειών, μια εκατοντάδα εναρμονισμένων δραστηριοτήτων, μια εκατοντάδα ευλογημένων βροχών, που η ίδια η φύση (…) τις περίμενε με αφάνταστη ανυπομονησία και χαρά. (…) Ήταν στιγμές που κι εγώ ο ίδιος έκανα το αμάρτημα να σκεφτώ: για να ναι ευτυχισμένοι οι άνθρωποι, δε χρειάζεται καμιά εξουσία, πρέπει να την αντικαθιστάει κανείς, να, με τούτο το χαρούμενο, το καινούργιο, το ανθρώπινο ένστιχτο, όπου ο κάθε άνθρωπος ξέρει ακριβώς τι πρέπει να κάνει, πώς πρέπει να το κάνει και για ποιο σκοπό πρέπει να το κάνει.

Ήταν κάτι τέτοιες στιγμές… Μα γρήγορα με προσγείωναν πάντα οι αγριοφωνάρες κάποιου Αλιόσκα Βόλκοφ που στο φακιδιάρικο μούτρο του έβλεπες την ανησυχία και τη δυσαρέσκεια.  («Παιδαγωγικό Ποίημα», τόμος Β´, σελ. 223–224)