- Marginalia - https://marginalia.gr -

Βόλφγκανγκ Στρέεκ: Γιατί έχασε η Ευρωπαϊκή Αριστερά;

O Βόλφγκανγκ Στρέεκ [1] αναλύει, ξεκινώντας από τα γερμανικά δεδομένα, το αποτέλεσμα της Αριστεράς στις Ευρωεκλογές. Η ανάλυσή του επισημαίνει ορισμένα κρίσιμα γενικά ζητήματα για την αριστερή πολιτική στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και έχει μία αξία και για την συζήτηση για τη ριζοσπαστική αριστερά στην Ελλάδα, παρόλο που, προφανώς, μία άκριτη προβολή των επισημάνσεών του στην ελληνική συζήτηση θα ήταν προβληματική. Το άρθρο δημοσιεύτηκε [2] στα αγγλικά στο περιοδικό Jacobin και μεταφράστηκε από τον Στέλιο Χρονόπουλο.


Σχεδόν κανένα από τα πολλά σχόλια που γράφτηκαν για τα αποτελέσματα των Ευρωεκλογών δεν αναφέρει τη ριζοσπαστική (σε αντίστιξη προς την κοινωνική, δημοκρατική) αριστερά. Το γεγονός αυτό είναι ένδειξη περιφρόνησης. Και η περιφρόνηση αυτή είναι εντελώς εύλογη.

Πέντε χρόνια πριν, η Αριστερά, με το ογκώδες και δύσχρηστο όνομα «Ευρωπαϊκή Ενωτική Αριστερά – Βόρεια Πράσινη Αριστερά» (ΕΕΑ/ΒΠΑ) (GUE/NGL, Confederal Group of the European Left/Nordic Green Left) είχε αρχηγό της τον σπουδαίο Αλέξη Τσίπρα. Λίγο αργότερα, ως πρωθυπουργός, ο Τσίπρας έγινε ο αγαπημένος μαθητής της Άνγκελα Μέρκελ στην τέχνη της προδοσίας.

Με την πάροδο του χρόνου και με τη συμμετοχή διαφόρων μικρών ομάδων ευρωβουλευτών η ΕΕΑ/ΒΠΑ κατόρθωσε να δημιουργήσει μια κοινοβουλευτική ομάδα με 52 έδρες, καταλαμβάνοντας έτσι λίγο λιγότερο από το 7% του ευρωκοινοβουλίου των 751 εδρών. Σήμερα, το 2019, κατέληξε να κερδίζει μόλις 38 έδρες, έχασε δηλαδή περισσότερο από το ένα τέταρτο της προηγούμενης δύναμής της.

Αυτή η εξαφάνιση σχεδόν της Ευρωπαϊκής Αριστεράς – ή μάλλον της εκπροσώπησής της στο ευρωπαϊκό κοινοβούλιο — συμπίπτει με την δραματική πτώση των ποσοστών των παραδοσιακών κεντροαριστερών και κεντροδεξιών κομμάτων, τα οποία από κοινού καταλαμβάνουν μόλις 329 έδρες, δηλαδή 44% του συνόλου, και χάνουν 75 έδρες σε σχέση με την προηγούμενη κοινοβουλευτική τους δύναμη. Αυτή η απώλεια οδήγησε και στον τερματισμό του πλειοψηφικού Μεγάλου Συνασπισμού στο ευρωκοινοβούλιο. Ταυτόχρονα αυξήθηκαν απότομα τα ποσοστά διαφόρων κομμάτων μιας νέας – αν και όχι πάντα εντελώς νέας – εθνικιστικής δεξιάς (114 έδρες, αύξηση κατά 36 έδρες σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο). Το ίδιο εντυπωσιακή ήταν και η άνοδος των ποσοστών των Πράσινων που κέρδισαν 70 έδρες, ενώ στην προηγούμενη περίοδο είχαν μόνο 52, και έχουν έτσι αυτή τη στιγμή δύναμη διπλάσια από αυτήν της Αριστεράς.

Τα αποτελέσματα αυτά υποδεικνύουν ότι βρισκόμαστε σε περίοδο σοβαρής μετακίνησης των προτιμήσεων των ψηφοφόρων. Και πότε, αν όχι τώρα, θα περίμενε η Αριστερά να κερδίζει ψηφοφόρους από τις εργατικές τάξεις της Ευρώπης και τα ρεφορμιστικά τμήματα της μεσαίας τάξης; Με δεδομένο ότι αυτό δεν συμβαίνει επείγει να ερμηνεύσουμε γιατί. Σκέφτομαι τέσσερις λόγους – σίγουρα υπάρχουν και άλλοι.

Στρατηγική

Ο πρώτος και πιο βασικός λόγος είναι μια, καθώς φαίνεται, απόλυτη απουσία ρεαλιστικής αντικαπιταλιστικής, ή τουλάχιστον αντι-νεοφιλελεύθερης, αριστερής στρατηγικής όσον αφορά την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Δεν υπάρχει καν μια συζήτηση για το κρίσιμο ζήτημα, αν η Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί  καταρχάς να είναι όχημα αντικαπιταλιστικής πολιτικής. Αντί για αυτό κυριαρχεί μία αφελής ή οπορτουνιστική (δύσκολο να πεις ποιο είναι χειρότερο) αποδοχή ενός «βολικού» Ευρωπαϊσμού, τόσο δημοφιλούς μεταξύ των νέων και τόσο χρήσιμου και για την εκλογική καμπάνια των Πράσινων και για τους ευρωπαίους τεχνοκράτες που αναζητούν νομιμοποίηση για το νεοφιλελεύθερο καθεστώς το οποίο έχουν εγκαθιδρύσει.

Η Αριστερά, συγκεκριμένα, δεν κάνει καμία αναφορά στους τρόπους με τους οποίους το σύνταγμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ντε φάκτο περιορίζει ασφυκτικά τον χώρο, που είναι αναγκαίος για την ανάπτυξη ενός αντικαπιταλιστικού ή έστω φιλο-εργατικού πολιτικού προγράμματος, αναγορεύοντας σε ύψιστη αξία τις ελεύθερες αγορές (οι περίφημες «τέσσερις ελευθερίες»), κατοχυρώνοντας de facto τη δικτατορία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου και προβλέποντας ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς για τις χώρες μέσα στην ευρωζώνη, επιβάλλοντας έτσι την λιτότητα σε χώρες και πολίτες.

Στην πράξη αποφεύγεται κάθε κριτική στην κεντρική κοινωνική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης – την ελεύθερη διακίνηση εργαζομένων μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών που βρίσκονται σε εντελώς διαφορετική οικονομική κατάσταση –, και την ίδια στιγμή εκφράζεται μια κάποια συμπάθεια για τα ανοιχτά σύνορα γενικώς, συμπεριλαμβανομένων και των εξωτερικών συνόρων. Με τον τρόπο αυτό επικυρώνεται η εικόνα που προβάλλουν οι Πράσινοι και τα κεντροαριστερά μεσοαστικά κόμματα: η Ευρώπη σημαίνει βασικά ότι οι νέοι μπορούν να ταξιδεύουν ελεύθερα χωρίς ελέγχους στα σύνορα και συνάλλαγμα.

Η εικόνα αυτή συνδέεται στενά με πολιτικά αιτήματα που καλλιεργούν απλώς ψευδαισθήσεις, όπως αυτό ενός πανευρωπαϊκού κατώτατου μισθού. Φυσικά, οι υποστηρικτές αυτού του σχεδίου αναγκάζονται, αν επιμείνει κανείς ζητώντας διευκρινίσεις, να παραδεχτούν ότι στην πράξη θα πρέπει να υπάρξουν διαφοροποιήσεις ανάλογα με την χώρα. Όπως είναι αναμενόμενο, αυτό το σχέδιο δεν βρήκε καμία υποστήριξη γενικώς, ούτε στις φτωχές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης ούτε στις πλούσιες, όπου κυρίως η εργατική τάξη φοβάται ότι θα είναι αυτή κυρίως που θα κληθεί να πληρώσει τον λογαριασμό για την «ευρωπαϊκή αλληλεγγύη» της Αριστεράς.

Ευρωπαϊσμός

Ο δεύτερος λόγος είναι ότι, στις περισσότερες, αν όχι σε όλες τις χώρες, η Αριστερά θεώρησε αδήριτη ανάγκη να δηλώσει μαζί με τα καινούργια και παλιά κόμματα του κέντρου – τους Χριστιανοδημοκράτες, τους Σοσιαλδημοκράτες και τους Πράσινους – ότι η νέα εθνικιστική δεξιά συνιστά μία άμεση απειλή για τη δημοκρατία και κατέληξε έτσι κατ᾽ ανάγκη στην υποστήριξη μιας αμυντικής ψήφου «για την Ευρώπη» ή «για περισσότερη Ευρώπη». Στην πράξη η Αριστερά παρουσίασε το διακύβευμα ως ακόμα πιο κρίσιμο υποστηρίζοντας ότι η νέα δεξιά είναι στην πραγματικότητα μια πολύ παλιά δεξιά και η αποτροπή της ενίσχυσής της συνιστά μια σύγχρονη εκδοχή του αντιφασιστικού αγώνα του μεσοπολέμου.

Η γραμμή αυτή αγνοούσε σε μεγάλο βαθμό τη διαφορά μεταξύ νόμιμων κομμάτων σε μία δημοκρατία, ανεξάρτητα από το πόσο  επιλήψιμος μπορεί να είναι ο λόγος και οι ιδέες τους, και ιδιωτικούς στρατούς ή ομάδες κρούσης που αποσκοπούν να ανατρέψουν ένα δημοκρατικό καθεστώς και να το αντικαταστήσουν με ένα δικτατορικό. Αυτή ειδικά η ιστορική σύγχυση οδήγησε στην ενίσχυση των Πράσινων, με πολλούς τρόπους.

Ήταν βέβαιο ότι μια ιδιαίτερη έμφαση στον κίνδυνο που προερχόταν από τη νέα δεξιά θα οδηγούσε τους και τις ψηφοφόρους στην αγκαλιά των φιλελεύθερων καθεστωτικών κομμάτων που υπόσχονταν «σταθερότητα» σε δύσκολους καιρούς. Αν ο φασισμός ήταν κάτι που μπορεί να νικηθεί, αν ψηφίσουμε για «περισσότερη Ευρώπη», τότε δεν υπάρχει καμία ανάγκα να φτάσουμε στο σημείο να ψηφίσουμε την ριζοσπαστική αριστερά. Αρκεί να ψηφίσουμε τα νέα αγαπημένα κόμματα της μεσαίας τάξης. Αν δημοκρατία σημαίνει κοινοβούλια απαλλαγμένα από νεο-εθνικιστές «λαϊκιστές», τότε αρκεί να ψηφίζουμε κάθε πέντε χρόνια ένα «αντι-λαϊκιστικό» κόμμα.

Θα περίμενε κανείς ότι μία Αριστερά άξια του ονόματος και της πολιτικής της ευθύνης θα ήξερε ότι η δημοκρατία μπορεί και να κινδυνεύει ακόμα κι αν δεν υπάρχουν ένα γύρο «φασίστες», υποθετικοί ή παραγματικοί, οι οποίο να την απειλούν.

Κι αυτό γιατί τα κόμματα του κέντρου – στο πλευρό των οποίων η ευρωπαϊκή Αριστερά πολέμησε τον εικονικό της πόλεμό εναντίον της ανόδου του φασισμού στην Ευρώπη – υπονομεύουν τα ίδια σημαντικά τη δημοκρατία. Και την υπονομεύουν επιβάλλοντας στις χώρες τους ένα νεοφιλελεύθερο πολιτικό και οικονομικό καθεστώς βασισμένο στην απαραβίαστη προτεραιότητα του ελεύθερου εμπορίου, σε μία νομισματική πολιτικής που έχει ομοιότητες με την πολιτική του κανόνα του χρυσού, σε δημοσιονομική λιτότητα και σε μια αγορά εργασίας χωρίς συνδικάτα και με απεριόριστη προσφορά εργατικού δυναμικού.

Είναι γενικώς καλό να υπερασπίζεσαι τη δημοκρατία. Αλλά καθώς η Αριστερά έμπαινε στη μάχη μαζί με τα κόμματα του κέντρου θα μπορούσε τουλάχιστον να δώσει έμφαση στο ότι η δημοκρατία δεν συνίσταται απλώς στην κινητοποίηση προοδευτικών ψηφοφόρων σε εκλογές για ένα κοινοβούλιο με περιορισμένη ισχύ. Σημαίνει επίσης διασφάλιση της αυτονομίας των τοπικών κυβερνήσεων, διασφάλιση συλλογικών διαπραγματεύσεων στους εργασιακούς χώρους και συνδικαλιστικής εκπροσώπησης, εκπροσώπηση των εργατών τόσο στους χώρους εργασίας όσο και στα συμβούλια των μεγάλων εταιρειών, για δημοσιονομική πολιτική που προβλέπει σημαντικές δημόσιες επενδύσεις και πραγματικά πλουραλιστικά μέσα ενημέρωσης. Είναι μάλλον απίθανο οι Πράσινοι να αποδεικνύονταν αξιόπιστοι σύμμαχοι σε ένα τέτοιο πρόγραμμα.

Περιβάλλον και κλιματική αλλαγή

Τρίτον, η ριζοσπαστική Αριστερά επέδειξε τρομερή αμηχανία απέναντι στο ζήτημα της κλιματικής αλλαγής και επέτρεψε στους Πράσινους να μονοπωλήσουν έτσι ένα θέμα που βρέθηκε στην πρώτη θέση του δημόσιου διαλόγου τους τελευταίους μήνες. Στην πραγματικότητα η Αριστερά επέδειξε την ίδια αμηχανία όπως και τα παραδοσιακά κόμματα του κέντρου. Και είναι εύκολο να καταλάβουμε γιατί.

Εκκλήσεις για φόρους στη βενζίνη και το πετρέλαιο κίνησης ή για λιγότερη κατανάλωση φτηνού κρέατος ή κρέατος γενικά, είναι ευκολότερο να προσελκύσουν ή να γίνουν αποδεκτές από τη μεσαία τάξη παρά από την εργατική τάξη. Εκκλήσεις που απευθύνονται στην ατομική συνείδηση του καθενός και της καθεμιάς μπορεί να συγκινήσουν αυτούς και αυτές που ήδη έχουν οικολογικές ευαισθησίες αλλά δεν μπορούν να αγγίξουν αυτούς και αυτές που αισθάνονται την ανάγκη να μπορούν να καταναλώνουν όσο και οι κοινωνικά ανώτεροί τους.

Η Αριστερά αντί να μουρμουρίζει τον ίδιο σκοπό σιγοντάροντας τους Πράσινους και τους συνοδοιπόρους τους από τα αστικά κόμματα, θα έπρεπε να τονίζει ότι εξατομικευμένες αλλαγές στον τρόπο ζωής και κατανάλωσης είναι εντελώς ανεπαρκείς για να σταματήσουν την υπερθέρμανση του πλανήτη ή την εδώ και καιρό εξελισσόμενη απώλεια της βιοποικιλότητας.

Μια Αριστερά που περιορίζεται να αναμασά τα σενάρια τρόμου των Πράσινων για την επαπειλούμενη καταστροφή της ζωής στον πλανήτη οδηγεί πολλούς και πολλές από τις/τους ψηφοφόρους της στην αγκαλιά της Νέας Δεξιάς. Για να μην πέσει στην παγίδα των ψεμάτων-για-καλό-σκοπό που επιστρατεύουν οι Πράσινοι, η Αριστερά χρειάζεται να προβάλλει ένα ρεαλιστικό πρόγραμμα, με σκοπό όχι απλώς να σταματήσει την κλιματική αλλαγή – γιατί μπορεί ούτως ή άλλως να είναι πολύ αργά για αυτό – αλλά και για να βοηθήσει στην αντιμετώπιση των συνεπειών της.

Αυτό απαιτεί σημαντική αύξηση στις δημόσιες επενδύσεις, και επομένως μια κάποια αύξηση του δημόσιου χρέους πέρα από τα ισχύοντα όρια δημοσιονομικής λιτότητας. Απαιτεί επίσης την αντικατάσταση της ιδιωτικής κατανάλωσης από δημόσια έξοδα προκειμένου να προσαρμοστεί η κοινωνική και οικονομική ζωή στο μεταβαλλόμενο περιβάλλον. Ένα πράσινο νιου ντιλ αυτού του είδους θα δημιουργούσε θέσεις εργασίας ταυτόχρονα με την αύξηση των φόρων και έτσι τελικά θα ωφελούσε παρά θα επιβάρυνε την εργατική τάξη.

Ψευδο-ομοσπονδία

Τέταρτος και τελευταίος λόγος: παρόλο που υπάρχουν οι ανάλογες ενδείξεις εδώ και καιρό η Αριστερά υποτίμησε απελπιστικά αυτό που πρώτοι σοσιαλιστές αποκαλούσαν «το εθνικό ζήτημα» και την κομβική σημασία του για την συγκρότηση της Αριστεράς.

Για την εργατική τάξη η «Ευρώπη» είναι ένας απόμακρος τεχνοκρατικός κόσμος, ένας κόσμος έξω από τα εμπειρικά της δεδομένα. Το ίδιο ισχύει μάλλον και για τη μεσαία τάξη, παρόλο που αυτή έχει μάθει και προτιμά να παριστάνει ότι ξέρει και αντιλαμβάνεται ποιος κάνει τι στις Βρυξέλλες, πράγμα το οποίο, στην πραγματικότητα, δεν καταλαβαίνει κανένας και καμία έξω από έναν πολύ μικρό κύκλο ειδικών

Ωστόσο οι λεπτομέρειες δεν έχουν σημασία για αυτούς και αυτές για τις οποίες/τους οποίους η «Ευρώπη» είναι πια κυρίως μια αίσθηση, ένα φίλινγκ μάλλον παρά ένας πολιτικός θεσμός· ένα σύμβολο ευτυχίας, κοσμοπολίτικης κατανάλωσης, έστω και με κάποιες αναγκαίες διορθώσεις για χάρη του περιβάλλοντος. Στους κύκλους τους, ο «φιλο-ευρωπαϊσμός» είναι αναγκαίος, για να γίνει κανείς αποδεκτός στο υψηλό κοινωνικό περιβάλλον, στο οποίο ανήκουν πιθανώς τα στελέχη και οι ακτιβιστές/ακτιβίστριες των ριζοσπαστικών αριστερών κομμάτων, σίγουρα όμως δεν ανήκει η πλειοψηφία των μελών και των ψηφοφόρων τους.

Για αυτούς/αυτές ο πολιτικός και διοικητικός συγκεντρωτισμός στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης σημαίνει μειωμένη δυνατότητα επιρροής για τους απλούς ανθρώπους, που δεν αισθάνονται καμία σύνδεση με και καμία ανάγκη για μια υπερεθνική ταυτότητα. Στην πραγματικότητα, αισθάνονται ξεκρέμαστοι και ξεκρέμαστες, καθώς το εθνικό τους κράτος απονομιμοποιείται και αποδυναμώνεται στο όνομα του ευρωπαϊκού υπερεθνικισμού. Στα μάτια των σύγχρονων λάιφ-στάιλ διεθνιστών, αυτό το αίσθημα κάνει αυτούς και αυτές που έχουν κληρονομήσει και είναι φορείς του αιτήματος για έναν εργατικό διεθνισμό να μοιάζουν απελπιστικά οπισθοδρομικοί και οπισθοδρομικές.

Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο, ακόμα και αν κόμματα που εκπροσωπούν τον εργατικό διεθνισμό εμφανίζονται να συντονίζονται με τον ενθουσιώδη φιλοευρωπαϊσμό, δεν καταφέρνουν να κερδίσουν ένα αξιόλογο μέρος της νεοφιλελεύθερης διεθνιστικής κοινότητας. Και ταυτόχρονα καθώς έχουν φορέσει το εκμοντερνισμένο τους ρούχο αποτυγχάνουν να προσελκύσουν εκείνους κι εκείνες που δεν έχουν μερίδιο στην τροφοδοτούμενη από την κατανάλωση αισιοδοξία των κοσμοπολιτών και αντίθετα βρίσκονται στην πλευρά των χαμένων.

Η Αριστερά, όπως και οι Πράσινοι, τείνουν να μεταθέτουν σοβαρά πολιτικά ζητήματα σε ένα ευρωπαϊκό επίπεδο λήψης δημοκρατικών αποφάσεων, ένα επίπεδο το οποίο υπάρχει μόνο στη φαντασία αυτών των κομμάτων και το οποίο είναι απίθανο να υπάρξει στο ορατό μέλλον. Η «Ευρώπη», και ειδικά το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο, είναι ένας τόπος εναπόθεσης ευσεβών πόθων. Αυτό, ωστόσο, μπορεί να κρατήσει μόνο μέχρι να αποκαλυφθεί ότι οι «φιλοευρωπαϊστές» ξεπέρασαν τα όρια και στην προσπάθειά τους να εκπαιδεύσουν τους ψηφοφόρους τους εμφυσώντας τους το κοσμοπολίτικο πνεύμα, ξέχασαν τις πολιτικές δυνατότητες που είχαν στη διάθεσή τους σε εθνικό επίπεδο. Δείτε την περίπτωση της Γερμανίας, όπου η πλειοψηφία του κόμματος της Αριστεράς (Die Linke) ανάγκασε την αρχηγό του κινήματος «Aufstehen» (Έγερση) Ζάρα Βάγκενκνέχτ να παραιτηθεί από τη θέση της εκπροσώπου της κοινοβουλευτικής ομάδας του κόμματος.[1]

Μια ριζοσπαστική αριστερά που είναι με τα σωστά της θα μπορούσε να συμβάλλει σημαντικά στην «Ευρώπη». Για να συμβεί αυτό, ωστόσο, είναι απαραίτητο να εγκαταλείψει τον ρηχό «φιλο-ευρωπαϊσμό» των παλιών και νέων κομμάτων του κέντρου. Είναι απαραίτητο να επιμένει ότι οι «ευρωπαϊκές λύσεις» δεν μπορούν να υποκαταστήσουν στην δράση σε εθνικό επίπεδο, κυρίως επειδή αυτές δεν είναι στην πραγματικότητα υπαρκτές ή καθυστερούν υπερβολικά. Είναι απαραίτητο επίσης να υπερασπιστεί την όντως υπαρκτή δημοκρατία, δηλαδή τη δημοκρατία στο επίπεδο των εθνικών κρατών, σε αντίθεση με το «κοσμοπολίτικο» υποκατάστατο της χιμαιρικής υπερεθνικής δημοκρατίας.

Αυτό θα σήμαινε κυρίως ότι η Αριστερά θα επισημάνει πως η δημοκρατία ξεκινά από τα κάτω. Ότι η αρμονική συμβίωση με τη φύση και η ειρήνη μεταξύ των λαών δεν πέφτει από τον ουρανό της «Ευρώπης» και δεν έρχεται χωρίς κόπο και τίμημα. Λίγο μετά την εκλογή τους τα μέλη του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου θα έχουν γίνει 751 ομοφρονούντες και ομοφρονούσες λομπίστες και λομπίστριες υπέρ της υπερεθνικής τεχνοκρατικής διακυβέρνησης, που έχει μεταμφιεστεί ως δημοκρατική εκπροσώπηση του λαού της Ευρώπης, ενός λαού που ακόμα δεν υπάρχει. Καμία θετική κοινωνική αλλαγή δεν θα έρθει από τα πάνω, από αυτούς τους εκπροσώπους.


Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0) [3]

Υποσημειώσεις[+]