Στο σημαντικό βιβλίο Φυλή, έθνος, τάξη, που ξανακυκλοφόρησε πρόσφατα στα ελληνικά, ο Ετιέν Μπαλιμπάρ ανατρέχει στον Φίχτε, έναν από τους θεωρούμενους «πατέρες» του γερμανικού εθνικισμού. Μάς διαβάζει λοιπόν τον Λόγο του στο γερμανικό Έθνος, ένα κείμενο του 1808 όπου ο Γερμανός φιλόσοφος εξηγεί πώς «παράγεται» ένας λαός. «Πρέπει», συνοψίζει το επιχείρημα ο Μπαλιμπάρ, «τα ‘εξωτερικά σύνορα’ του κράτους να γίνουν ‘εσωτερικά σύνορα’» και τα άτομα να τα φαντασιώνονται ως σύνορα που υπερασπίζονται μια εσωτερική συλλογική προσωπικότητα, στην οποία καθένας αναγνωρίζει τον εαυτό του. Ο λαός γίνεται, λοιπόν, έθνος και τα άτομα πατριώτες στο βαθμό που κάνουν προσωπική και συλλογική εσωτερική τους υπόθεση τα σύνορα –τον τόπο του κράτους.
Ο εθνικισμός –όχι ο αντιφασιστικός πατριωτισμός του 1941–44, αλλά ο πατριωτισμός που διδάσκει τον 19ο αιώνα ο Φίχτε και που σήμερα αναβιώνει η νέα ελληνική εθνικοφροσύνη, κάνοντας την αμυνόμενη– «τοποθετεί» ανθρώπους και λαούς στο χώρο και στο χρόνο του κράτους: αυτός ο χώρος είναι που χρειάζεται να θεωρούμε τόπο μας –και στον τόπο αυτό θεωρούμε ότι ζούσαμε ανέκαθεν και θα ζούμε εσαεί. Στο χώρο αυτό είναι που πρέπει να αισθανόμαστε οικεία: «σπίτι μας». Την ιδεολογία αυτή μπορούμε να ονομάσουμε πατριωτισμό ή εθνικισμό, λέει ο Μπαλιμπάρ. Και τις ρίζες της θα τις βρούμε στην πολιτική, στα όπλα ή στην προπαγάνδα: «στον συνδυασμό ‘δύναμης’ και ‘παιδαγωγίας’». Είναι χάρη σε αυτόν τον συνδυασμό που το κράτος κατασκευάζει λαϊκή συνείδηση: το έθνος, ιδίως στις περιπτώσεις εκείνες που επαναστάσεις δημιούργησαν «συντελεσμένα» έθνη, δηλαδή κράτη, δεν είναι ένας οποιοσδήποτε «λαός». Είναι ο λαός του κράτους.
Χρειάζεται να το θυμίσουμε; Ο χώρος του κράτους, όπως τον ορίζουν τα σύνορα, δεν αναδύθηκε παρά την επαύριο πολέμων και επαναστάσεων. Στην Ευρώπη του 19ου αιώνα, άλλα κράτη δημιουργήθηκαν χάρη σε νικηφόρες εθνικές επαναστάσεις και άλλα έπειτα από επαναστάσεις που ηττήθηκαν. Ήδη, πάντως, από τα χρόνια του Φίχτε η εθνικιστική ιδεολογία επιβάλλει το πολιτικό της πρόγραμμα, δρα δηλαδή στο παρόν, ξαναγράφοντας διαρκώς την ιστορία, ξαναπλάθοντας διαρκώς το χώρο και το χρόνο, «εθνικοποιώντας» ξανά και ξανά άτομα και λαούς.
Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά τα βρίσκουμε στο Μακεδονικό από τις αρχές του εικοστού αιώνα –και πολλά επαναλαμβάνονται στην «αφύπνιση» του ελληνικού εθνικισμού, τους τελευταίους δύο μήνες. Δύο τρόποι υπάρχουν να ερμηνεύσει κανείς αυτή την αφύπνιση: αφενός, να τη δει ως αυτοτελές «κρούσμα»· αφετέρου να την αναγνωρίσει ως ένα από τα δύο «πνεύματα» της εποχής.
Ως αυτοτελές «κρούσμα», λοιπόν, η εθνικιστική κινητοποίηση για το Μακεδονικό είναι μια «ολική επαναφορά» του πολιτικού ανορθολογισμού –για τέσσερις λόγους:
Καταρχάς, γιατί η αναγωγή του γειτονικού μακεδονικού λαού σε εθνικό-γεωπολιτικό κίνδυνο και ο εκβιασμός για το όνομα απλώς ενισχύουν τον εθνικισμό στη γειτονική χώρα και, την ίδια στιγμή, την πρόσδεση των κυρίαρχων τάξεών της στο ΝΑΤΟ.
Επιπλέον, γιατί τα περί γεωπολιτικού κινδύνου δεν αντέχουν ούτε στη στοιχειώδη σύγκριση της δύναμης των δύο κρατών, της Ελλάδας και της Δημοκρατίας της Μακεδονίας.
Έπειτα, γιατί η αναγνώριση της γειτονικής χώρας με τη συνταγματική της ονομασία ήδη από τη μεγάλη πλειονότητα των χωρών-μελών του ΟΗΕ είναι μια συντριπτική διπλωματική ήττα για το ελληνικό κράτος, που ωστόσο αγνοείται εκκωφαντικά· ενώ λοιπόν έξω από την Ελλάδα κανείς, στην πραγματικότητα, δεν παίρνει στα σοβαρά πως «η Μακεδονία είναι μία και ελληνική», για τους νέους Μακεδονομάχους, τόσο το χειρότερο για την πραγματικότητα.
Υπάρχει, όμως, και ένας τέταρτος λόγος: είναι η παροιμιώδης αδιαφορία για το επιστημονικό ιστορικό επιχείρημα. Καθώς αυτό το τελευταίο ακυρώνει τα κατά φαντασία ιστορικά «εθνικά δίκαια» της Ελλάδας στη Μακεδονία … τόσο το χειρότερο για την ιστορία και τους ιστορικούς. Τι αξία έχουν τα αρχεία, τα πολιτικά ντοκουμέντα, οι στρατιωτικοί χάρτες, οι εθνογραφικές μελέτες, οι ιστορικές μαρτυρίες των πρωταγωνιστών, τα πορίσματα των γλωσσολόγων; Τι αξία, μπροστά στην ιερή συγκίνηση του εθνικού Μίκη, την αμεσότητα του Φράγκου, τις παθιασμένες ιαχές «αλήτες, προδότες, πολιτικοί» χιλιάδων «απλών Ελλήνων πολιτών» –αλλά και τις μονογραφίες του χουντικού Μέρτζου ή την αρθρογραφία της ακροδεξιάς Δημοκρατίας, της δημοφιλέστερης σήμερα εφημερίδας της ελληνικής Δεξιάς;
Εθνικισμός και σκανδαλολογία: δύο προτάσεις (αντι)πολιτικής διαχείρισης
Τα συλλαλητήρια για το Μακεδονικό είναι η συνέχεια, με εξίσου «κινηματικά μέσα», του ψυχροπολεμικού Μένουμε Ευρώπη και της καλοκαιρινής καμπάνιας για τα «εγκλήματα κομμουνιστών»: μια προσπάθεια της ελληνικής Δεξιάς όλων των αποχρώσεων να σφυρηλατήσει «λαϊκή συνείδηση» στο έδαφος του σοβινιστικού εθνικισμού και του ανορθολογισμού. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, είναι και η μία από τις δύο «προτάσεις» αντιπολιτικής στο έδαφος, ακριβώς, της μνημονιακής υπερλιτότητας: «καλά ανεχτήκαμε τα Μνημόνια – όχι όμως να εκχωρήσουμε και την πολιτιστική μας κληρονομιά». Ενώ λοιπόν ο ΣΥΡΙΖΑ και δυνάμεις του ευρωπαϊκού Κέντρου συναντιούνται στο Μακεδονικό σε ένα μείγμα ευρω-νατοϊκού κοσμοπολιτισμού και «ρεαλιστικού» πατριωτισμού (να λυθεί μεν το Μακεδονικό, αλλά με την Ελλάδα στο ρόλο προξενητή του ΝΑΤΟ –και με δεδομένο ότι το ελληνικό είναι έθνος, ενώ το μακεδονικό «κατασκεύασμα» ύποπτο για αλυτρωτισμό), είναι σαφές ότι μια πολιτική «εκσυγχρονιστικού ορθολογισμού» στην εξωτερική πολιτική δεν μπορεί να λειτουργήσει μέσα στην κοινωνία ως συγκολλητική ύλη, ιδίως στρωμάτων που χάνουν από την κυβερνητική πολιτική. Γι’ αυτό και η σκανδαλολογία παραμένει η πιο προφανής λύση.
Το τοπίο της αναμέτρησης, λοιπόν περιλαμβάνει μια παλαιοκομματική αντιπολίτευση «της μίζας και της διαπλοκής», και την κυβέρνηση στη θέση του ισχυρού, στα Βαλκάνια, εταίρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ: δύο διαφορετικές μερίδες των αστικών τάξεων, δυο διαφορετικές τακτικές οργάνωσης της επίθεσης στην εργαζόμενη πλειοψηφία. Από τους μακεδονομάχους των συλλαλητηρίων στο πατριωτικό φολκλόρ του πρωθυπουργού και του υπουργού Άμυνας την Καθαρά Δευτέρα, από την επιχείρηση «καθαρά χέρια» για το σκάνδαλο Νοβάρτις στους χίτικους κουτσαβακισμούς της παλαιοκομματικής αντιπολίτευσης στην κοινοβουλευτική συζήτηση της υπόθεσης: είναι σε αυτό το νοσηρό τοπίο που κυριαρχούν τα θέματα της διαφθοράς και του εθνικισμού/πατριωτισμού, σε συνέχεια ανάλογων σκανδαλοθηρικών θεαμάτων υπό την καθοδήγηση του βαθέος Μεγάρου Μαξίμου. Η διαφθορά και τα σκάνδαλα δεν είναι, σαφώς, επινοήσεις. Όμως η υπερεπένδυση στα σκάνδαλα, η μετάβαση από το ηθικό πλεονέκτημα της Αριστεράς στο ηθικό μειονέκτημα «της Δεξιάς», και εντέλει η κοκκινο-κίτρινη ποικιλία της χειραγώγησης αισθημάτων, αποκαλύπτονται ήδη ως αυτό που είναι: ένα θεαματικό συμπλήρωμα στην αδύνατη «φιλολαϊκή διαχείριση των μνημονίων» και την διαρκώς αναβαλλόμενη «καθαρή έξοδο της χώρας στις αγορές».
Ο χρόνος επιταχύνεται: σχεδιάζοντας τα πρώτα τεύχη τoυ Marginalia το περασμένο καλοκαίρι, σκεφτόμασταν ότι η αντιμετώπιση των θεωριών περί ομόλογων άκρων και ολοκληρωτισμών έπρεπε να επικεντρωθεί στον «σκληρό πυρήνα» τους: στον συμψηφισμό της μνήμης του ναζιστικού στρατοπέδου με το βίωμα του σοβιετικού γκουλάγκ. Με όσα μεσολάβησαν ωστόσο τους τελευταίους μήνες, το αφιέρωμα του δεύτερου τεύχους δεν θα μπορούσε παρά να αφορά το Μακεδονικό: την αναβίωση της ελληνικής εθνικοφροσύνης, την άρνηση του εθνικού αυτοπροσδιορισμού των γειτόνων μας και την ιδιαίτερη έλξη-απώθησή των Μακεδονομάχων για το ιστορικό παρελθόν του γεωγραφικού χώρου της Μακεδονίας. Όπως όμως θα δείτε, η αρχική ιδέα δεν εγκαταλείφθηκε. Έτσι, στην ενότητα «Επίκαιρα», η Δανάη Καρυδάκη θυμίζει ότι, παρά τους ισχυρισμούς της αναθεωρητικής ιστοριογραφίας, οι ναζί δεν εμπνεύστηκαν από το ρωσικό στρατόπεδο· η Οντέτ Βαρόν μας συστήνει τις εμβληματικές μορφές της στρατοπεδικής λογοτεχνίας, χάρη στην οποία μας σώζεται το βίωμα της γενοκτονίας των Εβραίων, αποφεύγοντας τις «επιφανειακές» ταυτίσεις των διαφορετικών βιωμάτων στρατοπεδικού εγκλεισμού στον εικοστό αιώνα· η Κλεονίκη Αλεξοπούλου γράφει για τη μνήμη των «δικών μας» στρατοπέδων· και με αφορμή την επανέκδοση των Αναμνήσεων ενός επαναστάτη, του Βικτόρ Σερζ, η Ρεβέκκα Πέσσαχ μας μιλά γι’ αυτόν τον σπάνιο αναρχικό διανοούμενο του εικοστού αιώνα, που δοκίμασε δύο φορές στη ζωή του την απόγνωση του στρατοπέδου, χωρίς να περάσει στο απέναντι «στρατόπεδο». Οι αποστάσεις μειώνονται: πριν καλά καλά κλείσουμε το αφιέρωμα του δεύτερου τεύχους, η ελληνοτουρκική κρίση στα Ίμια, και ιδίως η προειδοποίηση ότι «η Ελλάδα απαντά για τελευταία φορά ειρηνικά στην Τουρκία», έφερε λίγο πιο κοντά μας τα αδιέξοδα στη Συρία και το σφυροκόπημα των Κούρδων. Το μυαλό μας αυτή τη στιγμή πηγαίνει στους γείτονές μας: Στην ηγεσία του Τουρκικού Ιατρικού Συλλόγου που συνελήφθη γιατί κατήγγειλε την τουρκική επίθεση στην Αφρίν. Στις Τουρκάλες «Ακαδημαϊκούς για την Ειρήνη», που ζητούν την παύση του πολέμου στο νοτιοανατολικό άκρο της χώρας, και γι’ αυτό, άλλες στερούνται το δικαίωμα να βγουν από τη χώρα, άλλοι τη δουλειά τους, άλλες την ελευθερία τους – κι οι περισσότεροι και τα τρία μαζί. Στους δημιουργούς του κοινού ελληνοκυπριακού και τουρκοκυπριακού λεξικού, γιατί το κρίσιμο είναι αυτά που ενώνουν. Και, φυσικά, πηγαίνει στην Ασλί Ερντογάν, που σκέφτεται τηναβάσταχτη ελαφρότητα του να ζεις και να γράφεις σε μέρες που καίνε τους ανθρώπους ζωντανούς –κάποιους απ’ αυτούς πληγωμένους κι άλλους παιδιά– στα υπόγεια όπου τους πολιορκούν […] Όσο κι αν στρέψουμε εμείς τα μάτια μας αλλού, δεν ξεχωρίζει η άβυσσος τ’ άμοιαστα εκείνα βλέμματα που βρίσκονται στα έγκατα απ’ τα δικά μας («Ημερολόγιο φασισμού: σήμερα», Özgür Gündem 20.5.2016).[1]
Σε αυτά, όπως καταλαβαίνετε, θα επανέλθουμε.
Υποσημειώσεις
Προσθέστε σχόλιο