Radical Political Theology. Religion and Politics After Liberalism
(Ριζοσπαστική Πολιτική Θεολογία, Θρησκεία και Πολιτική Μετά τον Φιλελευθερισμό)
Clayton Crockett
New York: Columbia University Press, 2011
Η θεολογία στον ελληνικό ακαδημαϊκό χώρο εκπροσωπείται κυρίως από έναν λόγο συνήθως ένθεο και ομολογιακό, δηλαδή απευθύνεται κυρίως με σκοπό να διδάξει την αλήθεια του δόγματος, όπως η ίδια το αντιλαμβάνεται. Επίσης, η σύγχρονη θεολογική συζήτηση προτάσσει την σύνδεση της Ορθοδοξίας με κοινωνικές, φιλοσοφικές έννοιες όπως η δημοκρατία και η ελευθερία, σε μια φαινομενική διαπάλη μεταξύ προοδευτικών και συντηρητικών αντιπροσώπων της εγχώριας θεολογικής σκέψης. Δείγματα αυτής της προσέγγισης μπορούμε να δούμε στα έργα του Μάριου Μπέγζου, του Απόστολου Νικολαΐδη και άλλων. Ωστόσο υπάρχει και ένας άλλος τρόπος προσέγγισης της θεολογίας όπως έχει δείξει η «ηπειρωτική φιλοσοφία» (continental philosophy). Ως παράδειγμα αυτού του ρεύματος μπορούμε να αναφέρουμε το έργο των Ντεριντά, Ντελέζ, Μπαντιού, μεταξύ άλλων που μίλησαν για το συμβάν (event) με έναν λόγο που εντάσσεται στην πολιτική θεολογία. Συνεχίζοντας αυτή την αφήγηση στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, στις Ηνωμένες Πολιτείες υπάρχει μια ακαδημαϊκή παραγωγή που συσχετίζει την αυτοκρατορία (empire) και τον ύστερο καπιταλισμό (late capitalism) με τις εκκοσμικευμένες θεολογικές έννοιες που στη χριστιανική Αμερική συνδέθηκαν με τον καπιταλισμό της ανάπτυξης και της επιβολής ως τη μοναδική πολιτική κοινωνική αναπαράσταση.
Σε αυτό το πλαίσιο, μιας νέας πολιτικής θεολογίας που εδράζεται σε μια σύγχρονη φιλοσοφική αναζήτηση, έρχεται να συμβάλλει και το βιβλίο του Κλέητον Κρόκετ [Clayton Crockett] που παρουσιάζουμε για πρώτη φορά στο ελληνικό κοινό. Ο Κρόκετ υποστηρίζει μια θεολογία μετά την ανακοίνωση του θανάτου του Θεού. Ο θάνατος του Θεού, όπως τον διακήρυξε ο Νίτσε και όπως σημάδεψε την εποχή μας, οδήγησε στην αναγνώριση δύο αντιμαχόμενων κοσμοθεωριών: Αφενός του θρησκευτικού συντηρητισμού, που περιβάλλει την οργανωμένη θρησκεία και δηλώνει ρητά την πίστη του σε αυτή τη θεολογική αλήθεια/αποκάλυψη. Αφετέρου του κοσμικού προοδευτισμού, που δηλώνει την πίστη του στην τεχνολογική πρόοδο και την ανάπτυξη ως μόνα μέσα για την ευημερία. Ο Κρόκετ θεωρεί πως και η δεύτερη κοσμοθεωρία παραμένει θρησκευτική, εφορμάται από τον χριστιανισμό και υποστηρίζει το καπιταλιστικό σύστημα παραγωγής.
Ο σκοπός μίας ριζοσπαστικής πολιτικής θεολογίας, όπως αυτή που προτείνει ο Κρόκετ, είναι να ξαναστοχαστεί τη φιλοσοφική έννοια της ελευθερίας εντός του σύγχρονου κοινωνικο-ιστορικού πλαισίου. Έτσι, η ριζοσπαστική θεολογία αντιτάσσει στη σπουδή του Θεού, τη μελέτη και το στοχασμό του θεϊκού στοιχείου που δεν απογοητεύει. Η θεολογία μετά το θάνατο του Θεού επιτρέπει τρεις ξεχωριστές δυνατότητες. Ως πρώτη δυνατότητα διαφαίνεται η απόρριψη του Θεού από τον αθεϊστικό λόγο, ο οποίος ωστόσο ενδέχεται, παρά την αποφυγή εσχατολογικών ερωτημάτων και απαντήσεων, να καταλήξει επίσης σε κοινωνικό συντηρητισμό, βίαιη επιβολή και φονταμενταλισμό. Σύμφωνα με τον Κρόκετ, η θρησκεία είναι καθολική και συνδεδεμένη με την ιδιότητα του ανθρώπου να κατασκευάζει νοητές, ιδεολογικές αναπαραστάσεις στις οποίες η ίδια συνυπάρχει με την κουλτούρα.
Η δεύτερη δυνατότητα είναι η επαναφορά του Θεού ως αντικειμένου πίστης και θρησκευτικής λατρείας. Ο Κρόκετ χαρακτηρίζει αυτή την κίνηση ως αναστήλωση ενός πτώματος. Η ελευθερία που πηγάζει από την εποχή μετά το θάνατο του Θεού είναι ο θεολογικός στοχασμός με και χωρίς το Θεό, δηλαδή ο στοχασμός που δεν προϋποθέτει ότι ο Θεός υπάρχει.
Τέλος, η τρίτη δυνατότητα είναι η αντικατάσταση του ονόματος του Θεού με άλλες έννοιες, όπως δικαιοσύνη, αγάπη, ισορροπία, κόσμος, λόγος, διατηρώντας μεν με αυτόν τον τρόπο τα παραδοσιακά θεολογικά σχήματα, επενδύοντάς τα, δε, με νέα μηνύματα.
Ως προς την τρίτη δυνατότητα, ο Κρόκετ προτείνει τη μεσολάβηση μεταξύ υπερκόσμιου και κοσμικού μέσω «πραγματιστικών παρεμβάσεων» (pragmatic interventions) στο σύγχρονο θεωρητικό στοχασμό. Ως πραγματιστική παρέμβαση ο Κρόκετ, αντιλαμβάνεται μια συμβολή πρακτικά προσανατολισμένη, με στοιχεία και όρους από την παράδοση της πολιτικής θεολογίας, η οποία στοχεύει στην αποτελεσματικότητα και όχι μια συμβολή που στηρίζεται στην εφαρμογή ενός προϋπάρχοντος θεωρητικού σχήματος.
Η μεσολάβηση προέρχεται ως έννοια από το αμερικάνικο προτεσταντικό περιβάλλον και ο Κρόκετ τη χρησιμοποιεί ως την ανάπτυξη συνειδητών διασταυρώσεων μεταξύ της θρησκείας και της πολιτικής, που θα ξεπερνούν τις προηγουμένως υπάρχουσες. Ο ίδιος κατονομάζει την ελευθερία ως την έννοια που πρωτίστως καταλαμβάνει τη θεϊκή ιδιότητα μετά τον θάνατο του Θεού, παρότι στο βιβλίο του διερευνά και τη θεωρητική προέλευση άλλων εννοιών. Η ελευθερία ταυτόχρονα παραπέμπει, μετωνυμικά, στην ελευθερία της θεολογίας ως αναστοχασμού θεμάτων με εσχατολογικό ενδιαφέρον –πολιτικό, ηθικό, υπαρξιακό, κοσμολογικό– έξω από τον περιορισμό της παράδοσης, της εξουσίας ή της υποτιθέμενης βεβαιότητας των δογματικών απαντήσεων.
Ο κύριος στόχος του συγκεκριμένου βιβλίου είναι τολμηρός: να ανασημασιοδοτήσει την (πολύ λογική για όλους μας) συσχέτιση της πολιτικής θεολογίας με το έργο του Καρλ Σμιτ, επενδύοντας στην ανάπτυξη μιας πολιτικής θεολογίας μέσα από νέες συνάφειες αντί της Ισχύος, όπως είναι η ριζοσπαστική δημοκρατία και το ξεπέρασμα του φιλελευθερισμού. Αυτός ο ιδιότυπος αντι-Σμιτισμός του Κρόκετ διαπερνάει τον τρόπο που αναπτύσσει το συγκεκριμένο βιβλίο από κεφάλαιο σε κεφάλαιο. Το πρώτο του και μεγάλο θεωρητικό δάνειο έρχεται από τον Σπινόζα –τον οποίο διαβάζει όχι μόνο αυτοτελώς, αλλά και μέσα από τον τρόπο που τον διάβασε ο Νέγκρι– για να πει ότι υπάρχει μια ισχύς που είναι μεν υπερβολική, αλλά έχει έμφυτη την πραγματική δυνατότητα μείωσής της. Αυτή η εμμένεια της ισχύος χρειάζεται έναν Θεό που είναι ισχυρός, αλλά και ταυτόχρονα αδύναμος. Από τον Αγκάμπεν παίρνει το σχήμα του δικαίου πέρα από το δίκαιο, από τον Ντελέζ την έννοια του συμβάντος κι από τον Ντερριντά τη θρησκεία χωρίς θρησκεία. Το δεύτερο μεγάλο του θεωρητικό δάνειο το οφείλει στον Ζίζεκ. Συμφωνώντας με αυτόν ότι υπάρχει ηθική ανωτερότητα της θρησκευτικής πίστης ως απόφασης, βλέπει τη θρησκεία ως παράλλαξη μεταξύ του κοσμικού και του θρησκευτικού στοιχείου και ως ένα σημείο της φύσης του να είναι κανείς άνθρωπος («part of the nature of being human»). Όλοι αυτοί οι στοχαστές που παρελαύνουν στις σελίδες του Κρόκετ, είναι απτά παραδείγματα πραγματιστικών παρεμβάσεων γι’ αυτόν, όπως είδαμε και νωρίτερα.
Κλείνοντας, στο τέλος του βιβλίου συνοψίζονται οι έξι θέσεις για τη δυνατότητα ύπαρξης μιας ριζοσπαστικής πολιτικής θεολογίας σήμερα:
Ι. «Η μετα-κοσμικότητα είναι ένα επακόλουθο του μεταμοντερνισμού, διότι η πιθανότητα του κοσμικού είναι εγγενής στην ταυτότητα του μοντερνισμού» (σ. 161)
II. «Η νεωτερικότητα βασίζει το λόγο της, την ηθική, την αισθητική και την πολιτική σε μια αυτόνομη κοσμική σφαίρα, η οποία έχει ισχύ ακριβώς στο μέτρο που αποκλείει τα θεολογικά ή θρησκευτικά κριτήρια. Αλλά αυτό το έργο είναι αυτό που η μεταμοντέρνα μετακοσμικότητα υποσκάπτει.» (σελ. 161)
III. «Η θεμελιώδης ιδεολογία του κοσμικού είναι ο φιλελευθερισμός, ο οποίος λειτουργεί τόσο πολιτικά ως φιλελεύθερη δημοκρατία, όσο και οικονομικά ως ο φιλελεύθερος καπιταλισμός». (σελ. 161-162)
IV. «Για πολλούς Αμερικανούς, η μόνη εναλλακτική λύση σήμερα φαίνεται να είναι μια συντηρητική ή νεοσυντηρητική πολιτική κοσμοθεωρία (ενν. το νεοφιλελευθερισμό) […] (στον αντίποδα) του κυνισμού και του νεοφιλελευθερισμού προβάλλεται ένας νοσταλγικός φιλελευθερισμός, αλλά αυτές οι θέσεις χρησιμεύουν μόνο για να διατηρήσουν το status quo και να καλύψουν τη ριζοσπαστική εναλλακτική λύση». (σελ. 162)
V. «Υπάρχει η δυνατότητα για μια ριζοσπαστική πολιτική θεολογία, που σημαίνει άρνηση συντηρητικών ή νεοσυντηρητικών επιλογών στην πολιτική και στη θεολογία μετά την κατάρρευση του φιλελευθερισμού». (σελ. 163)
VI. «[…] Αλλά μια ριζοσπαστική θεολογία που επιβεβαιώνει το θάνατο του Θεού απελευθερώνει την υπέρβαση και αντί να συνιστά μια μορφή μηδενισμού όπως πολλοί θεωρητικοί κριτικοί της χρεώνουν, η ριζοσπαστική θεολογία είναι μια επιβεβαίωση της σκέψης και διαβίωσης κάτω από τις συνθήκες της πραγματικότητας και της υλικότητας. Επιδιώκουμε να μεταμορφώσουμε τον κόσμο, όχι να τον ανταλλάξουμε με έναν άλλο που συμμορφώνεται με τις επιθυμίες μας» (σελ. 165).
Το Marginalia, μετά από συνεννόηση με τον συγγραφέα και την Columbia University Press, εξασφάλισε τα δικαιώματα για τη μετάφραση ενός μικρού αποσπάσματος από το βιβλίο, ώστε να έρθουν οι αναγνώστες σε μια πρώτη επαφή με το σημαντικό αυτό βιβλίο. Το απόσπασμα που ακολουθεί μετάφρασε ο Νίκος Βασιλόπουλος. Είναι οι τρεις, περίπου, τελευταίες σελίδες από το τέταρτο κεφάλαιο του βιβλίου. Επιλέχθηκαν γιατί συμπυκνώνεται σε αυτές η μεθοδολογία ανάπτυξης του επιχειρήματος του Κρόκετ: τομή και συνέχεια με τη Σμιτιανή παράδοση, εισαγωγή νέων παραμέτρων (ασυνείδητο, μετα-κοσμικότητα), εντέλει νέα θέαση του προβλήματος της πολιτικής θεολογίας.
Ο Καρλ Σμιτ, ο Λέο Στράους και το θεολογικο-πολιτικό πρόβλημα του φιλελευθερισμού
(απόσπασμα από το βιβλίο του Κλέητον Κρόκετ, Radical Political Theology. Religion and Politics After Liberalism, σε μετάφραση Νίκου Βασιλόπουλου)
Θέλω να εκτιμήσω την ιδέα του Στράους (Leo Strauss) σχετικά με το διωγμό (persecution), αλλά επιθυμώ να τη ριζοσπαστικοποιήσω συνδέοντάς την με την ψυχαναλυτική έννοια του ασυνείδητου. Ο Στράους βασίζει το έργο και τη φιλοσοφία του στην προσπάθεια να διακρίνει τα σκόπιμα και συνειδητά νοήματα των φιλοσόφων που μελετά, αλλά η έννοια του ασυνείδητου καταστρέφει αυτή την προσπάθεια με κάθε δυνατό τρόπο. Ο Στράους μπορεί να απορρίπτει ή να αντιστέκεται στην ιδέα του ασυνείδητου αλλά, αν την πάρουμε κυριολεκτικά, τότε πρέπει να μάθουμε επίσης να διαβάζουμε συμπτωματολογικά. Αυτό σημαίνει ότι ένας συγγραφέας μπορεί να υφίσταται μάλλον έναν εσωτερικό παρά έναν εξωτερικό διωγμό και αυτό μπορεί να επηρεάζει και να διαστρεβλώνει το κείμενό του με πολλούς τρόπους. Περαιτέρω, όπως προτείνω παρακάτω, η ιδέα του ασυνείδητου είναι σημαντική για μια ριζοσπαστική πολιτική θεολογία, γιατί υπονομεύει την απλοϊκή έννοια μιας συνειδητής υποταγής σε μια πίστη, την έννοια ότι μπορούμε πάντα να διαλέγουμε να πιστεύουμε, τι να πιστεύουμε και πως να πραγματώνουμε τέτοιες απόψεις.
Η ιδέα του κοσμικού κατέχει έναν σημαντικό ρόλο στη σύλληψη μιας ριζοσπαστικής πολιτικής θεολογίας, όπως αποδείχθηκε στο κεφάλαιο 1. Μια ριζοσπαστική θεολογία αρνείται την ψεύτικη επιλογή ανάμεσα στον ταύτιση με μια ιστορικά καθορισμένη θρησκεία και στην υποστήριξη ενός απλοϊκού κοσμικού αθεϊσμού. Κάθε κοσμική μορφή έχει θρησκευτικά κατάλοιπα, όπως κάθε θρησκευτική μορφή είναι σύμφυτα κοσμική και τουλάχιστον εν δυνάμει αιρετική. Χρειάζεται να σκεφτούμε πέρα από αυτή τη σύγχρονη αντίθεση και η έννοια του ασυνείδητου μας βοηθά να το κάνουμε αυτό. Πολύ συχνά το ερώτημα της θρησκείας τίθεται με όρους μιας συνειδητής υποταγής βασισμένη σε μια προτεσταντική έννοια της ελευθερίας η οποία τώρα δε μοιάζει πιστευτή Πιστεύεις σε ετούτη τη θρησκεία, εκείνη τη θρησκεία ή σε καμία θρησκεία απολύτως; Ακόμα κι αν η έννοια της πίστης συμπληρωθεί ή αντικατασταθεί από αυτήν της πρακτικής, αποτυγχάνει να αναμετρηθεί με τη ριζοσπαστικότητα της ιδέας του ασυνείδητου, που σημαίνει ότι η ταυτότητα κάποιου, οι πεποιθήσεις και οι εκ προθέσεως πρακτικές του, μπορεί να μην προσδιορίζονται ή να μην καθορίζονται πλήρως στο επίπεδο της συνείδησης. (Πώς) γνωρίζω τι πιστεύω; Είμαι Χριστιανός; Άθεος; Βουδιστής; Σε περίπτωση που δεν γνωρίζω [ενν. τι πιστευώ] ή είμαι καταρχήν ανίκανος να αποφασίσω τι ισχύει στ᾽ αλήθεια; Θα επιστρέψω στις πολιτικές συνέπειες του ασυνείδητου στο κεφάλαιο 6, μέσα από τη σχετική συζήτηση της σύγχρονης κρίσης του δικαίου και της ντελεζιανής έννοιας του συμβάντος.
Πολλοί φιλελεύθεροι πιστεύουν ότι ο κύριος λόγος αντίθεσης στην πολιτική θεολογία είναι το πρόβλημα της θρησκευτικής βίας, το οποίο έχει γίνει περισσότερο ορατό στον κόσμο μας, καθώς ο φιλελευθερισμός παλεύει να διατηρηθεί. Γιατί να μην επιλυθεί το θεολογικό-πολιτικό πρόβλημα με την αποσύνδεση της θρησκείας από την πολιτική; Σε απάντηση της σύγχρονης πολιτικής ισχύος του χριστιανικού φονταμενταλισμού και της Θρησκευτικής Δεξιάς, διανοούμενοι όπως ο Σαμ Χάρρις (Sam Harris) και ο Κρίστοφερ Χίτσενς (Christopher Hitchens) συνηγορούν υπέρ μιας επανεκκοσμίκευσης ή του διαχωρισμού της θρησκείας από την πολιτική. Σε ένα δοκίμιο που εκθέτει τη θρησκευτικο-πολιτική κατάσταση στην Αλγερία, ο Ντερριντά (Jacques Derrida) επίσης αποδέχεται αυτόν τον διαχωρισμό. Ο Ντερριντά επισημαίνει: «Παίρνουμε θέση υπέρ του αποτελεσματικού διαχωρισμού του πολιτικού και του θεολογικού». Αυτή είναι μια αβίαστη και φιλελεύθερη απόκριση, αλλά αν ο Άσαντ (Talal Asad) έχει δίκιο, τότε δεν μπορεί να ισχύει. Το κοσμικό στοιχείο δε λειτουργεί λιγότερο ως μια μορφή πολιτικής εξουσίας από ότι το θρησκευτικό. Και πάλι, ο Άσαντ συμπεραίνει ότι:
Οι κατηγορίες ‘πολιτική’ και ‘θρησκεία’ αποδεικνύεται ότι προϋποθέτουν η μία την άλλη περισσότερο εμφανώς από όσο νομίζουμε. Η ανακάλυψη αυτή μας επιτρέπει να κατανοήσουμε βαθύτερα τα χαρακτηριστικά του νεωτερικού έθνους-κράτους. Η έννοια του κοσμικού δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την ιδέα της θρησκείας.
Η θρησκεία δεν μπορεί να διαχωριστεί εντελώς από την πολιτική. Η ιδέα ότι αυτός ο διαχωρισμός είναι εφικτός είναι μια φιλελεύθερη αυταπάτη, η φαντασίωση της εκκοσμίκευσης ως ιδεολογία. Την ίδια στιγμή, το κοσμικό στοιχείο δεν μπορεί να αποκοπεί από τη θρησκεία· είναι μια σύνθετη θρησκευτική μορφή. Εάν ο Άσαντ έχει δίκιο ότι η έννοια του κοσμικού δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την ιδέα της θρησκείας, τότε αυτή είναι μια μετα-φιλελεύθερη, μεταμοντέρνα και μετακοσμική ιδέα. Για να εκτιμήσουμε την ανάλυση του Άσαντ δεν χρειάζεται να αποδεχτούμε ή να εξασκήσουμε μια παραδοσιακή μορφή θρησκείας, αλλά πρέπει να αναγνωρίζουμε την εμπλοκή του κοσμικού στοιχείου στο θρησκευτικό και -επιπλέον- την ουσία της φιλελεύθερης κοσμικότητας στην έννοια της αγοράς, την οποία ο Άσαντ δεν αναπτύσσει ρητά.
Μπορεί η θρησκεία να υπάρξει χωρίς την έννοια του κοσμικού; Ή χωρίς αναφορά σε κάποια μορφή εκκοσμίκευσης ή απομάγευσης; Θα επιχειρηματολογούσα ότι δεν μπορούμε να στοχαστούμε τη θρησκεία ξέχωρα από ή χωρίς την έννοια του κοσμικού και ότι αυτό είναι το νόημα του όρου «μετακοσμικός», αν αυτός έχει κάποιο νόημα, αν και προτιμώ τον όρο «μετα-κοσμικότητα». Η «θρησκεία» και το «κοσμικό» είναι νεωτερικοί και αλληλοεξαρτώμενοι όροι· δεν μπορούμε να σκεφτούμε τον έναν χωρίς τον άλλο. Το κοσμικό δεν μπορεί να εγκαταλειφθεί, για να «σωθεί» η θρησκεία ή μια συγκεκριμένη θεσμική ή πρακτική μορφή θρησκευτικότητας. Περιπλέκω την εξελικτική ιστορική αφήγηση, όπου η θρησκεία εξαφανίζεται και αντικαθίσταται από το κοσμικό. Σύμφωνα με την ανάλυση του Άσαντ αυτό δεν είναι ιστορικά ακριβές, ανεξάρτητα από την πλευρά που διαλέγει κανείς να υποστηρίξει. Αναγνωρίζω ότι ο Καρλ Σμιτ εγείρει με την πολιτική θεολογία που αρθρώνει την αξίωση ενός δομικού μοντέλου, ακόμα κι αν αυτό δεν είναι μια απλή κατασκευή, γιατί το θρησκευτικό και το κοσμικό απλά δεν μπορούν να απεμπλακούν μεταξύ τους ή να ξεχωριστούν τελείως.
Όπως καταδείχτηκε στο κεφάλαιο 1, μια ριζοσπαστική πολιτική θεολογία στοχάζεται για τη θεολογική έννοια του παρόντος αιώνα (saeculum) όπως έγινε αποδεκτή από το θεολόγο του «Θανάτου του Θεού», Γκάμπριελ Βαχανιάν (Gabriel Vahanian), με τους όρους αυτού που ο Ζυλ Ντελέζ αποκαλεί το πεδίο της εμμένειας. Το κοσμικό πεδίο της εμμένειας δεν αποκλείει ή δεν επιλύει τα θεολογικά ή υπερβατικά ερωτήματα, αλλά υποστηρίζει ότι όλες οι συζητήσεις περί υπερβατικότητας πρέπει τουλάχιστον να έχουν ως σημείο αναφοράς το πεδίο της εμμένειας, το οποίο είναι το ελάχιστο αναγκαίο σημείο συνοχής, για να θεσμίσουμε έναν κοινό κόσμο διυποκειμενικής εμπειρίας.
Δεν μπορούμε να εξαλείψουμε τη θρησκεία από την κοινωνία ή να διαχωρίσουμε εντελώς τη θρησκεία από την πολιτική. Μια κοσμική ή μετα-κοσμική πολιτική θεολογία διατηρεί, ωστόσο, κριτικά αποθέματα. Η ριζοσπαστική πολιτική θεολογία εξετάζει την ενσωμάτωση του θρησκευτικού στο πολιτικό και προσφέρει ιδέες οι οποίες θα βοηθήσουν στην παρεμπόδιση της κλιμάκωσης της βίας η οποία απειλεί όταν συγκεκριμένοι θρησκευτικο-πολιτικοί σχηματισμοί -περιλαμβανομένου και του φασισμού- γίνονται κυρίαρχοι. Αυτό δεν είναι απλά η αποκατάσταση της φιλελεύθερης ανεκτικότητας, γιατί δεν υπάρχει ουδέτερος, μη-θρησκευτικός δημόσιος χώρος εντός του οποίου μπορούν να διαμεσολαβούνται οι διαμάχες.
Συμπερασματικά, η αντίθεση ανάμεσα στο κοσμικό και το θρησκευτικό εδραιώνει τη διάκριση μεταξύ πολιτικής φιλοσοφίας και πολιτικής θεολογίας, όπως έγινε κατανοητή από τον Στράους και τον Σμιτ. Αν η θεμελιώδης ασυμβατότητα μεταξύ φιλοσοφικής ορθολογικότητας και πίστης σε έναν αποκεκαλυμμένο θείο νόμο είναι ουσιωδώς νεωτερική και φιλελεύθερη, τότε η διάκριση μεταξύ πολιτικής θεολογίας και πολιτικής φιλοσοφίας αρχίζει να καταρρέει. Ποιο είναι το θεολογικο-πολιτικό πρόβλημα προς το ποίο δείχνουν τόσο ο Σμιτ (Carl Schmitt) όσο και ο Στράους με αμφιλεγόμενους και ανεπαρκείς τρόπους; Είναι η κατάρρευση του φιλελευθερισμού και η κρίση συνακόλουθων εννοιών όπως η κοσμικότητα, η νεωτερικότητα και η δημοκρατία. Η πολιτική θεολογία, στην ευρύτερη και πιο ριζοσπαστική μορφή της, αφορά την πολιτική θέσμιση της κοινωνίας και της ανθρωπότητας και είναι ατελώς κοσμική γιατί επιδιώκει να στοχαστεί την πολιτική θεολογία δίχως μια καθορισμένη πολιτική θεολογία ή αυτό που ο Ζακ Ντεριντά ονομάζει «θρησκεία χωρίς θρησκεία». Την ίδια στιγμή, αμφισβητεί την ίδια τη φιλελεύθερη κατάστασή της, όχι για χάρη μιας παραδοσιακής θρησκευτικής ή φιλοσοφικής μορφής την οποία φαντασιώνεται νοσταλγικά, ούτε για χάρη της κυνική χειραγώγησης εκείνων που παραπλανούνται και ελέγχονται από τη θρησκεία με έναν μακιαβελλικό τρόπο.
Η ριζοσπαστική πολιτική θεολογία επιχειρεί να σκεφτεί ένα μέλλον πέρα από τον φιλελευθερισμό, ένα μέλλον που είναι φιλάνθρωπο ή, αν αποτύχει, τουλάχιστον ανθρώπινο. Το ερώτημα είναι αν η αντίθεση στην καταστροφική καπιταλιστική αγορά του σύγχρονου φιλελευθερισμού, απαιτεί και την αντίθεση στη δημοκρατία. Δηλαδή, είναι η φιλελεύθερη δημοκρατία η μόνη μορφή δημοκρατίας ή μπορεί να υπάρξει δημοκρατία χωρίς φιλελευθερισμό; Οι περισσότεροι αντίπαλοι του φιλελευθερισμού αντιτίθενται επίσης στη δημοκρατία, αν και μεγάλο μέρος της σπουδαιότητας του συνεργατικού έργου των Χαρντ και Νέγκρι (Michael Hardt, Antonio Negri) στην Αυτοκρατορία και το Πλήθος προϋποθέτει την επεξεργασία μιας ριζοσπαστικής αντίληψης για τη δημοκρατία.
Προσθέστε σχόλιο