Δύο ποιήματα του Τάκη Παπατσώνη (1895–1976). Το πρώτο, με τίτλο «Βραδύνοια» δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1931 στο τεύχος 4-5 του περιοδικού «Αλεξανδρινή Τέχνη». Το δεύτερο, με τίτλο «Σοφία» δημοσιεύεται στον τόμο «Εκλογή Β´» το 1962. Πιστεύω ότι έχει ίσως νόημα να διαβαστούν μαζί τα δύο ποιήματα, κι όχι μόνο λόγω της «βραδύνοιας» που επανέρχεται.
Βραδύνοια
Περαστικὰ ἀπὸ δῶ σμῆνος πουλιὰ
μᾶς φέραν μήνυμα βορινό, καὶ τοὺς κωφεύσαμε.
Στὴν τέφρα τους τὰ Ὀρτύκια ἀντιφεγγίζαν Παγετῶνες,
καὶ ὄχι μονάχα τοὺς κωφεύσαμε, μὰ καὶ τοὺς στήσαμεν ἐνέδρα
καὶ τοὺς ρίξαμε σκάγια καὶ φωτιές, γιὰ νὰ τὰ φᾶμε.
Καὶ ποιοί; Ἐμεῖς, ποὺ περιμέναμε
σὰν καὶ τὶ τὸ βορινὸ μήνυμα,
τυφλωθήκαμε, καὶ δίχως νὰ σκεφθοῦμε ποὺ μᾶς ἦρθε,
τοὺ ρίξαμε φωτιές, τὸ λαβώσαμε, τ᾽ ἀποδιώξαμε.
Περαστικὸ ἤτανε τὸ σμῆνος, δὲν σοῦ λέω,
μὰ οὔτε τὴν κούρασή του, τὸν ἀφανισμό του
δὲ ἀγαπήσαμε, δὲν σεβαστήκαμε· καὶ μιὰ καὶ λεῖψαν,
μᾶς ἦρθε τώρα ἡ συμπόνεση καὶ βάρος τῆς ψυχῆς
γιὰ τὴν ἄχαρη πράξη, γιὰ τὴ φαύλην ἐπίθεση,
καὶ ίδού μας, ἀπομείναμε οἱ ἀνεπιτήδειοι,
οἱ βραδυκίνητοι στὸ νοῦ τῶν ἐμφανίσεων,
ἔρημοι, δίχως μήνυμα βορινό,
με τὰ συνηθισμένα μας τὰ «mea culpa»
καὶ τὶς ἀνώφελες αἰτιάσεις τοῦ ἑαυτοῦ μας.
Σοφία
Ἐφθάσαμε ἔτσι λίγο λίγο στὴν γυμνότητα,
ἕνα ἕνα ἀποδυθήκαμε τὰ περίφημα προβλήματα,
τὰ πολύχρωμα, τὰ βύσσινα, τὰ πορφυρὰ τῶν γοητειῶν,
καὶ μόνον τώρα, μολονότι κάποιος φόβος κι᾽ ἀπὸ πρίν,
κάποιο προμήνυμα, μᾶς ἔλεγαν τὶ μᾶς προσμένει,
ὅμως, μονάχα τώρα, οἱ γυμνωμένοι
εἴδαμεν, ὅτι χοῦς ἐσμέν. Ἀθλιας ἐπίγνωση
σοφίας. Ἔνδεια σημερινή. Βραδύνοια τῆς χθές.
Δουλειά μας τώρα να τὴν ἀναγάγομε σὲ θρίαμβο.
Προσθέστε σχόλιο