Κριτική Τεύχος #04

Ποιες είναι αυτές κι αυτοί που θέλησαν να αλλάξουν τον κόσμο;

Changer le monde, changer sa vie. Enquête sur les militantes et les militants des années 1968 en France
[Αλλάζοντας τον κόσμο, αλλάζοντας τη ζωή. Έρευνα για τις ακτιβίστριες και τους ακτιβιστές του ’68 στη Γαλλία]

Olivier Fillieule, Isabelle Sommier, Sophie Beroud, Camille Masclet
Actes Sud Sciences Ηumaines, 2018 | 1118 σελίδες

 

Σε κάθε επέτειο μετά τα δέκα χρόνια του γαλλικού Μάη κυκλοφορεί πλήθος συγγραμμάτων για τα γεγονότα και τους πρωταγωνιστές της περιόδου. Με την ευκαιρία της φετινής πεντηκοστής επετείου, μεταξύ άλλων εγχειρημάτων, μια ομάδα ερευνητ(ρι)ών αφιερώνει μια έρευνα στους αφανείς αγωνιστές και αγωνίστριες της εποχής. Βασική επιδίωξη είναι να στρέψουν την προσοχή μας στους συνδικαλιστές και στις ακτιβίστριες, όχι μόνο στο Παρίσι και αλλά στην περιφέρεια, και χωρίς να εξαντλούν τη ματιά τους στον Μάη και τον Ιούνη του ‘68, αλλά φτάνοντας μέχρι το 1980. Ποιοι και ποιες στελέχωσαν τα κινήματα της δεκαετίας του ‘70 στη Γαλλία; Στο ερώτημα αυτό επιδιώκουν να απαντήσουν οι συγγραφείς του τόμου Αλλάζοντας τον κόσμο, αλλάζοντας τη ζωή. Έρευνα για τις ακτιβίστριες και τους ακτιβιστές του 68 στη Γαλλία.

Από το 2008 και μετά, η ερευνητική και συγγραφική προτεραιότητα δεν αφορά πια τους γνωστούς και διάσημους πρωταγωνιστές των γεγονότων, αλλά τους αγωνιστές εκτός Παρισιού. Η έρευνα που δημοσιεύτηκε φέτος βάζει στο μικροσκόπιο πέντε γαλλικές μητροπόλεις από το Νότο ως το Βορρά: τη Μασσαλία, τη Λυών, τη Ναντ, τη Ρεν και τη Λιλ αντίστοιχα. Οι πόλεις αυτές επιλέχθηκαν, πρώτον, επειδή είχαν ισχυρή βιομηχανία (μεταλλουργία η Μασσαλία και η Ναντ, χημική βιομηχανία η Λυών, υφαντουργία η Λιλ), συνεπώς εκτεταμένα εργατικά στρώματα· και, δεύτερον, επειδή εκπροσωπούνταν σε αυτές με σαφή τρόπο διαφορετικοί πολιτικοί συσχετισμοί: η σοσιαλιστική αριστερά ήταν πολύ ισχυρή στη Λιλ και τη Μασσαλία ως το 1977, έπειτα στη Ρεν·η δεξιά ήταν ισχυρότερη στη Λυόν στη Ναντ επικρατούσε άλλοτε η αριστερά και άλλοτε η δεξιά.

Η έρευνα στηρίζεται σε μια συγκριτική μέθοδο, που επιτρέπει να κατανοήσουμε την ανάπτυξη των αγώνων τη δεκαετία του ‘70, καθώς και την προσωπική εξέλιξη των συμμετεχόντων. Όλες και όλοι οι συμμετέχοντες το ’68 ήταν περίπου 21 ετών και είχαν ήδη σημαντικές προηγούμενες κοινωνικο-πολιτικές εμπειρίες ή και συμμετοχή – είτε στους απελευθερωτικούς αγώνες για την Αλγερία, είτε στους αγώνες αλληλεγγύης ενάντια στον πόλεμο στο Βιετνάμ. Η έρευνα ξεκινά, λοιπόν, από το 1966 και φτάνει μέχρι την άνοδο του Μιτεράν, τον Μάιο του 1981.

Η δεκαετία του ‘70 εμφανίζεται ως περίοδος κοινωνικών διεκδικήσεων και εμβληματικών αγώνων στη Γαλλία: κινήματα των μαθητών λυκείου, των ομοφυλόφιλων, των υπαλλήλων και εργατών σε εργοστάσια όπως το Lip, αγώνες για τη νομιμοποίηση της άμβλωσης, κινήματα εναντίον των πυρηνικών σταθμών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας των Creys-Malville και Plogoff. Την ίδια περίοδο, συνεχίζεται η κριτική των κοινωνικών σχέσεων κυριαρχίας. Μέσα στις πολιτικές οργανώσεις ανοίγουν έντονες εσωτερικές συζητήσεις, με σημαντικές επιπτώσεις στην εσωτερική λειτουργία τους, τις διαπροσωπικές σχέσεις και τις πρακτικές διαμαρτυρίας: χάρη και στην ανάπτυξη του φεμινιστικού και ομοφυλοφιλικού κινήματος, η ανδροπρεπής και παντοδύναμη φιγούρα του «επαγγελματία επαναστάτη» θεωρείται παρωχημένη.

Πώς αντιδρούν, ωστόσο, στους μετασχηματισμούς τα γαλλικά συνδικάτα;

Όσον αφορά τις ιστορικές συνδικαλιστικές οργανώσεις, η ανδροκρατούμενη Γενική Συνομοσπονδία Εργαζομένων (CGT) τίθεται πλέον υπό ισχυρή αμφισβήτηση που, μεταξύ άλλων, την αναγκάζει να ανοίξει σταδιακά στις εργαζόμενες και τους μετανάστες. Από την άλλη πλευρά, η CFDT, εμφανίζεται πολύ πιο δεκτική στις καινοτόμες πρακτικές, καθώς αποτελεί τον κυρίαρχο συνδικαλιστικό πόλο της αυτοδιαχείρισης. Όλοι οι τόποι κοινωνικοποίησης των αγωνιστών –η οικογένεια, το σχολείο, το πανεπιστήμιο ή η Εκκλησία– επηρεάζονται από το γενικευμένο αντιθεσμικό πνεύμα του Μάη. Σε αυτό το εγχειρίδιο μελετώνται, από κοινού και ξεχωριστά, τα συνδικάτα, οι εναλλακτικές αριστερές οργανώσεις, καθώς και τα φεμινιστικά κινήματα, από τη σκοπιά των συμμετεχόντων στους αγώνες της δεκαετίας του ‘70.

Ποιες και ποιους επηρεάζουν, όμως, αυτοί οι ραγδαίοι κοινωνικοί μετασχηματισμοί που φέρνει ο άνεμος του ‘68; Είναι θεμιτό να μιλάμε για μια και μοναδική γενιά του Μάη;

Η έρευνα επιχειρεί να αποκαταστήσει την εικόνα των χιλιάδων ακτιβιστριών που είχαν εξαφανιστεί από το προσκήνιο, λόγω της υπερπροβολής ορισμένων εμβληματικών προσωπικοτήτων της περιόδου που διαστρεβλώνει την υπόλοιπη εικόνα. Εάν κάθε επανάσταση καταλήγει σε συμβιβασμό και στο «καθένας για τον εαυτό του», διερωτώνται οι ερευνητές, για ποιο λόγο να αναλάβει κανείς οποιαδήποτε δράση;[1]

Εδώ, λοιπόν, δίνεται έμφαση στην εμπειρία των ανθρώπων που, ως φοιτητές, εργαζόμενοι ή άνεργοι, δεσμεύτηκαν να αλλάξουν τον κόσμο, να αλλάξουν τη ζωή – και, ως εκ τούτου, να αλλάξουν και τις δικές τους προσωπικές ζωές. Η έρευνα ενδιαφέρεται για την εκάστοτε προσωπική πολιτική εμπειρία και το πώς αυτή μεταμόρφωσε προηγούμενες μορφές κοινωνικής δράσης. Πρόκειται για το ερώτημα πώς η πολιτική δέσμευση μπορεί να επηρεάσει, επαναπροσδιορίζοντας ή τροποποιώντας τες, όλες τις υπάρχουσες παραστάσεις και τις μεμονωμένες προσωπικές πρακτικές.[2]

Η ποιοτική και ποσοτική έρευνα βασίστηκε σε μια συλλογική προσπάθεια που ξεκίνησε στα τέλη του 2012 μια ομάδα τριάντα περίπου πολιτικών επιστημόνων και κοινωνιολόγων. Η έρευνα χρηματοδοτήθηκε από την Εθνική Υπηρεσία Έρευνας και το Πανεπιστήμιο της Λωζάνης. Στόχος ήταν να αναζητηθεί η πορεία τριών πολιτικών οικογενειών/ομάδων στις πέντε επιλεγμένες πόλεις (Λιλ, Λυών, Μασσαλία, Νάντη και Ρεν): του συνδικαλιστικού κινήματος των εργαζομένων, της εναλλακτικής αριστεράς και του φεμινιστικού κινήματος – με δεδομένο ότι οι ακτιβιστές/τριες μεταπηδούν πολύ συχνά από την μια οικογένεια στην άλλη.

Τρεις τύποι υλικών συλλέχθηκαν, σύμφωνα με το πρωτόκολλο, και με τον ίδιο ρυθμό στις πέντε πόλεις: στοιχεία τεκμηρίωσης, 366 βιογραφικές προσωπικές μαρτυρίες και 285 «ημερολόγια ζωής». Οι ερευνητές θέλησαν να οριοθετήσουν και να περιγράψουν με δυναμικό τρόπο τις περίπλοκες πολιτικές διαμορφώσεις διαφορετικών ακτιβιστών, λαμβάνοντας κάθε φορά υπόψη ενέργειες, μεταβολές, αλληλεπιδράσεις στο πλαίσιο εντάσεων που έγιναν αντικείμενο επεξεργασίας για πρώτη φορά.[3] Το μωσαϊκό των διαφορετικών πορτρέτων των πρωταγωνιστριών/πρωταγωνιστών επιτρέπει την κατανόηση των πολλαπλών πτυχών των κοινωνικών τύπων των Γάλλων «εξηνταοχτάρηδων».

Στο σημείο αυτό αξίζει μια σύντομη, σχηματική αναγκαστικά, παρουσίαση:

Ένα πρώτο στοιχείο διαχωρισμού των συμμετεχουσών στην έρευνα προκύπτει με βάση το φύλο: οι περισσότεροι άνδρες πολιτικοποιούνται και συμμετέχουν στα συνδικάτα, ενώ οι γυναίκες αποτελούν το 1/3· αντιστρόφως, η ανδρική συμμετοχή στο φεμινιστικό κίνημα έγκειται στο 11 τοις εκατό, ενώ η συμμετοχή στις εναλλακτικές αριστερές οργανώσεις ανδρών και γυναικών είναι σχεδόν ισότιμη. Όσον αφορά τις κοινές οικογενειακές και κοινωνικές αναφορές, όλες οι συμμετέχουσες στην έρευνα μεγαλώνουν με οικογενειακές ιστορίες από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τον Ισπανικό εμφύλιο, τους αντιαποικιοκρατικούς αγώνες στην Αλγερία. Κατά τις δεκαετίες ’50 και ‘60 λαμβάνουν χώρα ισχυρές κοινωνικές συγκρούσεις στη μεταλλουργία, τις αερομεταφορές και στον αγροτικό τομέα. Οι εντάσεις διαπερνούν επίσης την Εκκλησία, τη στελέχωση των νεολαιίστικων χριστιανικών οργανώσεων, τη μαζικοποίηση του πανεπιστημίου, την ανάπτυξη του δημόσιου τομέα και των νέων υπηρεσιών, καθώς και τη μαζικοποίηση των κλάδων των καθηγητών, των κοινωνικών λειτουργών και των επαγγελμάτων υγείας. Σε αυτό το πλαίσιο, όπου μια ορισμένη κοινωνική ευημερία συνυπάρχει με κοινωνικές αναταραχές και μετασχηματισμούς, διαμορφώνονται οι συνειδήσεις των μετέπειτα «εξηνταοχτάρηδων».

Για πολλούς, το κίνημα των δεκαετιών ’60-‘80, καθώς και οι συνδικαλιστικές δραστηριότητες, αποτέλεσαν ένα είδος σχολείου· για άλλους, έναν προνομιακό χώρο για ανοδική πορεία στην καριέρα τους. Σε κάθε περίπτωση, όλες και όλοι υπογραμμίζουν τη μεταμορφωτική δύναμη της εκάστοτε πολιτικής δέσμευσης. Στον αντίποδα, βρίσκουμε αριστερές και εναλλακτικές οικογένειες ή πολιτικές κουλτούρες στις οποίες, μέσω συγκρούσεων ορισμένες φορές, οι ζωές των υποκειμένων διαταράσσονται, σε σημείο οι άνθρωποι να στρέφονται στον αλκοολισμό, στη χρήση ψυχοτρόπων ουσιών, στην κατάθλιψη ή και στις αυτοκτονίες.

Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο αφορά το οικογενειακό προφίλ των συμμετεχουσών στην έρευνα. Η συζυγική ζωή των ατόμων που πολιτικοποιούνται αποτυπώνεται ως μη παραδοσιακή, με πολλά ζευγάρια να μην έχουν παντρευτεί και εξίσου μεγάλο ποσοστό διαζυγίων. Όσον αφορά τα παιδιά, όταν υπάρχουν, ο μέσος όρος είναι τα δύο, με τις φεμινίστριες εδώ να υποεκπροσωπούνται.

Επόμενο σημαντικό σημείο αφορά το επάγγελμα: τα επαγγέλματα της μεσαίας τάξης, οι δημόσιοι υπάλληλοι, το διοικητικό προσωπικό και οι διανοούμενοι υπερεκπροσωπούνται, σε αντίθεση με τους αγρότες και τους εργάτες. Κοινωνικοί λειτουργοί, επαγγελματίες υγείας, δάσκαλοι, καθηγητές, επίσης συμμετέχουν με υψηλά ποσοστά· πρόκειται για επαγγέλματα που οι συμμετέχοντες διατηρούν μέχρι τη συνταξιοδότησή τους. Στα επαγγέλματα αυτά, μεγάλο ποσοστό καταγράφουν οι γυναίκες, καθώς και όσες/οι δραστηριοποιούνται στον εναλλακτικό χώρο. Μεγάλο ποσοστό ανδρών βρίσκεται σε πόστα εργατών, ενώ υψηλή γυναικεία εκπροσώπηση καταγράφεται σε πόστα δημοσίων υπαλλήλων. Λιγότεροι, αντίθετα, βρίσκονται σε ελεύθερα επαγγέλματα και στον ιδιωτικό τομέα. Το σύνολο του εξεταζόμενου πληθυσμού μπαίνει στην αγορά εργασίας μεταξύ 22 και 26 ετών, και πολλοί επανέρχονται στις σπουδές τους για να ανέβουν κλίμακα. Όσον αφορά την κινητικότητα, οι φεμινίστ(ρι)ες δεν μετακινούνται ιδιαίτερα, αλλά υποβαθμίζονται έντονα εργασιακά·στη σχετική κλίμακα ακολουθούν οι συνδικαλιστές και τέλος οι αριστεροί εναλλακτικοί.

Όσες και όσοι εργάζονται στο δημόσιο τομέα και τη δημόσια διοίκηση συνεχίζουν τον συνδικαλισμό ως και το τέλος της καριέρας τους, ακόμη και μετά το 1983. Στον αντίποδα συναντάμε όσες και όσους συμμετέχουν στο φεμινιστικό κίνημα ή σε αριστερές οργανώσεις με χαλαρότερη δέσμευση. Σε υψηλότερα μορφωτικά επίπεδα, ή αλλιώς στην πρώτη γενιά διανοουμένων, η επαγγελματική σταδιοδρομία βελτιώνεται μετά το 1983, και οι όποιες πολιτικές ή συνδικαλιστικές δεσμεύσεις υποχωρούν σταδιακά με το πέρασμα του χρόνου.

Η έρευνα επιχειρεί να αποδομήσει μια κοινοτοπία: αυτή που θέλει όλα τα κομμάτια της αριστεράς να έχουν συμβιβαστεί και ταυτιστεί την υπερτροφική μιντιακή εικόνα ορισμένων ηγετικών φυσιογνωμιών του ‘68. Αποτελεί μια εμπεριστατωμένη προσπάθεια να σκιαγραφηθεί ένα ψηφιδωτό κοινωνικών και πολιτικών δεσμεύσεων της εποχής. Πετυχαίνει όμως το στόχο της; Σε μεγάλο βαθμό ναι, γιατί καταρρίπτει το μύθο της μιας και ομογενοποιημένης γενιάς του ’68, από την οποία αναγνωρίζουμε μόνο ορισμένες προβεβλημένες ηγετικές φυσιογνωμίες.

Σχέσεις, πολιτικές και κινήσεις μελετήθηκαν με το συνδυασμό ποιοτικής και ποσοτικής έρευνας, και με εργαλείο τη συγκριτική ανάλυση, ώστε να κατηγοριοποιηθούν τα πορτρέτα μη Παριζιάνων «68άρηδων», και να αναλυθούν τα δεδομένα, για να μας προσφέρουν μια γενικεύσιμη αφήγηση και μια συγκεκριμένη κοινωνιολογία.[4]

Όμως, πόσο ικανοποιητικά μπορεί να μας δείξει τη γενική εικόνα του κινήματος μια έρευνα 400 περίπου προσωπικών μαρτυριών, σε πέντε διαφορετικές γαλλικές μητροπόλεις – και σε ποιο βαθμό μπορεί η ίδια να εξαγάγει γενικεύσιμα συμπεράσματα για το βαθμό πολιτικής δέσμευσης και τις προσωπικές πορείες των ακτιβιστών σε όλη τη γαλλική επικράτεια;

Παρά την τεράστια δουλειά των ερευνητών, το συγκεκριμένο ερευνητικό εγχείρημα παραμένει μια γενική αφήγηση των πορτρέτων ορισμένων επιλεγμένων αγωνιστών αγωνιστριών – όχι τόσο συνηθισμένων και κοινών ακτιβιστών. Αλλά τι γίνεται με τους αγωνιστές τύπου λάμδα, με τους απλούς πολίτες κ πολίτισσες, κατά την περίοδο του ’68; Ποια η θέση των αντιτιθέμενων πολιτικών ομάδων, όπως π.χ. των ακροδεξιών; Σε ποιο βαθμό η τομή και η ρήξη του ‘68 άλλαξε τη ζωή καθενός και καθεμίας ξεχωριστά; Στα παραπάνω ερωτήματα, καθώς και σε πληθώρα άλλων πιο λεπτών αποχρώσεων, στην κατανόηση των διαφορετικών μηχανισμών λειτουργίας και δράσης μεταξύ των πολιτικών ομάδων, καθώς και της διαλεκτικής τους με τα εκάστοτε πολιτικά υποκείμενα που τις συναποτελούν, η εν λόγω έρευνα δεν απαντά.

Ο γενικός πολυσύνθετος πίνακας των πολιτικών και κοινωνικών εξελίξεων του ’68, καθώς και των δρώντων της εποχής, εξακολουθεί να μας ενδιαφέρει και να μας συναρπάζει, αναδεικνύοντας, κάθε φορά που επιχειρούμε να τον αποκωδικοποιήσουμε, την πολυπλοκότητά του. Υπάρχουν, λοιπόν, ακόμα πολλά να ειπωθούν, να μελετηθούν, να γραφούν.

Υποσημειώσεις[+]

Σχετικά με τον συντάκτη

Ιωάννα Κασάπη

H Ιωάννα Κασάπη, ζει τα τελευταία χρόνια στο Παρίσι όπου κι εργάζεται ως αρχειονόμος και ερευνήτρια ιστορίας. Έχει ολοκληρώσεις τις μεταπτυχιακές της σπουδές στο Πάντειο πανεπιστήμιο στο τμήμα πολιτικής επιστήμης κ ιστορίας και στο Παρίσι 8, στην αρχειονομία.

Προσθέστε σχόλιο

Πατήστε εδώ για να σχολιάσετε

Secured By miniOrange