Επεξεργασμένη μορφή της εναρκτήριας εισήγησης στη διημερίδα για το περιοδικό «σημειωσεις» (Θεσσαλονίκη, 27 & 28.10.2017)
Επιτέλους «να γίνει κάτι» για τις «σημειωσεις», είπε ένα βράδυ σε ένα μπαρ της Ολύμπου ο Δημοσθένης Παπαδάτος-Αναγνωστόπουλος όταν η κουβέντα, αν θυμάμαι καλά, πήγε στον Μάριο Μαρκίδη. Και έτσι, στη διημερίδα αυτή προσπαθήσαμε να κάνουμε κάτι για τις «σημειωσεις» και τους ανθρώπους που τις έφτιαχναν και τις φτιάχνουν ακόμη, 45 χρόνια τώρα.[1] Μια διημερίδα υπό την αιγίδα του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ, το οποίο και ευχαριστούμε, αν και καμιά υποστήριξη, καμιά αιγίδα δεν θα προτιμούσαν, φαντάζομαι, όπως και δεν επέλεγαν ποτέ οι άνθρωποι των «σημειωσεων».
Αυτή η διημερίδα όμως δεν ήταν η απόφαση ενός θεσμού. Φτιάχτηκε από πέντε ανθρώπους. Πέντε διαφορετικούς ανθρώπους, με διαφορετικές αναφορές και διαφορετικά ύφη. Ένα μικρό δίκτυο ανθρώπων, λοιπόν, που τους ένωσε το κοινό ενδιαφέρον για τις «σημειωσεις». Ένα μικρό δίκτυο -σημείο του καιρού ίσως- και όχι μια παρέα ή ένας κύκλος, όπως ήταν οι «σημειωσεις». Αυτή η διαφοροποίηση εξάλλου, όπως και οι διαφορές μεταξύ των ομιλητών, δείχνουν τη δυνατότητα των διαφορετικών αναγνώσεων και διαφορετικών χρήσεων των κειμένων, των θεματικών και του κριτικού τρόπου του περιοδικού. Δείχνουν ότι οι «σημειωσεις» συνιστούν ένα κοινό σημείο αναφοράς για διαφορετικές και συγκρουόμενες, ακόμη, γραμμές της κριτικής σκέψης στην Ελλάδα.
Αυτή η διημερίδα είναι η επιθυμία να «κάνουμε κάτι» επιτέλους, γι’ αυτούς τους απέχοντες από τις πολιτικές μορφοποιήσεις της αριστεράς και απόντες από τη θεσμοποιημένη πνευματική ζωή, μα διαρκώς και υπόγεια παρόντες, στο όριο των σελίδων της ελληνικής αριστερής ιστορίας και κριτικής σκέψης. Σε δυο περιθώρια λοιπόν, πολιτικά και πνευματικά, οι άνθρωποι των «σημειωσεων», καθώς φρόντισαν να επιμεληθούν τους εαυτούς τους διαφορετικά. Γι’ αυτούς, η κριτική, η αποστροφή, η απέχθεια ακόμη, απέναντι στο αναίσχυντο των καιρών, απέναντι στις διάφορες μορφές των εξουσιών, της νωθρότητας της κριτικής ή τις περιπλοκές της με την ακαδημαϊκή πειθαρχία, πήγαιναν μαζί με τη μέριμνα για την επίτευξη ενός ήθους σεμνότητας και τη διαφύλαξη μιας ορισμένης αυθεντικότητας.
Αναπόφευκτα, αυτή η διημερίδα έχει ελλείψεις θεμάτων και απουσίες προσώπων. Οι πιο σημαντικές απουσίες, αλλά και αναμενόμενες, είναι των ίδιων των μελών των «σημειωσεων». Όσων απέμειναν δηλαδή· ο Λυκιαρδόπουλος, ο Ροζάνης, ο Καλλιόρης, η Ρένα Κοσσέρη, ο Λαυραντώνης, ο Μερτίκας, η Μαρία Μυλωνά δεν είναι εδώ. Ας μην πούμε απλά ότι είναι θέμα ηλικίας. Ή δυσκολίας μετακίνησης. Ήταν, θα μπορούσαμε να πούμε, αναμενόμενο ότι δεν θα έρθουν. Δυο παρουσίες μόνο, μα σημαντικές. Μια κοντινή μας, εδώ, της πόλης και των δρόμων της, και μια άλλη που έρχεται από μακριά, από το Μίσιγκαν. Ο Μάρκος Μέσκος και ο Βασίλης Λαμπρόπουλος. Δύο μόνο παρουσίες, που λες και υπάρχουν για να τονίσουν αυτή τη διαρκή επιθυμία μη-παρουσίας των ανθρώπων των σημειωσεων. Ή, ας το θίξω μόνο, κι ας τ’ αφήσω γιατί αυτό το ενδιαφέρον ζήτημα μας πάει αλλού, σε όλη τη διάρκεια της προετοιμασίας της διημερίδας, νιώσαμε μια δυσανεξία στην παρουσία η οποία όμως, ίσως, να σχετίζεται και με το ζήτημα της αναρμοδιότητας: “Πώς να μιλήσω εγώ, ακόμη κι αν είμαι μέλος της παρέας, για τις «σημειωσεις»;” -ποιός είναι αρμόδιος να μιλήσει για τις «σημειωσεις»;Αν στον καιρό μας, η πολιτική είναι πολιτική παρουσίας (όχι επικοινωνίας, αυτό είναι κάτι εύκολο, και έχουν ήδη αποκαλυφθεί τα τερτίπια της), η πολιτική και ηθική πρακτική των «σημειωσεων» είναι η πολιτική της μη-παρουσίας. Μα μια πολιτική μη-παρουσίας, καθόλου διακριτική, καθόλου μετρημένη. Γιατί παρόλο το προσωπικό ήθος σεμνότητας που τα μέλη των «σημειωσεων» είχαν, όπως τόνισε πολλές φορές ο Α. Κιουπκιολής στις συζητήσεις προετοιμασίας, πάντα ήθελαν να είναι «οδοστρωτήρες» στην πρακτική της γραφής. Γραφή προκλητική, ειρωνική και πολεμική, έως και εξοντωτική, μα χωρίς έκπτωση στο ήθος της: πέρα από την πάλη της γραφής δηλαδή, η πάλη στο πεδίο της γραφής, της σκέψης.
Αλλά για να ξαναγυρίσουμε στο ζήτημα της μη-παρουσίας, αυτή δεν ήταν μια κίνηση καταφυγής. Ήταν μια κίνηση που έχει να κάνει με το εγχείρημα της παρακράτησης για τη συγκρότηση και διαφύλαξη μιας σύστασης (παρακρατώ: «1κρατώ για μένα κάτι, συγκρατώ | 2διαρκώ περισσότερο από το κανονικό, το επιτρεπτό ή το συνηθισμένο») . Κι έτσι, τη συγκρότησή τους ως δύναμη. Η μη-κίνηση της παρουσίας ήταν η διαφύλαξη αυτού του, σύμφωνα με τα λόγια του Βύρωνα Λεοντάρη, «οντολογικού παράδοξου του περιοδικού, του αδιανόητου και απαράδεκτου της ύπαρξής του».[2] Η πολιτική της μη-παρουσίας, ήταν η επιλογή της παράκαιρης στάσης. Αυτός είναι -ή ήταν- ο τρόπος των «σημειωσεων»: ο παράκαιρος τρόπος, χρονικά και χωρικά. Αυτή η παράκαιρη θέση στον καιρό τους, μέσα στους πολλούς καιρούς που έζησαν, είναι, κατά το νιτσεϊκό μάθημα των Παράκαιρων Στοχασμών, η σωστή θέση του κριτικού βλέμματος στον καιρό. Ο αναχρονισμός τούς παρείχε (για πολλά χρόνια) τη δυνατότητα να είναι σύγχρονοι. «Αυτοί οι οποίοι είναι αληθινά σύγχρονοι, που πραγματικά ανήκουν στον καιρό τους, είναι αυτοί που ούτε ταυτίζονται με αυτόν, ούτε προσαρμόζουν τον εαυτό τους στις απαιτήσεις του. Είναι λοιπόν με αυτήν την έννοια απαρχαιωμένοι [inattuale]. Αλλά ακριβώς εξαιτίας αυτής της συνθήκης, ακριβώς εξαιτίας αυτής της αποσύνδεσης και του αναχρονισμού, αυτοί είναι οι πιο ικανοί από τους άλλους να αντιλαμβάνονται και να κατανοούν τον καιρό τους».[3]
Την ίδια στιγμή, η παράκαιρη θέση τους ήταν και η επιλογή της μη κίνησης προς τα έξω. Παραφράζοντας λίγο τον Νέγκρι, «η συνεχής πορεία προς τα ενδότερα ήταν ένας αναγκαστικός διαχωρισμός που επιχειρήθηκε για να επιβεβαιωθεί ο διαχωρισμός, η ανεξαρτησία, η διαφορετικότητα της σύστασης».[4] Το μόριο «μη» πριν από την «παρουσία» θέλει να τονίσει αυτή τη συνεχή πορεία των «σημειωσεων», τη συστροφή τους στο δικό τους κύκλο, μια κίνηση διαχωρισμού που δεν ήταν απλώς μια διάθεση ελιτίστικης στάσης απουσίας, αλλά μια παρακράτηση που παρείχε τη δυνατότητα της άρνησης, της προστασίας, της δημιουργίας εν τέλει αυτής της ιδιαίτερης σύστασής τους.
Η σύσταση των «σημειωσεων», ήδη από την δεκαετία του 1950 συγκροτήθηκε και διατηρήθηκε ανάμεσα σε δύο απειλές. Δύο θανάσιμες απειλές. Η μια απειλή ήταν του άγριου μετεμφυλιακού κράτους, -απέναντι στην οποία καμία προστασία της όποιας κοινωνικής θέσης των μελών δεν θα ήταν επαρκής- που εξελίχθηκε αργότερα στην απειλή «της αγοράς του πνεύματος», όπως την ονόμασαν. Η άλλη ήταν της κομματικής Αριστεράς. Μια κοντινή απειλή, η απειλή των «συντρόφων» με τους οποίους συνομιλούσαν, αλλά και, επίσης, από τους οποίους έπρεπε να προφυλάσσονται.[5]
Στην κομματική Αριστερά, ορθόδοξη ή ανανεωτική, δεν συμμετείχαν ποτέ οι «σημειωσεις». Αυτή η Αριστερά ήταν το αντικείμενο της κριτικής τους, μα και της ειρωνείας τους. Γι αυτούς, ήταν μια απαξιωμένη, μη αυθεντική αριστερά. Η άρνηση κομματικής ένταξης ήταν ο τρόπος διαφύλαξης αυτού που είχε συγκροτηθεί στη διάνοια των μελών των «σημειωσεων» ως «αυθεντική επαναστατική πράξη». Το «αυθεντικό στοιχείο της επαναστατικής πράξης» ορίζεται λιτά, με όρους άρνησης προφανώς, αλλά και με όρους ψυχικής οικονομίας: όπως το έγραψε ο Βύρων Λεοντάρης, «είναι ο αγώνας για την αποτίναξη των αφόρητων όρων ύπαρξης και όχι απαραίτητα για την αντικατάστασή τους με άλλους. Δεν είναι πράξη υπολογισμού και δεν λογαριάζει απώτερες συνέπειες και αποτελέσματα».[6]
Αυτή η λιτή ύλη της επαναστατικής δράσης τοποθετείται μακριά από τους όποιους εντολοδόχους της, αλλά και πέρα από κάθε επαναστατικό όραμα, από οποιοδήποτε επαναστατικό σχέδιο. Οι «σημειωσεις» επιλέγουν, είναι ρητό σ’ αυτόν τον λιτό ορισμό, την απροσδιοριστία του σκοπού και την απουσία του έργου της επαναστατικής δράσης. Κι αυτή η απροσδιοριστία της επαναστατικής δράσης, η άρνηση της στρατηγικής δηλαδή, είναι μια κληρονομιά των «σημειωσεων» που πρέπει να μπορέσουμε να δεχθούμε. Αν θελήσουμε να προβληματοποιήσουμε αυτή την κληρονομιά, θα πρέπει να θυμηθούμε την απαξιωτική κριτική κάποιων στον Δεκέμβρη του 2008 ως εξέγερση χωρίς αιτήματα. Και τον Αγκάμπεν που ξανασκέφτεται την έννοια του κινήματος μαζί με τον Αριστοτέλη για τον οποίο «η κίνηση είναι μια πράξη ατελής, χωρίς τέλος, πράγμα που σημαίνει ότι η κίνηση διατηρεί ουσιαστική σχέση με μια στέρηση, μια απουσία τέλους. Η κίνηση είναι πάντοτε, συστατικά, η σχέση με την έλλειψή της, την απουσία τέλους ή έργου. Αυτό στο οποίο διαφωνώ πάντα με τον Tόνι [Νέγκρι] είναι αυτή η έμφαση που δίνει στην παραγωγικότητα. Εδώ πρέπει να ξαναδιεκδικήσουμε την απουσία έργου ως κεντρική. Είναι αδύνατο να υπάρξει τέλος και έργον για την πολιτική: η κίνηση είναι η απροσδιοριστία και η ατέλεια κάθε πολιτικής, αφήνει πάντα ένα υπόλειμμα».[7]
Αν οι «σημειωσεις» θεμελιώνουν την απροσδιοριστία της εξέγερσης ανθρωπολογικά, και ο Αγκάμπεν ερευνά μια οντολογία της (βιο)πολιτικής ως κατώφλι απροσδιοριστίας και ατελούς κίνησης, ένα άλλο ερευνητικό πρόγραμμα θα ήταν μια υλιστική θεμελίωση αυτής της απροσδιοριστίας στις διαδικασίες χρηματιστικοποίησης ως κρίσιμου Συστήματος (apparatus-dispositif, Φουκώ) στον σύγχρονο καπιταλισμό. Επιγραμματικά, ίσως η ειδική χρονικότητα της χρηματιστικοποίησης και οι σχετιζόμενες με αυτή την υλικότητα ιστορικές διαδικασίες υποκειμενοποίησης θέτουν εκείνα τα όρια στον τρόπο και το ύφος της κριτικής στάσης ώστε οποιοδήποτε κριτικό σχέδιο να είναι αναγκασμένο να αποδεχθεί όχι μόνο το αδύνατο ή την τεράστια δυσκολία μιας στρατηγικής ενοποιητικής αρχής, αλλά και την ασυνέπεια της δράσης, τη διάρρηξή της με τον προσδιορισμό των αιτιών της (αρκεί, θα λέγαμε, η σκέψη του πιθανού πεδίου ανάπτυξής της) και τα προσδοκώμενα αποτελέσματά της. Η πρόσφατη εμπειρία των ποικίλων κινημάτων που εμφανίστηκαν μέσα στην κρίση δείχνει τη χρονική και χωρική ασυνέχεια των κινημάτων, την ευαλωτότητα της δυναμικής τους, το ευεπίφορο της μετατόπισης, μεταστροφής, και αιχμαλώτισης (capture, Ντελέζ) των λόγων και της δράσης τους. Η όποια επιδίωξη μιας χρονικής και πολιτικής ανθεκτικότητας μπορεί να αφορά, πλέον, μόνο το λόγο μιας κρατικής κυβερνολογικής.[8]
Ας επιστρέψουμε όμως στις «σημειωσεις» για να δούμε ότι, επιπλέον της «κριτικής των αποτελεσμάτων», δια του Βύρωνα Λεοντάρη και πάλι, η επινόηση των επαναστατικών οραμάτων έχει να κάνει όχι με την επαναστατική δράση και την αυθεντικότητά της, αλλά με την καθυστέρηση της επανάστασης, με την επανάσταση που δεν συμβαίνει ακόμη ή αποτυγχάνει, με το βάσανο όχι της δράσης, μα του αποτελέσματος που δεν έρχεται. «Στον επαναστάτη ανήκει η δράση, το όραμα στον μάρτυρα» θα γράψει, για να σβήσει με λίγες λέξεις οποιοδήποτε πιθανό μπέρδεμα της παρέας με τη μαρτυρολογία και τη βασανολογία της αριστεράς.[9]
Θα πούνε κάποιοι, και θα έχουν δίκιο από τη μεριά τους, ότι οι «σημειωσεις» δεν έχουν να κάνουν με τη δράση. Αλλά αυτή η κριτική θα ήταν ένας απλοϊκός καρτεσιανισμός. Ο διαχωρισμός σκέψη-δράση είναι πλέον μια επιμονή σε ένα παλιό, άχρηστο δίπολο. Η ίδια η ύπαρξη και η πρακτική της γραφής των «σημειωσεων» ήταν μια επαναστατική πρακτική. Ήταν η αναζήτηση και διαφύλαξη μιας άλλης ηθικής της γραφής και η αδιάλειπτη πρακτική της κριτικής (από μια άποψη και ως κάποιο όριο, είχε δίκιο η Τζούλια Κρίστεβα όταν πριν χρόνια σε ένα συνέδριο όρισε το αίτημα του κομμουνισμού ως το αίτημα της διαρκούς ανα-ρώτησης). Για την Β. Αντωνογιάννη, «η επιλογή της δοκιμιακής φόρμας αποτελεί μια μαρτυρία όχι μόνο για τον επίμοχθο τρόπο με τον οποίο ορισμένη κατηγορία ανθρώπων παράγει πνευματική εργασία, όπως σημειώνει ο Λαμπρίδης στο προλογικό σημείωμα του Il Gran Rifiutο, αλλά αφορά και τη μοναξιά της πολιτικής και αισθητικής θέσης του Λαμπρίδη και κάποιων λιγοστών συντρόφων του στη μεταπολεμική Ελλάδα, όσο επίσης και την παρεμβατική δραστική σκόπευση των κειμένων τους, που έβρισκε στη δοκιμιακή φόρμα την κατάλληλη έκφρασή της. […]Η επιλογή της δοκιμιακής φόρμας για τη διατύπωση των αισθητικών και πολιτικών τους θέσεων αντιστοιχεί στην αντίληψη για τη λειτουργία της κριτικής ως μια αναστοχαστική, ριζοσπαστική χειρονομία».[10]Η πρακτική της σκέψης τους ήταν η ηθικοπολιτική των κειμένων και της παρέας. Αναμενόμενα, ένα μέρος του διημερίδας θέλαμε να είναι αφιερωμένο στον βίο της παρέας του Χαλανδρίου. Όχι για να ξεπέσουμε στον βιογραφισμό. Αλλά γιατί η ιστορία του περιοδικού είναι και η ιστορία του κοινού μιας παρέας. Δεν νιώθω αρμόδιος να μιλήσω, όχι μόνο γιατί δεν μπορείς εύκολα να μιλήσεις για τον βίο των άλλων, μα ακόμη περισσότερο, εδώ μιλάμε για τις «σημειωσεις», όχι εύκολα πράγματα δηλαδή. Ας πω μόνο, με λίγα δεδομένα, με την τόλμη μιας ασαφούς ιστορικής αίσθησης, ότι αυτό το κοινό της παρέας των «σημειωσεων», δεν ήταν απλώς ο χώρος, περισσότερο ή λιγότερο κλειστός, μιας παρέας. Προφανώς, δεν ήταν συν-τροφοί μιας κομματικής δομής, όσο κι αν στην ιστορία του κομμουνισμού του 20ού αιώνα αυτή η συν-τροφή μπλέχτηκε με τη φιλία και τη θυσία. Ο κύκλος των «σημειωσεων» ξεκίνησε ουσιαστικά τη δεκαετία του 1950 με τον Μανόλη Λαμπρίδη στο επίκεντρο της δημιουργίας τους (η Βιβή Αντωνογιάννη θα μιλήσει για την κρίσιμη στην ιστορία της ελληνικής λογοτεχνικής κριτικής παρέμβαση του Λαμπρίδη στις δεκαετίες ‘50-‘60, και οι Δ. Κόρος και Μπ. Κουρουνδής για το βιβλίο του «Η σύγκρουση με το νόμο ως έμπρακτη κριτική του δικαίου και το συναίσθημα ενοχής», 1975[11])͘͘· συνέχισαν στη δεκαετία του 1960 ως «Μαρτυρίες» και από τον Σεπτέμβριο του 1973 ως σήμερα εκδίδονται αδιάλειπτα ως «σημειωσεις» (ο Χρίστος Μάης θα μας μιλήσει για το πέρασμα από τις «Μαρτυρίες» στις «σημειωσεις»). Η διάρκεια των «σημειωσεων», η συνεχής παρουσία τους για 50-60 χρόνια περίπου, μας αναγκάζει να σκεφτούμε τις «σημειωσεις» ως κάτι επιπλέον, ως κάτι πέρα από την παρέα ως κοινό τόπο συνάθροισης, πέρα από έναν κύκλο διανοουμένων που παράγει και εκδίδει. Να τις σκεφτούμε ως τον τόπο και τους τρόπους μιας φιλίας που διαρκεί. Τους τρόπους ενός συν-μοιράσματος, όχι δηλαδή απλώς συμμετοχής ή κοινής νομής, αλλά συν-μοιράσματος της ύπαρξης αυτών των πέντε-δέκα ανθρώπων.[12] Και για τις «σημειωσεις», η ποιητική της φιλίας ήταν, μάλλον, η πρώτη ύλη που κατέστησε δυνατή την κάμψη των κανόνων της συνήθους σκέψης και της συνήθους δημόσιας παρουσίας της πνευματικής παραγωγής στην αγορά και τους θεσμούς. Η πολιτική της μη-παρουσίας και η μέριμνα της διαφύλαξης, ο διαχωρισμός-παρακράτηση που συνεχώς επεφύλασσαν οι «σημειωσεις» για τον εαυτό τους ήταν την ίδια στιγμή η τεχνική συγκρότησης, εκπτύχωσης και διάρκειας της γραφής τους.
Δυο παρατηρήσεις για την πρακτική γραφής των σημειώσεων: Φαίνεται ότι η γραφή τους ακολουθούσε τα ενδιαφέροντα, τα θέματα, τις συζητήσεις της παρέας. Ήταν μια παραγωγή εντός του ρυθμού και της διάθεσης της φιλίας. Δημοσιεύουν τις συζητήσεις τους, κείμενα συνομιλούν με τα κείμενα των φίλων, ή με απόψεις που ειπώθηκαν ακόμη και προφορικά. Ο ένας κάνει κριτική στον άλλον ή αλληλοπαραπέμπουν. Κάποιοι έγραφαν, κάποιοι -όπως ο Αντώνης Λαυραντώνης- δεν έγραφαν, αλλά κάθε μέλος της παρέας ήταν μέσα στις γραφές των άλλων. Μια έντονη ανταλλαγή του διαφυλαγμένου εντός, τα αποτελέσματα της οποίας παρακολουθούσαμε εμείς από έξω.Η δεύτερη παρατήρηση έχει να κάνει με τον χρόνο της γραφής τους. Η γραφή στις «σημειωσεις» είναι μια γραφή που καθυστερεί: Ο Μάριος Μαρκίδης το γράφει παραδειγματικά: «το κείμενο με το οποίο συνεισφέρω στο παρόν τεύχος των σημειωσεων είναι κάτι που είχα προ πολλού υποσχεθεί στον εαυτό μου. Και που μου πήρε πολλές μέρες να το γράψω, αν και δεν ήξερα τότε, πόσα χρόνια θα περνούσαν ώσπου να το δημοσιεύσω». Έχουμε το χρόνο της απόφασης της γραφής, έχουμε το χρόνο της γραφής, έχουμε το χρόνο της δημοσίευσης. Σύνολο χρόνου: χρόνια. Ο Μαρκίδης καθυστερούσε καθώς έπρεπε να ξανασκεφτεί τη γραφή του για να προφυλαχθεί από τον καιρό: γιατί «τις λακκούβες των γραπτών μας, τις ξεσκεπάζει ο καιρός».[13] Κι αυτός ο καθυστερημένος χρόνος δεν αφορά μόνο τη γραφή, μα και την ανάγνωση: και πάλι είναι ο Μαρκίδης, ο πιο αυτοβιογραφούμενος από την παρέα, που εξομολογείται ότι είναι «αναγνώστης του γήρατος των βιβλίων, όπως ο Καβάφης έλεγε ότι ήταν ποιητής του γήρατος της ιστορικής εμπειρίας».[14] Αυτή η αργοπορία, η καθυστέρηση της γραφής, ίσως να ωθεί τη σκέψη να είναι σταθερή, σχεδόν μόνιμη, να μην γοητεύεται εύκολα από τις εξάρσεις ή τις τομές της σκέψης. Οι διαφοροποιήσεις της να είναι αργόσυρτες, οι αποκλίσεις από τα συνήθη μονοπάτια μάλλον ανεπαίσθητες.
Και τώρα, με την ευκαιρία αυτής της διημερίδας, τίθεται το ερώτημα, πώς μπορεί αυτή η τέχνη της αργής γραφής, μα και η τεχνική του έντυπου λόγου που διακονεί την ποίηση και την κριτική, να υπάρξει στο καιρό μας. Να υπάρξει στον καιρό μας, όχι ως αναπαραγωγή, καταφυγή, θρήνος ή νοσταλγία, αλλά ως ενεργό παρόν και ως κληρονομιά, κληρονομιά που αναπόφευκτα προδίδει. Στον καιρό μας, που δεν είναι απλώς ο καιρός του διαδικτύου, αλλά πιο ειδικά, ο καιρός της γρήγορης γραφής, της απουσίας editing, της κυριαρχίας των υβριδικών τεχνικών γραφής, της γραφής που είναι μπλεγμένη στα αξιολογικά συστήματα rating and ranking των κειμένων.
Οι «σημειωσεις» άσκησαν τη γραφή σε πολλά πεδία: λογοτεχνική κριτική, ποίηση, φιλοσοφία, ψυχανάλυση. Αλλά ο Β. Λεοντάρης το ξεκαθάρισε: “έγνοια και πράξη των «σημειώσεων» είναι η ποίηση. Οι άνθρωποι που την εμψυχώνουν είναι ποιητές”.[15] Από την αρχική έγνοια, την ποίηση, περνάνε στη λογοτεχνική κριτική και την πολιτική, και δεν αναφέρομαι σε ένα χρονικό πέρασμα. Το «πώς» αυτής της κίνησης το διερευνά ο Βασίλης Λαμπρόπουλος: «Η ποιητική ως πολιτική θεωρία».[16] Αλλά, επιπλέον, κάτι παράξενο· παρά το ενδιαφέρον των ανθρώπων των «σημειωσεων» για τη γλώσσα, την ποίηση, τη ψυχανάλυση (ας θυμηθούμε ότι ο Μαρκίδης γράφει μια εξαιρετική εισαγωγή στον J. Lacan[17]), για τον κινηματογράφο, υπάρχει κάτι για το οποίο δεν ενδιαφέρθηκαν και πολύ. Η μουσική σπανίζει στις σελίδες του περιοδικού, ─το σημείωσε ο Β. Λαμπρόπουλος σε μια συνομιλία μας. Μια μικρή νύξη επί του θέματος: αυτή η απουσία ενδιαφέροντος ίσως να έχει τη σημασία της για τη σύσταση του περιοδικού. Και έχει τη σημασία της, μόνο αν η μουσική και το ενδιαφέρον γι’ αυτήν, σημαίνει την αποδοχή της αδυνατότητας του ομιλούντος υποκειμένου να ιδιοποιηθεί ολικά τη γλώσσα.[18] Η μουσική, ως το εκτός γλώσσας ανθρώπινο απόθεμα, ως το όριο της γλώσσας, είναι δεμένη με τη γλώσσα. Αν αντίστροφα η γλώσσα είναι μουσικά προϋποτιθέμενη, όπως το έδειξε ο Αγκάμπεν διερευνώντας πώς η Μούσα είναι η προέλευση και ο τόπος της γλώσσας, θα πρέπει να ακολουθήσουμε τη σκέψη του Βασίλη Λαμπρόπουλου, μέλους των «σημειωσεων», μα με διαφοροποιημένα με τον καιρό μεθοδολογικά εργαλεία, για την οποία η μουσική μπορεί να είναι ένας τρόπος σκέψης κι ένα κουτί εργαλείων για την κατανόηση των πολιτισμικών και πολιτικών πρακτικών. [19]
Για να κλείσω αυτό το μακρύ άνοιγμα του διημέρου, ας σημειώσω τις θεματικές ελλείψεις αυτής της διημερίδας. Ίσως η πιο σημαντική έλλειψη να είναι η απουσία εισήγησης για τον Μάριο Μαρκίδη. Απουσιάζουν, επίσης, θεματικά, η Ρένα Κοσσέρη, ο Ανδρέας Κιτσος-Μυλωνάς και ο Τάσος Πορφύρης. Απουσιάζει ο διάλογος «σημειωσεων» – Κονδύλη. Ακόμη, απουσιάζει και ο ήδη απών από τα εκδοτικά των «σημειωσεων» (αν θυμαμαι καλα έχει γράψει μόνο ένα άρθρο;), αλλά σημαντικό μέλος της παρέας, ο Α. Λαυραντώνης. Λείπει ο Τόμας Μαν των «σημειώσεων», λείπουν και οι αδερφοί Ταβιάνι ως ένα παράδειγμα του ενδιαφέροντός τους για το σινεμά. Αλλά λείπουν και κάποιοι άλλοι ομιλητές, χωρίς επαφή με το περιοδικό, την ιστορία του και τα μεθοδολογικά του πρωτόκολλα, που ίσως να χάρασσαν κάποιες διαγώνιες γραμμές ανάλυσης, να προσέφεραν μια κριτική, πιθανά βέβηλη για κάποιους, ανάλυση της ιστορίας τους. Δεν ήταν η αδιαφορία μας η αιτία για όλες αυτές τις ελλείψεις, μα κάποιες αδυναμίες διαθεσιμότητας, κάποιες ατυχίες.
Όμως δεν έχει σημασία τι λείπει από αυτή τη διημερίδα, αλλά τι προσπαθήσαμε να ετοιμάσουμε για αυτές τις δύο μέρες, και, κυρίως, στη βάση ποιας λογικής. Παρά την αγάπη μας για τις «σημειωσεις», παρά τον εφηβικό θαυμασμό που αυτή η παρέα ίσως προκαλεί ακόμη, αυτό το διήμερο δεν θα θέλαμε να είναι το μουσείο ενός θαυμασμού. Δεν θέλαμε να είναι η νοσταλγία της παράκαιρης, γοητευτικής θέσης τους. Αυτή ήταν κοινή συμφωνία όταν αποφασίσαμε να φτιάξουμε αυτή τη διημερίδα. Ο Α. Κιουπκιολής έθεσε το ζήτημα στη διάρκεια της προετοιμασίας επανειλημμένα. Η εισήγησή του «Εθνορομαντισμός και η περίπτωση του Άρη Κωνσταντινίδη» που θα κλείσει αύριο την διημερίδα είναι ενδεικτικό της θέσης του. [20]. Και όπως έλεγε ο Δ. Παπαδάτος-Αναγνωστόπουλος πρέπει να υπάρχει ισχυρή έγνοια να μην πάμε σε μια ιστορικο-φιλολογική συζήτηση γι’ αυτό που υπήρξε το περιοδικό. Αντίθετα, το βάρος να δοθεί στο γιατί μας ενδιαφέρουν (ή δεν μας ενδιαφέρουν) σήμερα οι «σημειωσεις», στο τι συνεχίζει το πνεύμα τους: «Εξέγερση, φιλία, μελαγχολία – και πάλι πίσω» είναι ένα μέρος του τίτλου της εισήγησής του.[21]
Μπορεί οι «σημειωσεις» να έχουν πλέον εξαντληθεί. Μπορεί να σχετίζονται με συγκρούσεις και τρόπους που έχουν ιστορικά ξεπεραστεί. Αλλά η καταγραφή αυτών των συγκρούσεων, η ανίχνευση των τρόπων και του πολιτικού ήθους των «σημειωσεων» έχει σημασία. Γιατί, αν δεν είναι επαρκές να αναφερόμαστε σε παλιά αντικείμενα αγάπης, η αγάπη για κάτι μπορεί να φτιάξει γενεαλογίες, και εν προκειμένω γενεαλογίες ανυπακοής και κριτικού ήθους.
Εξάλλου, ακόμη κι αν, και όσο, εξαντλήθηκαν οι «σημειωσεις», ως πολιτική ή ως κριτική, παραμένει το απόθεμα της ποίησής τους. Κι «οι ποιητές δεν φοβήθηκαν ποτέ να είναι νεκροί», έγραψε ο Β. Λεοντάρης, όχι από κάποια μαρτυρολογική ή νεκρόφιλη διάθεση, αλλά γιατί γι’ αυτόν «η ποίηση είναι καταραμένη να μην έχει ηλικία».
Υποσημειώσεις
Προσθέστε σχόλιο