«Στα σκοτεινά»… Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά, σκεφτόταν και βλαστημούσε μέσα του. Τι στο καλό, πόσο σκοτεινά ακόμη; Χαζομάρες… ήρωες και φαντασιώσεις για μεγαλομανείς. Στις τέσσερις θα συναντήσει έναν συνάδερφο, στις έξι για ποτό. Νωρίς δεν είναι; Εντάξει, ας είναι!
Προχωρά και σκέφτεται. Σκέφτεται ή δεν σκέφτεται; Kενό. Δεν ξέρει. Μαύρες μπότες, μαύρο παλτό μέχρι το γόνατο, ίσα για να νιώθει σαν σούπερ ήρωας βγαλμένος μέσα από τις σελίδες της Μarvel και από τα όνειρα μικρού παιδιού. Ας είναι! Διάβαζε μικρός για ήρωες εξολοθρευτές, τιμωρούς και άλλα τέτοια. Πολλά λεφτά όμως για να τιμωρείς σαν τον Bruce Wayne. Τόσοι Bruce Wayne, τόσο V for Vendetta τόσα χρόνια στους δέκτες, μα κανένας εκδικητής στην πόλη. Γεμάτη με άστεγους και περιπλανώμενους δίχως αύριο. Ή σίγουρα δίχως παρόν. Δεν του φταίνε αυτοί, τον στενοχωρούνε μονάχα. Τα βάζει με τους άλλους από πάνω. Ας είναι! Περνά από δίπλα τους, μετά από λίγο ξεχνιέται και βυθίζεται στα δικά του. Τους ξεχνά και τον ξεχνούν και τα βάσανά τους. Γυναίκες με μαντίλες, άντρες με τα μωρά στην αγκαλιά τους. Τις πρώτες μέρες είχαν γεμίσει την πόλη, θαρρείς και μια παρέλαση αγνώστων προσπαθούσε να την ξυπνήσει από τον λήθαργό της. Φαγητά, ρούχα, πάνες για τα μωρά έκαναν τράμπα στα χέρια, ελληνικά, ομογενή και ξένα, όλα ένα κουβάρι αισθήσεων και παραισθήσεων μπροστά στο κακό. Δεν βαριέσαι, τώρα μόνο χόρτο τους βλέπει να πουλούν σε σκοτεινές γωνιές. Μόνο νέοι και μόνοι. Οι υπόλοιποι έφυγαν ή κρύφτηκαν. Η πόλη ξέρει. Και η νύχτα ξέρει. Η αστυνομία και αν δεν ξέρει!
Τις προάλλες σκόνταψε πάνω σε έναν άστεγο, ημιθανή αλκοολικό. Δεν βαριέσαι, είπε, ένας λιγότερος, και προσπέρασε. Τι το θυμήθηκε τώρα; Α, β, γ, δ, ε… όλη η αλφαβήτα από την αρχή, για να σκεφτεί κάτι άλλο. Χ… χασάπης, άγνωστος Χ, χαλάλι και χαλάζι, χάλια το μωρό που γνώρισε τις προάλλες! Αλλά είχε κάτι, σκοτεινή, αυστηρή παρουσία! Όταν έφυγε από το μαγαζί είχε ήδη επιβληθεί στον χώρο. Μύρισε γιασεμί ο τόπος. Χάλια; Ή μήπως χάρμα; Όταν έφυγε εκείνος από το σπίτι της, δεν είχε ξημερώσει καλά καλά. Έκοψε ένα κλαράκι γιασεμί, το έτριψε στο χέρι του και το πέταξε κάτω. Λάθος κίνηση. Πράσινη, πλεχτή μπλούζα πεταμένη δίπλα στον μαύρο γάτο με το λουρί. Αυτό θυμάται μονάχα, και το γιασεμί που δεν το ’χει πια. Τέλος πάντων, προχωράει, προχωράει και κάπου θα τον βγάλει. Προχωρώντας έρχεται η όρεξη και, άλλωστε, η περιπλάνηση είναι μισή αρχοντιά! Γνωστά αυτά. Λες να ήθελε να τον βάλει και αυτόν σε λουρί; Xάλια! Ή μήπως χάρμα; Άμα φτάσει μέχρι τα δικαστήρια, οδό Σαπφούς, μπορεί και να έχει αποφασίσει. Βαρετή και η Σαπφούς πια, εξορθολογισμένη και κενή. Όλα κλειστά, το αγοραίο απόν, μόνο τα μαγαζιά των Κινέζων έμειναν, θήκες για τα iphones και μπλουζάκια τρία ευρώ με μια εσάνς πετρελαίου στα χείλη. Δεν βαριέσαι! Λοιπόν, αυτό θα κάνω! Θα πάω μέχρι τη Σαπφούς, τα Σφαγεία όμως ξέχνα τα, έγιναν Labattoir, και δεν σηκώνει η βραδιά installations.
Στα τριάντα της η Μάνια και δεν ονειρευόταν παιδιά. Σκεφτόταν κουτσούβελα αραδιασμένα και την έπιανε ίλιγγος. Έβλεπε τα παιδιά των γειτόνων και αδιαφορούσε. Μαλακίες. Δεν ήθελε τέτοια. Και αυτός; Εκεί κατά τη Δωδεκανήσου άρχισε να χαμογελά χωρίς να το ξέρει. Μύριζε όμορφα η Μάνια και το θυμόταν ακόμη. Στην τελική, μπορούσε να της χτυπήσει το κουδούνι γυρνώντας. Και αν έλειπε, να στηθεί από κάτω μέχρι να γυρίσει. Κυριακή βράδυ όλοι γυρνούν νωρίς, σβήνει νωχελικά ο πυρετός του σαββατοκύριακου, ακόμη και οι τηλεοράσεις ψυχομαχούν. Κάπου στα δεκαπέντε του είχε μια κοπέλα με ένα ίδιο πράσινο πουλόβερ, λεπτά χέρια και μυρωδιά γιασεμί. Η ζωή κάνει κύκλους; Αυτός πάντως σίγουρα κάνει! Πανάθεμα! Δέκα λεπτά στροβιλίζεται στη μέση της Σαπφούς, για να μην χάσει από τα μάτια του ένα φυλλαράκι που το παίρνει ο άνεμος! Έχασε όμως τα μυαλά του! Από την Καζαντζάκη ανεβαίνει μια ομάδα δέκα νεαρών με ωραία μεγάλα μπράτσα, ωραίες μαύρες μπλούζες και άσχημα μυαλά. Κατά πάνω μου έρχονται αυτοί; Tον Bruce Wayne θυμήθηκε πάλι. Αλλά τι να το κάνεις, χωρίς μάσκα είσαι απλώς αδύναμος. Βαθιές ανάσες, οξυγόνο, πολύ οξυγόνο και είναι έτοιμος να λιποθυμήσει. Θα τις φάει και άντε μετά να σταθεί ξανά μπροστά στη Μάνια! Τον προσπερνούν και συνεχίζουν ακάθεκτοι προς τα πάνω. Ουφ! Τη γλίτωσα και γω και η μάπα μου! Γυμνάσια θα κάνουν, κανέναν διαγωνισμό τρομοκράτησης του κοινού ή επίδειξης κρεατίνης. Ποιος την έχει περισσότερη την κρεατίνη του και τέτοια. Αίμα, τιμή, Μακεδονία ελληνική σαν να άκουσε να φωνάζουν, αλλά μπορεί και όχι, ας μη δίνουμε και ιδέες. Κατεβαίνει άρον άρον τη Σαπφούς μέχρι τα Δικαστήρια και μετά βγαίνει χαμηλά στο παλιό λιμάνι. Αναπνέει με ανακούφιση. Για καφέ δεν πήγε μήτε για ποτό, τα είχε ακυρώσει από ώρα και είχε ήδη βραδιάσει.
Στον γυρισμό σκεφτόταν τα δέκα τελευταία χρόνια του. Χωρισμοί και απώλειες άνευ όρων. Μα όχι μόνο. Θυμήθηκε και τη γέννηση της πρώτης του κόρης, στη δεύτερη έλειπε σε ταξίδι για «επαγγελματικούς λόγους». Η Κατερίνα δεν του γκρίνιαξε, μόνο τον κοιτούσε καρτερικά όταν επέστρεψε, μία αυτόν, μία το μωρό, γνωρίζοντας ότι αυτός δεν ήρθε για να μείνει. Δεν την μπορούσε τη ζωή στην Αθήνα, της είπε, είχε την ευκαιρία για ένα καινούργιο ξεκίνημα στη Θεσσαλονίκη, να πάψουν και τα νεύρα και οι καβγάδες, να χαρούν και οι γονείς της. Το ’πε και το ’κανε. Και δεν ξανακατέβηκε στην Αθήνα. Χριστούγεννα και Πάσχα στέλνει από μια κάρτα στις κόρες του, η διατροφή μπαίνει μέσω τραπέζης, από κοντά τις βλέπει δυο βδομάδες το καλοκαίρι. Στα εικοσιπέντε του και αυτός δεν ήθελε παιδιά, αλλά δεν ήθελε και να τον αφήσει η Κατερίνα. Τελικά, την άφησε εκείνος πέντε χρόνια μετά και βρέθηκε τώρα με μια δεκαετή και μια πεντάχρονη κόρη. Τα καλοκαίρια διαβάζουν μαζί comics και παίρνουν μια φυσική, κόκκινη λάμψη στη θάλασσα. Ώρες ώρες αναρωτιέται αν του χρόνου θα τον θυμούνται. Δεν βαριέσαι!
Η Μάνια ήταν όμως αλλιώς. Τoν γάτο τον έβγαζε βόλτα κάθε που ήθελε να χαλαρώσει τα λουριά. Τα δικά της, του γάτου δεν μασούσαν, ήταν η καλύτερη ποιότητα, εισαγωγή από Γερμανία. Τουλάχιστον έτσι της είχαν πει. Σήμερα δεν τον έβγαλε, την έσκιαξαν οι συντροφιές που κατέβαιναν προς τον Λευκό Πύργο. Δεν την μπορούσε τόση χαρά στα πρόσωπα. Οικογενειακές στιγμές. Τις αποστρεφόταν πάντοτε. Φορούσαν τα καλά τους, μετά την εθνική ανάταση θα ξεχυθούν στις ταβέρνες του κέντρου για κυριακάτικα εορταστικά σουβλάκια, πανσέτες και σουτζουκάκια. Γυράδικα και καντίνες για τα μπατίρια, ταβέρνες για τους άλλους, έπρεπε να ξεκουραστούν και τα παιδιά. Τόσες ώρες με τα σημαιάκια πέρα δώθε, τους άξιζε και ένα γλυκό. Κυριακάτικες ατασθαλίες. Από το ’92 είχαν να ζήσουν τέτοιες στιγμές. Μάζεψε το γάτο από το μπαλκόνι, φόρεσε ένα σκουφάκι που είχε για το σκι και βγήκε να περπατήσει προς την Αριστοτέλους. Μαύρο παλτό και το σκουφί μέχρι κάτω για να μην την βλέπουν και να μην τους βλέπει. Το νευρικό βήμα το είχε από παιδί, αυτό και το αυστηρό της βλέμμα, δεν σήκωνε πολλά πολλά. Γκρίνιαζε η μάνα της, χαμογέλα παιδάκι μου. Δεν χαμογελούσε, μόνο ειρωνευόταν στα μουλωχτά, στραβώνοντας προς τ’ αριστερά τα χείλη της. Πέταξε μια γλυκοπατάτα στο αδέσποτο του δρόμου. Δεν την ένοιαξε μην του στραβοφανεί. Σιγά και μην.
Λοιπόν, το αποφάσισε. Θα κάτσει εδώ και θα την περιμένει. Η εξώθυρα της πολυκατοικίας της ήταν σιδερένια, ένα παλιό πράσινο, ξεφτισμένο πια, από τις λίγες μάλλον σιδερένιες που είχαν ξεμείνει στο κέντρο. Μια αντρική φιγούρα τον καλούσε. Αλλαγή σχεδίου. Γύρισε και έφυγε προς την αντίθετη κατεύθυνση. Θα ξαναγυρνούσε σε λίγο, μόλις ξεφορτωνόταν τον ανεπιθύμητο με το κυανόλευκο σημαιάκι στο χέρι.
Πλέον ήταν σίγουρη. Ήρθε η ώρα να αλλάξει πόλη. Θα πάρει τον γάτο της και θα φύγει. Έτσι απλά. Χαλάλι η ανακαίνιση στο σπίτι. Θα βρει άλλο, καλύτερο ή χειρότερο, δεν πειράζει. Χωρίς θέα, να μην τους βλέπει και να μην την βλέπουν. Στην Κωλόνησο, με τους αγίους της μοναξιάς. Γιατί όχι; Έκλεισε την πράσινη εξώθυρα, κρύφτηκε στο παλτό της και έστριψε στα αριστερά, ή στα δεξιά. Στα τριάντα της και ακόμη δεν είχε μάθει να τα ξεχωρίζει…
Εξακολουθώ να χαίρομαι,καλή μου Μαρία, μετά από δέκα χρόνια, για την απάντησή μου στο δίλημμα που μου έθεσες τότε -φιλόλογος ή νομικός.
Καλή δύναμη, ιδιαίτερα στους δρόμους τύπου Σαπφούς.
vas
Σας ευχαριστώ πολύ, κ. Παπαγεωργίου!
Το εκτιμώ πάντα.
Μ.