The long depression : how it happened, why it happened, and what happens next
[Μακρά Ύφεση: Πώς συνέβη, γιατί συνέβη και τι θα συμβεί μετά]
Michael Roberts
Chicago, Ill., Haymarket Books, 2016 | 347 σελίδες
Η παραπάνω φωτογραφία του Gursky απεικονίζει το οργανωμένο χάος του Οργανισμού Εμπορίου στο Σικάγο. Το έργο εκτέθηκε στην Tate στο Λονδίνο την πρώτη Άνοιξη του 21ου αιώνα, την εποχή της παγκόσμιας χρηματιστηριακής φρενίτιδας και πιο συγκεκριμένα την εποχή του χρηματιστηριακού κραχ στην Ελλάδα, επί κυβέρνησης Σημίτη. Πολλοί Έλληνες είχαν πάρει μέρος με κάποιον τρόπο, αγοράζοντας μετοχές ή στήνοντας μικρές εταιρείες. Πολλές μετοχές αποδείχτηκαν «φούσκες» κι έχασαν την αξία τους, με αποτέλεσμα πολλοί μικροεπενδυτές να υποστούν μεγάλες ζημιές.
Μακρά Ύφεση και κυρίαρχες φωνές
Οκτώ χρόνια μετά έμελλε να ξεσπάσει η πιο σημαντική παγκόσμια οικονομική κρίση μετά τη Μεγάλη Ύφεση του 1929 και εξίσου μακροχρόνια με την ύφεση του 19ου αιώνα (1873-1997). Οι mainstream οικονομολόγοι δεν μπόρεσαν να την προβλέψουν ούτε να την αναχαιτίσουν. Ο Μίκαελ Ρόμπερτς (Michael Roberts) στο πρόσφατο βιβλίο του «Μακρά Ύφεση: Πώς συνέβη, γιατί συνέβη και τι θα συμβεί μετά»[1] σημειώνει ότι κλείνουμε αισίως μια δεκαετία, κατά την οποία οι ισχυρές οικονομίες (G7) αλλά και οι λεγόμενες αναδυόμενες οικονομίες (BRICS)[2] αναπτύσσονται σε ρυθμούς χαμηλότερους από τα πρότερα -κατά μέσο όρο- επίπεδα παραγωγής (συνολικό και κατά κεφαλήν ΑΕΠ). Το ίδιο ισχύει και για τα επίπεδα ανεργίας κι επενδύσεων. Γι’ αυτό δε μιλάμε για μια απλή υποχώρηση (recession) της παγκόσμιας οικονομίας, αλλά για μια μακρά ύφεση (depression).
Κυρίαρχες φωνές στον δημόσιο λόγο αναζητούν την απάντηση για τις αιτίες και την επίλυση της εν εξελίξει ύφεσης σε παράγοντες όπως η ατομική συμπεριφορά, η «τραπεζική κουλτούρα», η πλεονεξία και άλλα χαρακτηριστικά της ηγεσίας ή των υψηλόβαθμων στελεχών του χρηματοπιστωτικού τομέα, ενώ συμπεραίνουν ότι «οι άνθρωποι δεν δρουν τελικά μόνο βάσει ορθολογικών κριτηρίων» (βλ. ρεπορτάζ των Financial Times). Οποία έκπληξη! Στην καλύτερη περίπτωση, νεοφιλελεύθεροι policy makers αναφέρονται σε νομισματικές πολιτικές, ακολουθώντας τη γραμμή σκέψης του Φρίντμαν (Friedman 1976) και την εκ των υστέρων ερμηνεία του για την Ύφεση του ’29. Οι πιο μετριοπαθείς εντοπίζουν τις αιτίες της κρίσης, που είναι ακόμα σε εξέλιξη, στην αύξηση αυτού που ονομάζουμε «πλασματικό κεφάλαιο», την υπερμεγέθυνση των συναλλαγών χρεογράφων μεταξύ των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και την ολοένα αυξανόμενη αποσύνδεσή τους από τον πραγματικό παραγόμενο πλούτο, ενώ προτείνουν δομικές μεταρρυθμίσεις στη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος (Kay 2017).
Μια πρώτη κριτική που μπορεί να γίνει σε αυτήν την ανάγνωση της κρίσης και στις προτεινόμενες ρυθμιστικές αλλαγές προκύπτει από την εξής απλή σκέψη: η ανάπτυξη του χρηματοπιστωτικού τομέα είναι τέτοια που οδηγεί στο παράδοξο αποτέλεσμα οι τράπεζες να διαχειρίζονται πολλαπλάσια κεφάλαια απ’ αυτά που διαχειρίζονται τα κράτη (Kay 2017, σ. 16). Οι ίδιοι που προτείνουν αυτές τις δομικές μεταρρυθμίσεις παραδέχονται ότι πρόκειται για ένα αυτο-αναφορικό σύστημα, για έναν κλάδο που «συναλλάσσεται κυρίως με τον εαυτό του […] και κρίνει ο ίδιος τις επιδόσεις του» (ibid, σ. 21). Εφόσον στη μετα-δημοκρατική εποχή (Crouch 2005) η καπιταλιστική ανάπτυξη έχει συσπειρωθεί γύρω από τις χρηματαγορές, τέτοιες οργανωτικές μεταρρυθμίσεις και πολιτικές παρεμβάσεις, που οραματίζονται οι μετριοπαθείς φιλελεύθεροι, είναι αδύνατες εάν δεν αμφισβητηθεί το συνεχές μεταξύ της πραγματικής οικονομίας και των χρηματαγορών.
Αλλά ακόμα κι αν ήταν εφικτή μια τέτοια δομική μεταρρύθμιση, θα εξασφάλιζε την αποφυγή μιας αντίστοιχης κρίσης στο μέλλον ή μιας κρίσης με άλλα επιμέρους χαρακτηριστικά εντός του καπιταλιστικού συστήματος; Ο Ρόμπερτς απαντάει αρνητικά.
Θεωρίες κρίσεων κι εμπειρική θεμελίωση
Οι κεϋνσιανιστές σοσιαλδημοκράτες εντοπίζουν ως κύρια αιτία της Μεγάλης Ύφεσης την πτώση της συνολικής ζήτησης, καθώς τα νοικοκυριά έχασαν την εμπιστοσύνη τους στην οικονομία και ξόδευαν όλο και λιγότερο, με αποτέλεσμα να πληγεί η τραπεζική ρευστότητα και να αυξηθεί η ανεργία. Όπως μεταξύ άλλων μας υπενθυμίζει κάθε Χριστούγεννα η προβολή της ταινίας του Φρανκ Κάπρα It’s a wonderful life (1946), παραδόξως η αποταμίευση λειτούργησε αρνητικά για την οικονομία. Για τον Κέυνς (1936) η λύση ήταν η τόνωση της ζήτησης με αυξημένες κρατικές δαπάνες, μείωση της ανεργίας και στήριξη των χαμηλότερων στρωμάτων. Απο την άλλη πλευρά, μετα-κεϋνσιανιστές ισχυρίζονται ότι για την πρόσφατη κρίση ευθύνεται μάλλον το υπέρογκο ιδιωτικό χρέος (Keen 2015).
Η ανάγνωση των κεϋνσιανιστών φαινομενικά πλησιάζει σε κάποια σημεία τις μαρξιστικές θεωρήσεις της υποκατανάλωσης, που μιλούν για τη μειούμενη κατανάλωση απέναντι στην ολοένα και μεγαλύτερη παραγωγή. Όμως στην πραγματικότητα οι δυο θεωρητικές παραδόσεις ξεκινούν από διαφορετικές αφετηρίες, ακολουθούν άλλες διαδρομές και καταλήγουν, όπως είναι φυσικό, σε διαφορετικά συμπεράσματα (βλ. παραπάνω γράφημα). Οι μαρξιστικές θεωρήσεις της υποκατανάλωσης έχουν τις ρίζες τους στις συμβολές του Κάουτσκι και της Λούξεμπουργκ, όπως επίσης και άλλων σημαντικών σοσιαλιστών στοχαστών, όπως η Ναταλί Μοσκόβσκα (1935).[3]
Οι απανταχού μαρξιστές, συμπεριλαμβανομένου και του Roberts, θεωρούν ότι οι κρίσεις είναι εγγενείς στον καπιταλισμό. Στις θεωρίες υποκατανάλωσης, το κεντρικό επιχείρημα είναι σε γενικές γραμμές ότι οι τεχνολογικές καινοτομίες, η εκμηχάνιση, η αυτοματοποίηση και οι ευκολίες που αυτές προσφέρουν στην παραγωγική διαδικασία οδηγούν στην αύξηση του σταθερού κεφαλαίου (μέσα παραγωγής) και στη μείωση του μεταβλητού κεφαλαίου (μισθοί εργαζόμενων), οδηγούν δηλαδή στην αύξηση του ρυθμού παραγωγής, ενώ ταυτόχρονα συμπιέζουν την αποσπώμενη υπεραξία. Έτσι, ο πραγματικός μισθός μειώνεται, ακόμα κι αν ο ονομαστικός αυξάνεται, επειδή ο τελευταίος αυξάνεται δυσανάλογα προς την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας. Για τη Μοσκόβσκα η μειούμενη αξία του μισθού και άρα η μειούμενη κατανάλωση δεν είναι συνέπεια αλλά αιτία της κρίσης. Για να υπερβεί την κρίση ο καπιταλισμός, χρειάζεται τη δημιουργία νέων αγορών (βλ. Αφρικανικές αποικίες στις αρχές του 20ου αιώνα).
Ο Ρόμπερτς (2016) συμφωνεί ότι οι κρίσεις είναι συστημικές αλλά ισχυρίζεται ότι αυτό που προκάλεσε και τις τρεις σημαντικές υφέσεις, απ’ τον 19ο αιώνα μέχρι σήμερα, είναι ένας συνδυασμός από καθοδικές τάσεις σε μια σειρά από κύκλους εργασιών εντός του καπιταλιστικού συστήματος (βλ. παρακάτω), ενώ πρώτη και κύρια αιτία είναι ο λεγόμενος νόμος του Μαρξ περί πτώσης της κερδοφορίας (και κατά συνέπεια των τιμών). Αντίθετα με τη Μοσκόβσκα, πατάει στη θεωρία του Γκρόσμαν (Grossman, δεκαετία του ’20)[4] και θεωρεί την υποκατανάλωση σύμπτωμα της κρίσης και όχι αιτία. Επιπλέον, αντίθετα με φιλελεύθερους και μετα-κεϋνσιανιστές, θεωρεί ότι η πίστωση / ο δανεισμός και το χρέος παίζουν βέβαια σημαντικό ρόλο στην παρούσα μακρά ύφεση, ως ειδικά χαρακτηριστικά της, όμως αποτελούν απλώς τις αφορμές και όχι τα βαθιά αίτια της κρίσης.
Για να τεστάρει εμπειρικά τις προκείμενες της υπόθεσής του και να αποδείξει τη χαμηλή κερδοφορία της καπιταλιστικής οικονομίας πριν την κρίση, παραθέτει συγκεντρωτικά ποσοτικά δεδομένα (με ετήσιες παρατηρήσεις για μεγάλες χρονικές περιόδους), πολλά από τα οποία προέρχονται από τις μακρο-οικονομικές βάσεις δεδομένων της Παγκόσμιας Τράπεζας, του ΟΑΣΑ και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Είναι ωστόσο προβληματικό το γεγονός ότι δεν αφιερώνει χώρο για να διαψεύσει και να καταρρίψει τις κριτικές που ήδη έχει δεχτεί για το πρώτο βιβλίο του.
Στα κεφάλαια 2 και 3 παρουσιάζει τα κοινά χαρακτηριστικά των προηγούμενων υφέσεων. Στο κεφάλαιο 4 δείχνει πώς το μεταπολεμικό boom ακολουθήθηκε από κρίση κερδοφορίας αλλά δεν οδήγησε σε ύφεση και αναλύει τους λόγους για τους οποίους δε συνέβη αυτό. Στο κεφάλαιο 5 επισημαίνει την αποτυχία των συμβατικών οικονομικών να προβλέψουν ή να εξηγήσουν σε βάθος αυτήν την κρίση. Στο κεφάλαιο 6 πραγματεύεται τον ειδικό ρόλο του χρέους και στο 7 δείχνει το πέρασμα της οικονομίας από μια πτώση (slump) σ’ αυτό που αποκαλεί μακρά ύφεση. Στα επόμενα κεφάλαια παρουσιάζει τον αντίκτυπο που είχε η κρίση σε διαφορετικά γεωγραφικά μήκη και πλάτη. Στο κεφάλαιο 8 μιλάει για την περίπτωση των ΗΠΑ, στο 9 για την αποτυχία του Ευρώ[5], στο 10 για την Ιαπωνία και στο 11 για τις αναδυόμενες οικονομίες. Το κεφάλαιο 12 είναι αυτό που μας δίνει μια καλή εικόνα της σύμπτωσης των πτωτικών τάσεων διαφόρων κύκλων (όπως ο επιχειρηματικός, ο κατασκευαστικός κ.α.) που δημιουργούν το εκρηκτικό αποτέλεσμα που βιώνουμε μέχρι και σήμερα.
Τέλος, το κεφάλαιο 13 επεξεργάζεται πιθανές μελλοντικές προοπτικές, τοποθετώντας στο επίκεντρο την περαιτέρω εκμετάλλευση των δυνάμεων της εργασίας (βλ. θέσπιση 12ωρου στην Αυστρία), την αυξανόμενη αυτοματοποίηση που φέρνουν οι πρόσφατες επιστημονικές εξελίξεις στη χρήση των ρομπότ και στις εφαρμογές της τεχνητής νοημοσύνης, καθώς και τον κίνδυνο μεγάλης οικολογικής καταστροφής από τη μη ελεγχόμενη εκμετάλλευση των φυσικών πόρων. Για τον Roberts, το καπιταλιστικό σύστημα μπορεί να βγει από την κρίση – καμιά κρίση δεν είναι μόνιμη – όπως βγήκε και στο παρελθόν, όμως δε θα βγει αλώβητο. Κατά κάποιο τρόπο, η άμμος στην κλεψύδρα λιγοστεύει.
Από την οικονομική θεολογία στην κριτική
Η μεγαλύτερη αδυναμία των οικονομικών θεωριών στην εποχή της Μεγάλης Ύφεσης του ‘29, συμπεριλαμβανομένων των μαρξιστικών, ήταν η ελλιπής εμπειρική θεμελίωση των επιχειρημάτων ή η εξαιρετικά αφαιρετική απόδοση ορισμένων «πραγματικοτήτων», παρά τη συχνά συστηματικότατη μελέτη και συγκρότηση εννοιακών συστημάτων. Επίσης κυριαρχούσε μια τάση όπου οι θεωρητικοί εκπρόσωποι διαφορετικών ρευμάτων πάσχιζαν να αποδείξουν ότι η δική τους θεώρηση είναι πιο κοντά στην «αυθεντική» ερμηνεία που έδωσε ο Μαρξ ή άλλοι περισσότερο και λιγότερο μεγάλοι στοχαστές. Σχεδόν όπως συνέβαινε με τα διάφορα χριστιανικά τάγματα, που πάσχιζαν στο Μεσαίωνα να αποδείξουν ότι είναι πιο κοντά στον αληθινό Λόγο του Θεού.
Σ’ αυτό το πεδίο φαίνεται να γίνονται σημαντικά βήματα αλλά και ανακατατάξεις. Ριζοσπάστες αναλυτές, όπως ο Ρόμπερτς ή ο Μπρένερ (2010), προσπαθούν να αξιοποιήσουν όλα τα πιθανά εργαλεία για να κατανοήσουν και να αποδώσουν την κοινωνικο-οικονομική πραγματικότητα και βασίζονται σίγουρα σε μια ορθολογική επεξεργασία δεδομένων και επιχειρημάτων. Απ’ την άλλη πλευρά, παρατηρούμε τη νεοφιλελεύθερη παράδοση, την άλλοτε ιέρεια της καινοτομίας και του ορθού λόγου να προσλαμβάνει χαρακτηριστικά πολιτικής θεολογίας και να μετατρέπεται σε ολοκληρωτική κοσμοθεωρία που εδράζεται στην πίστη και στη δαιμονοποίηση. Πίστη σε μια απόλυτη ελευθερία επιλογής – που δεν είναι τίποτε άλλο παρά κατασκευή- και στη δαιμονοποίηση του αντιπάλου. Η απόλυτη ηγεμονία του νεοφιλελευθερισμού, χωρίς αντίπαλο δέος από τη δεκαετία του ’90, όχι μόνο στο πολιτικό και οικονομικό πεδίο αλλά και στο ακαδημαϊκό πεδίο, μάλλον συνέβαλε περαιτέρω σε αυτήν την εξέλιξη.
Είναι στην ευχέρεια της κριτικής πολιτικής οικονομίας να ανακόψει την περιθωριοποίησή της και να συμβάλει σημαντικά στην επιστροφή της συζήτησης, από το στρατόπεδο της θεολογίας, πίσω στην κριτική ορθολογική σκέψη. Έχουν αρχίσει να αναδύονται ομάδες νέων οικονομικών ιστορικών που λαμβάνουν πρωτοβουλίες προς αυτήν την κατεύθυνση και ενδεχομένως να πληθύνουν στο κοντινό μέλλον.
Υποσημειώσεις
Προσθέστε σχόλιο