Γύρισε από τη θάλασσα, άνοιξε τη σκηνή, μπήκε μέσα. Ακαταστασία και αλμύρα, ανάκατα με αντιηλιακά και κρέμες για εγκαύματα. Τι τα ’θελε; Πήρε μια κρέμα, την άνοιξε, μετακίνησε τη μουσούδα της εναλλάξ τρεις φορές αριστερά, άλλες τρεις δεξιά πάνω από το ανοιγμένο σωληνάριο. Ίσα ίσα, για να μείνει η μυρωδιά γιασεμιού στα σωθικά της. Τα σωθικά της. Μεγάλη κουβέντα. Την πρώτη φορά που γέννησε, νόμιζε της τα ξερίζωναν εκδικητικά. Τη δεύτερη δεν έδωσε πολλή σημασία, ήταν και η επισκληρίδιος στη μέση. Τώρα δεν δίνει σημασία σε τίποτα. Άφησε τα κορίτσια στους γονείς της, ήρθε για ένα σαββατοκύριακο στο νησί. Βρήκε έναν βράχο και μια πιθαμή αμμουδιάς, άπλωσε τη σκηνή της και περίμενε. Ίσως να μην περίμενε και τίποτα. Στα τριανταπέντε της μόνη με δυο κόρες που μεγάλωναν χωρίς να την περιμένουν να το καλοσκεφτεί. Τον προηγούμενο μήνα χωρίς λεφτά για τις καινούργιες φόρμες της μικρής, τώρα διακοπές στα βράχια.
Άμα χωρίσουμε ποτέ, θα με βρεις στα βράχια, της έλεγε εκείνος στα δύσκολα. Ποτέ δεν κατάλαβε αν εννοούσε πάνω ή κάτω από τα βράχια, πλησίον ή μέσα στο νερό. Και δεν χρειάστηκε κιόλας. Θυμόταν τα βράχια στην παραλία της Κατερίνης, όπου είχαν γνωριστεί. Κατερίνη η πόλη, Κατερίνα αυτή. Από μικρό παιδί της άρεζε αυτή η ομοιότητα. Δεν της άρεζε που την πείραζαν τα άλλα παιδιά. Θαρρείς και δεν μπορούσαν και εκείνα να λέγονται Πρέβεζα, Άρτα ή Κομοτηνή, ανάλογα με τις ιδιοτροπίες των δικών τους. Μήτε όμως ξέρει αν χάρη σε αυτή την ομοιότητα της άρεζε η γεωγραφία. Παράξενο χόμπι, άλλοι στα τριάντα τους και δεν ξέρουν να ξεχωρίζουν το αριστερό από το δεξί, την ανατολή από τη δύση.
Ντύθηκε στα γρήγορα, πήρε ν’ ανηφορίζει. Στη δημοσιά όλο και κάποιος θα σταματούσε να την πάρει μέχρι τη Xώρα. Τα σγουρά μαλλιά της σχεδόν κουβάρι από την αλμύρα. Ένα φυσικό κοκκίνισμα, στα όρια του εγκαύματος, ολοκλήρωνε τον σημερινό καλλωπισμό. Και τον χθεσινό. Και τον αυριανό. Από μεθαύριο πάλι γραφείο, διακανονισμοί με τους πελάτες, μανούρες με τις τράπεζες. Ένα υπέροχο πλάσμα ήταν και αυτή στην Αθήνα της, που του ’λειπε μόνο η γκλαμουριά και το Athens by night. Ένα υπέροχο πλάσμα από την ανάποδη.
Κανείς δεν σταμάτησε. Κανείς δεν μετακινούταν εκείνη την ώρα. Όλοι μαζεμένοι στο κεντρικό καφενείο. Καρέκλες ολούθε στην πλατεία, δύο μεγάλες οθόνες plasma και σύσσωμος ο αντρικός πληθυσμός του νησιού σε αναβρασμό. Το ματς της χρονιάς. Το ματς της ζωής της η Κατερίνα το είχε δώσει ήδη. 0-2 από το 30’. Έσυρε μέχρι το παντοπωλείο το κουρασμένο της βήμα, πήρε δυο φακελάκια σπαστό καφέ, προχώρησε στο γυράδικο, δυο σουβλάκια στα γρήγορα και πάλι πίσω. Ούτε κουβέντα παραπάνω. Βλέμμα απλανές, ταξιδεμένο. Δύο… ο τυχερός της αριθμός. Και ο δικός του. La double vie de X…
Στον γυρισμό συνάντησε μια γριά εκατονταετή έξω από την πράσινη θύρα της. Ένα κουβάρι ήταν και, όμως, ακόμη επέμενε να βγαίνει στο σοκάκι, να κάνει δέκα βήματα, δέκα λεπτά το καθένα, και να γυρνά να κάθεται στην καρέκλα της. Από εκεί χάζευε τον κόσμο. Έσκυψε η Κατερίνα, τη φίλησε. Έκατσε δίπλα της. Η γριά δεν μιλούσε πολύ, μόνο χαμογελούσε στην άγνωστη γυναίκα, ένα χαμόγελο όλο εγκαρδιότητα και ευγνωμοσύνη για την απρόσμενη βραδινή συντροφιά της. Άρχισε κάτι να λέει, κόρη μου, εγώ στα νιάτα μου τον πόλεμο… μα ξέχασε τη συνέχεια. Έβγαλε μόνο μια φωτογραφία από την τσέπη της ρόμπας της και την έδειχνε όλο καμάρι. Η εγγόνα της, συνέχεια του εαυτού της. Υπολόγισε τα χρόνια η Κατερίνα, θα ’πρεπε να είναι δισέγγονη. Μπορεί και όχι. Μεσολάβησαν πόλεμος, εμφύλιος, για κάποιους εξορία, για άλλους μετανάστευση, αναγκαστική ή και όχι, δικτατορία, για κάποιους πάλι εξορία. Ποιος ξέρει ποια αλυσίδα είχε καθυστερήσει… ένα παιχνίδι ξελογιάσματος του θανάτου με τη ζωή η τεκνογονία. Στα ενδιάμεσα και οι τόσες προσωπικές κακουχίες. Κρίμα, ποτέ δεν θα μάθει ολόκληρη την ιστορία. Ξαναφίλησε τη γριά που ακόμη χαμογελούσε γλυκά, σηκώθηκε, πήρε πάλι τον δρόμο για τον βράχο της. Είχε νυχτώσει για τα καλά και είχε πολύ δρόμο μπροστά της μέχρι να φτάσει εκεί που η νύχτα πέφτει βαριά όσο και οι σκέψεις.
Στη ζωή της η κυρ-Αγγέλα κακό λόγο δεν είχε για κανέναν. Μόνο κάποτε που ήταν νέα… είχε πάει ο Θόδωρος στον πόλεμο, νόμιζαν τον έχασαν. Ειδοποίηση πικρή από τη στρατιωτική υπηρεσία. Γύρισαν οι άλλοι άντρες στο νησί, πέρασαν και από το σπίτι της. Ο άντρας σου, Αγγέλα, πάει από οβίδα. Αλλού το κεφάλι, αλλού τα χέρια, αλλού η καρδιά. Σκορπίσανε στο χιόνι. Τους αγριοκοίταξε εκείνη, τους σιχτίρισε και τους έδιωξε άρον άρον. Η καρδιά του ήξερε που ήταν. Την είχε εκείνη πάντοτε μαζί της. Κοντά τρία χρόνια παντρεμένοι, μπορεί να μην του είχε κάνει παιδί, αλλά τον ευγνωμονούσε για την καλοσύνη του κάθε στιγμή που περνούσε. Χέρι δεν της σήκωσε ποτέ. Πτώμα γυρνούσε από τη δουλειά, μα ποτέ δεν έβρισκε λόγο να της θυμώσει. Τελικά, ο Θόδωρος γύρισε από τον πόλεμο για να βρει την καρδιά του που τη φύλαγε η γυναίκα του. Παιδί υιοθέτησαν μετά από χρόνια. Πάει εδώ και δεκαετίες ο Θόδωρος, θα πάει και αυτή σε λίγο να τον βρει και ας μην τον θυμάται πια.
Τώρα θυμάται μονάχα τη μάνα και τ’ αδέρφια της, σε καμιά αναλαμπή και την εγγόνα της. Είναι μικρό κορίτσι δέκα χρονών, σκύβει για να μην την δουν, καμπουριάζει, γίνεται δυο κάτια. Την άφησε η μάνα της να προσέχει το μωρό τους, πήγε και κείνη μετά από λίγο από πίσω της να δει τι ήταν αυτό το ξόδι που λέγαν όλη μέρα στο σπίτι. Φτάνει έξω από το σπίτι του κυρ-Φώτη, σκύβει να μην την δουν από το παράθυρο, καμπουριάζει, γίνεται δυο κάτια. Σε λίγο δειλά δειλά σηκώνεται στις μύτες των ποδιών της, τα πλεχτά πασουμάκια βυθίζονται στο νοτισμένο χώμα. Τη βλέπει η μάνα της, δυο πλεξούδες να ξεπροβάλουν από το παράθυρο, βγαίνει έξω, της τις βρέχει. Δεν ξαναπαράκουσε διαταγή αλλά ούτε και έκλαψε ποτέ ξανά, και ας το ήθελε. Της λέει ο κύρης της, Αγγέλα, τον άλλον τον μήνα, σα θα γενείς δεκαεφτά, θα πάρεις τον Θόδωρο τον ξυλουργό απ’ το Τσανάκκαλε. Κοτζάμ δερβίσης! Είκοσι χρόνια το δουλεύει το ξύλο, τώρα στα εικοσιοχτώ του θε να φτιάξει δικό του σπίτι. Εγώ μια φορά τον λόγο μου τον έδωσα. Χαμογέλασε πικρά η Αγγέλα, μα δεν έκλαψε.
Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)
Προσθέστε σχόλιο