Η τρύπα
José Revueltas
μετάφραση: Κρίτων Ηλιόπουλος
Ακυβέρνητες Πολιτείες, Θεσσαλονίκη 2019 | 80 σελίδες
«…η φυλακή είναι μια «ιστορία αίματος και πόνου»[1]
Η Τρύπα γράφτηκε από τον Ρεβουέλτας το 1969 μέσα στη «Μαύρη τρύπα», τη Φυλακή Λεκουμπέρι, τη φυλακή-ορόσημο για την ιστορία του Μεξικού, που «φιλοξένησε» τόσο κρατούμενους-εχθρούς του καθεστώτος (κομμουνιστές, δημοκράτες, εξεγερμένους φοιτητές), όσο και άτομα προερχόμενα από τον βαθύ πυθμένα μιας ακραία ταξικής κοινωνίας. Η Λεκουμπέρι είναι συμπρωταγωνίστρια των ηρώων του βιβλίου, μαζί με τους έγκλειστους, τα φιλικά-συγγενικά τους πρόσωπα και τους πιθήκους-ανθρωποφύλακες.
Διαβάζοντας την Τρύπα ο αναγνώστης βρίσκεται αντιμέτωπος με μια πολύ σκληρή απεικόνιση του κόσμου της φυλακής, αποτυπωμένου με κινηματογραφικό τρόπο. Ένας τόπος κολασμού των αντιπάλων και αποθήκευσης για τους παρίες, τους άχρηστους που δεν μπορεί και δεν επιθυμεί να αξιοποιήσει παραγωγικά η άρχουσα τάξη. Οι πρωταγωνιστές, τρείς από τους πλέον απόβλητους της μεξικανικής κοινωνίας, μηχανεύονται ένα σχέδιο για να βάλουν ναρκωτικά στη φυλακή με τη βοήθεια των κοριτσιών του Πολόνιου και του Αλμπίνου και, κυρίως, της μητέρας του Αρχίδα, του πιο «λούμπεν» από τους τρεις, η οποία θα έκρυβε τα ναρκωτικά στο αιδοίο της. Βρισκόμαστε αντιμέτωποι με το ξέσπασμα μιας αδιανόητης βίας, μιας αποκάλυψης του κτηνώδους κόσμου της φυλακής, της περιθωριοποίησης και της εγκληματοποίησης της φτώχειας και της βαρβαρότητας που παράγει.
Ο Ρεβουέλτας καταφέρνει να γράψει ένα κείμενο που διαβάζεται μονορούφι και πραγματικά δεν μπορείς να το αφήσεις από τα χέρια σου την ίδια ώρα που προκαλεί ένα σφίξιμο στο στομάχι. Όχι επειδή είναι το πιο σκληρό διήγημα, αν και είναι ιδιαίτερα σκληρό, όχι γιατί δεν είμαστε υποψιασμένοι για τη βία της φυλακής –τη βία που εγκλείει και τη βία που εκλύει– αλλά γιατί συνδυάζει τη ρεαλιστική και κυνική απεικόνισή της με έναν μαγικό λόγο και γιατί προκαλεί ένα εντυπωσιακό συναίσθημα ταύτισης με την περιγραφή των χαρακτήρων του έργου με σκοπό (πιστεύω) να μας προβληματίσει για τις αιτίες αυτής της ταύτισης και να μας αφυπνίσει ηθικά και πολιτικά.
«Η εγκληματικότητα είναι η εκδίκηση της φυλακής ενάντια στη δικαιοσύνη»[2]
Οι υπάνθρωποι του Ρεβουέλτας προκαλούν στον αναγνώστη μια ηδονική απέχθεια: αποστροφή και ταυτόχρονα ενοχή για αυτήν και για την ταύτιση με το μίσος του αφηγητή, κάτι που μόνο η άριστη λογοτεχνία πετυχαίνει. Ο συγγραφέας μεταχειρίζεται μια νιτσεική αφ’ υψηλού οργή και αηδία, στα όρια της αναγούλας, για αυτά τα τιποτένια άτομα (τους κανίνες), που αν δεν παρερμηνευθεί για αριστοκρατική μισανθρωπία, μπορεί μόνο να γίνει αντιληπτή ως κραυγή ενάντια στον παραλογισμό μιας κοινωνίας που παράγει αυτά τα μη ανθρώπινα (κατά την παρουσίαση του συγγραφέα) όντα.
Κεντρικό ρόλο στο θέαμα της τιμωρίας του Ρεβουέλτας παίζουν οι εξαρτημένοι και απόλυτα υποτελείς στα ναρκωτικά κρατούμενοι, έτοιμοι εξίσου για στρατηγικές μηχανορραφίες –τέτοιες που μόνο όσοι θέλουν να βάλουν ναρκωτικά στη φυλακή μπορούν να σκαρφιστούν– και για κτηνώδη βία, προκειμένου απλά να μειώσουν –πρόσκαιρα– τον πόνο του στερητικού συνδρόμου· έπειτα είναι οι «πίθηκοι», οι φύλακες: πιο φυλακισμένοι από τους φυλακισμένους, μας λέει ο συγγραφέας και μας εκπλήσσει, αφού για μαρξιστή τον ξέραμε, υποψιασμένο απέναντι στις απλοϊκές αναλύσεις που ταυτίζουν τους φυλακισμένους με τους φύλακές τους· τελικώς καταλαβαίνουμε ότι είναι ο μαρξισμός του, η ταξική του ανάλυση, που τον οδηγεί να τους θεωρεί απόλυτα εγκλωβισμένους σε μια ταξική θέση που τους καθιστά συνενόχους στο έγκλημα της φυλακής, αρμόδιους για τη φύλαξη, την τιμωρία και την αδρανοποίηση των απόκληρων, των απόβλητων, των φυσικών συμμάχων τους που πρόδωσαν. Τέλος, μπαίνουν στο προσκήνιο οι θλιβεροί συγγενείς των πρωταγωνιστών, η φριχτή, άσχημη και κακιά μάνα του Αρχίδα, που εύχεται να πεθάνει ο γιος της, και τα άθλια κορίτσια των άλλων δύο, όλες συμμετέχουσες στο κόλπο της εισαγωγής ναρκωτικών στη φυλακή, σε αυτόν τον φαύλο κύκλο συντήρησης της εξάρτησης, της περιθωριοποίησης και του πόνου.
Ο συγγραφέας διαχειρίζεται και μεταδίδει ένα μίσος που διαβάζεται με την ελπίδα να κατατείνει κάπου, να μην είναι «σκέτο», όχι κατ’ ανάγκη να προτείνει «κάτι», όμως να γίνει τελικώς ξεκάθαρο ότι δεν είναι ένα καθεαυτό μίσος ενάντια στους θλιβερούς ήρωες του έργου, αλλά ενάντια στη φυλακή που είμαστε όλοι κλεισμένοι, στη φυλακή της ανυπαρξίας εναλλακτικών απέναντι σε μια κατάσταση που δεν μπορεί παρά να είναι εξοργιστικά άδικη.
Ο αναγνώστης έχει να διαχειριστεί τη συνενοχή του για το συναίσθημα που μοιράζεται με τον αφηγητή, το οποίο του προκαλεί ανησυχία για την πηγή της συμφωνίας του με την περιγραφή του Revueltas και τον βαθμό διάβρωσης του από την ηθική της αποδοχής ότι υπάρχουν άνθρωποι-απόβλητα που δεν μπορεί παρά να αποκλείονται, να εγκλείονται, να «…πετιούνται [σαν] σκουπίδια του σύγχρονου καπιταλισμού».[3]
«Η φυλακή είναι ένα φιάσκο σε σχέση με τους ίδιους τους στόχους της»[4]
Αυτός ο πεσιμισμός –ασυγχώρητος, σύμφωνα με την εισαγωγή του Αλβάρες (Alvares), για τους επαναστάτες κομμουνιστές που θεωρούν τη λογοτεχνία συνταγολόγιο για την επανάσταση (αν και, προσωπικά, δύσκολα μπορώ να φανταστώ καλύτερο –λογοτεχνικό– μανιφέστο ενάντια στη φυλακή από την ωμή περιγραφή του Ρεβουέλτας)– τελικώς δεν βιώνεται ως τέτοιος, αλλά γίνεται αντιληπτός ως κραυγή ενάντια στον απόλυτο παραλογισμό της φυλακής και του ποινικού συστήματος εν γένει. Αν δεν διερωτηθείς για αυτό το συναίσθημα, είσαι χαμένος. Ο Ρεβουέλτας δεν περιγράφει μόνο τον εγκλωβισμό του Αρχίδα, του Πολόνιου και του Αλμπίνου, περιγράφει τον δικό μας εγκλεισμό σε μια κλειστότητα επιλογών: η ζωή μας είναι η Φυλακή Λεκουμπέρι, μέχρι να την γκρεμίσουμε.
Η Τρύπα είναι ένα βιβλίο πολεμικής ηθικής που ο γράφων μπήκε στον πειρασμό να το διαβάσει σαν ένα ηθικό εγκληματολογικό κείμενο με απολαυστική και καταιγιστική λογοτεχνική γραφή, μια μαγική και ρεαλιστική απεικόνιση ενός κόσμου που κάνουμε πως ξεχνάμε για να μην μας καταλογιστεί ότι είμαστε συνένοχοι και για να ξεχάσουμε ότι το αρχιπέλαγος των φυλακών και λοιπών χώρων και τρόπων στέρησης και καταπάτησης της ελευθερίας δεν είναι μια δυστοπία του παρελθόντος, αλλά η κεντρική επιλογή για τη διαχείριση των προβλημάτων στον δυτικό (τουλάχιστον) κόσμο, που περηφανεύεται για την ελευθερία που αποτελεί την κορωνίδα του.
Έτσι, έχουμε ένα πεσιμιστικό, αλλά όχι ένα ντεφετιστικό έργο. Αυτό που έκανε ο Ρεβουέλτας ήταν απλά να μας προσφέρει μια βουτιά στο παράλογο του εγκλεισμού, και όχι να μας πει «τι να κάνουμε»: άλλωστε, «το να προτείνουμε μια «άλλη λύση» για την τιμωρία δεν είναι παρά μια αποφυγή του αληθινού προβλήματος, που δεν είναι το πρόβλημα του νομικού πλαισίου του κολασμού ούτε της τεχνικής του, αλλά το πρόβλημα της εξουσίας που τιμωρεί».[5]
Το κείμενο επιμελήθηκε ο Γιώργος Ηλιάδης.
Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)
Υποσημειώσεις
Προσθέστε σχόλιο