Το παρακάτω κείμενο της Ειρήνης Παπαδάκη δημοσιεύτηκε αρχικά στον συλλογικό τόμο Janet Carsten κ.ά. (επιμ.), Marriage in Past, Present and Future Tense, Λονδίνο, UCL Press 2021, σ. 76-94. Η μετάφραση στα ελληνικά έγινε από τον Στέφανο Ρέγκα.
Ο γάμος είναι ένα κοινωνικό πεδίο εντός του οποίου διαπλέκονται η οικειότητα [intimacy], η συγγένεια, οι διαδικασίες έμφυλης υποκειμενοποίησης, οι λόγοι περί νεωτερικότητας και κοινωνικού μετασχηματισμού. Στην Ελλάδα, παρά την εμφάνιση εναλλακτικών λόγων [discourses] για τη δημιουργία οικογενειών, ο γάμος παραμένει ο κεντρικός θεσμός της δημιουργίας μιας κοινής ζωής με παιδιά (Kantsa 2014· Papataxiarchis 2013· Paxson 2004).
Όταν συζητούσα με ανθρώπους της μεσαίας τάξης στο Χαλάνδρι σχετικά με τις μακρόχρονες έγγαμες εμπειρίες τους με παιδιά, μου έκανε εντύπωση το γεγονός ότι σπάνια καταλήγαμε να μιλάμε για τον ίδιο τον γάμο· αντ’ αυτού, βρεθήκαμε να συζητάμε για τον χρόνο και την αλλαγή, για τις μεταμορφώσεις του εαυτού, για το παρελθόν και για το μέλλον. Οι συζητήσεις μας επικεντρώνονταν στις αξιολογήσεις της ζωής πριν και μετά τον γάμο, στις αλλαγές που επέφερε ο γάμος στους ανθρώπους, στο πώς έγιναν κάτι άλλο από αυτό που ήταν πριν ή, κάποιες φορές, στο πώς έχασαν ένα μέρος του εαυτού τους· πώς μετατρέπονταν από άτομα σε μέλη ενός ζευγαριού ώστε να αποκτήσουν οικογένεια και παιδιά, και πώς παλεύουν να χτίσουν σχέσεις που λειτουργούν και αντέχουν. Συχνά άκουγα ότι, μέσα από τον γάμο και τη δημιουργία μιας οικογένειας με παιδιά, οι άνθρωποι μετατόπιζαν τα όρια αυτού που θα «άντεχαν» σε μια σχέση και γίνονταν ολοένα και πιο ανεκτικοί και δεκτικοί. «Δεν άλλαξες απ’ όταν παντρεύτηκες;», με ρώτησε μια συνομιλήτρια. «Δεν είσαι μία άλλη απ’ όταν έκανες παιδιά;».
Άρχισα να σκέφτομαι όλο και περισσότερο αυτές τις αλλαγές, πώς προέκυψαν και τι έπρεπε να χάσουμε από τον εαυτό μας –ή να αλλάξουμε εσωτερικά– για να γίνουμε αυτό το «άλλο»· για να υποστηρίξουμε την επιλογή μας να είμαστε σε μια μακροχρόνια σχέση, δουλεύοντας για τη σχέση μας ως ζευγάρι εντός μιας αμοιβαίας και κοινής ζωής με τους συντρόφους μας, όντας υπεύθυνες για την ανατροφή των παιδιών μας.
Στο άρθρο αυτό, που βασίζεται σε δύο χρόνια έρευνας πεδίου στην Αθήνα από το 2017 μέχρι το 2019, αναλογίζομαι τις συζητήσεις περί του έγγαμου βίου που έκανα με γυναίκες της μεσαίας τάξης, με στόχο να αναδείξω διαδικασίες υποκειμενοποίησης, φορτωμένες με συγκινήσεις και αισθήματα.[1] Η συζήτηση, η αφήγηση και η αποτίμηση των ζωών μας είναι μια ιστορική και κοινωνική εμπειρία, που εξαρτάται από την ποικιλότητα των προσωπικών μας βιογραφιών και των ιστορικών συνθηκών. Διερευνώντας τις μορφές αισθηματικής συγγένειας στα μεσήλικα ζευγάρια, μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα τις άρρηκτες συνδέσεις μεταξύ συγγένειας, συναισθήματος και χρόνου.[2] Υποστηρίζω ότι η δημιουργία συγγένειας άπτεται της καλλιέργειας συναισθημάτων και συγκινήσεων, και ότι η συγγένεια γίνεται αισθηματική μέσω του χρόνου. Αυτή η αισθηματική διαδικασία έχει τεράστιο αντίκτυπο στη διαμόρφωση του εαυτού. Η συγγένεια μάς αλλάζει και ο γάμος –ως εξαιρετικά ισχυρή μορφή αισθηματικής συγγένειας μέσα από διαφορετικές αρθρώσεις αγάπης και φροντίδας, ή των αντιθέτων τους– επίσης μας αλλάζει. Ειδικότερα, η αγάπη επηρεάζει και οργανώνει τις ζωές της μεσαίας τάξης μέσα από μια υπόσχεση μελλοντικότητας και ευτυχίας· ταυτόχρονα, όμως, απαιτεί επαναξιολόγηση όταν οι υποσχέσεις δεν εκπληρώνονται, και όταν οι προσδοκίες δεν πραγματώνονται.
Άκουσα πολλές φορές ανθρώπους να εξηγούν τις μεταμορφώσεις που υπέστησαν μέσω του γάμου, αναφέροντας πως ένιωθαν ότι έχαναν μέρη του εαυτού τους. Μα την ίδια στιγμή, περιέγραφαν ένα είδος νέας, δημιουργικής εργασίας μέσα από την οποία μετατρέπονται σε κάτι άλλο: σε μητέρες, συζύγους, πατέρες – κοινωνικά αναγνωρίσιμες κατηγορίες ατόμων. Άλλες φορές πάλι, αυτοί οι μετασχηματιζόμενοι εαυτοί καθορίζονταν πραγματιστικά μέσα από τη γλώσσα της υπευθυνότητας και της ενήλικης ζωής. Οι άνθρωποι προσπαθούσαν να εξηγήσουν ότι, καθώς έχαναν μέρη των εαυτών τους, αυτό που έμενε πίσω ήταν στην πραγματικότητα η ανωριμότητα· ότι μέσα από αυτή τη μεταμόρφωση γίνονταν υπεύθυνοι ενήλικες και πιο ολοκληρωμένα άτομα.[3]
Αυτές οι αλλαγές, όπως και οι εξηγήσεις τους, είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με τον χρόνο. Ο χρόνος, υποστηρίζει η Veena Das (2007, 80–95), δημιουργεί, αναδημιουργεί και μετασχηματίζει την υποκειμενικότητά μας, επιτρέποντας στις ιστορίες των σχέσεών μας «να ερμηνεύονται, να ξαναγράφονται, κάποιες φορές να επανεγγράφονται» και να επιδιορθώνονται, δίνοντάς μας ταυτόχρονα την ευκαιρία να είμαστε οι συγγραφείς των ζωών μας. Στην πραγμάτευση που παρουσιάζω εδώ, επικεντρώνομαι στο πώς μας αλλάζει ο χρόνος, στους τρόπους με τους οποίους, καθώς τα σώματά μας γερνούν, γινόμαστε είτε σκληρότερες είτε πιο επιεικείς, στους τρόπους με τους οποίους διαχειριζόμαστε τις απώλειές μας και αναγνωρίζουμε τι έχουμε. Αναλογίζομαι πώς μετράμε τον χρόνο που έχει σημασία και –λοξοκοιτώντας προς τον Διονύση Σαββόπουλο, όταν τραγουδάει πως «ο χρόνος, ο αληθινός, είν’ ο γιος μας ο μεγάλος κι ο μικρός»–[4] υποστηρίζω ότι ο χρόνος μετριέται μέσα από τις σχέσεις, μέσα από τη συγγένεια. Μέσω του χρόνου της συγγένειας κάνουμε συμβιβασμούς, επιλογές, εφόδους και υποχωρήσεις που μας υποχρεώνουν να επανεξετάσουμε και να (ανα)διαμορφώσουμε τους εαυτούς μας. Ο χρόνος φτιάχνει (ή χαλάει) τις συγγένειες, παρέχοντάς μας την ευκαιρία να γίνουμε «μέλη οι μεν των δε» (Sahlins 2014, 21), δημιουργώντας κοινές ζωές και ιστορίες (βλ. επίσης την εισαγωγή στο Carsten κ.ά. 2021).
Παρακάτω θα αναλύσω τους χρονικούς μηχανισμούς της διαμόρφωσης συγγενειών, αισθημάτων και εαυτών. Ξεκινάω εξετάζοντας την ιστορία του γάμου στην Ελλάδα και τις σημαντικές κοινωνικές αλλαγές που έχουν προκύψει κατά τις τελευταίες δεκαετίες, όπως και τα αποτελέσματά τους στις αντιλήψεις για το φύλο και τη συγγένεια. Κατόπιν, ακολουθώντας την ιστορία της Έλενας,[5] εξερευνώ ανθρωπολογικά την έννοια της παραμονής σε έναν γάμο, την κοινωνική αναγνώριση της έγγαμης ύπαρξης και τις πολιτικές του συμβιβασμού. Στη συνέχεια στρέφομαι σε διάφορες συζητήσεις που είχα στο Χαλάνδρι με γυναίκες, και στις προσπάθειές τους να διακρίνουν και να αποτιμήσουν –συχνά μετά από χρόνια γάμου– πώς έχουν αλλάξει οι ίδιες και οι σχέσεις τους. Το βλέμμα [seeing] λειτουργεί διαμέσου του χρόνου, δίνοντας στους ανθρώπους την ευκαιρία να αναγνωρίσουν την αισθηματική εργασία που παράγεται στο εσωτερικό του γάμου, τον επακόλουθο μετασχηματισμό των εαυτών τους και την ανάδυση νέων. Οι γυναίκες αυτές πασχίζουν να ισορροπήσουν επιλογές και εναλλακτικές, υπερασπίζονται και αναγνωρίζουν τις εαυτές τους, ούτως ώστε να αποκτήσει νόημα η ύπαρξη στο πλαίσιο της καθημερινής ζωής.
Μια σύντομη ιστορία του γάμου στην Ελλάδα
Για να κατανοήσουμε τους οικείους κόσμους και τις στρατηγικές των οικογενειών της μεσαίας τάξης, πρέπει να εξετάσουμε τους τρόπους με τους οποίους οι αλλαγές στην πρόσφατη πολιτική και κοινωνική ιστορία της Ελλάδας έχουν επηρεάσει τις αντιλήψεις σχετικά με το φύλο, την οικειότητα και την οικογένεια, και το πώς δημιουργούν σχέσεις οι γυναίκες ειδικότερα. Ο γάμος, ιδίως στην ελληνική επαρχία και ιδίως για τις γυναίκες, ήταν «η απόλυτη συνθήκη της τεκνοποιίας και της δημιουργίας οικογένειας» (Papataxiarchis 2013, 221· βλ. επίσης du Boulay 1974· Dubisch 1986). Μέσα από τις κοινωνικές κρίσεις που ακολούθησαν τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, τον εμφύλιο και τη χούντα των συνταγματαρχών, οι διαδικασίες δημιουργίας και εγκαθίδρυσης οικογενειών, όπως και οι διεργασίες συγκρότησης σχέσεων οικειότητας, ήρθαν αντιμέτωπες με μια σειρά από δυσκολίες, βάσανα και τραύματα. Ραγδαίες κοινωνικές και δημογραφικές αλλαγές ακολούθησαν, από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 και μετά. Η μαζική μετακίνηση από την επαρχία στα μεγάλα αστικά κέντρα, είτε για σπουδές είτε για εργασία, εδραίωσε μια νέα και επεκτεινόμενη μεσαία τάξη, με ανοδική κοινωνική κινητικότητα. Η αστικοποίηση, η αυξανόμενη συμμετοχή των γυναικών στην εκπαίδευση και στο εργατικό δυναμικό, και η προσχώρηση της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα το 1981 οδήγησαν στην αμφισβήτηση και στον μετασχηματισμό των υφιστάμενων αντιλήψεων για την οικογένεια και τις σχέσεις οικειότητας, όπως και σε μια εντεινόμενη προσπάθεια εκσυγχρονισμού διαφόρων παραμέτρων τους, μεταξύ των οποίων η αναπαραγωγή και η οικογένεια (βλ. Paxson 2004). Η ερωτική και συναισθηματική ικανοποίηση αντικατέστησε τις προηγούμενες «προσδοκίες συζυγικών σχέσεων [που] ήταν προσανατολισμένες προς την οικονομική συνεργασία, συμπεριλαμβανομένης της απόκτησης κληρονόμων» (Paxson 2007, 122).
Πριν από τη μεγάλη νομική μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου που ακολούθησε την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία το 1981,[6] ο σύζυγος ήταν η νομική κεφαλή της οικογένειας και η απόκτηση γιων είχε πάντα μεγαλύτερη αξία από την απόκτηση κορών. Η προίκα μιας κόρης αποτελούσε βάρος για την οικογένεια· ιδανικά, οι γονείς ήταν υποχρεωμένοι να προσφέρουν είτε ένα σπίτι, είτε χρήματα ή διάφορα αγαθά για να κατορθώσει να παντρευτεί. Αυτό προξενούσε μεγάλες αναστατώσεις και ταλαιπωρίες, ιδίως σε φτωχές οικογένειες με πολλά κορίτσια (Hirschon 1983· du Boulay 1983). Με τον νέο οικογενειακό νόμο του 1983, η νομική σύλληψη της «εξουσίας» του πατέρα αντικαταστάθηκε από την «ισότητα των συζύγων»· η μητρότητα εξισώθηκε με την πατρότητα· νομιμοποιήθηκαν τα εξώγαμα τέκνα· θεσμοθετήθηκε το σύστημα κοινοκτημοσύνης των συζύγων· καταργήθηκε ο θεσμός της προίκας· θεσπίστηκε το συναινετικό διαζύγιο, μαζί με την αποποινικοποίηση της μοιχείας· και τέλος, το 1986, νομιμοποιήθηκαν οι αμβλώσεις.
Μετά από μια εκτενή διαδικασία αστικοποίησης, το πυρηνικό νοικοκυριό αναδείχθηκε ως η βασική οικογενειακή μονάδα της μεσαίας τάξης. Ο Ευθύμιος Παπαταξιάρχης παρατηρεί πως τα πυρηνικά συζυγικά νοικοκυριά υπήρξαν η βασική μεταφορά του τριπτύχου «τάξη, ασφάλεια και ευτυχία» και πως παρείχαν στα άτομα «την πιο βιώσιμη πολιτισμική επιλογή, στο πλαίσιο της οποίας ο εαυτός, ως μέλος μιας συλλογικής, συζυγικής οντότητας, δικαιούται μια θέση στην ευρύτερη κοινότητα και σε όλα τα προνόμια που απορρέουν από αυτήν την αναγνώριση» (2013, 223). Στη δεκαετία του 1990, όπως σημειώνει η Heather Paxson (2004), η δημιουργία –πυρηνικών– οικογενειών συνέχιζε να είναι η βασική επιθυμία και στόχος των ενήλικων ατόμων στην Αθήνα. Σήμερα, αν και άλλες μορφές σχέσεων και δημιουργίας οικογενειών αναδεικνύονται και καθίστανται ορατές, τα ποσοστά εναλλακτικών μορφών συγγένειας είναι εξαιρετικά χαμηλά σε σύγκριση με τις βορειοευρωπαϊκές χώρες (Kantsa 2014, 827). Στην έρευνά του για τα πρόσφατα κουίρ ελληνικά μυθιστορήματα και ταινίες, ο Δημήτρης Παπανικολάου έχει δείξει τη δυσκολία της αναγνώρισης που συνεπάγονται οι νεοαναδυόμενες υποκειμενικότητες (2018, 93), παρά το γεγονός ότι κατά το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1970 είχε δημιουργηθεί ένας γόνιμος χώρος ριζοσπαστικής έκφρασης, κυρίως στο πλαίσιο των αριστερών κομμάτων και συλλογικοτήτων (2018, 238).
Ωστόσο οι πιο συντηρητικές μορφές συγγένειας παραμένουν ανθεκτικές, και κατά συνέπεια οι άντρες και οι γυναίκες συνεχίζουν να νιώθουν τους περιορισμούς του γάμου. Παρ’ όλο που ο γάμος και οι οικογενειακές σχέσεις μελετήθηκαν εκτεταμένα στις πρώιμες εθνογραφικές εργασίες περί των νοικοκυριών της επαρχίας, στη βιβλιογραφία δεν απαντάται υλικό για την κατασκευή των συναισθημάτων και για την αισθηματική διάσταση των συζυγικών σχέσεων. Το γεγονός ότι οι άνθρωποι που δεν επιλέγουν τον δρόμο του γάμου καλούνται διαρκώς, είτε ρητά είτε υπόρρητα, να τοποθετηθούν απαντώντας ερωτήσεις σχετικά με τον γάμο και τα παιδιά ή να αναπτύξουν συναισθήματα σχετικά με αυτά τα ζητήματα, καταδεικνύει το μεγάλο ιδεολογικό βάρος του γάμου (Athanasiou 2006)· πράγμα που αναδείχθηκε με σαφήνεια και στη δική μου έρευνα. Για παράδειγμα η Εβελίνα, μια παντρεμένη γυναίκα με δύο παιδιά, επέδειξε αυτή την τάση όταν εξέφρασε την αγωνία της για την ανύπαντρη, άτεκνη αδελφή της, που έχει μπει ήδη στα σαράντα: «δεν έχει πολύ χρόνο· αγχώνομαι, κάπου τώρα πρέπει να βρει κάποιον αν θέλει να κάνει παιδιά».
Όπως υπέδειξαν πολλές από τις συνομιλήτριές μου, το ξεκίνημα μιας κοινής ζωής και το άνοιγμα σε μια οικογένεια με παιδιά είναι ένα ηθικό εγχείρημα, ένας σκοπός ζωής: «να φτιάξουμε καλούς ανθρώπους για το μέλλον», «να δουλέψουμε με τα παιδιά μας», «να τα μάθουμε να είναι καλά». Καθώς η γονεϊκότητα και ο γάμος γίνονται αντιληπτά ως ηθικά εγχειρήματα (Paxson 2004· βλ. επίσης Carsten κ.ά. 2021 για τον γάμο ως ηθικό εγχείρημα αυτομετασχηματισμού), οι σύζυγοι υπερβαίνουν τις προσωπικές επιθυμίες και την ατομικότητά τους κατά την αναζήτηση δημιουργίας μιας κοινής ύπαρξης με τους συντρόφους τους, έτσι ώστε να εκπληρωθεί ο στόχος της γονεϊκότητας (Chatjouli, Daskalaki & Kantsa 2015).
Αλλά ο γάμος αποτελεί επίσης ένα μεγάλο ρίσκο. Η απόφαση του γάμου, όπως και αυτή της επιλογής συζύγου, είναι πηγή μεγάλου προβληματισμού και ανησυχίας, καθώς συνιστά απόφαση που αφορά μια ολόκληρη ζωή και κατανοείται ως φορέας ενός μόνιμου μέλλοντος. Άλλος ένας λόγος για τον οποίο ο γάμος ενέχει ρίσκο είναι το γεγονός ότι αλλαγές μπορεί να επέλθουν επίσης κατά τη διάρκειά του. Οι άνθρωποι αλλάζουν, και οι αλλαγές αυτές μπορεί να είναι απρόσμενες ή αρνητικές, οδηγώντας έτσι στο διαζύγιο. Οι συζητήτριές μου, μέλη της μεσαίας τάξης, ανησυχούσαν για την αποξένωση και την «ρουτίνα που μας τρώει». Μίλησαν επίσης για την απώλεια της αγάπης και της φροντίδας, ότι δηλαδή ο σύζυγός τους «δεν νοιάζεται» ή «είναι σαν ξένος για μένα»· για την έλλειψη επιθυμίας για σεξουαλική επαφή· ή για τα στοιχεία που χάθηκαν ή εξαφανίστηκαν στον σύντροφό τους σε σχέση με το άτομο που παντρεύτηκαν. Μερικές φορές έμοιαζε σαν ο/η σύζυγος να άλλαξε τόσο πολύ καθώς ωρίμαζε, που το άλλο άτομο στη σχέση έμενε ανικανοποίητο. Στη διαδρομή αναζήτησης ισορροπίας μεταξύ ενός προηγούμενου και ενός νέου εαυτού προκύπτουν τριβές και εντάσεις. Η άρθρωση αυτών των ανησυχιών –αισθήματα που μετατρέπονται σε λέξεις–, όπως και οι προσπάθειες των συζύγων να σκεφτούν τις επιλογές τους μέσω του χρόνου και να βρουν απαντήσεις σχετικά με την αγάπη και τη φροντίδα, ή σχετικά με το «γιατί είμαι ακόμα εδώ», ήταν κάποιες από τις κεντρικές ανησυχίες που διατυπώθηκαν κατά τις συναντήσεις μου με αυτές τις γυναίκες.
Παραμένοντας: οι πολιτικές του συμβιβασμού
«Η ζωή μου δεν είναι κάτι το ιδιαίτερο. Είμαι ένα συνηθισμένο άτομο με μια συνηθισμένη ζωή.» Αυτό μου είπε η Έλενα, μια παντρεμένη γυναίκα λίγο μετά τα πενήντα, όταν τη ρώτησα για την ιστορία της ζωής της. Μέσα από τη «διόλου ιδιαίτερη» ζωή της, θα προσπαθήσω να αναδείξω τις ζωές γυναικών σε μακροχρόνιους γάμους με παιδιά, όπως και τα αμφίθυμα συναισθήματα που αποκαλύπτουν όταν τις αφηγούνται. Όταν τελείωσε το λύκειο, η Έλενα εργάστηκε ως γραμματέας σε μια εταιρεία για είκοσι χρόνια και παραιτήθηκε όταν γέννησε τον γιο της, επιθυμώντας να επικεντρωθεί στην ανατροφή του παιδιού της. Ο σύζυγός της Δημήτρης είναι δικηγόρος, δουλεύει πολλές ώρες, επιστρέφει στο σπίτι αργά κάθε βράδυ και περνάει χρόνο με το παιδί του μόνο τα Σαββατοκύριακα. «Είχα πάντα αυτό το όνειρο, απ’ όταν ήμουν μικρό παιδί, να κάνω μια οικογένεια με παιδιά, να έχω ένα ωραίο σπίτι», συνεχίζει η Έλενα, «και ο γάμος ήταν σημαντικό μέρος αυτού του ονείρου». Η Έλενα κι ο Δημήτρης προέρχονται από συντηρητικές οικογένειες, με αυστηρούς γονείς: «νοικοκυρεμένα σπίτια και νοικοκυρεμένες ζωές», όπως λέει. Πρωτογνώρισε τον άντρα της όταν ήταν κι οι δύο 19 χρονών, λίγο αφότου τελείωσαν το λύκειο, και άρχισαν να βγαίνουν και μετά από λίγο να κάνουν σεξ, κρυφά από τους γονείς τους. Όμως μετά από κάποια χρόνια σ’ αυτή τη σχέση συνειδητοποίησε ότι, παρ’ όλο που ο άντρας της ήταν καλός άνθρωπος, ήθελε μια πιο κοινωνική και ανοιχτή ζωή· ήθελε να βγαίνει περισσότερο, να πηγαίνει στο θέατρο και στον κινηματογράφο, να πηγαίνει διακοπές και τριήμερα, πράγματα που δεν άρεσαν στον Δημήτρη. «Δεν μπορούσα να συμβιβαστώ με την ιδέα ότι θα ζούσα μια τόσο βαρετή ζωή, και τον παράτησα». Αλλά μετά από έναν χρόνο, λίγο μετά τα τριάντα, γύρισε πίσω.
Ξαφνικά, ένιωσα ότι μεγάλωνα, οι φίλες μου άρχισαν να κάνουν παιδιά, ο χρόνος με πίεζε να πάρω αποφάσεις, να σκεφτώ τι ζωή ήθελα να ζήσω, και ήθελα ένα παιδί, μία κανονική ζωή, και επέστρεψα πίσω σ’ αυτόν και παντρευτήκαμε. Συμβιβάστηκα; Δεν ξέρω. Δεν ζούμε άλλωστε όλοι με τους μικρούς συμβιβασμούς μας; Δεν είναι άλλωστε οι επιλογές μας συμβιβασμοί ενός άλλου πράγματος;
«Είναι ξέρεις ακόμα το ίδιο άτομο. Συχνά νιώθω παγιδευμένη εδώ μέσα», μου είπε με θλιμμένη έκφραση κατά τη διάρκεια μιας συζήτησής μας. Σταμάτησε, με κοίταξε και είπε σιγανά: «Πολλές νύχτες δεν μπορώ να κοιμηθώ και αναρωτιέμαι γιατί είμαι ακόμη εδώ, σ’ αυτό το σπίτι, σ’ αυτόν τον γάμο». Σταμάτησε πάλι και μετά είπε, με ανακουφισμένη έκφραση και φωνή: «Μα δεν θα μπορούσα να βρίσκομαι κάπου αλλού, εδώ ανήκω». Άλλες φορές, καθώς πίναμε καφέ και τα λέγαμε με άλλες γυναίκες, η Έλενα αστειευόταν με το πόσο θλιβερή είναι η κατάστασή της. Έχει έναν πολύ ιδιαίτερο, σαρκαστικό τρόπο να εκφράζεται και να περιγράφει τη ζωή της. Συζητάει ενίοτε με άλλες γυναίκες και τις συμβουλεύει τι πρέπει να κάνουν ώστε να μη χρειάζεται να «τρώνε σκατά». Έτσι, στην αρχή αναρωτιόμουν συνεχώς: γιατί κάθεται; Σκεφτόμουν ότι μάλλον ήταν λιπόψυχη, ότι είχε παρατήσει τη ζωή της και την εαυτή της· ότι επέλεγε να παραμείνει σε έναν τόσο συναισθηματικά κενό γάμο επειδή ένιωθε αδύναμη και φοβισμένη. Σε άλλες περιπτώσεις άκουγα παρόμοιες περιγραφές του γάμου από άλλες γυναίκες, και τις αντιλαμβανόμουν ως ιστορίες θυματοποίησης – θλιμμένες διηγήσεις με ηρωίδες που δεν έχουν το σθένος να πάρουν διαζύγιο. Μια μέρα ωστόσο, αφού είχαν περάσει μήνες που γνωριζόμασταν με την Έλενα, μου είπε:
Εικοσιπέντε χρόνια, Ειρήνη, δεν μπορείς να τα πετάξεις. Μετά από εικοσιπέντε χρόνια, πώς είναι δυνατόν να μην αγαπιόμαστε; Αν και η αγάπη για μένα τώρα είναι διαφορετική από αυτό που πίστευα πριν γνωρίσω τον Δημήτρη. Έμαθα να τον αγαπώ αφού τον αποδέχτηκα όπως είναι. Εικοσιπέντε χρόνια, εικοσιπέντε χρόνια γεμάτα διάφορα συναισθήματα, αντιφατικά, αλλά ίσως, δεν ξέρω, όλα αυτά να είναι αγάπη.
Άρχισα να καταλαβαίνω την απόφαση της Έλενας και των άλλων γυναικών να παραμείνουν στους γάμους τους, που ακούγονταν τόσο δύσκολοι στις αφηγήσεις τους για τις ζωές τους. Άρχισα να συνειδητοποιώ τον κόπο και τα συναισθήματα που συνυφαίνονται με τα χρόνια της κοινής ζωής, όπως και το πόσο προσεκτικοί πρέπει να είμαστε στην εξήγηση των ζωών των άλλων – ιδίως όταν πρόκειται για ζωές που ακούγονται ανοίκειες στα αυτιά μας ως ερευνητριών, οι οποίες μπορεί να χαρακτηρίζονται από διαφορετικές αισθηματικές και διανοητικές εμπειρίες. Μου γινόταν όλο και πιο σαφές ότι αυτές οι γυναίκες εκτιμούσαν πάρα πολύ την προσπάθεια και την εργασία που απαιτούνταν, τόσο από τις ιδίες όσο και από τους συζύγους τους, για να μεταμορφωθούν από δύο ξεχωριστά άτομα σε ένα ζευγάρι με κοινή ζωή: ένα ζευγάρι που προσπαθεί να δημιουργήσει αισθηματικούς δεσμούς δοκιμάζοντας τα συναισθήματά του μέσα στον χρόνο, δημιουργώντας και αποτιμώντας τα μέσα από τον γάμο και τη συγγένειά τους.
Την ίδια στιγμή, ο γάμος τούς παρέχει έναν χώρο αναγνωρισμένης κοινωνικότητας. Για παράδειγμα, η Έλενα είναι πολύ δημοφιλής μεταξύ των μητέρων που έχουν παιδιά στο ίδιο σχολείο. Αν και δεν απασχολείται σε μισθωτή εργασία, είναι πάντα δραστήρια, βοηθώντας στις γιορτές και τις εκδρομές του σχολείου του παιδιού της, φροντίζοντας την ηλικιωμένη μητέρα της και τον πεθερό της, κάνοντας επισκέψεις και βοηθώντας συγγενείς.
Ζώντας μαζί με αυτές τις γυναίκες, συνειδητοποίησα ότι μια υπεύθυνη ελληνίδα μητέρα σταθμίζει διαρκώς τις επιλογές της. Η ιστορία της Έλενας δείχνει ότι, αν και περιγράφει τον γάμο της ως βαρετό, θέλει να βρίσκεται ακριβώς εκεί, σε αυτό το μέρος που της παρέχει (κάποιου είδους) συντροφικότητα, τον χώρο και την ασφάλεια ώστε να μπορεί να αντιμετωπίζει τον ίδιο τον γάμο της κριτικά και σαρκαστικά, ζώντας ταυτόχρονα ως αναγνωρισμένο μέλος της κοινωνίας. Έτσι, αν και ο συμβιβασμός –τουλάχιστον όπως τον αντιλαμβανόμουν στην αρχή– μοιάζει να συνεπάγεται ήττα, απ’ όταν εξοικειώθηκα με τις ζωές αυτών των γυναικών συνειδητοποίησα ότι ίσως για κάποιες γυναίκες ο γάμος να αποτελεί έναν τρόπο για να μάθουν κάτι για τον εαυτό τους, για να καλλιεργήσουν τόσο το αίσθημα όσο και τις εκφράσεις της αγάπης, για να ευδοκιμήσουν σε άλλες περιοχές της κοινωνικής τους ζωής.
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως όλες οι γυναίκες θα λειτουργήσουν με τον ίδιο τρόπο. Κάθε γυναίκα έχει τα δικά της όρια συμβιβασμού, αναλόγως της ιστορίας, της τάξης και της γενικής της θέσης στις κοινωνικές και οικονομικές ιεραρχίες.[7] Κάνοντας αυτούς τους συμβιβασμούς, οι γυναίκες, μητέρες και σύζυγοι με τις οποίες συνομίλησα δεν βλέπουν τις εαυτές τους ως θύματα της πατριαρχίας. Ακριβώς λόγω της πατριαρχίας ή της ιδεολογίας της οικογενειακής ζωής που συνεχίζει να οργανώνει σε μεγάλο βαθμό τον κοινωνικό κόσμο της Ελλάδας, και λόγω της δύσκολης και άνισης θέσης στην οποία βρίσκονται οι γυναίκες, μια τακτική συμβιβασμών –μαζί με άλλες πρωτοβουλίες– τους επιτρέπει να αναγνωρίζονται ως κοινωνικά υποκείμενα. Πρόκειται για μια στρατηγική που δεν θα μπορούσε να ταξινομηθεί ως πράξη γυναικείας απελευθέρωσης, μα που τους επιτρέπει εντούτοις να καταλαμβάνουν μια ασφαλή και δυναμική θέση στον κόσμο, η οποία με τη σειρά της τους επιτρέπει να πράττουν και να πραγματώνουν τις ηθικές και έμφυλες εαυτές τους.
Αναφερόμενος στην έρευνά του στην Κρήτη και στη Ρόδο –νησιά που τότε ήταν κυρίως αγροτικά– κατά τη δεκαετία του 1980, ο Michael Herzfeld έγραφε για την ποιητική της θηλυκότητας, όταν οι γυναίκες «παραμορφώνουν δημιουργικά την υποταγή τους», επιτελώντας «την έλλειψη επιτέλεσής τους. […] Με τον τρόπο αυτόν, εκτρέπουν ίσως υπόρρητα τη φαινομενική υποταγή τους υπέρ των δικών τους σκοπών» (Herzfeld 1991, 81, η υπογράμμιση στο πρωτότυπο). Παρά την περιορισμένη του πρόσβαση στον κόσμο των γυναικών, ο Herzfeld συνειδητοποίησε γρήγορα ότι οι γυναίκες, σε αντίθεση με τους άντρες, μιλούσαν ελάχιστα ή καθόλου στους δημόσιους χώρους. Δημοσίως, οι γυναίκες επιτελούσαν τη σιωπή και απαντούσαν στις ερωτήσεις είτε μονολεκτικά, είτε με μια χειρονομία ή μια έκφραση του προσώπου· κατ’ ιδίαν, χρησιμοποιούσαν την ειρωνεία ως τρόπο έκφρασης της δυσφορίας που τους προξενούσαν οι πράξεις των αντρών. Επιπλέον, οι γυναίκες δεν επιτελούσαν απλώς την υποταγή και τη σιωπή, μα επίσης «υποτάσσονταν στον αντρικό έλεγχο επάνω στους υλικούς πόρους, στις αποφάσεις σχετικά με το μέλλον των παιδιών τους, και στη δημόσια εικόνα της οικογένειας» (Herzfeld 1991, 94).
Αν και οι συνθήκες έχουν αλλάξει και οι γυναίκες μπορούν σήμερα να έχουν φωνή δημοσίως και να συμμετέχουν στις αποφάσεις σχετικά με τα παιδιά, οι τροπικότητες της αποδοχής, της εγκαρτέρησης και του συμβιβασμού μοιάζουν να έχουν παραμείνει ίδιες σε πολλές οικογένειες. Οι γυναίκες συνεχίζουν να μην εκφράζουν τη γνώμη τους για πολλά πράγματα που μπορεί να τις ενοχλούν, και συνεχίζουν να «παραμορφώνουν δημιουργικά» με παρόμοιους τρόπους τα πράγματα που τις ενοχλούν, ούτως ώστε να προστατέψουν την οικογενειακή σταθερότητα, να συνεχίζουν να εκπληρώνουν την επιθυμία τους για οικογένεια, να συμμετέχουν ενεργητικά στις ζωές των παιδιών τους, και γενικά να ζουν μια ζωή που να τους παρέχει χώρο για να μπορούν να έχουν φωνή.
Οι γυναίκες της μεσαίας τάξης στην Αθήνα του σήμερα δεν είναι υποταγμένες και δεν ενδίδουν με τους ίδιους τρόπους, αλλά πασχίζουν για να εκπληρώσουν τους ίδιους ρόλους της μητέρας και της συζύγου, έχοντας βεβαίως πολύ περισσότερες επιλογές και εναλλακτικές. Μα η αλήθεια είναι ότι δεν επιλέγουν εύκολα αυτές τις εναλλακτικές· πασχίζουν κυρίως για να διατηρήσουν αυτούς τους ρόλους και αποφεύγουν να χρησιμοποιούν τις εναλλακτικές, κάνοντας αυτούς τους «μικρούς συμβιβασμούς», αποφεύγοντας τις πράξεις που θα μπορούσαν να «διαλύσουν» την οικογένειά τους ή «να τα τινάξουν όλα στον αέρα».
Αν και στις πολύ προσωπικές συζητήσεις μου με γυναίκες δεν έλειπαν οι κατηγορίες ενάντια σε συγκεκριμένες συμπεριφορές των συζύγων τους, στις καταληκτικές τους κουβέντες έκαναν συνήθως γενικές δηλώσεις του τύπου «ξέρεις, όλοι οι άντρες έτσι είναι», υπονοώντας ότι όλες οι γυναίκες έχουν ένα συλλογικό πρόβλημα που πρέπει να αντιμετωπίζουν και να υπομένουν. Οι συμπεριφορές των αντρών δεν θεωρούνται «εσκεμμένες»: έλεγαν ότι «έτσι έμαθε» ή «έτσι τον μεγάλωσε η μάνα του», ακόμη κι αν οι ίδιες μεγαλώνουν επίσης αγόρια. Κάποιες μίλησαν για ανδρικές συμπεριφορές που μπορεί να τις πληγώνουν, όπως η αδιαφορία των αντρών για τις ίδιες ή για το σπιτικό τους, ή για την ανάγκη τους να δουν τους άντρες να συμμετέχουν πιο ενεργητικά στην οικογενειακή ζωή και στην ανατροφή των παιδιών τους. Άλλες είχαν διαφορετικές ανησυχίες, όπως ανάγκη για περισσότερη συντροφικότητα, ανάγκη να τις νοιάζονται και να τις ακούνε περισσότερο οι σύζυγοί τους. Άλλες πάλι ένιωθαν παραμελημένες.
Παρ’ όλα αυτά τα συναισθήματα όμως, οι περισσότερες αντιλαμβάνονταν αυτές τις αλληλεπιδράσεις ως κανονικές, θεωρούσαν ότι έτσι είναι οι άντρες· οι οικογένειες χτίζονται και υπάρχουν μέσα από αυτές τις κανονικότητες, με την αποδοχή «κάποιων πραγμάτων». Κάποιες γυναίκες ενοχλούνται λιγότερο από άλλες· κάποιες υπομένουν, κάποιες όχι· κάποιες διαπραγματεύονται και κάποιες παραιτούνται· μα οι περισσότερες προσπαθούν να κάνουν ό,τι καλύτερο μπορούν για να λειτουργούν τα πράγματα. Εργάζονται αισθηματικά, ούτως ώστε να δημιουργήσουν τις κατάλληλες συνθήκες για να μη χάσουν τον εαυτό τους και για να κρατήσουν ζωντανή την υπόσχεση του γάμου «για χάρη της οικογένειάς τους», όπως λένε συχνά.
Η επιλογή της παραμονής σε έναν γάμο που έχει προβλήματα μπορεί να ιδωθεί ως ένας αγώνας, με τις δυσκολίες, τους πόνους και τις θυσίες του. Όπως έχει δείξει η Paxson (2004), το να «συνεχίζει κανείς τον αγώνα» αποτελεί μία από τις επιτελεστικές ενέργειες που επιδεικνύουν ότι οι γυναίκες αυτές αξίζουν ως γυναίκες, και ειδικότερα ως Ελληνίδες. Παρομοίως, η Αλεξάνδρα Χαλκιά έχει καταδείξει ότι οι Ελληνίδες πρέπει κάποιες φορές να φέρονται «αντρίκια». Μια Ελληνίδα πρέπει να «δεχθεί τα χτυπήματα της ζωής ορθή και χωρίς “κλαψουρίσματα” […] χωρίς καθόλου δάκρυα ή την όποια έκφραση πόνου. Διότι όταν μια γυναίκα δηλώνει πληγωμένη και όχι θυμωμένη, αγανακτισμένη ή απογοητευμένη, κάνει σαν γυναικούλα και κατ’ επέκταση αυτό, σε κάποια συμφραζόμενα, σημαίνει ότι δεν είναι σωστή Ελληνίδα» (Χαλκιά 2007, 227). Το να είναι κάποια μητέρα στην Ελλάδα, όπως έχει παρατηρήσει η Χαλκιά, σημαίνει να γίνεται μητέρα με κάποιον άλλον (έναν σύζυγο, έναν σύντροφο), όχι μόνη. Η διεύρυνση αυτής της ιδέας στη συζυγική ζωή, λαμβάνοντας υπ’ όψιν την ηθική θέση της γονεϊκότητας –και ιδίως της μητρότητας–, σημαίνει ότι το να είναι κάποια γονέας ενέχει το να είναι γονέας μαζί με κάποιον άλλο, πράγμα για το οποίο απαιτείται συχνά στωικότητα. Όλα αυτά συνεπάγονται δέσμευση σε μια προσπάθεια να λειτουργούν τα πράγματα, χωρίς εκρηκτικά ξεσπάσματα ή παραίτηση από τον αγώνα, έτσι ώστε το ζευγάρι να τα καταφέρνει, να τα καταφέρνουν στον γάμο και ως σχεσιακοί εαυτοί.
Η ιστορία της Έλενας, την οποία η ίδια δεν θεωρεί κάτι ιδιαίτερο, φανερώνει τόσο την εργασία που έχει κάνει για τον γάμο της, όσο και τη δουλειά που έχει κάνει ο γάμος πάνω της. Μέσα στα χρόνια, έχει αποκτήσει νέες συναισθηματικές ποιότητες που κάποιες φορές την κινητοποιούν, κάποιες φορές της δίνουν χώρο να δράσει και κάποιες φορές τη φυλακίζουν. Για να καταλάβουμε γιατί οι γυναίκες επιλέγουν να παραμείνουν σε γάμους, ή γιατί παλεύουν να τους κάνουν λειτουργικούς, ή γιατί φεύγουν, πρέπει να παρατηρήσουμε προσεκτικά τις διαδικασίες αισθηματικής εργασίας που παράγονται στο πλαίσιο των σχέσεων οικειότητας και τη δημιουργικότητα που αναδύεται στην καθημερινή ζωή.
Η ιδιαίτερη αφήγηση της συνηθισμένης ζωής της Έλενας ως δικής της ζωής μάς θυμίζει τις σκέψεις της Veena Das σχετικά με την κατανόηση της καθημερινότητας ως χώρου όπου οι άνθρωποι εμπλέκονται στην «ανεύρεση τρόπων τιθάσευσης […] των απογοητεύσεων, ώστε να μην τους επιτραπεί να μετατραπούν σε ανάθεμα στον κόσμο» (Das 2018, 541). Όταν ζούμε τις ζωές μας μαζί με τους άλλους, συνεχίζει η Das ακολουθώντας τον Jackson (1998), υπάρχουν «μυριάδες μικρές στιγμές κοινής ευτυχίας και συμπονετικής λύπης, στοργικότητας και δυσαρέσκειας, προσέγγισης και απομάκρυνσης, έτσι ώστε αυτό που προκύπτει είναι πολύ διαφορετικό από μια σύνθεση στην οποία μπορεί να αποδώσει κανείς ένα όνομα, ή να καθορίσει πλήρως ως κάτι που μπορεί να γίνει αντικείμενο γνώσης» (Das 2018, 541). Και μέσα από αυτές τις διαδικασίες και τις στιγμές των καθημερινών ζωών, μπορούμε να δούμε –πέρα από την υπόταξη, πέρα από μια έλλειψη διάθεσης για ευελιξία– τη δημιουργικότητα και το δυναμικό των σχέσεων οικειότητας (Das 2018, 538).
Χρόνος της συγγένειας και συμβιβασμός της συγγένειας
Υπάρχουν άλλες γυναίκες που, σε αντίθεση με την Έλενα, ανησυχούν πολύ περισσότερο για τις σχέσεις μεταξύ των παλιών και των νέων στοιχείων των εαυτών τους καθώς αυτοί μετασχηματίζονται, και πασχίζουν να τα ισορροπήσουν. Εργάζονται σκληρά για να βρουν και να εκφράσουν νέα νοήματα στη συζυγική τους ζωή, νοήματα που συμπεριλαμβάνουν νέες συνδέσεις με το παρελθόν. Μια μέρα που μιλούσα με τη Σοφία, μια δασκάλα λίγο μετά τα σαράντα και μητέρα δύο μικρών παιδιών, για τη ζωή της και τον γάμο της, μου θύμισε μερικούς στίχους από το τραγούδι «Η δουλειά» της Άλκηστης Πρωτοψάλτη:
Μην πας μια μέρα στη δουλειά σου, μην πας Δεν ζούμε, να δούμε αν αγαπιόμαστε, μην πας Το σπίτι αυτό αν το πρωί θα τ’ ανεχτούμε να συγυρίζω, να γελάω, να μου μιλάς Τα ίδια έκανε, θυμάμαι, κι ο μπαμπάς μα εμένα ετούτη η διαδοχή μ’ έχει τρομάξει Ποιος ξέρει άραγε μ’ αυτό που μ’ αγαπάς ποιο άλλο όνειρο ζωής έχεις ξεγράψει Μην πας να δούμε αν αγαπιόμαστε, να δούμε
Και μου είπε: «Συχνά νιώθω έτσι, πολλές φορές το σκέφτομαι». Η στιχουργός του τραγουδιού Λίνα Νικολακοπούλου έχει κερδίσει μια θέση στην ελληνική μουσική σκηνή, παρέχοντας εδώ και χρόνια μια γυναικεία οπτική για τις μάχες της καθημερινότητας και τις αγωνίες που απορρεουν απ’ αυτήν. Στο τραγούδι αυτό, η γυναίκα ανησυχεί για τη σχέση του ζευγαριού, για την αγάπη τους και για τα υπαρξιακά αδιέξοδα στη ρουτίνα της κοινής τους ζωής. «Μην πας μια μέρα στη δουλειά σου […] να δούμε αν αγαπιόμαστε» – με άλλα λόγια, αν θα ανεχτούν η μία τον άλλον. Η Σοφία θέλει να δει τι τους προξένησε η ρουτίνα και πόσο έχουν αλλάξει ζώντας την καθημερινότητά τους.
Το τραγούδι αναπαριστά επίσης κάποιες ανησυχίες που είχα ακούσει από γυναίκες: «Γίνομαι σαν τη μαμά μου;» Όταν της ζήτησα να μου πει περισσότερα για το τραγούδι, που μου αρέσει κι εμένα, η Σοφία μου είπε:
Όταν ήμουν μικρή, ένιωθα ότι δεν θέλω να μεγαλώσω και να γίνω σαν τους γονείς μου. Η ρουτίνα του σπιτιού με τρόμαζε. Η ζωή τους, αν και ωραίο ζευγάρι, με τρόμαζε. Η καθημερινότητά τους με τρόμαζε. Ήταν εκπαιδευτικοί σαν εμένα, με ρουτίνα και πολύ οργανωμένη ζωή, η οποία ήταν φυσικά απαραίτητη για να έχουν ένα σπίτι σε τάξη. Να μαγειρέψουν, να καθαρίσουν το σπίτι, να κάνουμε εμείς τα μαθήματά μας για το σχολείο. Αλλά κάπως δεν ήθελα να ζήσω εγώ αυτή τη ζωή. Και όλα αυτά που συνέβαιναν μέσα στο σπίτι, οι σιωπές, οι θλίψεις, ακόμη και οι χαρούμενες στιγμές που προκαλούσαν λύπη. Και τώρα ξέρω, γίνομαι σαν αυτή και άρχισα να καταλαβαίνω ότι αυτή η ζωή δεν είναι τελικά άσχημη, και αυτό τώρα μου προκαλεί θλίψη, αυτό με άλλαξε. Νιώθω τη μάνα μου τώρα, αφού έκανα παιδιά, οικογένεια. Πραγματικά τη νιώθω τώρα.
Ζώντας αυτή τη συνηθισμένη ζωή, η Σοφία κατανοεί και εκτιμά τώρα τις πολύτιμες στιγμές της· κατά κάποιον τρόπο όμως, θέλει συγχρόνως να δει ότι κάτι έχει αλλάξει σε αυτή τη συνηθισμένη ζωή από τότε που τη ζούσε η μητέρα της. Είναι σαν τη μητέρα της, μα όχι ακριβώς. Αυτό που υποδεικνύουν η Σοφία και το τραγούδι είναι ότι βρίσκεται αντιμέτωπη με μια καθημερινότητα που την τρόμαζε στο παρελθόν, μα δεν την τρομάζει πια. Και το τραγούδι τής υπενθυμίζει ότι μεγαλώνει, και ότι η καθημερινή οικογενειακή ζωή αυτοαναπαράγεται.
Μια φράση στο τραγούδι –«Τα ίδια έκανε, θυμάμαι, κι ο μπαμπάς»– αναπαριστά ένα παρελθόν στο οποίο οι άντρες εργάζονταν πολλές ώρες, ενώ οι γυναίκες συνήθως φρόντιζαν για τις καθημερινές δουλειές του νοικοκυριού. Η Σοφία βρίσκεται τώρα αντιμέτωπη με το παρελθόν της μητέρας της, δημιουργώντας μια νέα αφήγηση για τη ζωή της τελευταίας. Βρίσκει τις λέξεις για να διηγηθεί τη ζωή μιας γυναίκας· στο παρελθόν μέσω της μητέρας της και στο παρόν μέσω της εαυτής της. Κατανοεί τώρα ότι, μετά τον γάμο και την τεκνοποιία, ο χρόνος της συγγένειας εκτυλίσσεται και μετριέται διαφορετικά, και απαιτεί από εμάς την αναγνώριση και τη συνειδητοποίηση της ύπαρξης διαφορετικών ποιοτήτων της καθημερινότητας, και ταυτόχρονα την αλλαγή των τρόπων με τους οποίους αφηγούμαστε και αποτιμάμε τις παρελθοντικές συγγένειες. Μέσω του χρόνου δημιουργούμε τις έγγαμες και συγγενικές μας σχέσεις, ενώ ταυτόχρονα επιδιορθώνουμε άλλες ουσιώδεις σχέσεις συγγένειας στις ζωές μας· την κοινή ύπαρξη που μοιραζόμαστε με άλλους ανθρώπους, όπως είναι οι σχέσεις μας με τους γονείς μας και με την προηγούμενη γενιά.
Πέρα από τη διαχρονικότητα που δίνει στο τραγούδι τη δύναμή του –ακριβώς επειδή αγγίζει πολλές γενιές με τον ίδιο τρόπο, ακόμη κι αν οι συνδηλώσεις είναι διαφορετικές–, υπάρχει ένας τρόπος με τον οποίο μιλάει στη γενιά της Σοφίας, ο οποίος είναι πολύ πιο προσδιορισμένος χρονικά και συγκεκριμένος ιστορικά. Οι γονείς της ανήκαν στους ανθρώπους που αντιστάθηκαν στη στρατιωτική χούντα – στη «γενιά του Πολυτεχνείου», που ονομάστηκε έτσι λόγω της μαζικής εξέγερσης στο Πολυτεχνείο Αθηνών το 1973. Η εποχή του Πολυτεχνείου «λειτουργεί ως μια εποχή που στοιχειώνει όλες τις επόμενες γενιές με τρόπο ταυτόχρονα δημιουργικό και αφύσικο» (Karakatsanis & Papadogiannis 2017, 9), δεδομένου ιδίως ότι οι συμμετέχοντες και συμμετέχουσες στα γεγονότα ακολούθησαν στη συνέχεια τόσο αντιφατικούς και αντικρουόμενους δρόμους. Η χούντα έπεσε έναν χρόνο μετά, και πολλοί από τους πρωταγωνιστές της εξέγερσης συσπειρώθηκαν γύρω από τα κυρίαρχα πολιτικά κόμματα – ιδίως γύρω από το ΠΑΣΟΚ, το νεότευκτο τότε κόμμα υπό την ηγεσία του Ανδρέα Παπανδρέου. Όταν το ΠΑΣΟΚ κέρδισε τις εκλογές του 1981, πολλά μέλη της γενιάς του Πολυτεχνείου έγιναν βουλευτές και υπουργοί, και η «ασυμβίβαστη αριστερά» άρχισε να εκφράζει έναν κριτικό λόγο εναντίον τους και εναντίον της συνδιαλλαγής τους με τα κυρίαρχα πολιτικά κόμματα. Το ριζοσπαστικό όραμα που πολλοί άνθρωποι μοιράζονταν υποχώρησε, και η γενιά του Πολυτεχνείου κατέληξε να συμβολίζει τον συμβιβασμό με τη χειρότερη δυνατή έννοια – όχι μια διαπραγμάτευση που είναι προϊόν σύμπνοιας, αλλά μια απώλεια αρχών. Ο συμβιβασμός αυτός αναπαραστάθηκε ευρέως σε δημοφιλή εμπορικά τραγούδια και στη λογοτεχνία, που εξέταζαν τις ποικίλες πτυχές των ζωών της γενιάς του Πολυτεχνείου, όχι μόνο στο πολιτικό πεδίο αλλά και σε σχέση με την προσωπική και ιδιωτική ζωή.
Ακολουθώντας την περιγραφή του Δημήτρη Θεοδοσόπουλου (2020) σε ό,τι αφορά τα δικά του θεωρητικά διλήμματα περί της αλληλεγγύης σε καιρούς λιτότητας στην Ελλάδα, αρχίζουμε να κατανοούμε τόσο τις αλλαγές που ενέχονται στον συμβιβασμό, όσο και τις έμφυλες διαστάσεις τους. Προσπαθώντας να κατανοήσουν γιατί και με ποια μέσα επιλέγουν οι άνθρωποι να πράξουν, τόσο αυτός όσο και οι συζητητές του αναγνωρίζουν την ύπαρξη αντικρουόμενων αντιλήψεων σχετικά με τους συμβιβασμούς που αποσκοπούν στο να φανούμε χρήσιμοι σε κάποιον που έχει ανάγκη, είτε αυτοί έχουν να κάνουν με τις πολιτικές πεποιθήσεις, είτε με τις πράξεις.[8] Όταν η συνομιλήτριά του Γεωργία τού λέει ότι ένας κάποιος συμβιβασμός ως προς τις πολιτικές πεποιθήσεις είναι απαραίτητος για να βοηθήσεις επισφαλείς ανθρώπους, είναι πεπεισμένη ότι αυτό συνιστά παράλληλα ένα βήμα προς τη δυνατότητα αντίστασης σε βάθος χρόνου (Theodossopoulos 2020, 150). Ο Θεοδοσόπουλος παρατήρησε, όπως κι εγώ, ότι τις γυναίκες τις απασχολούσε εντονότερα από τους άντρες η πραγματιστική παροχή βοήθειας στους άλλους, στάση που εντάσσεται σε μια μακρά παράδοση στο ελληνικό συγκείμενο, η οποία έχει περιγραφεί από προηγούμενες γενιές ανθρωπολόγων (Theodossopoulos 2020, 149).[9] Ο συμβιβασμός περιλαμβάνει την πραγματιστική στάση του να προσπαθεί κανείς να κάνει τα πράγματα να λειτουργούν σε καθημερινή βάση, και το βάρος του πέφτει περισσότερο στις γυναίκες παρά στους άντρες. Παρόμοιες τάσεις εντοπίζονται και στις σχέσεις συγγένειας, ιδίως στον γάμο. Αλλά με την πάροδο του χρόνου, διαφορετικοί δρώντες και διαφορετικά κοινωνικά πλαίσια απολήγουν σε διαφορετικές αποτιμήσεις. Όπως υποστηρίζει η Caroline Osella, «η συγγένεια εμπεριέχει πολλά πράγματα ταυτόχρονα: θυσίες, συμβιβασμούς, λίγη πραγματιστική προσαρμογή και ρεαλισμό, αγάπη ανακατεμένη στα μπερδέματα των οικιακών καθηκόντων και κρυφά παζάρια» (2012, 242-243)· πράγματα που είναι αρκετά προφανή στις ζωές των Ελληνίδων της μεσαίας τάξης.
«Να δούμε αν αγαπιόμαστε», λέει το τραγούδι – μια ανοιχτή πρόσκληση για να εκφραστούν τα αισθηματικά μονοπάτια στα οποία βαδίζει το ζευγάρι, μια σημαντική στιγμή για την κατανόηση αυτών που μας φέρνουν κοντά κι αυτών που μας απομακρύνουν, αυτού που έχουμε και της αξίας του. Το «να δούμε» με αυτόν τον τρόπο είναι μια τεχνολογία χωροθέτησης του αισθήματος και των ανθρώπων σε σχέση με τον εαυτό, όπως σημειώνει η Χαλκιά στη μελέτη της για τις εκτρώσεις στην Ελλάδα, όπου οι γυναίκες προσπαθούν να χρησιμοποιήσουν την απροσχεδίαστη εγκυμοσύνη τους για να διαπιστώσουν εάν ο σύντροφός τους είναι ο σωστός. Η έκτρωση είναι ένας τόπος όπου οι γυναίκες εξετάζουν τα όρια των σχέσεών τους και καθορίζουν το μέλλον τους (Χαλκιά 2007, 217-245). Παρομοίως, στο πλαίσιο του γάμου οι γυναίκες θέλουν να δουν τι αισθήματα και συναισθήματα έχει καλλιεργήσει το ζευγάρι μέσα στον χρόνο, όπως και πού βρίσκεται η σχέση τους. Είναι σαν να αναζητούν μια ισορροπία για τους μετασχηματισμούς των εαυτών τους, σαν να προσπαθούν να γίνουν σύζυγοι και γονείς χωρίς να απωλέσουν τα αρχικά, βασικά στοιχεία των πρότερων ατομικών εαυτών τους και χωρίς να ξεγράψουν τα όνειρα άλλων ζωών. «Ποιος ξέρει άραγε / μ’ αυτό που μ’ αγαπάς / ποιο άλλο όνειρο ζωής έχεις ξεγράψει», ρωτάει το τραγούδι – μια ερώτηση που συνάντησα κατά τις συζητήσεις μου, όταν οι άνθρωποι παραδέχονταν ότι αναρωτιούνται για τις επιλογές τους, και ιδίως για την επιλογή να παντρευτούν και να απαρνηθούν άλλα όνειρα.
Συναντούσα συχνά ανθρώπους που συλλογίζονταν βαθιά τα συναισθήματά τους, προσπαθώντας να βρουν ονόματα και περιγραφές για αυτό που νιώθουν μετά από χρόνια σε έναν γάμο με τον σύντροφό τους. Η βασική ερώτηση αφορούσε τη φύση αυτού του συναισθήματος που τους κρατάει μαζί – πέρα από το γεγονός ότι πρέπει, και θέλουν, να μεγαλώσουν τα παιδιά τους. Άκουσα ερωτήσεις όπως «Πού πήγε αυτό που νιώθαμε στην αρχή;» και «Τι έχει απομείνει από αυτό το συναίσθημα;». Πολλά ζευγάρια εξέφρασαν αυτή την αγωνία για το τι είναι αυτό που έχουν τώρα, και προσπάθησαν να ορίσουν ένα μεγάλο εύρος συναισθημάτων. Το σημαντικό για τα ζευγάρια αυτού του είδους είναι ότι ανακαλούσαν το παρελθόν, τα πρώτα τους συναισθήματα και τα χαρακτηριστικά που έφεραν ως άτομα όταν πρωτογνωρίστηκαν. «Σε ερωτεύτηκα επειδή ήσουν έτσι τότε και δεν θέλω να χαθεί αυτό.» Έκαναν μια προσπάθεια να ισορροπήσουν αυτά που ένιωθαν κατά τις απαρχές της σχέσης τους με τις αλλαγές που υφίστανται κατά τη διάρκειά της, πιστεύοντας ότι, για να καταφέρει να επιβιώσει η σχέση, πρέπει κάτι να παραμένει ίδιο από την αρχή. Από αξιώσεις όπως «Ήσουν φίλος μου, τα συζητούσαμε όλα» μέχρι ερωτήματα όπως «Πού πήγε το μυστήριό μας;» ή σημαντικές συνειδητοποιήσεις όπως ότι «Δεν επιθυμούμε ερωτικά η μία τον άλλο», τα συναισθήματα αυτών των ζευγαριών έρχονταν σε αντίθεση με την ιστορία της Έλενας που είδαμε παραπάνω· προσπαθούν επίμονα για να εκφράσουν την κατάσταση και τα συναισθήματά τους, και για να επιδιορθώσουν αυτό που κινδυνεύει να χαθεί.
Η Αριάδνη είναι μια φίλη μου γύρω στα σαράντα που ζει στο Χαλάνδρι, παντρεμένη με δύο μικρά παιδιά. Τη θυμάμαι πριν από χρόνια να σπουδάζει καλές τέχνες στην Αθήνα, μια όμορφη, δυναμική γυναίκα που συμμετείχε σε φεμινιστικές και ακροαριστερές ομάδες. Τη θυμάμαι να παίρνει μέρος σε διεθνείς εκθέσεις τέχνης, με έργα που ξεχώριζαν· ένας γνωστός καλλιτέχνης την είχε χαρακτηρίσει «ιδιοφυή νέα καλλιτέχνιδα». Όλοι πιστεύαμε ότι θα είχε μια επιτυχημένη καριέρα. Δύο χρόνια μετά την αποφοίτηση γνώρισε «τον έρωτα της ζωής μου», «το άλλο μου μισό», όπως είπε – έναν νεαρό, ταλαντούχο αρχιτέκτονα. Τους θυμάμαι ως πολύ ερωτευμένο ζευγάρι, τρυφερούς μεταξύ τους, με μια αυξανόμενη ικανότητα να εκφράζουν τα συναισθήματά τους και να συζητούν την εξελισσόμενη κατάστασή τους με φίλους. Ήξερα με κάποιον τρόπο ότι αυτοί οι δύο θα είναι μαζί για πολλά χρόνια και θα συνεχίσουν να υλοποιούν μαζί τα εντυπωσιακά επαγγελματικά τους πρότζεκτ. Τον τέταρτο χρόνο που ήταν μαζί, η Αριάδνη ανακάλυψε πως ήταν έγκυος και, χωρίς να διστάσουν, αποφάσισαν να κρατήσουν το παιδί και να παντρευτούν. Η Αριάδνη έγινε δασκάλα καλλιτεχνικών σε ένα δημόσιο δημοτικό σχολείο, αφήνοντας στην άκρη μια διεθνή καριέρα, και ο σύζυγός της έπιασε δουλειά σε μια κατασκευαστική εταιρεία. Για χρόνια, όποτε επισκεπτόμουν το όμορφο διαμέρισμά τους, είχα μια αίσθηση ζεστού σπιτικού, κατανόησης και χαράς – όμως ένιωθα πάντοτε μια ορισμένη θλίψη λόγω του ότι είχαν και οι δύο (ιδίως η Αριάδνη) παρατήσει τα όνειρα και τις πολλά υποσχόμενες καριέρες τους.
Κατά τις τακτικές πρόσφατες επισκέψεις μου στο σπίτι τους συνέχισα να έχω την αίσθηση μιας ζεστής ατμόσφαιρας, αν και, όπως μου εκμυστηρεύτηκε η Αριάδνη, υπάρχουν κάποια προβλήματα επικοινωνίας· πιστεύει ωστόσο ότι οφείλονται κυρίως σε κούραση και σε ορισμένα οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν τελευταία. «Πολλά πράγματα κάπως χάθηκαν» μου είπε, με πραγματιστικό ύφος. Και μια άλλη νύχτα, ενώ καθόμασταν στη βεράντα της και τα λέγαμε, μου είπε:
Πολλά πράγματα θα μπορούσα να έχω γίνει, μια άλλη ζωή να έχω, πιο ελεύθερη. Να είμαι καλλιτέχνις στη Νέα Υόρκη, να μιλάω όλη την ώρα για τέχνη, να ζω από τα έργα μου. Όμως εγώ είμαι εδώ, σε έναν γάμο με δύο παιδιά. Αυτή ήταν η επιλογή μου. Ήθελα να παντρευτώ αυτόν τον άντρα και ήθελα να κάνω τα παιδιά. Και τα αγαπώ πολύ. Είμαι καλά με όλους τους, παρά τις δυσκολίες. Όμως, να, μερικές φορές, κάποιες νύχτες που κοιμούνται όλοι, σκέφτομαι να ζωγραφίζω σε ένα στούντιο στη Νέα Υόρκη και να έχω μια άλλη ζωή. Νόμιζα στην αρχή ότι μπορώ να τα έχω όλα, τα επαγγελματικά μου, τον γάμο μου, τα παιδιά, το πάθος που ένιωθα για τον άντρα μου, αλλά τελικά δεν γινόταν να τα έχω όλα. Μόνο παιδιά, όχι μια καριέρα. Αλλά πάλι διαλέγω τα παιδιά. Φτιάξαμε το πολυτιμότερο πράγμα, φτιάξαμε ανθρώπους, τα παιδιά μας. Και είναι σαν να γράφουμε την ιστορία μας μέσα από τον κόσμο των παιδιών. Αν πήγαινα πίσω στο χρόνο, πάλι τα ίδια θα έκανα.
Η Αριάδνη και άλλες γυναίκες που γνώρισα ανά τα χρόνια αναρωτιούνται συχνά για τις επιλογές τους, τις σκέφτονται και τις αναστοχάζονται. Πώς θα ήταν οι ζωές τους εάν είχαν επιλέξει εναλλακτικές ζωές και σενάρια; Πώς θα ήταν χωρίς τους γάμους τους και τη ζωή με τα παιδιά τους; Η Αριάδνη θα μπορούσε να είναι μια επιτυχημένη ανύπαντρη γυναίκα, εκτός Ελλάδας, μια αναγνωρισμένη καλλιτέχνιδα· θα μπορούσε επίσης να μην είναι μόνη, αλλά να έχει έναν σύντροφο και να ζήσει μια ζωή δίχως παιδιά. Τα παιδιά οριοθετούν τον έγγαμο βίο και επιβάλλουν συγκεκριμένα πλαίσια στην καθημερινότητά μας.
Όταν αφηγήθηκα τα παραπάνω σε ένα πρόσφατο σεμινάριο, οι περισσότερες από τις συμμετέχουσες θεώρησαν αυτή την ιστορία θλιβερή, και ρωτούσαν γιατί επέλεξα να παρουσιάσω κάτι τόσο στενάχωρο. Ίσως αυτό να οφειλόταν και στον τόνο της φωνής μου καθώς διάβαζα, όπως και στο ότι είχα παραλείψει πολλές λεπτομέρειες της ζωής της Αριάδνης. Ένιωσα μπερδεμένη, επειδή ούτε αυτή ούτε ο σύζυγός της δεν θα χαρακτήριζαν τη ζωή τους στενάχωρη – το αντίθετο μάλιστα. Από την άλλη όμως, είχα αρχικά κάνει και η ίδια τέτοιες σκέψεις, και άρχισα να αναρωτιέμαι για τις ηθικές διακρίσεις που έχουμε αναγκαστικά κατά νου όταν αποτιμάμε τις ζωές μας ως χαρούμενες ή στενάχωρες. Η ιστορία της Αριάδνης αποτελεί παράδειγμα μιας συνηθισμένης οικογενειακής ζωής, που παρουσιάζεται από την ίδια ως η ζωή απλώς όπως τη βιώνει (Das 2018), και την οποία αποφεύγει συστηματικά να χαρακτηρίσει. Αν και με μια πρώτη ματιά η Αριάδνη μοιάζει σαν να έχει ανταλλάξει το όνειρο μιας καριέρας για μια ζωή με τον σύντροφο και τα παιδιά της, συνειδητοποίησα γρήγορα πως δεν επρόκειτο για ανταλλαγή. Είναι η ζωή της όπως τη ζει μέρα με τη μέρα, με τις επιλογές που έχει κάνει, και η «ευτυχία» δεν είναι μια έννοια δική της, προέρχεται από άλλους ανθρώπους. Ακόμη κι αν θέλαμε να σκεφτούμε την ιστορία της με όρους ευτυχίας, θα έπρεπε να πούμε ότι η ευτυχία είναι πάντα μια έννοια που μεταμορφώνεται, της οποίας το περιεχόμενο αλλάζει με τον χρόνο. Η Αριάδνη ζει και δημιουργεί σε έναν χρόνο συγγένειας διαφορετικό από πριν, δημιουργώντας κοινές αισθηματικές ποιότητες που μπορούν να αποτιμηθούν μονάχα στον δικό τους χρόνο.
Συμπέρασμα: αισθηματική συγγένεια
Στο κείμενο αυτό παρουσίασα ιστορίες από την έγγαμη ζωή γυναικών οι οποίες, αν και προβληματίζονται από πτυχές της καθημερινότητάς τους, δεν θέλουν να χωρίσουν. Παραμένουν εκεί όπου βρίσκονται, κι εγώ εξερεύνησα τη σημασία αυτής της παραμονής στο πλαίσιο της ελληνικής κοινωνίας. Αν και οι άνθρωποι αποδίδουν διαφορετικά νοήματα στον συμβιβασμό, φαίνεται ότι πολλές και πολλοί χρειάζεται να έρθουν αντιμέτωπες/οι με τέτοια νοήματα μέσα στον γάμο τους. Ο γάμος μάς αλλάζει. Εισερχόμαστε σε αυτόν τον θεσμό κατασκευάζοντας τα συναισθήματά μας και προσπαθώντας να υλοποιήσουμε υποσχέσεις που μας κινητοποιούν να δράσουμε, να συμβιβαστούμε, να επιλέξουμε τους δρόμους που θα πάρουμε. Μέσω του χρόνου αποτιμάμε εκ νέου τις αποφάσεις ζωής που πήραμε, διαπραγματευόμαστε τις απώλειες πιθανών ονείρων, ενώ συγχρόνως αναγνωρίζουμε αυτό που έχουμε, την κοινωνική υπόσταση που μας προσφέρει ο γάμος. Από τη στιγμή που παντρευόμαστε και κάνουμε παιδιά, μετράμε τον χρόνο αλλιώς, με διαφορετικό τρόπο· αναγνωρίζουμε τον χρόνο της συγγένειας που μας εμπλέκει στις πολιτικές των συμβιβασμών, των υποχωρήσεων και των επιλογών, αναδιαμορφώνοντας τους εαυτούς μας και διασφαλίζοντας τη θέση μας ως μέλη της μεσαίας τάξης.
Η παραμονή παρέχει στις γυναίκες τη δυνατότητα να δουν: να δουν τις ποιότητες της οικειότητας ούτως ώστε να δοκιμάσουν τα συναισθήματά τους, να οικοδομήσουν αισθήματα και στη συνέχεια να τα αλλάξουν. Όμως αυτή η αλλαγή δεν σημαίνει πάντα ότι πρέπει να χάσουν κάτι: τους επιτρέπει μάλλον να αναγνωρίσουν νέες ποιότητες των εαυτών τους. Αν και ο γάμος κατανοείται συμβατικά ως ένας συντηρητικός θεσμός, βλέπουμε επίσης ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, η επιλογή της παραμονής σε έναν γάμο είναι ένας άλλος τρόπος δημιουργίας αισθηματικής οικειότητας σε έναν αν-αίσθητο κόσμο, μέσω της πιο γνώριμης και δοκιμασμένης μεθόδου που διαθέτουν οι γυναίκες της μεσαίας τάξης για να γνωρίσουν τις εαυτές τους.
Ο συμβιβασμός σημαίνει ότι υποσχόμαστε μαζί να καταστήσουμε κάτι λειτουργικό· και οι δύο πλευρές χάνουν κάτι, αλλά κερδίζουν μια κοινή ύπαρξη. Είναι σαν οι γυναίκες να κάνουν αυτούς τους συμβιβασμούς ώστε να κάνουν τα πράγματα να λειτουργούν καλύτερα, ώστε να έχουν ένα μέλλον. Για τις γυναίκες έχει σημασία να κάνουν συμβιβασμούς: καθορίζει τις πράξεις τους, οι οποίες ενέχουν ένα πλήθος αντιφάσεων μεταξύ δημιουργικότητας και ρίσκου στο πλαίσιο του γάμου. Ο γάμος ωθεί τους ανθρώπους να θέσουν ή να μετατοπίσουν τα όρια αυτών που δύνανται να κάνουν στην κοινή τους ύπαρξη. Το ρίσκο αποτελεί μέρος αυτής της δημιουργικής διαδικασίας, καθώς οι άνθρωποι πασχίζουν να βρουν τη θέση τους κάπου μεταξύ του εσύ και του εγώ, χωρίς να χάσουν τις/τους εαυτές/-ούς τους. Οι γάμοι ξεκινούν με όνειρα και προσδοκίες συντροφικότητας και εγγύτητας, και οι ενδιάμεσοι συμβιβασμοί βοηθούν το ζευγάρι να παράγει την κοινή του ιστορία, τη δική του μικρή κοινωνική ιστορία, αφήνοντας οικογενειακά ίχνη στον χρόνο (Papadaki κ.ά. 2019). Εάν λοιπόν ο γάμος είναι, μεταξύ άλλων, μια διαδικασία δημιουργίας ιστοριών, το να συνιστά κανείς μια εαυτή στο πλαίσιο ενός γάμου συνεπάγεται ενίοτε την πλοήγηση και την αναδιαμόρφωσή μας γύρω από μια σειρά συμβιβασμών, οι οποίοι εξαρτώνται από την τάξη, το φύλο και την προσωπική μας ιστορία (Holland & Lave 2001). Με άλλα λόγια, εργαζόμαστε ασταμάτητα για την επιδιόρθωση των κοινών ζωών μας, οι οποίες βρίσκονται υπό καθεστώς απειλής (Das 2018, 544).
Οι συμβιβασμοί διανοίγουν τη δυνατότητα να αντέξουν οι σχέσεις μας στον χρόνο – τη δυνατότητα να συγκροτηθούν νέα συγγενικά δίκτυα και διαφορετικές αφηγήσεις συγγένειας. Αποτελούν απαραίτητες επιλογές για να λειτουργήσει ένας γάμος, για να ενδυναμωθεί μια σχέση, για να καταφέρει ο γάμος να δημιουργήσει κάτι με νόημα· ένα μέλλον και ίσως, εντέλει, έναν «καλό» θάνατο. Ένας τέτοιος θάνατος θα αφήσει πίσω του ένα δίκτυο ανθρώπων που μπορούν να ανακαλέσουν και να μνημονεύσουν το νεκρό άτομο ως δημιουργικό ον. Βέβαια, θα μπορούσε να πει κανείς ότι αυτό είναι δυνατόν να συμβεί και σε άλλους ανθρώπους που δεν παντρεύτηκαν και δεν έκαναν παιδιά, μα που άφησαν ισχυρά ίχνη μέσα από την κοινωνική, την πολιτική ή τη διανοητική τους ζωή. Τι συμβαίνει όμως όταν οι άνθρωποι δεν ζουν τέτοιες ζωές; Ο γάμος μοιάζει, στην περίπτωση αυτή, σαν ένας καλός και κοινωνικά αναγνωρισμένος τόπος για την πραγμάτωση της/του εαυτής/-ού. Τα όρια της απώλειας της/ου εαυτής/ού και της επιλογής του χωρισμού και του διαζυγίου είναι διαφορετικά για κάθε γυναίκα και άντρα, και εξαρτώνται από τις βιογραφίες τους. Όταν αρχίζουν να χάνουν την εαυτή τους, στο σημείο κατά το οποίο αρχίζουν να συνειδητοποιούν πως δεν αξίζει να τη χάσουν για να διατηρηθεί το αρχικό όνειρο και η υπόσχεση του γάμου, τότε έρχεται ο χρόνος να εξετάσουν το ενδεχόμενο του διαζυγίου. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
Το κείμενο της Ειρήνης Παπαδάκη επιμελήθηκε ο Στέλιος Χρονόπουλος
Ευχαριστίες
Ως συγγραφέας του παραπάνω κειμένου θα ήθελα να ευχαριστήσω το UCL Press που επέτρεψε την αναδημοσίευσή του. Θα ήθελα επίσης να ευχαριστήσω τις Αθηναίες που μοιράστηκαν τις ιστορίες και τις σκέψεις τους για τον γάμο μαζί μου. Η Janet Carsten, η Άσπα Χαλκίδου, η Βενετία Κάντσα, ο Άκης Παπαταξιάρχης, ο Θοδωρής Ρακόπουλος και η Koreen Reece με βοήθησαν να σκεφτώ παραπάνω κάποιες από τις ιδέες που παρουσιάστηκαν εδώ. Τα εκτενή σχόλια της Maya Mayblin και της Susan McKinnon σε προηγούμενες εκδοχές του κειμένου με βοήθησαν να το βελτιώσω σημαντικά.
Βιβλιογραφικές αναφορές
Athanasiou, Athena. 2006. ‘Bloodlines: Performing the body of the “demos”, reckoning the time of the “ethnos”’, Journal of Modern Greek Studies 24: 229–56.
Carsten, Janet, Hsiao-Chiao Chiu, Siobhan Magee, Eirini Papadaki & Koreen M. Reece (επιμ.), Marriage in Past, Present and Future Tense. Λονδίνο: UCL Press 2021.
Chatjouli, Aglaia, Ivi Daskalaki & Venetia Kantsa. 2015. Out of Body, Out of Home: Assisted reproduction, gender and family in Greece. Μυτιλήνη: (In)Fercit.
Cowan, Jane K. 1990. Dance and the Body Politic in Northern Greece. Princeton, NJ: Princeton University Press.
Dahl, Ulrika. 2014. ‘Not gay as in happy, but queer as in fuck you’, Lambda Nordica 19 (3–4): 143–68.
Das, Veena. 2007. Life and Words: Violence and the descent into the ordinary. Berkeley: University of California Press.
Das, Veena. 2018. ‘Ethics, self-knowledge, and life taken as a whole’, HAU: Journal of Ethnographic Theory 8: 537–49.
du Boulay, Juliet. 1974. Portrait of a Greek Mountain Village. Οξφόρδη: Clarendon Press.
du Boulay, Juliet. 1983. ‘The meaning of dowry: Changing values in rural Greece’, Journal of Modern Greek Studies 1 (1): 243–70.
Dubisch, Jill. 1986. ‘Introduction’, στο Jill Dubisch (επιμ.), Gender and Power in Rural Greece, σ. 3–41. Princeton, NJ: Princeton University Press.
Dubisch, Jill. 1995. In a Different Place: Pilgrimage, gender, and politics of a Greek island shrine. Princeton, NJ: Princeton University Press.
Heiman, Rachel, Carla Freeman & Mark Liechty (επιμ.). 2012. The Global Middle Classes: Theorizing through ethnography. Santa Fe, NM: SAR Press.
Herzfeld, Michael. 1991. ‘Silence, submission, and subversion: Toward a poetics of womanhood’, στο Peter Loizos & Evthymios Papataxiarchis (επιμ.), Contested Identities: Gender and kinship in modem Greece, σ. 79–97. Princeton, NJ: Princeton University Press.
Hirschon, Renée. 1983. ‘Under one roof: Marriage, dowry, and family relations in Piraeus’, στο Michael Kenny & David I. Kertzer (επιμ.), Urban Life in Mediterranean Europe: Anthropological perspectives, σ. 299–323. Urbana: University of Illinois Press.
Hirschon, Renée. 1989. Heirs of the Greek Catastrophe: The social life of Asia Minor refugees in Piraeus. Οξφόρδη: Clarendon Press.
Holland, Dorothy & Jean Lave. History in Person: Enduring struggles, contentious practice, intimate identities. Santa Fe, NM: SAR Press, 2001.
Jackson, Michael. 1998. Minima Ethnographica: Intersubjectivity and the anthropological project. Σικάγο: University of Chicago Press.
Kantsa, Venetia. 2014. ‘The price of marriage: Same-sex sexualities and citizenship in Greece’, Sexualities 17 (7): 818–36.
Karakatsanis, Leonidas, & Nikos Papadogiannis. 2017. ‘Introduction: Performing the left in Greece, Turkey and Cyprus’, στο Leonidas Karakatsanis & Nikos Papadogiannis (επιμ.), The Politics of Culture in Turkey, Greece and Cyprus: Performing the left since the sixties, σ. 1–30. Λονδίνο: Routledge.
Lyrintzis, Christos. 1982. ‘The rise of Pasok: The Greek election of 1981’, West European Politics 5 (3): 308–13.
Mayblin, Maya. 2010. Gender, Catholicism, and Morality in Brazil: Virtuous husbands, powerful wives. Νέα Υόρκη: Palgrave Macmillan.
Osella, Caroline. 2012. ‘Desires under reform: Contemporary reconfigurations of family, marriage, love and gendering in a transnational South Indian matrilineal Muslim community’, Culture and Religion 13 (2): 241–64.
Papadaki, Eirini, Hsiao-Chiao Chiu, Janet Carsten, Koreen M. Reece & Siobhan Magee. 2019. ‘Talking about kinship’, Anthropology of this Century 25. Διαθέσιμο στο http://aotcpress.com/articles/talking-kinship.
Papataxiarchis, Evthymios. 2013. ‘Shaping modern times in the Greek family: A comparative view of gender and kinship transformations after 1974’, στο Ada Dialla & Niki Maroniti (επιμ.), State, Society and Economy (19th-20th centuries), σ. 217–44. Αθήνα: Μεταίχμιο.
Papataxiarchis, Evthymios. 2018. ‘Pragmatism against austerity: Greek society, politics and ethnography in times of trouble’, στο Dimitris Dalakoglou & Giorgos Agelopoulos (επιμ.), Critical Times in Greece: Anthropological engagements with the crisis, σ. 227–75. Λονδίνο: Routledge.
Paxson, Heather. 2004. Making Modern Mothers: Ethics and family planning in urban Greece. Berkeley: University of California Press.
Paxson, Heather. 2007. ‘A fluid mechanics of erotas and aghape: Family planning and maternal consumption in contemporary Greece’, στο Mark B. Padilla, Jennifer S. Hirsch, Miguel Munoz-Laboy & Richard G. Parker (επιμ.), Love and Globalization: Transformations of intimacy in the contemporary world, σ. 120–38. Nashville, TN: Vanderbilt University Press.
Sahlins, Marshall. 2014. Τι είναι (και τι δεν είναι) η συγγένεια, μτφρ.-πρόλ. Ν. Κούρκουλος. Αθήνα: Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου.
Theodossopoulos, Dimitrios. 2020. ‘Solidarity dilemmas in times of austerity: Auto-ethnographic interventions’, Cultural Anthropology 35 (1): 134–66.
Παπανικολάου, Δημήτρης. 2018. Κάτι τρέχει με την οικογένεια: Έθνος, πόθος και συγγένεια την εποχή της κρίσης. Αθήνα: Πατάκης.
Χαλκιά, Αλεξάνδρα. 2007. Το άδειο λίκνο της δημοκρατίας: Σεξ, έκτρωση και εθνικισμός στη σύγχρονη Ελλάδα. Αθήνα: Αλεξάνδρεια.
Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)
Υποσημειώσεις
Προσθέστε σχόλιο