Ο ποιητής Άχθος Αρούρης (1903-1977, ψευδώνυμο του Νίκου Σαραντάκου) γράφει στις δεκαετίες 1920 και 1930 μεταξύ άλλων σατιρικά ποιήματα με σαφείς ταξικές αναφορές.[1]
Το πρώτο ποίημα που ανθολογούμε, με τίτλο «Η Κάσα» φέρεται να έχει δημοσιευθεί το 1924 στον «Ριζοσπάστη».[2]
Το δεύτερο ποίημα, με τίτλο «Στου Παράδεισου την πόρτα» δημοσιεύεται ανώνυμα στις 23 Ιουνίου του 1993 στο σατιρικό περιοδικό «Τρίβολος».[3]
Η κάσσα
Όγκος βαρύς κι ασήκωτος τ’ αφέντη μας η κάσσα,
με ζηλεμένονε παρά σε στήθεια σιδερένια
κι ανοιγοκλεί με σφυριχτή -σα δουλευτής- ανάσα
κι ο αφέντης τής χαμογελά με σεβασμό κι ευγένεια.
Κι όταν σχολάσουμ’ όλοι εμείς και μείνει αυτός μονάχος
στην κάσσα δίπλα στέκεται και τήνε καμαρώνει.
Σίδερο η κάσσα, μα κι αυτός μπετόν, ατσάλι, βράχος
κι ανθρώπινο ό,τι τούμεινε μέσα της το κλειδώνει.
Κρύβει τ’ αργάτη τον ιδρό, τον κάματο τ’ αγρότη
κρύβει το δάκρυ τ’ ορφανού, το στεναγμό της χήρας
του ναύτη τον καρδιοσωμό, το γαίμα του στρατιώτη
και της γυναίκας την τιμή και την τιμή της λίρας.
Στου Παράδεισου την πόρτα
Άη Πέτρο! βγάλ᾽ τὸ καντινάτσο,
τράβα τὴν πόρτα στα καρούλια
κι᾽ άνοιχ᾽ τη διάπλατα νὰ μπῶ.
Συγχωροχάρτια φέρνω μάτσο
για φαγωμένα μεροδούλια.
Κι ὅ,τι σημάδι μου θαμπὸ,
Το καθαρίσαν οἱ παπάδες
μὲ λειτουργιές καὶ μὲ λαμπάδες.
Κι ἄν ἔκανα σα νέος τρέλλες
–Δὲν εἴμαστε ὅλοι μας Χριστοὶ–
κι’ ἄν παραγλέντησα μὲ νιές…,
Γιὰ ρώτησε πόσες κοπέλλες
ποὺ τσ’ εἴχα «μεταχειριστεί»
τὶς βόλεψα μὲ προξενιές
δίνοντας προῖκα μετρητή
σ᾽ αὐτές καὶ στὸν προξενητή.
‘Εκανα κάμποσα καλά
(ἄν καὶ δὲ θέλω να καυκέμαι)
στὴ ζήση μου τὴν περασμένη.
Καὶ τώρα ποὔρθα δῶ ψηλὰ
με γέλιο καλοσώρισέ με
μὲς τὴν Ἐδὲμ ποὺ μὲ προσμένει.
Άη Πέτρο, βγάλ’ το Καντινάτσο
στο πλάγι τοῦ Χριστοῦ νὰ κάτσω.
Υποσημειώσεις
Προσθέστε σχόλιο