Τεύχος #05 Μουσική

Άλκης Αλκαίος: Τραγούδια που ζούνε για πάντα

Ο Άλκης Αλκαίος στο στούντιο για τον δίσκο «Εμπάργκο» (1982)

Για τον στιχουργό Άλκη Αλκαίο έχουν γραφτεί, ειδικά μετά το θάνατό του, πολλά. Αρκεί μια αναζήτηση στο διαδίκτυο για να μάθει κανείς μερικά στοιχεία για τη ζωή και το έργο του.[1] Χρησιμοποιώ τη λέξη «μερικά», όχι τυχαία, καθώς ο Αλκαίος είχε επιλέξει να μη βρίσκεται στο προσκήνιο ως φυσική παρουσία, παρ’ ότι βρισκόταν και βρίσκεται στο προσκήνιο της μουσικής παραγωγής της χώρας τα τελευταία 50 χρόνια. Στα περισσότερα αφιερωματικά άρθρα και βιβλία για εκείνον αναφέρεται πως ελάχιστοι, του μουσικού χώρου, τον είχαν γνωρίσει από κοντά και πως ακόμα λιγότεροι είχαν στενή επαφή μαζί του. Μάλιστα, ο Μίλτος Πασχαλίδης στο βιβλίο του Αγύριστο κεφάλι: ο Άλκης Αλκαίος που γνώρισα… τον χαρακτηρίζει ως τον Αόρατο Στιχουργό. Νομίζω πως δεν υπάρχει λόγος να γίνει εκ νέου αναφορά στο πώς ο Θάνος Μικρούτσικος «ανακάλυψε» τον Αλκαίο ή στο γιατί ο Αλκαίος επέλεξε να είναι τόσο αποστασιοποιημένος, κυρίως γιατί πρόκειται για πράγματα που έχουν ειπωθεί και γραφτεί αρκετές φορές. Άλλωστε δεν είναι αυτός ο σκοπός του παρόντος κειμένου.

Αφορμή του κειμένου ήταν ο νέος δίσκος του Μίλτου Πασχαλίδη που κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο του 2017 με τίτλο Τραγούδια που ζούνε λαθραία, σε μουσική Μάριου Τόκα και στίχους Άλκη Αλκαίου. Σκοπός δεν είναι η μουσική προσέγγιση της συγκεκριμένης δισκογραφικής δουλειάς· υπάρχουν καταλληλότεροι από εμένα για κάτι τέτοιο. Επιθυμώ κυρίως να προσπαθήσω να εντάξω τα τραγούδια αυτά στα «στιχουργικά-μυθολογικά σύμπαντα» του Αλκαίου, καθώς και να αποτυπώσω τις εικόνες που μου γέννησαν για ακόμα μια φορά οι στίχοι ενός ανθρώπου, ο οποίος –όπως πολύ εύστοχα έχει πει ο Θάνος Μικρούτσικος– ήταν ένας ποιητής που υποδυόταν τον στιχουργό.

Ο Αλκαίος κατορθώνει για ακόμα μια φορά να είναι σοκαριστικά επίκαιρος, ιδιαίτερα αν σκεφτεί κανείς πως πρόκειται για γραπτά του που δημιουργήθηκαν αρκετά χρόνια πριν. Το ερωτικό στοιχείο διατρέχει όλα τα κομμάτια του δίσκου, κουβαλώντας όμως, –όπως στα περισσότερα ποιήματα του Αλκαίου– πολλά νοήματα-μηνύματα (κοινωνικά-πολιτικά-ιδεολογικά) που απαιτούν αποκωδικοποίηση. Χαρακτηριστικό είναι το δεύτερο τραγούδι του δίσκου με τον τίτλο Ρωξάνη. Ο Πασχαλίδης, τόσο σε συνεντεύξεις του, όσο και στις ζωντανές του εμφανίσεις αναφέρει πως το συγκεκριμένο τραγούδι ο Αλκαίος το έγραψε όντας συντετριμμένος από την είδηση πως μια κοπέλα κουρδικής καταγωγής, κατά τη δεκαετία του 1990, αυτοπυρπολήθηκε στην πλατεία Ταξίμ, διαμαρτυρόμενη για τα δεινά του κουρδικού λαού. Την κοπέλα αυτή ο Αλκαίος την ονόμασε Ρωξάνη, πιθανώς ντύνοντάς την με το όνομα της γυναίκας του Μεγάλου Αλεξάνδρου· άλλωστε η ιστορία, τόσο η ελληνική, όσο και η παγκόσμια, κάνουν την εμφάνισή τους σε πολλά από τα ποιήματα του:

Άνοιξε Ρωξάνη
το θαμπό σου τζάμι
σαν ομπρέλα ανοίγω μη βραχείς.
Στην κοσμοπλημμύρα,
με κρυφό αναπτήρα,
λαμπαδιάζω για να ζεσταθείς.

Διαβάζοντας κάποιος μεμονωμένα την παραπάνω στροφή, πιθανότατα δεν θα μπορούσε να κατανοήσει πλήρως αυτό που περιγράφει. Η ιστορία που παρέθεσα, η ιστορία της «Ρωξάνης» του Αλκαίου, είναι το κλειδί –ένα από τα πολλά που χρειάζονται– για να μπορέσει κανείς να αποκωδικοποιήσει τα νοήματα ενός κόσμου που στήνεται μέσα στη δική μας πραγματικότητα με λέξεις και εικόνες όμως που έχουν πολλά επίπεδα ανάγνωσης.

Η γυναικεία παρουσία και η γυναίκα ως πρωταγωνίστρια εμφανίζεται σε αρκετά από τα γραπτά του Αλκαίου: Αγάπη που σε λέγαμε Αντιγόνη (Ερωτικό), Τι με κοιτάζεις Ρόζα μουδιασμένο (Ρόζα), Για μια Ντολόρες χάραξες το δέρμα σου μια νύχτα (Για μια Ντολόρες) κ.ά. Οι αναφορές στο γυναικείο φύλο θα μπορούσαμε να πούμε πώς είναι ένας απ’ τους άξονες αναφοράς στην ποίηση του Αλκαίου σε όλες τις στιχουργικές του περιόδους.[2] Χτίζει ερωτικά σύμπαντα, είτε απευθυνόμενος σε ένα φανταστικό (;) ερωτικό υποκείμενο -ένα τέτοιο παράδειγμα είναι οι Ξερολιθιές, το πρώτο τραγούδι του δίσκου:

Κάποια Κυριακή του Μάρτη,
στις ξερολιθιές
ρώτησα ένα λουλούδι
και μου ‘πε πως με θες.
[…]

είτε δομεί τα ποιήματα του γύρω γυναίκες-πρωταγωνιστές, βάζοντας τον εαυτό του (ή το ανδρικό του υποκείμενο) σε δεύτερο ρόλο. Μια τέτοια περίπτωση θα μπορούσε να είναι το τρίτο τραγούδι του δίσκου με τίτλο Κλόουν:

[…] Κι αν η χαρά μας πέρασε
κι αν η ζωή μας γέλασε
εγώ είμαι εδώ και μη μου σκας
Κλόουν θα γίνω να γελάς
Της νύχτας μου βασίλισσα
τα χρόνια μου ξεφύλλισα
Μες την ψευτιά και την ντροπή
δως μου μια μέρα αληθινή.
[…]

Αλλά και το τραγούδι «Υπνόσακος»,[3] το οποίο είναι επανεκτέλεση ενός παλαιότερου τραγουδιού, σε μουσική και ερμηνεία του Μπάμπη Στόκα που συμπεριλήφθηκε στο δίσκο «Η Αυλή των Τρελών» εντάσσεται σε αυτό το μοτίβο, αντιμετωπίζοντας όμως αυτή τη φορά επί ίσοις όροις τους δύο πρωταγωνιστές.

[…] Φέρε στ’ αυτί σου το κοχύλι
και πες μου όσα δε λεν τα χείλη
για τα παλιά μας συναξάρια
για τα καινούργια μας φεγγάρια
[…]

Το ερωτικό στοιχείο και γενικότερα ο έρωτας στις περισσότερες των περιπτώσεων, τουλάχιστον όσον αφορά την τραγουδοποιία, αποτελεί κυρίαρχο θέμα. Σε αυτό το γενικότερο πλαίσιο ανήκουν τόσο τα παραπάνω τραγούδια, όσο και τα τραγούδια που έχουν ως θέμα την απογοήτευση-διάψευση του έρωτα. Ο Αλκαίος, ένας απ’ τους εμβληματικότερους στιχουργούς-ποιητές, κατ’ εμέ, της μεταπολίτευσης, σε αρκετές περιπτώσεις, είτε άμεσα, είτε έμμεσα, γράφει γι’ αυτό το θέμα. Ο έρωτας άλλωστε αποτελεί κεντρικό παράγοντα στην ποίησή του και «πλέκεται», τόσο με την καθημερινότητα, όσο και με ζητήματα βαθύτατα ιδεολογικά. Εν προκειμένω, η ερωτική απογοήτευση, καθώς και η διάψευση ως προς τον έρωτα εν γένει, είναι προφανής σε κάποια από τα τραγούδια του δίσκου. Γράφει λοιπόν χαρακτηριστικά στο τραγούδι Οι έρωτες του δρόμου:

Βγαίνει η αγάπη στο παζάρι
και η αλήθεια στο κλαρί[4]
Μ’ ένα λιμαρισμένο ζάρι
ψάχνει το δίκιο της να βρει.

Οι έρωτες που ζουν στο δρόμο
δεν έχουν νόμο κι ουρανό.
Ανθίζουν για μια νύχτα μόνο
μαραίνονται το δειλινό.

Σαν ατυχήματα τροχαία,
σαν τηλεφώνου εμπλοκές
πώς ανταμώνουνε τυχαία
οι έρωτες μας κι οι ζωές;

Ή στις δύο πρώτες στροφές στο Τραγούδι των Σειρήνων:

Τα βράδια είναι βάλσαμο γι’ αυτούς που δραπετεύουν,
σε σκοτεινές διαδρομές
ξεχνούν το αύριο και το χτες.
Για ρούχο έχουν τη βροχή στα μάτια τους χορεύουν
πέλαγα, δάση, ακρογιαλιές
και ξένες αγκαλιές.

Καθένας με το βράχο του και με το δαίμονα του
και ‘γω που όλα τα ‘ξερα
σε μέρη ζω κατάξερα.
Έρωτα πύλη της Εδέμ και ρείθρο του θανάτου,
αν ξέρεις άλλον ουρανό
ξεκίνα και σ’ ακολουθώ.
[…]

Άφησα για το τέλος δύο τραγούδια τα οποία είναι επανεκτελέσεις δύο παλαιότερων του Δημήτρη Μητροπάνου, σε μουσική και πάλι του Μάριου Τόκα από το δίσκο «Εντελβάις» που κυκλοφόρησε το 1999. Το πρώτο, με τον τίτλο «Ανεπίδοτο»,[5] είναι ένα ακόμα χαρακτηριστικό δείγμα της στιχουργικής του Αλκαίου με κεντρικό θέμα την ερωτική διάψευση-απογοήτευση, εντασσόμενη όμως μέσα στα κοινωνικά της συμφραζόμενα. Στο Ανεπίδοτο ο άνθρωπος τοποθετείται στο κέντρο της πλοκής, τόσο στην ατομικότητα, όσο και στη συλλογικότητα, τοποθετώντας με αυτόν τον τρόπο τον μικρόκοσμο του καθενός μας, μέσα στο σύμπαν που μας διαμορφώνει και το οποίο όμως διαμορφώνεται, σημασιοδοτείται και μετασχηματίζεται συνεχώς από εμάς.

[…] Κίτρινα γράμματα
τα γράμματά σου
“για πάντα” έλεγες
σα να ῾ταν χτες.
Ενός πανάρχαιου,
τρελού θιάσου
το έργο είμαστε
κι οι θεατές.

Το δεύτερο τραγούδι με τίτλο «Κιφ»[6] επικεντρώνει στο κοινωνικό. Στην ιδεολογική διάψευση κι ίσως απογοήτευση μιας γενιάς -της γενιάς του Αλκαίου. Αναφέρει ο Αλκαίος στη μοναδική του τηλεοπτική συνέντευξη στον Θάνο Μικρούτσικο, αρκετά χρόνια πριν την κυκλοφορία του Κιφ: «…Νομίζω ότι υπήρχε στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα μια κατάσταση αποκλεισμού, τόσο σε κοινωνικό επίπεδο, όσο και σε ατομικό επίπεδο. Βέβαια, ήμασταν υποψιασμένοι σε ένα βαθμό, αλλά πιστεύαμε ότι η παρτίδα μας δεν παίχτηκε ακόμα». Αυτές του λοιπόν οι σκέψεις αποτυπώνονται έμμετρα μεν, σχεδόν αυτούσιες δε στο τραγούδι Κιφ, το οποίο και θεωρώ ένα από τα πιο διαχρονικά και ταυτόχρονα επίκαιρα τραγούδια που έχουν γραφτεί.

Τα σύνορα που πέρασα δεν είχανε φρουρό
μόνο λίγα γεράκια διψασμένα
Στα γόνατά μου αράξανε ζητώντας μου νερό
και πώς να τα χορτάσω τα καημένα

Σε πολιτεία βρέθηκα που ‘ψαχνα για καιρό
στου ονείρου μου τον χάρτη τον κρυμμένο
Πάω να την ψηλαφίσω, τρέχω να τη χαρώ
κι αυτή με προσπερνάει με βλέμμα ξένο

Στην αγορά ζωήλατα και ξωτικά πουλιά
και κράχτες που σωσίβια διαλαλούνε
Αγόρασα από ένα σε δυο γυμνά παιδιά
κι εκείνα ζαρωμένα μ’ απαντούνε:

«Οι δοκιμές μας γέρασαν νωρίς στον κόσμο αυτό
κι αν τόσο θες να κάνεις μια αβαρία
δώσε μας λίγο πράσινο Κιφ Μαροκινό
και θα στο ξεπληρώσει η Ιστορία»

Στο πάρκο ένας μπατίρης μου ζάλιζε τ’ αυτιά
πως ήσουν τράπουλα σημαδεμένη
Στους τέσσερις ανέμους σκορπίσαν τα χαρτιά
πού να σε ψάξω χώρα μου χαμένη

Στον ώμο το δισάκι μου σε σας ξαναγυρνώ
φωτιά νερό αέρα μου και χώμα
Δε βγαίνουνε τα όνειρα σε πλειστηριασμό
δεν παίχτηκε η παρτίδα μας ακόμα.

Θεωρώ πως δε χρειάζεται να αναφέρω κάτι παραπάνω για να αιτιολογήσω τον τίτλο που επέλεξα για το άρθρο. Αρκεί η τελευταία στροφή του Κιφ, παρμένη ουσιαστικά από την απάντηση του Αλκαίου στον Μικρούτσικο. Αυτή η «παρτίδα που δεν παίχτηκε ακόμα» είναι ουσιαστικά η ελπίδα και η δύναμη που αναζητάει ο καθένας για να μπορεί να προχωρήσει, μέσα σε ένα γενικότερο κλίμα αδιεξόδου, ατομικού και κοινωνικού. Ο Άλκης Αλκαίος μέσω των τραγουδιών του κατάφερε να είναι πάντα επίκαιρος, εκφράζοντας τους φόβους, τις ανησυχίες, τις απογοητεύσεις και τις διαψεύσεις συνολικά και ατομικά. Για το λόγο αυτό, θα ήθελα να κλείσω με τη φράση του, την οποία παραθέτει στο editorial του Μετρονόμου, ο Θανάσης Συλιβός: «Η παρτίδα μας δεν παίχτηκε ακόμα. Και πιστεύω ότι δεν θα παιχτεί ποτέ, και μακάρι να μην παιχτεί ποτέ για να έχουμε, τουλάχιστον, να ελπίζουμε σε κάτι».[7]

Υποσημειώσεις[+]

Σχετικά με τον συντάκτη

Διονύσης Φαραός

Ο Διονύσης Φαραός είναι ιστορικός, απόφοιτος του τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Έχει ολοκληρώσει τις μεταπτυχιακές του σπουδές στη Νεότερη και Σύγχρονη Ελληνική Ιστορία με θέμα: «Διαφήμιση και καταναλωτισμός: Αναπαραστάσεις των καταναλωτικών προτύπων στην Ελλάδα 1958-1965». Το Δεκέμβριο του 2016 εκδόθηκε από τις εκδόσεις Αιγόκερως, η πρώτη συλλογή στίχων του με τίτλο: «Τα τραγούδια των στίχων μου».

Προσθέστε σχόλιο

Πατήστε εδώ για να σχολιάσετε

Secured By miniOrange