Αλλαγή Φρουράς
Παναγιώτης Βλάχος
Κέδρος, 2020 | 456 σελίδες
Ο Δημήτρης Ιακώβου, καθηγητής Κοινωνικής Ανθρωπολογίας σε κάποιο αθηναϊκό πανεπιστήμιο, με συμμετοχή στα γεγονότα του Μάη του ‘68 και ιδρυτικό μέλος της μυστηριώδους «Κοινωνίας των Μεταφραστών», βρίσκεται δολοφονημένος στο γραφείο του ένα βράδυ της «Τρίτης Μνημονιακής Ελληνικής Δημοκρατίας». Την έρευνα αναλαμβάνει ο Αλεξάτος, ένας ιδιόρρυθμος αστυνόμος του Α.Τ. Ομονοίας, παλιό φρικιό, ο οποίος πολύ σύντομα θα βρεθεί μπλεγμένος σε μια ιστορία με συνωμοσίες, εκβιασμούς, έρωτες και προδοσίες, που κινείται μεταξύ Πατησίων και Παρισιού, από το ‘68 στο ‘85 και από εκεί στο σήμερα.
Κάπως έτσι ξεκινά η «Αλλαγή Φρουράς» του Παναγιώτη Βλάχου, ένα φιλόδοξο βιβλίο που μέσα από τη φόρμα του αστυνομικού μυθιστορήματος μιλά ουσιαστικά για εκείνη τη γενιά που ξεκίνησε από τα συνθήματα του Μάη για να αλλάξει τον κόσμο, δημιούργησε έπειτα τον δικό της -φαινομενικά ουτοπικό- μικρόκοσμο και έφτασε τελικά -με όσα από τα μέλη της επέζησαν- στο σήμερα της διάψευσης των ονείρων, της ιδιωτείας, της παραίτησης.
Το θύμα της δολοφονίας, όπως και όλα τα υπόλοιπα βασικά πρόσωπα της ιστορίας, αποδεικνύεται ότι είχε πολλά μυστικά κι έτσι οι ύποπτοι για τη δολοφονία του -ανάμεσα στους οποίους και μια οργάνωση με το μυστικιστικό όνομα Vita Nova– είναι πολλοί. Ο Αλεξάτος, που μοιάζει να έχει βγει από τις καλύτερες σελίδες του Έλροϊ ή του Ιζζό, έχοντας ελάχιστη βοήθεια από τους ανωτέρους του που μοιάζουν να θέλουν να κουκουλώσουν την υπόθεση, προσπαθεί να βρει απαντήσεις, αλλά η υπόθεση διασταυρώνεται με τόσους τρόπους με το δικό του, ξεχασμένο παρελθόν, που οι ερωτήσεις αφορούν όλο και πιο πολύ και τον ίδιο που ασφυκτιούσε σαν ζώο μυθικό, εδώ όσο κι εκεί.
Αρκετές από τις απαντήσεις θα τις δώσει σταδιακά -τόσο στον ίδιο, όσο και στους αναγνώστες- η αινιγματική αποστολέας μιας σειράς αφηγήσεων που αφορούν τα έργα και τις ημέρες της παρέας του Ιακώβου το 1985. Με αυτόν τον τρόπο η -ακόμη συγκλονιστικά όμορφη σύμφωνα με τον Αλεξάτο- Μιράντα Ιωακειμίδου, η Πατ, θα αποτελέσει την τρυφερή τρίτη αφηγηματική φωνή του κειμένου, δίπλα στον ουδέτερο τριτοπρόσωπο παντογνώστη αφηγητή και στην κυνική πρωτοπρόσωπη αφήγηση του Αλεξάτου (μάλλον αναπάντεχα η πιο πειστική και πιο ελκυστική από τις τρεις) που εναλλάσσονται σχεδόν κεφάλαιο παρά κεφάλαιο.
Πλάι σε αυτές τις τρεις κυρίαρχες φωνές, ο Π. Βλάχος εντάσσει οργανικά στο κείμενό του μπροσούρες, ερωτικά γράμματα, λογοτεχνικά κείμενα γραμμένα από πρόσωπα του βιβλίου, πανεπιστημιακές διαλέξεις, δημιουργώντας πολύ επιτυχημένα ένα καλειδοσκόπιο διαφορετικών οπτικών γωνιών μέσα από τις οποίες βλέπουμε κατακερματισμένη την πραγματικότητα και την αλήθεια, που συχνά δεν είναι ούτε μόνο μία ούτε μόνο αυτό που φαίνεται. Κατακερματισμένος όμως είναι και ο χρόνος στο μυθιστόρημα, αφού πέρα από τις αναδρομές στο 1985, έχουμε και κεφάλαια που επιστρέφουν στους μήνες πριν από τον φόνο, ενώ φυσικά το παρελθόν είναι πανταχού παρόν στις συζητήσεις των προσώπων.
Πέρα από τα παραπάνω, δηλαδή τη διασταύρωση διαφορετικών λογοτεχνικών ειδών (αστυνομικό, ακαδημαϊκό, πολιτικό, μπιτ [beat] μυθιστόρημα), τη σύγκλιση δύο-τριών διαφορετικών πλοκών, τη χρήση ποικίλων αφηγηματικών τρόπων (και χρόνων), το βασικό στοιχείο που διαπερνά όλο το κείμενο είναι η προσπάθεια να γίνει ο απολογισμός -και ταυτόχρονα η παρακαταθήκη- μιας γενιάς που σε μεγάλο βαθμό καθόρισε τα τελευταία πενήντα χρόνια τον χώρο της ελληνικής διανόησης. Μιας γενιάς ανθρώπων -στην οποία όπως φαίνεται ανήκει και ο ίδιος ο συγγραφέας- που θα έλεγε κανείς ότι έψαξε πολύ για το νόημα της ζωής, περνώντας από την πολιτική στην ακαδημαϊκή καριέρα, με ενδιάμεσους ή τελικούς σταθμούς τις παραισθησιογόνες ουσίες, την τέχνη, τον πειραματισμό στον έρωτα· η αίσθηση ότι βλέπουμε τα πρόσωπα της Γλυκιάς Συμμορίας 37 χρόνια μετά διατρέχει έντονα όλο το βιβλίο.
Αυτόν τον απολογιστικό στόχο φαίνεται πως τον πετυχαίνει η «Αλλαγή Φρουράς», ίσως και με το παραπάνω κάποιες φορές, υπό την έννοια ότι υπάρχουν σημεία όπου οι στοχασμοί του αφηγητή ή των προσώπων πάνω στη μοίρα της γενιάς αυτής εκτείνονται -αυξάνοντας παράλληλα μάλλον αχρείαστα και την έκταση του βιβλίου- σε βάρος της μυθιστορηματικής πλοκής, με αποτέλεσμα να δημιουργείται κάποιες φορές η αίσθηση ότι ο συγγραφέας ενδιαφέρεται περισσότερο για τον απολογισμό της γενιάς του παρά για την εξέλιξη της υπόθεσης. Έτσι, ζητήματα που έχουν να κάνουν με την αφηγηματικά πολλά υποσχόμενη «Κοινωνία των Μεταφραστών» και το έργο της ή με τον ρόλο της Vita Nova, μάλλον μένουν μετέωρα, ενώ, αντίθετα, αρκετά από τα πρόσωπα του κειμένου δείχνουν μια εμμονή σχεδόν στο να εξηγήσουν τα ίδια τις πράξεις τους στο παρόν, αλλά και στο παρελθόν.
Ένα παρελθόν το οποίο στο βιβλίο είναι στενά συνυφασμένο και με ένα πλήθος διακειμενικών αναφορών σε άλλα βιβλία, τραγούδια, ταινίες, πρόσωπα, συγγραφείς, φιλοσόφους, οι οποίες είτε ενσωματώνονται επιτυχημένα στο ίδιο το κείμενο από τον εκάστοτε αφηγητή είτε -ατυχώς- επισημαίνονται από τον ίδιο τον συγγραφέα ως υποσημειώσεις· οι περισσότερες από τις τελευταίες όχι μόνο δεν προσφέρουν κάτι στη σαφήνεια του κειμένου, αλλά μάλλον χαλούν και την ατμόσφαιρα που δημιουργείται και θα μπορούσαν να λείπουν χωρίς να χάσει κάτι το βιβλίο.
Τελικά, η «Αλλαγή Φρουράς» είναι ένα πυκνό και πολυεπίπεδο βιβλίο, που ξεφεύγει από την πεπατημένη της ελληνικής λογοτεχνίας και καταπιάνεται εύστοχα με ένα θέμα και μια γενιά που ως τώρα μας έχει δώσει υλικό για σχετικά λίγα -και πολύ παρόμοια μεταξύ τους- λογοτεχνικά έργα. Ο δε τίτλος της, υποδηλώνει ότι επιδιώκει να αποτελέσει ένα κλείσιμο λογαριασμών του συγγραφέα με εκείνη την περίοδο και σε μεγάλο βαθμό το καταφέρνει. Το ερώτημα που αφήνει ανοιχτό όμως είναι ποια είναι εκείνη η φρουρά που αλλάζει την παλιά που φεύγει.
Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)
Προσθέστε σχόλιο