Πρόσφατα (6–9 Σεπτεμβρίου 2018) διεξήχθη στο Πάντειο Πανεπιστήμιο το διεθνές συνέδριο ICOPEC (Διεθνές Συνέδριο Πολιτικής Οικονομίας) που συνδιοργάνωσε η Επιστημονική Εταιρεία Πολιτικής Οικονομίας (ΕΕΠΟ) και το Τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής του Παντείου Πανεπιστημίου. Στο συνέδριο έλαβαν μέρος περίπου 100 πανεπιστημιακοί ενώ το παρακολούθησαν επίσης και πολλοί φοιτητές. Με την συν-διοργάνωση του συνεδρίου αυτού η ελληνική Επιστημονική Εταιρεία Πολιτικής Οικονομίας επιδιώκει να συμβάλει στην ενίσχυση του ενδιαφέροντος για την Πολιτική Οικονομία. Η τελευταία αποτελεί την βασική εναλλακτική προσέγγιση στα σημερινά κυρίαρχα Οικονομικά. Σε αντίθεση με τον μεθοδολογικό ατομισμό των τελευταίων (που υποστηρίζει ότι η οικονομία είναι διαδικασία μεταξύ ατόμων), η Πολιτική Οικονομία αναλύει την οικονομία ως μία κοινωνική διαδικασία, της οποίας τα βασικά δρώντα υποκείμενα είναι κοινωνικές τάξεις με διαφορετικά και συγκρουόμενα συμφέροντα και ρόλους.
Επίσης, η ανάλυση της Πολιτικής Οικονομίας συνδέει τις οικονομικές με τις κοινωνικές και τις πολιτικές σχέσεις και διαδικασίες, σε αντίθεση με τη μυωπική θεώρηση των κυρίαρχων Οικονομικών που αδιαφορούν για τις υπόλοιπες και επιπλέον εστιάζουν μόνο σε έναν τομέα των οικονομικών σχέσεων (τις οικονομικές σχέσεις που αναπτύσσονται στα πλαίσια της αγοράς). Συνακόλουθα, οι βασικές προσεγγίσεις της Πολιτικής Οικονομίας επικεντρώνουν στο σύνολο των οικονομικών σχέσεων (και όχι μόνο στις σχέσεις ανταλλαγής) και δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στη σφαίρα της παραγωγής (κάτι που τα κυρίαρχα Οικονομικά από τη σύσταση τους υποτιμούν). Για όλους αυτούς τους λόγους η προσέγγιση της Πολιτικής Οικονομίας είναι πιο ρεαλιστική και διαθέτει μεγαλύτερες ερμηνευτικές δυνατότητες. Ταυτόχρονα όμως είναι και πιο ενοχλητική για κατεστημένα συμφέροντα καθώς αναδεικνύει τις αντιφάσεις και τις συγκρούσεις που υπάρχουν μέσα στο κοινωνικο-οικονομικό σύστημα.
Το κεντρικό θέμα του φετινού συνεδρίου της ICOPEC ήταν «Δέκα χρόνια μετά τη Μεγάλη Ύφεση: Η Ορθόδοξη απέναντι στην Ετερόδοξη Οικονομική». Παράλληλα με το κεντρικό θέμα έλαβαν χώρα ομιλίες και συζητήσεις για πολλές επιμέρους θεματικές ενότητες που καλύπτουν όλα σχεδόν τα βασικά πεδία έρευνας και μελέτης της σύγχρονης Πολιτικής Οικονομίας (κρίση, κερδοφορία, μακροοικονομική ανάλυση, χρηματοπιστωτικό σύστημα, διανομή εισοδήματος και ανισότητες, οικονομικά της Εργασίας κ.α.).
Το συνέδριο ξεκίνησε με την ολομελειακή συνεδρία που είχε ως αντικείμενο το κεντρικό θέμα του συνεδρίου. Στη συνεδρία αυτή εισηγήθηκαν ως προσκεκλημένοι ομιλητές οι Γ.Μηλιός (καθηγητής ΕΜΠ) με θέμα ‘Heterodox Economics vis-à-vis Crisis and Finance. Speculation of the ‘absentee rentier’ or Mechanism of disciplining social action?’), Β.Δρουκόπουλος (επίτιμος καθηγητής ΕΚΠΑ) με θέμα ‘Just tweaking around the edges? and/or A bit of repair at the seams?’ και Hun Joo Park (καθηγητής KDI School of Public Policy and Management) με θέμα ‘Triumph and Crisis of Korean Political Economy: Paradigms, Development, and Systemic Resilience’.
Το κεντρικό θέμα του συνεδρίου εστίασε σε ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον ζήτημα. Εφέτος κλείνουν δέκα χρόνια από την μεγάλη παγκόσμια κρίση του 2008 που συγκλόνισε και εξακολουθεί και σήμερα να επηρεάζει με τις συνέπειές της την παγκόσμια οικονομία. Κατά κοινή ομολογία, η κυρίαρχη σήμερα αντίληψη των Οικονομικών απέτυχε δραματικά να προβλέψει την έλευση της κρίσης και ακόμη και την προηγουμένη της εξέδιδε αναλύσεις υποσχόμενες ένα λαμπρό μέλλον για την παγκόσμια οικονομία. Η σημερινή Ορθοδοξία, σε αντίθεση με απλοϊκές θεωρήσεις, δεν είναι ένας καθαρόαιμος Νεοφιλελευθερισμός (καθώς ο δογματισμός του τελευταίου τον κάνει πλήρως αδόκιμο για την άσκηση οικονομικής πολιτικής) αλλά η συνένωση μιας μετριασμένης εκδοχής του με τον εξαιρετικά συντηρητικό Νέο Κεϋνσιανισμό.
Το υβρίδιο αυτό αποδέχεται στοιχεία της Κεϋνσιανής ανάλυσης βραχυχρόνια (κυρίως ότι μπορεί να μην εκκαθαρίζονται οι αγορές και ότι η νομισματική κυρίως πολιτική είναι αποτελεσματική) και της Νέας Κλασσικής ανάλυσης μακροχρόνια. Η σύνθεση αυτή έχει αποκληθεί Νέα Μακροοικονομική Συναίνεση και κυριαρχεί στα βασικά οικονομικά και πολιτικά κέντρα εξουσίας ιδιαίτερα του Δυτικού κόσμου. Όπως προειπώθηκε, η σύγχρονη Οικονομική Ορθοδοξία απέτυχε να προβλέψει και να αποτρέψει την κρίση. Εξίσου προβληματική είναι η επίδοση της στην διαχείριση της κρίσης καθώς σύντομα ακολούθησε η αποκληθείσα δεύτερη «βουτιά» ενώ οι φόβοι για μία νέα παραμένουν μέχρι σήμερα λόγω των ανεπίλυτων δομικών προβλημάτων της οικονομίας.
Σχεδόν όλες οι προηγούμενες μεγάλες δομικές κρίσεις του καπιταλιστικού συστήματος συνοδεύθηκαν από αντίστοιχες αποτυχίες της εκάστοτε κυρίαρχης οικονομικής αντίληψης. Και σε όλες τις περιπτώσεις αυτό οδήγησε στην αποκαθήλωση της εκάστοτε Ορθοδοξίας και την αντικατάσταση της από ένα νέο επιστημονικό παράδειγμα. Το παράδοξο είναι ότι παρά την παταγώδη αποτυχία των Ορθόδοξων Οικονομικών η κυριαρχία τους στον πολιτικό και ακαδημαϊκό χώρο όχι μόνο δεν αμφισβητήθηκε αλλά αντιθέτως έγινε ακόμη πιο ασφυκτική. Ιδιαίτερα στον ακαδημαϊκό χώρο επιδίδεται κυριολεκτικά σε μακαρθικές πρακτικές απέναντι σε κάθε άλλη εναλλακτική αντίληψη και ιδιαίτερα απέναντι στην παράδοση της Πολιτικής Οικονομίας. Το φαινόμενο αυτό είναι εξαιρετικά έντονο και στη χώρα μας καθώς τα τμήματα Οικονομικών σπουδών πρακτικά εκκαθαρίζονται από κάθε εναλλακτική άποψη για να επιβληθεί αποκλειστικά η Κυρίαρχη άποψη που επιπλέον ευθύνεται για την ελληνική οικονομική κρίση και την κατάπτωση της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας.
Το παράδοξο αυτό αποτελεί αντικείμενο πολλών σύγχρονων συζητήσεων. Η ΕΕΠΟ, προτείνοντας το ως το βασικό θέμα του συνεδρίου ICOPEC 2018, επιδιώκει να το αναδείξει ως ένα καθοριστικό ζήτημα η η εξέλιξη του οποίου επηρεάζει τόσο την πορεία της επιστήμης της οικονομίας όσο όμως και ευρύτερα τις κοινωνικο-πολιτικές εξελίξεις.
Κατά την γνώμη μου η συνεχιζόμενη κυριαρχία των Ορθόδοξων προσεγγίσεων βασίζεται στις αδυναμίες των αντιπάλων τους στο να προσδιορίσουν τόσο τον αντίπαλο τους όσο και όσο και τις εναλλακτικές που προτείνουν. Οι Ετερόδοξες προσεγγίσεις στοχοποιούν ένα μυθικό Νεοφιλελευθερισμό και παραγνωρίζουν εθελοτυφλώντας ότι η σύγχρονη Ορθοδοξία είναι ένα μίγμα ήπιου Νεοφιλελευθερισμού και συντηρητικού Νεου Κεϋνσιανισμού. Η αδυναμία αυτή προκύπτει γιατί οι Ετερόδοξες προσεγγίσεις κυριαρχούνται από Κεϋνσιανές και μετα-Κεϋνσιανές αντιλήψεις με υπαρκτούς δεσμούς με τον Νέο Κεϋνσιανισμό και με μοναδική φιλοδοξία την μεταρρύθμιση του συστήματος. Αντίθετα, ο Μαρξισμός έχει πλήρως περιθωριοποιηθεί ενώ, στις Δυτικές εκδοχές του, πολλά ρεύματα του έχουν καταντήσει πτωχοί συγγενείς του μετα-Κεϋνσιανισμού. Αυτό οδηγεί την Ετεροδοξία να μην μπορεί να συνδεθεί με τον κόσμο της εργασίας και να αποτελεί έναν αδύναμο επαίτη του συστήματος.
Το παράδοξο γίνεται ακόμη εντονότερο όταν διαπιστώνεται ότι το καπιταλιστικό σύστημα, αμέσως μετά το ξέσπασμα της κρίσης, χρησιμοποίησε εργαλεία της κεϋνσιανής Ετεροδοξίας (επεκτατική δημοσιονομική πολιτική, χαλαρή νομισματική πολιτική κλπ.) για να ξεπεράσει το άμεσο πρόβλημα. Αμέσως όμως μετά επανήλθε στην προηγούμενη πεπατημένη του. Ο επαμφοτερισμός αυτός δεν είναι δύσκολο να ερμηνευθεί, τουλάχιστον από την σκοπιά της Μαρξιστικής ανάλυσης. Το σύστημα γνωρίζει καλά ότι μία σοβαρή κρίση δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί με το Νεοφιλελεύθερο πρόταγμα «να αφήσουμε την αγορά να εκκαθαριστεί από μόνη της» καθώς κάτι τέτοιο θα οδηγούσε στην οικονομική καταστροφή και την κοινωνική έκρηξη. Ταυτόχρονα όμως γνωρίζει ότι εμπρός σε μία δομική κρίση κερδοφορίας και υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου τα κεϋνσιανά εργαλεία το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να ετεροχρονίσουν την κρίση και τα συστημικά προβλήματα που την δημιούργησαν, αλλά όχι να την επιλύσουν.
Για να ξεπεραστεί το αδιέξοδο του προαναφερθέντος παραδόξου είναι αναγκαία μία ριζική ανατροπή και μέσα στο χώρο των Ετερόδοξων οικονομικών προσεγγίσεων. Αντί να εστιάζουν στην παροχή συμβουλών και βραχύβιων μεταρρυθμίσεων του καπιταλιστικού συστήματος θα πρέπει να επικεντρωθούν στην πιο ανηλεή κριτική του και στη διερεύνηση διεξόδου από αυτό. Αυτό απαιτεί την εγκατάλειψη του ρόλου των συστημικών συμβούλων και τη σύνδεση με τον μεγάλο σιωπηλό ακόμη παράγοντα, τον κόσμο της εργασίας. Η Μαρξιστική παράδοση αποτελεί πάντα το βασικό όχημα μιας τέτοιας πορείας.
Προσθέστε σχόλιο