Ανεξέλεγκτα στοιχεία
Στεφάν Οσμόν [Stéphane Osmont],
μετάφραση Αριάδνη Μοσχονά
Πόλις, 2016 | 464 σελίδες
Ο Μάης του ’68 μοιάζει να συμπυκνώνει όλες τις εξεγέρσεις και όλα τα αιτήματα του πριν και να αποτελεί ταυτόχρονα έναν πυρήνα για κάθε μελλοντική εξέγερση και κίνημα. Επειδή υπήρξε ένα ιδιαίτερο συμβάν. Ένα σημείο αναφοράς, ένα ορόσημο, που ορίζει το πριν και το μετά. Υπάρχουν ακόμα εν ζωή πρωταγωνιστές εκείνου του Μάη, όπως υπάρχουν και τόσοι μετέπειτα πρωταγωνιστές, ο καθένας του δικού του φαντασιακού Μάη. Η συμμετοχή όσων τον έζησαν στα γεγονότα, στους επαναστατημένους δρόμους, η αλληλεγγύη της καθημερινότητας όταν η αστική συνθήκη καταρρέει από τη δυναμική των γεγονότων, γεννούν τους ήρωες στο βιβλίο του Στεφάν Οσμόν [Stéphane Osmont] Ανεξέλεγκτα στοιχεία.
Οι πρωταγωνιστές του βιβλίου είναι τα φυσικά παιδιά εκείνου, του αρχικού, Μάη. Ανήλικοι την περίοδο των γεγονότων. Στη συνέχεια, στη δεκαετία του ’70, αντιλαμβάνονται το εξεγερσιακό πρόσταγμά του υπό το πρίσμα της φράσης «ο Αριστερισμός ως το φάρμακο στην γεροντική αρρώστια του κομμουνισμού», που ο Ντανιέλ Κον Μπεντίτ θα κάνει τίτλο σε ένα από τα βιβλία του. Και όχι μόνο. Ανάμεσά τους όλες οι αποχρώσεις του κόκκινου. Αργότερα κάποιοι από αυτούς θα φλερτάρουν και με τη βία του όπλου.
Αυτό το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα είναι ένα πραγματικό πανόραμα της δεκαετίας του ’70, από τη σκοπιά ενός νεαρού Γάλλου αριστεριστή. Τα γεγονότα και τα πρόσωπα είναι όλα εκεί, όχι ως καρτ-ποστάλ μα ως μια φυσική αλληλουχία: η κατάληψη της Σχολής Καλών Τεχνών του Παρισιού τον Μάη του ’68, τα οδοφράγματα και οι ατελείωτες συνελεύσεις, διασπάσεις, κόντρες και τα συντροφικά μαχαιρώματα των αναρίθμητων οργανώσεων της άκρας αριστεράς, οι αδυσώπητες συγκρούσεις με τα διαβόητα CRS αλλά και τους ακροδεξιούς, η ίδρυση του πανεπιστημίου της Βενσέν, που στέγασε τα πιο ανήσυχα πνεύματα, μια Ελληνίδα φοιτήτρια που ανησυχεί για την τύχη του αγαπημένου της εν μέσω της Δικτατορίας, η Επανάσταση των Γαρυφάλλων, η άνοδος και η πτώση της ομάδας Μπάαντερ-Μάινχοφ, η απαγωγή του Άλντο Μόρο και το μούδιασμα που προκαλεί η εκτέλεσή του, οι Ερυθρές Ταξιαρχίες και η Prima Linea, νότες και κλίμα από την ανερχόμενη πανκ σκηνή, η θρυλική συναυλία Rock Against Racism του 1978 με τους Clash, η αναλγησία της Θατσερικής διακυβέρνησης, μια αναπάντεχη συνάντηση με τον Λουί Αλτουσέρ, τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα στην καρδιά της σεξουαλικής επανάστασης, ένα ταξίδι με το InterRail από το Παρίσι ως τον αρκτικό κύκλο κι από εκεί ως την Πορτογαλία μέσα από την Φρανκική Ισπανία, λίγο μετά τη βάρβαρη εκτέλεση του Σαλβαδόρ Πουτζ Αντίκ, μα και μια επικίνδυνη αποστολή ως τη Βαρσοβία μέσα από την Ανατολική Γερμανία, μ’ έναν αποσυναρμολογημένο πολύγραφο κρυμμένο στις αποσκευές.
Τι είναι εκείνο που χαρακτηρίζει το βιβλίο του Οσμόν; Πρώτα απ’ όλα η πορεία προς την ενηλικίωση. Οι ήρωές του μεγαλώνουν ανάμεσα σε εκείνο που δημιούργησε τον Μάη και σε ό,τι παρήγαγε ο Μάης. Κάποιοι ζουν σε κοινόβια, κάποιοι στα αστικά τους σπίτια, κάποιοι άλλοι είναι αναγκασμένοι να συμβιώσουν και με τα δύο. Μέχρι να πάρουν την απόφασή τους. Στην πορεία τους να γίνουν υποκείμενα.
Αυτό είναι το δεύτερο στοιχείο που χαρακτηρίζει το βιβλίο του Oσμόν. Η πορεία του καθενός προς την υποκειμενοποίηση. Οι πολλές δυνατότητες του υποκειμένου, η ενδεχομενικότητα, ο μονοδιάστατος άνθρωπος, ο επαναστατημένος άνθρωπος. Η δυνατότητα του ανθρώπου να προσφέρει στη συλλογικότητα και να αντλεί απ’ αυτήν, παραμένοντας όμως ανεξάρτητα σκεπτόμενος. Μας φέρνει δηλαδή ακριβώς στον πυρήνα του εξεγερσιακού Μάη – στο διφορούμενο εκείνου του συνθήματος: «Μάης του ’68, αρχή μιας παρατεταμένης πάλης». Λέω διφορούμενο, αλλά αυτό το παρατεταμένο της πάλης τι αφορά; Πιστεύω πως αφορά το να αναζητούμε διαρκώς τον άνθρωπο που μπορούμε να γίνουμε. Δεν υπάρχει καμιά μεταφυσική σε αυτό. Είναι αποτέλεσμα επιλογών, πράξεων, εμμονών, αμφισβητήσεων, αδράνειας.
Το τρίτο στοιχείο είναι η έννοια του αποχωρισμού. Με καθημερινούς ή με ψυχαναλυτικούς όρους. Είναι μια δύσκολη διαδικασία. Προς το τέλος του βιβλίου φαίνεται πως ο βασικός ήρωας αλλάζει αξιακό σύστημα. Εγκαταλείπει το ενδεχόμενο της ένοπλης πάλης. Το ’81 αισθάνεται απρόσμενη χαρά βλέποντας την άνοδο του Φρανσουά Μιτεράν. Είναι επιτελούς μια νίκη. Ακόμα και αν αυτή προέρχεται από τους Σοσιαλιστές. Αλλά δεν εγκαταλείπει μόνο αυτό. Εγκαταλείπει και κάτι ενορμητικό. Κάτι που ανήκει στην τάξη της απόλαυσης.
Όποιος έχει πάρει μέρος σε μια κατάληψη ή σε βίαιες πορείες και διαδηλώσεις γνωρίζει πως η σύγκρουση έχει κάτι το ενορμητικό. Αυτή την απροσδιόριστη κινητήρια δύναμη ανάμεσα στο λόγο και στο σώμα. Το σώμα, δηλαδή, είναι τόσο αισθητά παρόν. Το σώμα που θέλει να εγκαταλείψει το πεδίο της μάχης από φόβο, το σώμα που θέλει να διαλύσει τον αντίπαλο, το σώμα που τρέμει, το σώμα που χαλαρώνει, το σώμα που επιζητά τον έρωτα. Το σώμα που αποκτά τη μνήμη της βίας και του έρωτα. Υπάρχουν πλέον εγγραφές στο σώμα. Που γίνεται αλληλέγγυο σώμα. Αυτές οι εγγραφές αποτελούν μια μορφή κοινωνικού δεσμού. Που συγκροτεί μια ομάδα. Είτε αποφασίζεις να ανήκεις σε ομάδες κρούσης, είτε αποκτάς την ενόρμηση της σύγκρουσης, το σώμα είναι παρόν με τις δικές του αποφάσεις. Αποχωρίζεται λοιπόν, ο αφηγητής, και αυτό το κομμάτι της δυσάρεστης ευχαρίστησης.
Όταν μετά από καιρό διάβασα ξανά το βιβλίο του Οσμόν, αποστασιοποιημένη (όσο γίνεται) από τη διαδικασία της μετάφρασης, το είδα υπό αυτό το πρίσμα. Του χρόνου και των αλλαγών. Το είδα σαν το κουκούλι που σκάει και τις μεταμορφώσεις του. Έτσι κι αλλιώς το βιβλίο, γραμμένο από τον Oσμόν εκ των υστέρων, και όχι τη στιγμή των αποφάσεων, έχει ήδη υποστεί τη βάσανο της επεξεργασίας, των αποστάσεων, των αποχωρισμών. Δεν έχει τη λογική που λέει «όλοι κάποτε υπήρξαμε νέοι»: έχει να κάνει με κάτι βαθύτερο. Δεν ρέπει ούτε στιγμή προς τη νοσταλγία. Μιλάει όμως γι’ αυτή τη γλυκόπικρη πορεία προς την υποκειμενοποίηση. Προς μια δική του απόφαση για τον τρόπο που ήθελε πλέον να ζήσει. Κι αυτό αποτελεί μια συνεπή στάση σε κάτι από το πνεύμα εκείνου του Μάη. Στο όριο, θα έλεγα πως τουλάχιστον εκείνος επέλεξε τα δίχτυα του αφέντη στα οποία δεν ήθελε να πιαστεί. Αρέσει δεν αρέσει η τελική απόφαση του βασικού ήρωα, αποτελεί ή δεν αποτελεί διάψευση, δεν έχει εντέλει καμία σημασία.
Στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου, με ένα τράβελινγκ στα πρόσωπα με τα οποία ταξίδεψε στα χρόνια της ωραίας νιότης, κάνει έναν απολογισμό. Δεν ερμηνεύει, δεν δικαιολογεί, δεν διαπιστώνει. Δεν κρίνει. Η κάμερα απλά καταγράφει. Άλλοι πέθαναν στις φυλακές, άλλοι έζησαν μια πραγματική επανάσταση κάπου στον κόσμο, άλλοι πολιτεύτηκαν, άλλοι βυθίστηκαν στην κατάθλιψη, άλλοι ζουν τη ζωή τους υπό όρους. Η μόνη διαπίστωση που κρατάει αφορά τον ίδιο: πως η πολιτική παραμένει αδιαχώριστη από τον έρωτα.
Μεταφράζοντας το βιβλίο αισθανόμουν να μου ασκεί μια ιδιαίτερη γοητεία. Κάποια στιγμή ένιωσα πως αντιστεκόμουν στη μετάφραση επειδή δεν ήθελα να εγκαταλείψω τους ήρωές του. Και ίσως, ακόμη παραπάνω, τις καταστάσεις που βιώνουν. Την εποχή τους. Μου έκανε εντύπωση. Δεν μου συμβαίνει συχνά.
Όσα περιγράφει το βιβλίο, όσα βιώνουν οι ήρωές του, κατέστησαν εφικτά μόνο επειδή υπήρξε εκείνος, ο ανεπανάληπτος Μάης. Κάθε αρχή αμφισβητείται και καθαιρείται έστω και συμβολικά: από την εξουσία ως την καθηγητική έδρα. Η γαλλική κοινωνία, μέχρι τότε χωρισμένη μανιχαϊστικά σε όσους αντιστάθηκαν στους Ναζί και όσους συνεργάστηκαν μαζί τους, αποκτά ξαφνικά όλα τα χρώματα της παλέτας. Κι αν οι ήρωες του βιβλίου δεν κατάφεραν να χτίσουν τον κόσμο που ονειρεύτηκαν, σίγουρα γκρέμισαν κάτι από τον παλιό. Ακόμη κι η επιστροφή στην κανονικότητα είναι μια μετάβαση σε μια νέα κανονικότητα. Ορισμένες πράξεις των ηρώων φαντάζουν αναποτελεσματικές, ποτέ όμως μάταιες.
Ο συγγραφέας τοποθετείται ήδη επιλέγοντας τον τίτλο του. «Ανεξέλεγκτα στοιχεία»: αυτά που Αρχές και Τύπος δεν μπορούν καν να κατατάξουν, αυτά που οι ανυποψίαστοι φοβούνται, ή συνοψίζουν σ’ αυτά το φόβο τους για κάθε αλλαγή. Αυτά έδωσαν το στίγμα, την ψυχή και τη ζωή τους σ’ έναν αγώνα που άξιζε, γιατί άλλαξε τον κόσμο τόσο ώστε ακόμα και σήμερα κάποιοι να θεωρούν απαραίτητο να «ξεμπερδέψουν με τον Μάη».
Προσθέστε σχόλιο