Παραδόσεις για την ουσία της θρησκείας
Λούντβιχ Φόυερμπαχ (Ludwig Feuerbach)
μετάφραση: Γιάννης Καραπαπάς
Τροπή, Αθήνα 2009| 496 σελίδες
Ο Μοναδικός και η ιδιοκτησία του
Μαξ Στίρνερ (Max Stirner)
μετάφραση: Ζήσης Σαρίκας
Θύραθεν , Θεσσαλονίκη 2005| 400 σελίδες
Στο προηγούμενο κείμενό μας, αναφέραμε ότι στην ιστορία των ιδεών υφίστανται δύο κύριοι τύποι πολιτικοποιημένου αθεϊσμού: ο «κομουνιστικός» και εξισωτικός αθεϊσμός, και ο «συγκρουσιακός» και επιθετικός αθεϊσμός. Αυτές οι δύο μορφές αθεϊσμού, που κατά τον 18ο αιώνα ενσάρκωναν, αντίστοιχα, ο Meslier και ο Sade, στον επόμενο αιώνα, θα εκδηλωθούν στη Γερμανία από δύο σημαντικούς φιλοσόφους, τον Feuerbach, με τις Παραδόσεις για την ουσία της θρησκείας (εκδ. Τροπή), καθώς και τον Max Stirner, με την πραγματεία του, με τίτλο Ο Μοναδικός και η ιδιοκτησία του (εκδ. Θύραθεν)
Αν ο εξεγερμένος κομμουνισμός του άθεου αβά Μελιέ μας φέρνει στον αθεϊστικό ουμανισμό του φιλοσόφου Λούντβιχ Φόυερμπαχ, για να καταλήξει τελικά στον μαρξισμό (και στον αναρχικό σοσιαλισμό), ο επιθετικός ατομικισμός του Σαντ μας οδηγεί απευθείας στον Στίρνερ, του οποίου ο συνεχιστής θα γίνει λίγο αργότερα ο Νίτσε.
Την περίοδο εκείνη, είναι ευρέως γνωστό ότι οι φιλόσοφοι υποστηρικτές του Χέγκελ, ανήκαν σε δύο μεγάλες, αλλά και αλληλοσυγκρουόμενες πολιτικές «παρατάξεις»: από τη μια πλευρά, υπήρχαν οι Δεξιοί Εγελιανοί, οι οποίοι υιοθετούσαν μάλλον συντηρητικές πολιτικές απόψεις, ενώ από την άλλη βρίσκονταν οι Αριστεροί Εγελιανοί, οι οποίοι προωθούσαν μιαν ερμηνεία του Hegel, σύμφωνα με την οποία η χειραφέτηση της ανθρωπότητας θα πραγματοποιηθεί μέσω του σοσιαλιστικού δρόμου: πρόκειται για τους Bauer [Μπάουερ], Moses Hess [Μόουζες Χες], Φόυερμπαχ, Μαξ Στίρνερ και, τον γνωστότερο όλων, τον Μαρξ.
Στο θρησκευτικό ζήτημα, οι εγελιανοί της Αριστεράς (σε πάγια αντίθεση με τους Δεξιούς) διακρίνονταν από τον αταλάντευτο και επιθετικό αθεϊσμό τους. Η απόπειρα συνδυασμού της αντιθρησκευτικής κριτικής με την ελπίδα για την ανθρώπινη χειραφέτηση, θα εκτεθούν συστηματικά από τον φιλόσοφο και διαπρύσιο κήρυκα του αθεϊσμού, Λούντβιχ Φόυερμπαχ.
Ο αθεϊστικός ουμανισμός της χειραφέτησης
Η θεολογία, είπε χαρακτηριστικά ο Φόυερμπαχ, είναι στην πραγματικότητα ανθρωπολογία, διότι με την έννοια «Θεός» δεν εκφράζουμε τίποτε άλλο από την εσώτερη «ουσία» του ανθρώπου. Εδώ θα δούμε την αντιπαράθεση ανάμεσα στις δύο μεγάλες μορφές των Φόυερμπαχ και Max Στίρνερ, για τη σχέση ουμανισμού θρησκείας και χειραφέτησης.
Σύμφωνα με τον Φόυερμπαχ, στο βιβλίο του Παραδόσεις για την ουσία της θρησκείας, η θρησκεία (η κάθε θρησκεία) εδραιώνεται στην αδυναμία κάποιων ανθρώπων να εξηγήσουν αποτελεσματικά τη γέννηση του οργανικού βίου από την ίδια τη φύση. Στο πλαίσιο αυτό, οι ιδιότητες που αποδίδονται στον Θεό είναι καταρχήν οι ιδιότητες της φύσης. Για τον λόγο αυτό, η θεολογία είναι «ανθρωπολογία» (άνθρωπος) και παράλληλα «φυσιολογία» (φύση): ως ηθικό ον, ο Θεός αποτελεί την ανεπίγνωστα γενικευμένη απεικόνιση του ανθρώπου, ενώ, ως φυσικό ον, την ανεπίγνωστα γενικευμένη απεικόνιση του φυσικού κόσμου.
Πηγή και προέλευση κάθε θρησκείας είναι το ανθρώπινο αίσθημα εξάρτησης, το οποίο εμφανίζεται με την πιο ακραιφνή του μορφή στο αίσθημα της περατότητας (δηλ. στην επίγνωση της θνητότητάς μας). Το αίσθημα εξάρτησης αναφέρεται προφανώς όχι σε κάτι γενικό και αόριστο αλλά στον φυσικό κόσμο που ο άνθρωπος συλλαμβάνει καθημερινά με τις αισθήσεις του: η θρησκεία αρχικά προκύπτει ως «θεοποίηση» των ανθρώπινων αισθητηριακών παραστάσεων.
Θα μπορούσαμε ν’ αναγάγουμε το αίσθημα εξάρτησης στον φόβο και την άγνοια; Άραγε αρκεί ο φόβος σαν εξήγηση του θρησκευτικού φαινομένου; Ο Φόυερμπαχ απαντά αρνητικά:
Ακριβώς από τους προγενέστερους αθεϊστές και πανθεϊστές, όπως κυρίως ο Σπινόζα, εγώ διαφοροποιούμαι ουσιαστικά στο ότι για τη θρησκεία δεν δίνω μόνο αρνητικές αιτίες εξήγησης, αλλά και θετικές, δεν καθιστώ αιτίες εξήγησης της θρησκείας μονάχα την άγνοια και τον φόβο, αλλά και τα αντίθετα στον φόβο πάθη, τα θετικά πάθη της χαράς, της ευγνωμοσύνης, της αγάπης και της λατρείας, ισχυρίζομαι δηλαδή ότι, ακριβώς όπως ο φόβος, το ίδιο και η αγάπη, η χαρά, η λατρεία επίσης θεοποιούνται. (σελ. 55)
Παράλληλα, παρότι η θνητότητα είναι θεμέλιο της κάθε θρησκείας, δεν πρέπει να αναγάγουμε κάθε θρησκευτικό στοιχείο σ’ αυτή, διότι μέσα στη θρησκεία ο άνθρωπος αναζητά επίσης τα μέσα ενάντια σε αυτό από το οποίο νιώθει ότι εξαρτάται: για παράδειγμα, το μέσο αντιμετώπισης του θανάτου, είναι η ιδέα της αθανασίας. Ακριβώς αυτό το θεμελιώδες γνώρισμα της θρησκείας να ικανοποιεί ανθρώπινες επιθυμίες, είναι κάτι που την καθιστά «εγωιστική», δηλαδή η επινόηση των θεοτήτων ανάγεται στην υποτιθέμενη σημασία τους για την ευημερία του ανθρώπου.
Βασικά, ακόμη και εκείνες οι θρησκευτικές πράξεις που μοιάζουν να στρέφονται ενάντια στον εαυτό μας (εδώ εμπίπτουν όχι μόνο οι κάθε είδους θυσίες, αλλά και όλες οι ακραίες και βίαιες ασκητικές πρακτικές), σύμφωνα με τον Φόυερμπαχ προέρχονται όχι από ανθρώπινη αυταπάρνηση αλλά από την επίσης «εγωιστική» επιθυμία μας να κερδίσουμε, πάση θυσία, τη θεϊκή εύνοια. Με τα λόγια του ίδιου:
Γιατί λοιπόν ο άνθρωπος αρνιέται τον εαυτό του στη θρησκεία; Προκειμένου να κερδίσει την εύνοια των Θεών του, οι οποίοι του παρέχουν τα πάντα, ό,τι αυτός απλώς επιθυμεί […] Ο άνθρωπος συνεπώς δεν αρνείται τον εαυτό του για να τον αρνείται- μια τέτοια άρνηση,- όπου λαμβάνει χώρα είναι καθαρή θρησκευτική παραφροσύνη και ανοησία-, τον αρνείται, όπου τουλάχιστον ο άνθρωπος έχει ανθρώπινες αισθήσεις, προκειμένου μέσω αυτής της άρνησης να καταφάσκει τον εαυτό του. Η άρνηση είναι μονάχα μια μορφή, ένα μέσο της αυτοκατάφασης, τη αγάπης του εαυτού. Το σημείο, όπου αυτή εμφανίζεται στη θρησκεία με τον πιο σαφή τρόπο, είναι η θυσία. (σελ. 103-104)
Άρα, για τον Φόυερμπαχ, σε μια εποχή που η θρησκεία «εξαγιάζει» και υπηρετεί το άδικο πολιτικό κατεστημένο, η ορθή κατανόηση της θρησκείας προετοιμάζει τον δρόμο στην καταδίκη του δεσποτισμού και την απόκτηση ελευθερίας.
Ο αναρχοατομικισμός της αέναης σύγκρουσης
Στον αντίποδα των αντιλήψεων αυτών θα κινηθεί ο μυστηριώδης κυνικός Μαξ Στίρνερ. Ο Στίρνερ πολλάκις αποκαλείται αναρχικός. Το αναρχικό κίνημα διαιρείται συνήθως σ’ έξι βασικές τάσεις: αναρχο-κομμουνισμός, αναρχο-κολεκτιβισμός, αναρχοσυνδικαλισμός, αναρχο-πρωτογονισμός, αναρχο-ατομικισμός, και τέλος, αναρχο-καπιταλισμός. Τέλος, ακόμη ένα κίνημα των τελευταίων δεκαετιών είναι ο «μεταμοντέρνος» αναρχισμός.
Σε αντίθεση με τον εμφανώς σοσιαλιστικό και εξισωτικό χαρακτήρα των τριών πρώτων μορφών αναρχισμού, στα υπόλοιπα προαναφερθέντα ρεύματα αποδίδεται μεν ο τίτλος της «αναρχίας», είναι όμως πιο αμφίβολο το αν ανήκουν πραγματικά εκεί. Αυτό ισχύει και για τον αναρχο-ατομικισμό, κύριος θεωρητικός εκπρόσωπος του οποίου θεωρείται ο Μαξ Στίρνερ. Για να δούμε τώρα τη θεωρία του.
Για τον Στίρνερ, ο Φόυερμπαχ και όλοι οι ουμανιστές άθεοι (κομμουνιστές ή φιλελεύθεροι) είναι, με τον δικό τους τρόπο, θρησκευόμενοι. Ο λόγος είναι ότι είναι δυσαρεστημένοι με τη μορφή που έχουμε όλοι ως άνθρωποι, και επιχειρούν να μας δείξουν ένα ιδανικό πρότυπο προς το οποίο να συμμορφωθούμε. Στο μοναδικό ολοκληρωμένο του βιβλίο, με τίτλο Ο Μοναδικός και η ιδιοκτησία του, ο Στίρνερ επιτίθεται τόσο στη θρησκεία, όσο και σε καθεμιά από τις πολιτικές ιδεολογίες του καιρού του. Για την ακρίβεια, ο σύγχρονος ουμανισμός των φιλελεύθερων και σοσιαλιστών ρητόρων δεν είναι παρά ο πιο πρόσφατος μετασχηματισμός της χριστιανικής ηθικής:
Μπορεί να πει κανείς, μαζί με τον Feuerbach και άλλους, ότι η θρησκεία έβγαλε το ανθρώπινο έξω από τον άνθρωπο και το τοποθέτησε σε ένα επέκεινα, ότι αυτό εκεί, απρόσιτο, συνεχίζει την ύπαρξή του σαν κάτι καθ εαυτό προσωπικό, σαν ένας «Θεός»: έτσι όμως δεν εξαντλείται καθόλου η πλάνη της θρησκείας. Μπορεί κανείς πολύ καλά να αφήσει την προσωπικότητα του βγαλμένου έξω προσωπικού να πέσει, μπορεί να μετατρέψει τον Θεό σε θεϊκό, και να παραμείνει μολαταύτα θρήσκος. Διότι το «θρήσκος» συνίσταται στη δυσαρέσκεια με τον παρόντα άνθρωπο, δηλαδή στο στήσιμο μιας «τελειότητας» για την οποία πρέπει να πασχίσουμε, στον «άνθρωπο που αγωνίζεται για την ολοκλήρωσή του».
Αυτό που παραγνωρίζουν οι θιασώτες του, είναι ότι ακόμη και η ιδιότητα τού να είσαι άνθρωπος δεν είναι παρά μια αφηρημένη γενικότητα και η πραγματικότητα στην οποία στηρίζεται είναι το άτομο. Σήμερα όμως τα άτομα αρχίζουν πλέον να αναγνωρίζουν πως, ως άτομα, είναι οι ασυμφιλίωτοι εχθροί του κράτους, της κοινωνίας, αλλά και κάθε γενικότητας, καθώς και ότι η μοναδική διέξοδος από τα κοινωνικά προβλήματα είναι η ατομική εξέγερση.
Για τον εγωιστή, η αγάπη δεν μπορεί να είναι «εντολή», ούτε τίποτα που να υπερβαίνει τον εγωισμό του. Η αγάπη, όπως άλλωστε και όλα τα συναισθήματά του, δεν είναι παρά ιδιοκτησία του. Αυτό σημαίνει ότι ο εγωιστής μπορεί κάλλιστα ν’ αγαπά τη γυναίκα, τα παιδιά, ακόμη και την πατρίδα του, ωστόσο όλα αυτά είναι αντικείμενά του, είναι «ιδιοκτησία» του, και δεν πρόκειται να τα θέσει υπεράνω του εαυτού του.
Οποιαδήποτε μορφή αγάπης που έχει κηλιδωθεί από τη μικρότερη, έστω, ρανίδα της υποχρέωσης, αποτελεί μια μορφή κατοχής. Τότε ο άνθρωπος αγαπάει «θρησκευτικά» και δεν είναι πιστός στον εαυτό του. Όποιος αγαπάει τον «άνθρωπο», στην πραγματικότητα βασανίζει τα άτομα, τους εγωιστές. Η «φιλανθρωπία» του αυτή δεν είναι παρά βασανιστήριο. Ο γνήσιος εγωιστής, αντίθετα, αγαπάει τους ανθρώπους με τη συνείδηση αυτού του εγωισμού του. Τους αγαπάει δηλαδή επειδή η αγάπη αυτή του προσφέρει χαρά, επειδή εισπράττει ο ίδιος κάτι από αυτή.
Το άτομο, στο βάθος του, δεν αντέχει να το βλέπουν σαν μέρος της κοινωνίας, επειδή ενδόμυχα γνωρίζει πως είναι κάτι περισσότερο απ’ αυτό: είναι μοναδικό. Ο φιλελεύθερος ουμανισμός θέλει να βάλει στα άτομα έναν ζήλο πίστης για το ανώτατο πρότυπό του, τον «Άνθρωπο» (με κεφαλαίο Α!):
Τώρα, επειδή το εγωιστικό επανεμφανίζεται πάντα, οι άνθρωποι αναζήτησαν μια πιο τέλεια έννοια, η οποία θα εξέφραζε πραγματικά αυτό που είσαι και η οποία, επειδή θα ήταν η αληθινή φύση σου, θα περιείχε όλους τους νόμους της δραστηριότητάς σου. Το τελειότερο πράγμα αυτού του είδους θεωρήθηκε ο «άνθρωπος». (σελ.198)
Στην πραγματικότητα όμως:
Για να το πω με μια λέξη: το ότι είμαστε άνθρωποι, αυτό είναι το λιγότερο σε μας και έχει σημασία μόνο στο μέτρο που είναι μία από τις ιδιότητές μας, δηλαδή ιδιοκτησία μας. Είμαι όντως μεταξύ άλλων πραγμάτων άνθρωπο, όπως είναι π.χ. ζωντανό ον, συνεπώς ζώο, ή Ευρωπαίος, Βερολινέζος, και τα τοιαύτα· όποιος όμως θέλει να με προσέχει μόνο ως άνθρωπο ή Βερολινέζο, δείχνει μια προσοχή που είναι για μένα πολύ αδιάφορη. (σελ.189)
Ουμανισμός: η τελευταία μεταμόρφωση του Χριστιανισμού;
Τι είναι όμως η θρησκεία για τον Στίρνερ; Σύμφωνα με τον φιλόσοφο, η θρησκεία, για την ακρίβεια η κάθε θρησκεία, έγκειται σε μια καίρια πρωταρχική δυσαρέσκεια, καθώς και στη συνακόλουθη επιθυμία της έμπρακτης υπέρβασής της. Πρόκειται για τη δυσαρέσκεια του ανθρώπου με τον ίδιο του τον εαυτό, τον οποίο καλείται να «επεξεργασθεί» με σκοπό να τον μετατρέψει σε αυτό που πρέπει να είναι, αντί να τον αφήσει όπως είναι. Έτσι, για παράδειγμα, ένας Χριστιανός αγωνίζεται να κατακτήσει όσα θεωρεί αρετές ο Χριστιανισμός.
Ακριβώς για τον ίδιο λόγο, συνεχίζει ο Stirner, όλοι οι ουμανιστές, κομμουνιστές ή φιλελεύθεροι, ηθικοί κήρυκες είναι, με τον δικό τους, τρόπο θρησκευόμενοι. Ο λόγος είναι ότι είναι δυσαρεστημένοι με τη μορφή που έχουμε όλοι ως άνθρωποι, και επιχειρούν να μας δείξουν ένα ιδανικό προς το οποίο να συμμορφωθούμε με αγώνα.
Δεν έχει, για τον Στίρνερ τουλάχιστον, τόση σημασία αν η νέα αυτή «θρησκεία» έχει απαρνηθεί κάθε έννοια θεϊκού και παραδοσιακής μεταφυσικής, αφού έχει διατηρήσει το πρωταρχικό γνώρισμα κάθε θρησκείας, που δεν είναι άλλο από την επιθυμία να μεταβάλλεις τον εαυτό σου και τους άλλους σε κάτι που ακόμη δεν είναι, μη ικανοποιούμενος με ό,τι είναι ήδη.
Σε τελική ανάλυση, καταλήγει ο Στίρνερ, η ανθρώπινη «θρησκεία» είναι απλώς η τελευταία μεταμόρφωση της χριστιανικής, με τον φόβο έναντι του Ανθρώπου να είναι μονάχα μία άλλη μορφή του φόβου μπροστά στον Θεό. Οι αθεϊστές μας είναι στην πραγματικότητα ευσεβείς άνθρωποι. Η ανθρώπινη ιδιότητα είναι απλώς μία σκέψη, ένα «φάντασμα» του μυαλό μας. Η μόνη αληθινή ύπαρξη, πίσω από αυτό, είναι το άτομο. Στο άτομο ανήκει η ιδέα, η κάθε ιδέα.
Ιδιοκτήτης δεν είναι, δεν μπορεί να είναι, ούτε ο Θεός, ούτε και ο λαός ή ο άνθρωπος. Ιδιοκτήτης είναι μονάχα το άτομο.
Ως μοναδικός, δεν έχει πια τίποτε κοινό με τον άλλο, και συνεπώς τίποτε που να σε χωρίζει απ’ αυτόν ή εχθρικό προς αυτόν· δεν επιδιώκεις να έχεις δίκιο απέναντί του μπροστά σε έναν τρίτο, και δεν πατάς μαζί του ούτε στο «έδαφος του δικαίου» ούτε σε κανένα άλλο κοινό έδαφος. Η αντίθεση σβήνει μέσα στην πλήρη- αποκοπή ή μοναδικότητα. Αυτή θα μπορούσε να θεωρηθεί ως το καινούργιο κοινό σημείο ή ως μια καινούργια ισότητα, αλλά εδώ η ισότητα συνίσταται κυρίως στην ανισότητας, και δεν είναι η ίδια παρά ανισότητα: μια ίση ανισότητα, και μόνον για εκείνον που κάνει μια «σύγκριση» (σελ. 223).
Έτσι, το άτομο προβάλλεται σαν ο ασυμφιλίωτος εχθρός κάθε γενικότητας και κάθε «δεσμού». Το κάθε εγώ δεν είναι και δεν θέλει να είναι σαν όλα τα υπόλοιπα. Το κάθε εγώ είναι στον πυρήνα του μοναδικό. Ο Στίρνερ ξεστομίζει μία ρήση που θυμίζει έντονα όσα θα πει αργότερα ο Νίτσε:
Προσπάθειες να «διαμορφωθούν» όλοι οι άνθρωποι σε ηθικά, ορθολογικά, ευσεβή, ανθρώπινα «όντα» (δηλαδή, η εκγύμναση), ήταν της μόδας προ αμνημονεύτων χρόνων. Ναυάγησαν πάνω στην αδάμαστη εγώτητα, πάνω στην ίδια φύση, πάνω στον εγωισμό. Οι εκγυμνασμένοι δεν φτάνουν ποτέ το ιδεώδες τους, και μόνο διακηρύσσουν με το στόμα τους τις υψηλές αρχές ή κάνουν μια διακήρυξη. Μια διακήρυξη πίστης. (σελ. 348)
Επιδράσεις
Η διαμάχη ανάμεσα στους Φόυερμπαχ και Στίρνερ θα έχει καθοριστική σημασία για τη διαμόρφωση του Καρλ Μαρξ. Η ανάδειξη του ανθρώπινου εγωκεντρισμού από τον Στίρνερ θα φέρει στην επιφάνεια το ακόλουθο ερώτημα: πώς μπορεί να συμβιβαστεί ο έμφυτος εγωισμός των ανθρώπων με την πολυπόθητη καθολική (ενν. οικονομική) χειραφέτηση και τον εξισωτισμό;
Ο Μαρξ θα θελήσει ν’ απαντήσει σ’ αυτό το ερώτημα και, αφού μελετήσει προσεκτικά τα κοινωνικά κινήματα της εποχής του (ιδίως στη Γαλλία), θα στραφεί τελικά στην έρευνα των οικονομικών προβλημάτων. Τελικά, θ’ απορρίψει ως ανεπαρκή τον «ιδεαλισμό» του Φόυερμπαχ και θα διατυπώσει ένα βαρύ κατηγορητήριο εναντίον του Στίρνερ, ξεκόβοντας έτσι οριστικά από την Εγελιανή Αριστερά και στρεφόμενος προς τις οικονομικές αναλύσεις, από τις οποίες προέκυψε λίγο αργότερα ο ιστορικός υλισμός της μαρξικής θεωρίας, που έμελλε να επηρεάσει καθοριστικά την ιστορία του αμέσως επόμενου αιώνα. Ίσως αυτό δίνει την υποψία ότι οι στρυφνές φιλοσοφικές πολιτικές συζητήσεις δεν αποκλείεται κάποτε να έχουν συνέπειες ανυπολόγιστης σημασίας για την πρακτική ζωή των ανθρώπων.
Αλλά και η επιστημονική έρευνα της θρησκείας δεν θα μείνει ανεπηρέαστη. Επηρεασμένοι απ’ τις αναλύσεις του Φόυερμπαχ (αλλά και των Frazer [Φρέιζερ], Μαρξ και Φρόιντ, που συνέχισαν τη σκέψη του) εθνολόγοι όπως ο Paul Radin [Πολ Ράντιν], στις αρχές του εικοστού αιώνα, θα υποστηρίξουν πως η αβεβαιότητα στον αγώνα της καθημερινής ζωής, ήγουν ο τρόμος της οικονομικής ανασφάλειας, στάθηκε ο μεγάλος φόβος του «πρωτόγονου» ανθρώπου. Αυτή την αβεβαιότητα είναι που εκμεταλλεύτηκαν (ίσως μη συνειδητά στην αρχή) οι πρώτοι θρησκευτικοί διαμορφωτές, συγκροτώντας μια θρησκεία. Ο ρόλος τους ήταν να «χειραγωγούν» και να ερμηνεύουν τους συσχετισμούς οικονομικών και ψυχολογικών παραγόντων.
Σ’ έκτακτες συνθήκες, υποστηρίζουν, το θρησκευτικό συναίσθημα γίνεται πιο βαθύ και όλοι οι άνθρωποι της κοινότητας γίνονται βαθιά θρησκευόμενοι, με την η πλειονότητα των μελών να νιώθει για πρώτη φορά το θρησκευτικό συναίσθημα κατά τη διάρκεια αυτών των κρίσεων. Ήδη από την πρώτη εμφάνισή της, η θρησκεία είχε ως βασικό χαρακτηριστικό το ότι ήταν κάτι που χρησιμοποιούνταν για οικονομικούς σκοπούς. Η θρησκεία, για τον Paul Radin [Πολ Ράντιν], ξεκίνησε από τις πιο «πεζές» καθημερινές μας ανάγκες και, αν ο άνθρωπος θεώρησε το υπερφυσικό σαν δεδομένο, αυτό έγινε για να επιβεβαιώσει την καθημερινή του πραγματικότητα.
Τέτοιες απόψεις θα γνωρίσουν, όμως, και αμφισβήτηση σαν απλουστευτικές ιδεολογικές προκαταλήψεις. Στον εικοστό πρώτο αιώνα, ο θρησκειολόγος, θεολόγος και Αγγλικανός ιερέας John Bowker [Τζον Μπόουκερ], θα ισχυρισθεί πως οι αντιλήψεις ότι ο θάνατος στάθηκε η απαρχή των θρησκειών, είναι απλοϊκές καρικατούρες. Στην πραγματικότητα, η πίστη σε μια κανονική και καλή μεταθανάτια ζωή εμφανίσθηκε στις θρησκείες χρονικά πολύ αργότερα, και αυτό συνέβη υπό τις πιέσεις για επανόρθωση του ηθικού κακού που λαμβάνει χώρα σ’ αυτόν τον κόσμο.
Το κείμενο του Μύρωνα Ζαχαράκη επιμελήθηκε ο Γιώργος Ηλιάδης
Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)
Προσθέστε σχόλιο