Επίκαιρα Συνεντεύξεις Τεύχος #14

Δανάη Παπαματθαίου-Μάτσκε: «Μαζί με τη μελέτη, σημασία για έναν καλλιτέχνη έχει η στοργή προς τον εαυτό του»

«Η διαμονή μου στο εξωτερικό μού δίνει την αίσθηση πως δεν πρέπει να είμαι μέρος μιας ομάδας που λύνει και δένει προκειμένου να μπορώ να έχω τη δυνατότητα για αξιόλογες εμφανίσεις. Φτάνει απλώς να παίζω καλά».
φωτό: Yannis Gutmann

Το πρώτο κοντσέρτο που παρακολούθησα το 2023 είχα την τύχη να είναι εκείνο των Δανάη Παπαματθαίου-Μάτσκε (βιολί), Κέρστιν Φελτς (βιολοντσέλο) και Ούβε Μάτσκε (πιάνο) στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών λίγο μετά τα μέσα του Ιανουαρίου. Όταν τελείωσε κι ενώ είχα βγει πλέον στον έξω κόσμο, έφερα στον νου τον Έσσε, ο οποίος δεν ήταν σίγουρος «εάν η τέχνη και η ομορφιά μπορούν πραγματικά να κάνουν έναν άνθρωπο καλλίτερο και πιο δυνατό», αλλά δεν είχε καμία αμφιβολία «ότι σαν το έναστρο στερέωμα μας υπενθυμίζουν το φως, την τάξη και την αρμονία, και την ύπαρξη του “νοήματος” μέσα στο χάος».[1]

Σε αυτό το μοτίβο κινούνται, κατά κάποιον τρόπο, και τα λόγια ενός (αγαπημένου) δασκάλου της Δανάης Παπαματθαίου-Μάτσκε στο Ειδικό Μουσικό Γυμνάσιο Belvedere στη Βαϊμάρη, του Jost Witter, τα οποία, σύμφωνα με την ίδια, έχουν επιβεβαιωθεί αρκετές φορές από τότε. Τα θυμάται, μαζί με τον καθηγητή της, μ’ ευγνωμοσύνη και μου τα παραθέτει αυτούσια: «Μου είχε πει: “Δανάη, ποτέ μην παρατήσεις το βιολί και τη μουσική, γιατί είναι από τα ελάχιστα στη ζωή που δε θα σε απογοητεύσουν”». Όχι μόνο δεν τα παράτησε, αλλά έχει πραγματοποιήσει μέχρι τώρα πολλά απ’ όσα, παλαιότερα, δεν της περνούσαν από το μυαλό ότι θα κατάφερνε. «Ποτέ δεν φανταζόμουν, όταν ήμουν μικρό παιδί, ότι θα ερμήνευα μερικά από τα ομορφότερα κομμάτια μουσικής σε μερικές από τις σημαντικότερες αίθουσες κλασικής μουσικής, όπως στη Φιλαρμονική του Αμβούργου ή στο Gewandhaus της Λειψίας. Ούτε ότι θα έκανα τόσα ταξίδια ανά τον κόσμο». 

Ούτε τις διακρίσεις που ήρθαν τις φανταζόταν, αν και προτιμά να παραμένει προσγειωμένη σχετικά με τα βραβεία πάσης φύσης, κι αυτό γιατί αφενός τα θεωρεί «πάνω απ’ όλα μεγάλη τύχη», καθότι «δεν είναι αυτονόητο το να βρεθείς στο σωστό μέρος, τη σωστή στιγμή» και αφετέρου δεν τα ταυτίζει με την αξία ενός καλλιτέχνη, αφού «υπάρχουν τόσοι ταλαντούχοι μουσικοί που δεν κερδίζουν κάποιο βραβείο στη μουσική τους πορεία, αλλά δίνουν τόση χαρά στο κοινό». Η «απίστευτη δουλειά και αφοσίωση» είναι μάλλον δεδομένα για εκείνη και θεωρεί πως «οι φορές που δεν κέρδισα κάποια διάκριση, με βοήθησαν ψυχολογικά περισσότερο από τις επιτυχημένες στιγμές».

φωτό: Yannis Gutmann

Αυτό που δεν έχω διευκρινίσει ακόμη είναι ότι η παρούσα συζήτηση γίνεται εξ αποστάσεως, καθότι η Δανάη Παπαματθαίου-Μάτσκε ζει στο εξωτερικό, και συγκεκριμένα στη Γερμανία. Όταν δε βρίσκεται πάνω στη σκηνή, διδάσκει στην Ανώτατη Σχολή Μουσικής και Θεάτρου του Αμβούργου, πράγμα που απολαμβάνει ιδιαιτέρως. «Μ’ αρέσει πάρα πολύ! Ξεκίνησα όταν ακόμη σπούδαζα, ήμουν γύρω στα 23. Ήταν για έξι εξάμηνα και έπρεπε να κάνω μαθήματα σε συμφοιτητές μου. Δεν είχα ιδέα από διδασκαλία και το άγχος μου ήταν τεράστιο! Ωστόσο, κατάλαβα ότι είναι κάτι που με γεμίζει, και με ανταμείβει κιόλας ψυχικά. Είναι από τα πιο όμορφα συναισθήματα να διαπιστώνεις ότι κάποιος ωφελείται από αυτά που λες, ότι βοηθάς, με τον τρόπο σου, έναν άλλον άνθρωπο να βρει κάτι σε αυτή την ατελείωτη αναζήτηση που ονομάζεται “μουσική εκπαίδευση”». Πλέον δουλεύει ως βοηθός της καθηγήτριας Tanja Becker-Bender και της δίνει μεγάλη χαρά να βλέπει κάθε εβδομάδα τόσους και τόσο ταλαντούχους φοιτητές. «Βεβαίως, το να διδάσκεις ταλαντούχους νέους λειτουργεί αμφίδρομα, καθώς, επιχειρώντας να δώσεις λύσεις σε δικά τους προβλήματα, βοηθάς και τον εαυτό σου να ανεβάσει τον καλλιτεχνικό πήχη».

Αναπόφευκτα μπαίνω στον πειρασμό να τη ρωτήσω εάν η παραμονή της στη Γερμανία της έχει προσφέρει κάποιες δυνατότητες τις οποίες ενδεχομένως να μην είχε στην Ελλάδα ως επαγγελματίας βιολονίστρια. «Ο τομέας της μουσικής, ειδικά για έναν ελεύθερο επαγγελματία καλλιτέχνη, ούτως ή άλλως είναι προβληματικός, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στη Γερμανία» λέει, και αρνείται να ωραιοποιήσει καταστάσεις. «Πιστεύω ότι το μουσικό τοπίο της κλασικής μουσικής στην Ελλάδα σήμερα σε σχέση με την εποχή κατά την οποία ήμουν παιδί έχει διευρυνθεί σημαντικά. Υπάρχουν πολύ αξιόλογες προσπάθειες. Υπάρχουν νέοι μουσικοί που προσπαθούν να στήσουν, λόγου χάρη, μουσικά φεστιβάλ –με τη βοήθεια, βέβαια, πάρα πολλών ανθρώπων– ώστε να έχει ο τόπος αυτό το κάτι παραπάνω. Έχω συμμετάσχει σε ορισμένες καταπληκτικές συναυλίες με τις Κρατικές Ορχήστρες Αθηνών και Θεσσαλονίκης, όπου προσπαθούν όλοι για το καλύτερο δυνατό» σημειώνει. 

Ωστόσο, όπως συνεχίζει, «η διαμονή μου στο εξωτερικό μού δίνει την αίσθηση πως δεν πρέπει να είμαι μέρος μιας ομάδας που λύνει και δένει προκειμένου να μπορώ να έχω τη δυνατότητα για αξιόλογες εμφανίσεις. Φτάνει απλώς να παίζω καλά». Φέρνει μάλιστα ένα γλαφυρό παράδειγμα αναπτύσσοντας τον συλλογισμό της. «Ας υποθέσουμε ότι οι ευκαιρίες για να δώσει κάποιος μια συναυλία είναι σαν μια τούρτα, αλλά αυτή η τούρτα είναι μικρή και υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που θέλουν να φάνε ένα κομμάτι. Επιπλέον, αυτή η τούρτα είναι κάπου κλεισμένη, σε κάποιο δωμάτιο, και το κλειδί γι’ αυτό το δωμάτιο το ’χουν λίγοι».

Πάντως, φαίνεται ότι η Δανάη Παπαματθαίου Μάτσκε έχει βρει το κλειδί της σχέσης της με το βιολί (της), πράγμα που δεν είναι και τόσο εύκολο, ειδικά αν σκεφτεί κανείς και τα λόγια του κριτικού κλασικής μουσικής Anthony Tommassini σε ένα παλαιότερο άρθρο του στους New York Times όπου υποστηρίζει ότι «η σχέση μεταξύ βιολονίστα και βιολιού μοιάζει με γάμο»,[2] κι όλοι, ακόμη κι όσοι δεν έχουμε συνάψει έναν, ξέρουμε τις δυσκολίες που συνεπάγεται. «Ο βιολονίστας μαθαίνει από πολύ νωρίς ότι η κάθε μικροσκοπική κίνηση του κορμιού του μπορεί να έχει επιρροή στον ήχο, στην τονική ορθότητα, ενώ υπάρχουν μέρες που ξεκινάς μελέτη, κάτι πάει στραβά κι αυτό επηρεάζει όλες σου τις υπόλοιπες δραστηριότητες. Το βιολί γίνεται προέκταση του ίδιου σου του εαυτού, γι’ αυτό και ο κάθε μουσικός βρίσκει και διαφορετικές λύσεις για να γίνει πιο αποτελεσματική η σύνδεσή του με αυτό». Μετά από τόσα χρόνια, έχει καταλήξει ότι «το βιολί είναι σαν ένας ανθρώπινος οργανισμός. Σκεφτείτε ότι όταν αλλάζουν οι καιρικές συνθήκες, αλλάζει κι ο ήχος». 

Εκτός από τον ήχο, αλλάζουν κι οι εποχές. Κι ενώ κάποτε ήταν δεδομένο το αναλόγιο και οι παρτιτούρες, πλέον όλο και πιο συχνά βλέπουμε τάμπλετ πάνω στη σκηνή. «Ξεκίνησα να παίζω με τάμπλετ μετά από μια τραυματική εμπειρία συναυλίας open air, όπου έπρεπε να σταματήσουμε τη συναυλία στη μέση επειδή είχε πάρει τις παρτιτούρες ο άνεμος! Είναι μια μεγάλη βοήθεια  σε οργανωτικό επίπεδο. Έχω μια ολόκληρη βιβλιοθήκη με νότες ανά πάσα στιγμή μαζί μου. Επίσης, αυτές τις ημέρες που προετοιμάζω το Τρίο του Ligeti για βιολί, κόρνο και πιάνο πρέπει να ομολογήσω πως μου έχει… σώσει τη ζωή το ότι δεν πρέπει να γυρίζω τις σελίδες με το χέρι, αλλά απλώς να πατάω ένα πεντάλ». Αυτό δε σημαίνει ότι έχει πάψει να κρατάει σημειώσεις με μολύβι σε μια τυπωμένη έκδοση, τουναντίον. 

Λίγες μέρες πριν κάνουμε αυτή τη συνέντευξη, η Δανάη Παπαματθαίου Μάτσκε υποστήριξε τη διδακτορική της διατριβή στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, ενώ προετοιμάζεται για την κυκλοφορία ενός μουσικού δίσκου ο οποίος σχετίζεται με το διδακτορικό της. Πρόκειται για «έργα Ελλήνων και ελληνικής καταγωγής συνθετών της διασποράς με ηχογραφήσεις που έγιναν στη Sendesaal Βρέμης σε άψογες ακουστικές συνθήκες και με εξαιρετικούς συνεργάτες. Μάλιστα, δύο από τα έργα του CD, η Σονάτα για βιολί και πιάνο του Boris Papandopulo και η Σονάτα για βιολί και πιάνο του Ντίνου Κωνσταντινίδη αποτελούν νέες εκδόσεις των έργων, επεξεργασμένες στο πλαίσιο της διδακτορικής μου διατριβής, και η ερμηνεία τους έγινε σύμφωνα με το επικαιροποιημένο υλικό της έρευνάς μου». Η δισκογραφική δουλειά της, σε σύμπραξη με τον πιανίστα Ούβε Μάτσκε, θα κυκλοφορήσει τον Ιούνιο από τη διεθνή δισκογραφική εταιρεία BIS Records. «Είμαι πολύ χαρούμενη για την παραγωγή αυτή, η οποία θα ήταν αδύνατη χωρίς τη γενναιόδωρη οικονομική στήριξη διαφόρων ιδρυμάτων στη Γερμανία». Στο πλαίσιο προβολής αυτής της δουλειάς έχει προγραμματιστεί για το επόμενο διάστημα μια σειρά συναυλιών μαζί με τον Ούβε Μάτσκε, εντός και εκτός Ελλάδας, αλλά και εντός και εκτός Ευρώπης, αρχής γενομένης από τα Σκόπια, κατόπιν πρόσκλησης του ελληνικού προξενείου.

Η πόρτα του γραφείου της χτυπά και μπορώ να διακρίνω μια νεαρή κοπέλα. Είναι μία εκ των σπουδαστριών της και την αναζητά. Λίγου προτού κλείσουμε, προλαβαίνει να μου πει σε ποια αλήθεια έχει καταλήξει μετά από τόσα χρόνια. «Δίπλα από τη μελέτη –που ήταν, είναι και θα είναι πάντα σημαντική– βρίσκεται η στοργή με την οποία μεταχειρίζεται ο καλλιτέχνης τον εαυτό του. Υπάρχουν τόσες προκλήσεις, φόβοι ή και αυτο-αμφιβολίες που μας κυριεύουν, που πολλές φορές το ξεχνάμε. Αλλά μόνο εάν είσαι καλός απέναντι στον εαυτό σου μπορείς να φτάσεις στον στόχο σου».

Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)

Υποσημειώσεις[+]

Σχετικά με τον συντάκτη

Ευθυμία Γιώσα

Η Ευθυμία Γιώσα σπούδασε βιολογία και βιοπληροφορική. Άρθρα της έχουν δημοσιευτεί σε διάφορα έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα. Είναι συγγραφέας δύο βιβλίων (Σώματα πτερόεντα, Εκδόσεις Σοκόλη, 2016 και Οι αναχωρητές έχουν κιόλας βαρεθεί στην Εδέμ, Εκδόσεις Κέδρος, 2020).

Προσθέστε σχόλιο

Πατήστε εδώ για να σχολιάσετε

Secured By miniOrange