Νίκος Δαγδιλέλης
Αν και το παρόν αφιέρωμα μιλά για το σύνολο της λογοτεχνίας του φανταστικού, θα πιάσω το νήμα από το είδος της ηρωικής φαντασίας, αγγλιστί fantasy. Αν ανατρέξουμε στην ιστορία της ηρωικής φαντασίας θα εντοπίσουμε χρονολογικά τη γέννηση του είδους κοντά στους πρώτους μεγάλους πολιτισμούς. Στην πραγματικότητα, όλα τα έπη της αρχαιότητας, όπως του Γκιλγκαμές, των Νιμπελούγκεν, τα Ομηρικά, η Ραμαγιάνα είναι τα πρώτα και μεγαλύτερα fantasy έργα.
Όμως το fantasy, όπως το γνωρίσαμε από τις σελίδες του Tolkien ή του Dunsany, αν και δανείζεται μυθολογικά στοιχεία από αυτά τα έπη, βασίζεται κυρίως σε φολκλορικές δοξασίες και θρύλους της Βρετανίας και γενικότερα των βόρειων λαών, έχει δηλαδή μεγαλύτερη σχέση με τα παραμύθια του μεσαίωνα και αργότερα του 19ου αιώνα παρά με τα αρχαία έπη. Χαρακτηριστικό γνώρισμα, ιδιαίτερα στην περίπτωση του Tolkien, είναι ότι οι ιστορίες αυτές είχαν ως στόχο να διηγηθούν ιστορίες σε παιδιά. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο αναπτύχθηκε μια σημειολογία την οποία σκιαγραφώντας την έχουμε μια πλοκή επικών διαστάσεων που έχει να κάνει με κάποια απειλή ενάντια σε ολόκληρο τον πολιτισμό σε ένα κόσμο όπου μέρος του είναι και τα πλάσματα του μύθου, ενώ οι δυνάμεις του καλού αντιστέκονται και θριαμβεύουν μετά κόπων και βασάνων με τη βοήθεια ενός πρωταγωνιστή αδύναμου και ανίσχυρου ο οποίος όμως καταφέρνει να ξεπεράσεις τις αδυναμίες του.
Αυτή η σημειολογία έγινε φόρμα που στη συνέχεια αναπαρήγαγαν οι περισσότεροι συγγραφείς του fantasy, γεγονός που καθυστέρησε την μετέπειτα εξέλιξη του είδους σε κάτι που μπορεί απευθύνεται σε ενήλικες και να ξεφεύγει από τα στενά όρια της λογοτεχνίας φυγής.
Ασχέτως της εποχής, της συγγραφέως ή της συνθήκης μέσα στην οποία γεννήθηκε μια ιστορία του φανταστικού, υπάρχει σχεδόν πάντα ένα βασικό αφηγηματικό κέντρο. Ο ήρωας. Χωρίς τον ήρωα δεν θα υπήρχε ιστορία, θα υπήρχε μόνο η συνθήκη. Ο ήρωας κάθε φορά είναι ένας ανάμεσα σε πολλούς που καταφέρνει να υπερβεί τις εξωτερικές συνθήκες, να πολεμήσει και να κατακτήσει τον εαυτό του και στο τέλος να θριαμβεύσει ενάντια στις επίβουλες δυνάμεις του κόσμου του.
Ο ήρωας για τον αναγνώστη αποτελεί το προβολικό του σημείο, δηλαδή τη σταθερά εκείνη μέσα στο μύθο που ο αναγνώστης βλέπει τον εαυτό του και ταυτίζεται. Καθότι οι πρωταρχικές μυθολογίες είχαν έντονο το στοιχείο της πολιτικής και θρησκευτικής αφήγησης, έπρεπε τόσο ο πρωταγωνιστής, όσο και ο ανταγωνιστής, να έχουν οικεία χαρακτηριστικά ως προς τον αναγνώστη για να μπορεί να κάνει αβίαστα την σύνδεση μαζί τους.
Τα χαρακτηριστικά αυτά είναι τα αρχέτυπα. Είναι τόσο βασικά και πρωτόλεια που δεν μπορεί κάποια να μην αναγνωρίσει στοιχεία της δικής της προσωπικότητας μέσα, αφού πρόκειται για χαρακτηριστικά που απευθύνονται σε έναν αρχέγονο εαυτό μας.
Το 1871 ο Sir Edward Burnet Tylor κάνει την αρχή για τη μελέτη των αφηγημάτων του ήρωα μέσα στη μυθολογία και ύστερα από μια σειρά ακαδημαϊκών που συνέχισαν το έργο του οδηγούμαστε στο Joseph Campbell και την θεώρηση του μονόμυθου, μια έννοια δανεισμένη από το Joyce.
Λίγο-πολύ η υπόθεση του μονόμυθου εικάζει ότι στην πραγματικότητα κάθε ιστορία που λέμε είναι η ίδια ιστορία και αφορά το ταξίδι του ήρωα. Μέσα σε κάθε ιστορία αναπαράγονται 17 βασικά αρχέτυπα, αλλά όχι όλα ταυτόχρονα κατ’ ανάγκη.
Αυτή η μανιχαϊστική προσέγγιση στην αφήγηση με τα πολύ ξεκάθαρα όρια μεταξύ καλού και κακού και την απολυτότητα των ρόλων έκανε πολύ δημοφιλή τη λογοτεχνία του φανταστικού ως μια λογοτεχνία φυγής. Αυτό οδήγησε στο να μην θεωρείται «σοβαρό» είδος και ως εκ τούτου παραγκωνίστηκε ως παιδικό ή και ανώριμο χωρίς κάποια αξία στον χώρο των γραμμάτων.
Βέβαια με τα χρόνια το fantasy εξελίσσεται και νέα υπό-είδη γεννιούνται. Πρώτα ήταν η ηρωική φαντασία του Howard και ο άγριος sword and sorcery κόσμος του Conan, μετέπειτα η επική φαντασία του Tolkien, η αντι-ηρωϊκή φαντασία του Moorkcock, η υψηλή φαντασία του Feist. Μέσα στα χρόνια οι συγγραφείς κάνουν πειράματα, παίζουν με τα όρια των αρχέτυπων και φτάνουμε στο σήμερα που τα πιο δημοφιλή έργα έχουν φύγει εντελώς από την πρωταρχική φόρμα και έχουν ξεπεράσει το μανιχαϊστικό πρότυπο.
Έτσι βρισκόμαστε πλέον μπροστά σε μια κριτική και σε μια πραγματικότητα που απέχουν πολύ μεταξύ τους. Από τη μια έχουμε ένα λογοτεχνικό είδους του οποίου η δημοτικότητα εικάζεται ότι οφείλεται στην ευκολία ανάγνωσης, στα ελάχιστα νοητικά ερεθίσματα που προκαλεί, στη φυγή που προσφέρει, αλλά από την άλλη τα έργα αυτού του είδους που χαίρουν πλατιάς και μαζική αναγνώρισης είναι το ακριβώς ανάποδο. Έργα που δεν έχουν στο επίκεντρο το ταξίδι του ήρωα, αλλά έχουν πρόσωπα μέσα σε ένα δράμα, προσωπικότητες, επιθυμίες, αδυναμίες και γκρίζες ηθικές και αξιακές ζώνες.
Γιατί συμβαίνει αυτό; Μήπως τελικά το fantasy δεν είναι ένα ανάγνωσμα απλά για να περάσει αβίαστα η ώρα μας; Μήπως τελικά μπορεί μια ιστορία να μας μιλήσει και να μας προκαλέσει ανεξάρτητα από τη συνθήκη του;
Ας προσπαθήσω να ιχνηλατήσω τα αίτια. Γιατί οι ήρωες, οι ανταγωνιστές και ιστορίες που λέμε σήμερα έχουν αλλάξει τόσο πολύ; Ο λόγος για τον οποίο πάντα επινοούμε ιστορίες παραμένει το ότι προσπαθούμε να απαντήσουμε σε ένα και μοναδικό ερώτημα: «Ποιοι είμαστε;». Αναπόφευκτα η αφετηρία αυτής της σκέψης, αλλά και η απάντηση αλλάζει αναλόγως του κοινωνικού γίγνεσθαι.
Άλλες ιστορίες συναντάμε στο Ψυχρό Πόλεμο με υπερκακούς Ρώσους και Αμερικάνους, Κινέζους και εξωγήινους, όπου πάντα το αντίπαλο δέος είναι οι «Άλλοι», άλλες ιστορίες θα βρούμε στις αρχές του βιομηχανικού κόσμου, άλλες θα βρούμε στην εποχή της αποικιοκρατίας με απολίτιστους λαούς και αρχαίες κατάρες στα βάθη της ζούγκλας. Ο ήρωας και οι ανταγωνιστές προσαρμόζονται και ακολουθούν την κεντρική πολιτική αφήγηση.
Η σημερινή γενιά που μεγάλωσε στο μεταίχμιο των μεγάλων ανατροπών του ύστερου 20ού αιώνα, μέσα στο πλαίσιο της επίπλαστης ευημερίας και των παχιών αγελάδων, γρήγορα αναγκάστηκε να αμφισβητήσει οτιδήποτε έμαθε από τους γονείς της. Η σημερινή εποχή έχει έντονους υπαρξιακούς προβληματισμούς, ως συνεπακόλουθο της κατάρρευσης του μοντέλου «καταναλώνω, άρα υπάρχω» των δεκαετιών του ‘70 και του ‘80 που οδήγησε μαζικά τον κόσμο στην ψυχανάλυση τόσο ώστε στη δεκαετία του ‘90 σε πολλές δυτικές κοινωνίες όλοι και όλες είχαν τον προσωπικό τους ψυχολόγο.
Ιδιαίτερα από το 2010 και μετά, με την εδραίωση του internet ως αναπόσπαστου μέρους της ζωής μας, υπήρξε μια γενική μεταστροφή αμφισβήτησης της κοινωνικής νόρμας και του πολιτικού αφηγήματος. Ακόμα και μια επιφανειακή παρατήρηση στο τι είναι δημοφιλές σήμερα κάνει σαφές ότι επικρατεί το παράλογο, το παράδοξο, το αφαιρετικό, το αμφιλεγόμενο.
Η γενιά που μεγάλωνε με υπερήρωες, δράκους και διαστημόπλοια μεγάλωσε πια. Κι ενώ δεν έχει αφήσει πίσω της τα αφηγηματικά μέσα, θέλει να ακούσει πλέον διαφορετικές ιστορίες. Σήμερα έχουμε αναγνωρίσει στους εαυτούς μας ότι δεν είμαστε ένα πράγμα. Η σύγκρουση με την πατριαρχία που επιτάσσει πολύ συγκεκριμένους ρόλους διαρρηγνύει τη σχέση μας με τις κλασικές ταυτότητες. Η παιδική αθωότητα έδωσε τη θέση της στον ενήλικο κυνισμό. Ξέρουμε ότι κανένας άνθρωπος δεν είναι απόλυτα κακός ή καλός, ξέρουμε ότι το πλαίσιο και η οπτική αλλάζει την αντίληψη μας για οποιαδήποτε συνθήκη και αποδεχτήκαμε ότι η ανθρώπινη εμπειρία είναι σύνθετη και πολυεπίπεδη. Βιώνοντας αυτές τις εσωτερικές συγκρούσεις και αντιφάσεις, δεν μπορούμε παρά να ανατρέξουμε στο λογοτεχνικό ανάλογο. Μπορούμε να προβάλλουμε τις εαυτές μας πάνω σε αυτές τις ιστορίες. Ξέρουμε ότι δεν υπάρχουν ήρωες και μεγάλοι μάγοι, ούτε πλέον νιώθουμε αβοήθητες πριγκίπισσες γιατί απλούστατα δεν είμαστε.
Αυτός είναι και ο λόγος που δεν θεωρώ όχι μόνο το fantasy, αλλά εν γένει τη λογοτεχνία του φανταστικού, ως ένα είδος φυγής που έχει να προσφέρει μόνο διασκέδαση. Είναι ένα είδος που κάθε φορά αφηγείται το μύθο της εποχής του. Κουβαλάει κάτι από εμάς με τρόπο αβίαστα ειλικρινή, μακριά από μουσειακές προσεγγίσεις.
Ενώ η ρεαλιστική λογοτεχνία μπορεί να αποτυπώσει πιο αποκρυσταλλωμένα τις συνθήκες της εποχής της παρουσιάζοντας μια «ως έχει» πραγματικότητα, η λογοτεχνία του φανταστικού από την άλλη μπορεί και πιάνει με μεγαλύτερη ακρίβεια τον παλμό των ιδεών και της πολιτικής αφήγησης της κάθε εποχής.
Πέρα όμως από τις πολιτικές προεκτάσεις, η λογοτεχνία του φανταστικού έχει και τεράστια φιλοσοφική δυναμική. Μιας και η φιλοσοφία έχει ως βάση την αναζήτηση και τη θεώρηση των πραγμάτων, βρίσκει εδώ πρόσφορο έδαφος για την καλλιέργειά της. Η επινόηση μη-πραγματικών συνθηκών μπορούν να αποτελέσουν ένα τεράστιο πεδίο μελέτης φιλοσοφικών ιδεών και αναζητήσεων.
Η λογοτεχνία του φανταστικού πέρασε από την Κόλαση του Δάντη όπου οι εξωτερικές συνθήκες είναι ανεξάρτητες του ήρωα και η κόλαση ένα μέρος όπου συμβαίνουν αποτρόπαια πράγματα, στον σωματικό τρόμο όπου το περιβάλλον αντανακλά τη συναισθηματική κατάσταση του ήρωα, όπως στις ιστορίες του Πόε για παράδειγμα. Την εποχή της ιατρικής προόδου γεννήθηκε ο Dr. Frankenstein και η βιοηθική, θέτοντας ανάμεσα στα άλλα το ερώτημα «Τι κάνει τον άνθρωπο, άνθρωπο;». Οι τεράστιες αστροφυσικές ανακαλύψεις διέγειραν τη φαντασία του H.P Lovecraft που μας έβαλε να αναρωτηθούμε μαζί του πόσο μεγάλος είναι ο άνθρωπος τελικά μέσα στο σύμπαν.
Παρά λοιπόν το γεγονός ότι το fantasy μπορεί να αποτελέσει πεδίο τόσο πολιτικού, όσο και φιλοσοφικού στοχασμού, η λογοτεχνία του φανταστικού παραγκωνίστηκε μέσα στους κύκλους της μαρξιστικής σκέψης. Τα αίτια για αυτό εντοπίζονται πιθανότερα στην επικράτηση διαφορετικών φιλοσοφικών προσεγγίσεων πέραν του ιστορικού υλισμού μέσα στο είδος, γεγονός που το απομακρύνει αρκούντως από τη μαρξιστική παράδοση. Επιπροσθέτως δεν γίνεται να παραγνωριστεί η επιρροή του σοσιαλιστικού ρεαλισμού σε όλο το φάσμα των τεχνών, καθιστώντας επινοημένα αφηγήματα μη-τέχνη και μετατρέποντας τα σε προπαγάνδα των «άλλων».
Η τάση των μαρξιστών προς την επιστημονικοποίηση και το θετικισμό κάνει τον αντίποδα του fantasy, την επιστημονικής φαντασία, να χαίρει μεγαλύτερης αναγνώρισης στους κύκλους τους. Σε μια εποχή που ο αγώνας για το διάστημα ήταν μια πραγματικότητα ήταν πιο εύκολο να μιλήσει στους μαρξιστές της εποχής. Τα αφηγήματα περί κατάκτησης του διαστήματος φάνταζαν στην εποχή εκείνη πιο πραγματικά από ποτέ. Ήταν η εποχή των αλματωδών εξελίξεων στην επιστήμη και την ορθολογική σκέψη. Δε χωρούσαν οι πρότερες αφηγήσεις περί μεγάλων ιδεών που επιβεβαίωναν τη θέση της άρχουσας τάξης των βασιλιάδων ως θέσφατες.
Θα περίμενε κανείς πως ανάμεσα σε αυτούς που οραματίζονται για μια αταξική, δίκαιη και χωρίς εκμετάλλευση κοινωνία θα έβρισκαν γόνιμο έδαφος και αντίστοιχα λογοτεχνικά αφηγήματα. Εντούτοις, το αστυνομικό μυθιστόρημα σαρώνει στους κύκλους των μαρξιστών. Πώς λοιπόν έχουμε από τη μια πλευρά ελευθεριακές ιδέες και από την άλλη ένα φλερτάρισμα με ήρωες που αντιπροσωπεύουν στην ουσία και στην πράξη την εξουσία; Η εδραίωση των σοσιαλιστικών δημοκρατιών δεν επέφερε, και δεν θα μπορούσε άλλωστε να αποφέρει, απότομη και άμεση αποτίναξη αιώνων προπαγάνδας. Παρά την όποια πρόοδο της Σοβιετικής Ένωσης, η εξουσία ασκούνταν και πάλι από τα πάνω και ο καπιταλιστής άρχοντας αντικαταστάθηκε από την πίστη στο κόμμα και την κομματική πειθαρχία.
Στην αναζήτηση στιβαρών αφηγήσεων και τη δόμηση μια ισχυρής εικόνας του σοσιαλιστικού κράτους κυριαρχεί η κατάργηση του αισθητικού και η επικράτηση του χρηστικού. Δεν έχει τόσο σημασία το αισθητικό αν αυτό δεν επιβεβαιώνει τη μαρξιστική σκέψη. Γι’ αυτό ο Χικμέτ για έναν μαρξιστή παραμένει (δικαίως) ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές, ενώ ο Πόε παρά την ανυπολόγιστη προσφορά του είναι «ένας ακόμα ποιητής».
Προς υπεράσπιση αυτών των αντιθέσεων αξίζει να σημειωθεί πως ο πολιτικός στοχασμός είναι διαλεκτική διαδικασία και για να επιτευχθεί η απαραίτητη ζύμωση χρειάζεται χρόνος. Είναι παιδαριώδες να αναμένουμε πως όλες οι κοινωνικές αλλαγές θα συμβούν ταυτόχρονα. Η ιστορική συγκυρία επιτάσσει τις προτεραιότητες. Οκτωβριανή Επανάσταση, Β΄ Παγκόσμιος, Ψυχρός Πόλεμος, Εμφύλιοι δεν αφήνουν χώρο για πολλή σκέψη. Με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης η μαρξιστική σκέψη αναγκάζεται σε βαθύ αναστοχασμό και επανανοηματοδότηση της. Μέσα στα χρόνια επηρεάζεται από δυναμικές της κοινωνίας που δημιουργούνται. Όλα μπαίνουν υπό αμφισβήτηση και συζήτηση. Αργά ή γρήγορα θα έμπαινε το ζήτημα και της λογοτεχνίας του φανταστικού -πώς θα μπορούσε άλλωστε να μη γίνει αυτό όταν το ίδιο το υποκείμενο συστήνεται και γνωρίζεται εκ νέου με ένα είδος που τόσον καιρό σχεδόν αγνοούσε και σταδιακά αναγνωρίζει την αξία του;
Γεωργία Λεγάκη
Για πολλούς αναγνώστες, η λογοτεχνία του φανταστικού δεν θεωρείται «σοβαρή» λογοτεχνία. Γιατί άλλωστε να ενδιαφερθεί κάποιος να διαβάσει για δράκους ,μάγους, ξωτικά, νάνους, ορκ και τόσα άλλα μαγικά και μη πλάσματα -εκτός βέβαια αν είναι 10 χρονών; Κι όμως, η λογοτεχνία του φανταστικού έχει πολλά να προσφέρει ακόμα και σε έναν ενήλικο αναγνώστη. Η αλήθεια είναι ότι είναι ένα μικρόβιο που το κολλάς από μικρός, όταν ακόμα η φαντασία σου δεν έχει καταστραφεί από την καθημερινότητα και από τη ζωή που τρέχει. Όταν ακόμα το μυαλό σου είναι ανοιχτό κι ακόμα ονειρεύεσαι ότι μπορείς να γίνεις κι εσύ κάποια μέρα ο ήρωας της ιστορίας.
Τι όμως είναι η λογοτεχνία του φανταστικού και γιατί κερδίζει κάθε μέρα όλο και περισσότερους, φανατικούς, αναγνώστες; Αν το ψάξεις στο google η απάντηση που θα πάρεις είναι «μια ιστορία που δεν μπορεί να συμβεί στον πραγματικό κόσμο» . Είναι όμως μόνο αυτό; Μια ιστορία φαντασίας για να περνάει κανείς ευχάριστα την ώρα του; Η απάντηση που μπορεί να πάρεις από έναν φανατικό αναγνώστη της είναι «όχι, είναι ένα ταξίδι αλλού». Ένα ταξίδι σε έναν άλλο άγνωστο κόσμο, σε μια άλλη εποχή, με πλάσματα που δε θα συναντήσεις πουθενά αλλού, σε μια περιπέτεια που δεν ξέρεις που θα σε οδηγήσει. Θα ανακαλύψεις σιγά σιγά το όραμα του συγγραφέα. Τον κόσμο που δημιούργησε, τους ανθρώπους που ζουν εκεί, τις γλώσσες που μιλάνε, την ιστορία τους, τι τους ενώνει, τι τους χωρίζει.
Κι όσο προχωρά η ιστορία, θα δώσεις πρόσωπα στους χαρακτήρες. Άλλους θα τους αγαπήσεις και κάποιους άλλους θα τους μισήσεις. Θα τους δεις να αναπτύσσονται και να εξελίσσονται και μαζί μ’ αυτούς κι εσύ. Θα προχωρήσεις μαζί τους, θα διασχίσεις βουνά και θάλασσες και πόλεις. Θα πιεις μαζί τους μια μπύρα στο πανδοχείο του χωριού και θα μάθεις όλα τα κουτσομπολιά, μπορεί και τα σχέδια του εχθρού. Θα απολαύσεις το τοπίο, θα κοιμηθείς κάτω από τ’ αστέρια, θα κρυώσεις, θα πεινάσεις, θα πολεμήσεις κι αν είσαι τυχερός μπορεί και να ζήσεις για να δεις τον ήλιο να ανατέλλει και την επόμενη μέρα. Γιατί αυτές οι περιπέτειες δεν είναι για όλους. Ίσως να συναντήσεις τον έρωτα της ζωής σου, τον καλύτερο φίλο που έκανες ποτέ ή και το χειρότερο εχθρό σου. Ίσως τελικά να είσαι εσύ ο ήρωας της ιστορίας.
Κι όλα αυτά, με τα μάτια της φαντασίας σου. Γιατί σ’αυτόν τον κόσμο οι κανόνες είναι διαφορετικοί. Κανείς δε σε εμποδίζει να γίνεις αυτό που πραγματικά θέλεις και νιώθεις ότι είσαι. Μάγος τρανός, ατρόμητος πολεμιστής, αλαφροπάτητο ξωτικό, δρακοκαβαλάρης ή ακόμα κι ένας ασήμαντος χωρικός που σκάβει το χωράφι του και μεγαλώνει τα παιδιά του. Αυτή η απόδραση από την πραγματικότητα είναι ένα από τα σημαντικότερα πράγματα που σου προσφέρει η λογοτεχνία του φανταστικού. Αυτές οι δυο-τρεις ώρες, μακριά από όλους και από όλα. Αγκαλιά με το βιβλίο σου, μέσα στον δικό σου κόσμο όπου τίποτα και κανένας δεν μπορεί να σε αγγίξει. Μια δόση φαντασίας για να μπορέσεις να ανταπεξέλθεις στην πραγματικότητα.
Το πιο σημαντικό όμως πράγμα που σου προσφέρει η ανάγνωση ενός τέτοιου βιβλίου, είναι η ελπίδα. Η ελπίδα ότι όσο άσχημα κι αν φαίνονται τα πράγματα, στο τέλος το καλό πάντα θριαμβεύει. Στον κόσμο του φανταστικού το καλό με το κακό είναι ξεκάθαρα διαχωρισμένα. Ξέρεις σχεδόν πάντα από την αρχή ποιος είναι ο καλός και ποιος ο κακός. Δεν υπάρχουν «hidden agendas». Ο καλός είναι καλός και θα παραμείνει έτσι μέχρι και το τέλος. Σκοπός του είναι να κατατροπώσει το κακό κι αυτό θα καταφέρει, ίσως μέσα από δεκάδες δυσκολίες και εμπόδια που του βάζει ο εχθρός, αλλά πάντα θα φτάσει στην ολοκλήρωση του στόχου του. Το πρόσωπο του κακού μπορεί να διαφέρει από κόσμο σε κόσμο. Μπορεί να είναι ένα σκοτεινό πνεύμα, ένας αιμοδιψής βασιλιάς, ένας σκοτεινός μάγος ή ένας μεγαλοπρεπής δράκος. Σε όλες όμως τις περιπτώσεις η ευημερία του κόσμου στον οποίο κατοικεί είναι η ανατροπή και η εξόντωσή του.
Κι εδώ είναι που κάνει την εμφάνισή του ο ήρωάς μας. Αυτός που δίνει την ελπίδα ότι όλα θα πάνε καλά κι ότι η επόμενη μέρα θα είναι καλύτερη από την προηγούμενη. Ο ήρωας δεν χρειάζεται να είναι κάποιος φοβερός και τρομερός πολεμιστής ή μάγος. Τις περισσότερες φορές είναι κάποιος ασήμαντος χαρακτήρας στον οποίο ο «κακός» δε θα έριχνε δεύτερη ματιά ακόμα κι αν τον συναντούσε στο δρόμο του. Όπως π.χ. στον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών του J.R.R. Tolkien. Αυτός που κατάφερε το τελειωτικό χτύπημα στο βασιλιά του σκότους δεν ήταν κανείς από τους μεγάλους πολεμιστές, αλλά ένα μικρό «ανθρωπάκι» του οποίου τη φυλή μέχρι τότε οι περισσότεροι αγνοούσαν: «This quest may be attempted by the weak with as much hope as the strong. Yet such is oft the course of deeds that move the wheels of the world: small hands do them because they must, while the eyes of the great are elsewhere».[1]. Όσο ασήμαντος κι αν νιώθεις, μπορείς πάντα να τα καταφέρεις . Ακόμα κι όταν όλα φαίνονται να είναι εναντίον σου. Αξίζει πάντα να προσπαθήσεις. Ποτέ δεν ξέρεις ποιο θα είναι το αποτέλεσμα.
Δε χρειάζεται να ανήκεις σε κάποια συγκεκριμένη κατηγορία ανθρώπου για να διαβάσεις fantasy. Δε χρειάζεται να είσαι ούτε νερντ ούτε «περίεργος», όπως μας θεωρούσαν παλιότερα. Fantasy μπορεί να διαβάσει ο οποιοσδήποτε. Το δεκάχρονο παιδάκι που ονειρεύεται να γίνει ο Harry Potter, οι τριανταπεντάρηδες που είναι κλεισμένοι σ’ ένα γραφείο και φαντάζονται τον εαυτό τους να ξεκινούν μια νέα περιπέτεια ή η κυρία της διπλανής πόρτας που ταυτίζεται με μια φοβερή πολεμίστρια. Όλοι και όλες. Υπάρχουν τόσα είδη φανταστικής λογοτεχνίας που σίγουρα μπορεί ο καθένας να βρει κάτι που να του αρέσει. Μάγοι, ξωτικά, δράκοι, διαστημόπλοια, βρικόλακες, ζόμπι, ρομπότ. Είπαμε, «κάτι που δε μπορεί να συμβεί στον πραγματικό κόσμο».
Αυτή η στιγμιαία φυγή από την πραγματικότητα είναι ένας λόγος για τον οποίο αξίζει να δώσει κάποιος μια ευκαιρία σε ένα είδος που μέχρι πρόσφατα θεωρούνταν παρακατιανό. Και ίσως να βρεθεί μέσα σε ένα κόσμο που ναι μεν βρισκόταν μπροστά του τόσα χρόνια, αλλά που ποτέ δε μπήκε στη διαδικασία να ανακαλύψει, είτε γιατί δεν του δόθηκε ποτέ η ευκαιρία είτε γιατί, όπως και τόσοι άλλοι, δεν τη θεωρούσε αρκετά σημαντική για να ασχοληθεί μαζί της.
Και πού ξέρεις, μπορεί να τον αγαπήσεις αυτόν τον κόσμο και να τον κάνεις κομμάτι της ζωής σου. Όπως τον έκανα κι εγώ όταν έπιασα ένα τέτοιο βιβλίο στα χέρια μου πριν από 25 χρόνια και συνεχίζω ακόμα και σήμερα να διαβάζω με το ίδιο πάθος, την ίδια ανυπομονησία και την ίδια περιέργεια ό,τι βιβλίο φαντασίας πέσει στα χέρια μου.
«It’s a dangerous business, Frodo, going out of your door. You step into the Road, and if you don’t keep your feet there is no knowing where you might be swept off to». [2]
Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)
Υποσημειώσεις
Προσθέστε σχόλιο