Προσπαθώντας να βάλω σε τάξη ένα σωρό φακέλους ασθενών στην κλινική όπου δουλεύω, δέχτηκα πρόσφατα μια κλήση από έναν φίλο, που μου πρότεινε να γράψω για τους συντρόφους μας στην Ελλάδα. Το πρώτο που ρώτησα ήταν αν πρόκειται για ανθρώπους της Αριστεράς. Ναι, αυτοί είναι οι δικοί μας άνθρωποι.
Ζούμε σε ταραγμένους καιρούς. Η οικονομική κρίση έχει καθηλώσει την ελληνική κοινωνία, και η στρατηγική τόσο της ημι-ανεξάρτητης ελληνικής κυβέρνησης, όσο και των Ευρωπαίων που τη φοβερίζουν, αποδεικνύεται μάταιη, τόσο σε πολιτικό όσο και σε οικονομικό επίπεδο. Φαίνεται ότι, μετά το 2008, η ελληνική κοινωνία έχει εθιστεί στο να παγιδεύεται. Ένα κατεστραμμένο σύστημα υγείας, η οικονομική στασιμότητα, η ανυπαρξία επενδύσεων στις επιστήμες και την τεχνολογία, οι ξένοι ελεγκτές με τη βέργα διαρκώς ανά χείρας, η αύξηση της ανεργίας και, τελικά, η αποτυχία μιας μεταρρυθμιστικής αριστερής κυβέρνησης να κρατήσει τις υποσχέσεις της, έχουν εγκλωβίσει τη χώρα σε ένα τέλμα. Τώρα που, σε θέση εξουσίας πια, ο ΣΥΡΙΖΑ εγκατέλειψε τις υποσχέσεις του, ό,τι επίκειται για την ευρύτερη Αριστερά είναι ο πολιτικός κατακερματισμός και η πόλωση.
Είναι πολύ σημαντικό για την αριστερή πολιτική εκτός ΣΥΡΙΖΑ να βγάλει τα σωστά συμπεράσματα γι’ αυτή την ιστορική αποτυχία του λεγόμενου Συνασπισμού της Ριζοσπαστικής Αριστεράς. Και το ίδιο σημαντικό είναι και για τα υπόλοιπα Βαλκάνια, την Ευρώπη και τον κόσμο. Καθώς η συζήτηση συνεχίζεται, θα ήθελα να καταθέσω ένα μικρό σχόλιο.
Ό,τι απέτυχε στην Ελλάδα με την εκλογή του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι μια αυθεντικά ριζοσπαστική πολιτική της Αριστεράς, αλλά μια σοσιαλδημοκρατία με ελαφρώς βελτιωμένη ρητορική: το πρόγραμμα που εφαρμόστηκε μετά την κοινοβουλευτική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ ήταν ένα μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα. Τα θεωρητικά θεμέλια ενός αυθεντικού μαρξισμού βοηθούν να αποτιμήσουμε την «κατά τη φύση» του αποστασία: ήδη, νωρίτερα, ο καιροσκοπικός Συνασπισμός δεν έδειχνε ενδιαφέρον για την ανάπτυξη ενός πλαισίου, μιας δομής και, το σημαντικότερο, ενός σοσιαλιστικού προγράμματος. Από τη στιγμή λοιπόν που έγινε η ζημιά, αυτό που χρειάζεται να κάνουμε, ώστε να μη χάνουμε πολύτιμο χρόνο, είναι να επιστρέψουμε στις ρίζες. Πρέπει να ξανασκύψουμε στις ιδέες και τη θεωρία των Μαρξ, Ένγκελς, Λένιν και Τρότσκι. Κι ένα από τα θέματα της θεωρίας αυτής είναι, αναμφίβολα, το εθνικό ζήτημα.
Η βασική μας αρχή μπορεί να οριστεί ως εναντίωση και πάλη ενάντια σε κάθε μορφή καταπίεσης ή διάκρισης – εθνικής, σεξουαλικής, βασισμένης στο φύλο, τη γλώσσα, τη θρησκεία κ.ο.κ. Η καταπίεση των εθνικών μειονοτήτων είναι, εδώ, η μία πλευρά. Η άλλη είναι η καταπίεση των πιο ανίσχυρων κρατών από ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Είμαστεσαφώς απέναντίτους.
Το θέμα επί του οποίου διεξάγεται η διαμάχη αφορά το δικαίωμα στον αυτοπροσδιορισμό, που περιλαμβάνει τον διαχωρισμό ή την απόσχιση. Οι Μαρξ και Ένγκελς έγραψαν για το εθνικό ζήτημα, χωρίς ποτέ να αποδρούν από την εκάστοτε συγκεκριμένη κατάσταση και συνδέοντάς το πάντα με το ζήτημα της εργασίας: αυτή είναι η στάση τους στο ιρλανδικό ζήτημα, οι αλλαγές θέσης στο πολωνικό κ.ο.κ. Πρέπει να επισημάνουμε ότι, στις θέσεις αυτές, το εθνικό ζήτημα υποτάσσεται πάντα στο ταξικό συμφέρον των εργαζομένων. Ο Λένιν συνέχισε αυτή τη μαρξιστική προσέγγιση και της έδωσε νέες διαστάσεις. Κάπως έτσι, η στάση απέναντι στις εθνικές μειονότητες στο εσωτερικό της Ρωσικής Αυτοκρατορίας καθόρισαν την επιτυχία της Οκτωβριανής Επανάστασης.
Όσα έγραψε ο Λένιν για το εθνικό ζήτημα (Το δικαίωμα των εθνών στον αυτοπροσδιορισμό, 1914), γράφτηκαν στην προοπτική της παγκόσμιας σοσιαλιστικής επανάστασης. Ήταν σημαντικό ο αγώνας ενάντια στον καπιταλισμό να ωθείται από την αλληλέγγυα δράση και, ακόμα περισσότερο, από την αδελφική ενότητα των εργαζομένων όλων των εθνών – άρα κάθε εκδήλωση εθνικής καταπίεσης ή διάκρισης να αντιμετωπίζεται αμείλικτα. Υπήρξαν, ωστόσο, αλλεπάλληλες προσπάθειες αστών και μικροαστών εθνικιστών να υποτάξουν τους εργάτες στις απόψεις και την πολιτική τους. Το 1914, λοιπόν, ο Λένιν έγραφε στο Δικαίωμα των εθνών στον αυτοπροσδιορισμό:
«Τα συμφέροντα της εργατικής τάξης και του αγώνα της ενάντια στον καπιταλισμό απαιτούν την αλληλεγγύη και τη σφιχτή ενότητα των εργαζομένων όλων των εθνών απαιτούν αντίσταση στην εθνικιστική πολιτική της αστικής τάξης κάθε εθνικότητας. Έτσι, οι Σοσιαλδημοκράτες θα παρέκκλιναν από την προλεταριακή πολιτική και θα υπέτασσαν τους εργαζόμενους στην πολιτική της αστικής τάξης, αν αρνούνταν το δικαίωμα των εθνών στον αυτοπροσδιορισμό, δηλαδή το δικαίωμα ενός καταπιεσμένου έθνους να αποσχιστεί, ή αν υποστήριζαν όλες τις εθνικές απαιτήσεις της αστικής τάξης των καταπιεσμένων εθνών. Δεν κάνει διαφορά για τον μισθωτό εργάτη αν τον εκμεταλλεύεται η μεγαλορωσική αστική τάξη περισσότερο από τη μη ρωσική, ή η πολωνική αστική τάξη αντί της εβραϊκής κ.ο.κ. Ο μισθωτός εργάτης που συνειδητοποίησε τα ταξικά του συμφέροντα είναι επίσης αδιάφορος για τα κρατικά προνόμια των μεγαλορώσων καπιταλιστών και τις υποσχέσεις των Πολωνών ή Ουκρανών καπιταλιστών ότι θα εγκαθιδρύσουν έναν επίγειο παράδεισο όταν εξασφαλίσουν αυτά τα προνόμια. Ο καπιταλισμός αναπτύσσεται και θα συνεχίσει να αναπτύσσεται τόσο σε ολοκληρωμένα κράτη με μεικτούς πληθυσμούς, όσο και σε ξεχωριστά εθνικά κράτη.»
Στο ίδιο βιβλίο, που εκδόθηκε τον Ιούνιο του 1914, λίγο πριν από την έναρξη δηλαδή της μεγάλης ανθρωποσφαγής, ο Λένιν υπερασπίστηκε το δικαίωμα στον αυτοπροσδιορισμό και διατύπωσε το βασικό του περιεχόμενο ως δικαίωμα στον «πολιτικό αυτοπροσδιορισμό, την κρατική ανεξαρτησία και τη συγκρότηση ενός εθνικού κράτους». Δεν πρέπει να σταματήσουμε σε αυτή την ερμηνεία: χρειάζεται να καταλάβουμε πλήρως τη θέση του. Στον Επίλογο έγραφε:
«Στην κατάσταση αυτή, το προλεταριάτο στη Ρωσία αντιμετωπίζει ένα καθήκον με δύο όψεις: να καταπολεμήσει τον εθνικισμό κάθε είδους και, πάνω απ’ όλα, τον μεγαλορωσικό εθνικισμό να αναγνωρίσει, όχι μόνο γενικά πλήρη και ίσα δικαιώματα για όλα τα έθνη, αλλά επίσης την ισότητα δικαιωμάτων όσον αφορά την πολιτική υπόσταση, δηλαδή το δικαίωμα των εθνών στον αυτοπροσδιορισμό μέχρι το σημείο της απόσχισης. Την ίδια στιγμή, είναι καθήκον τους, και προς το συμφέρον ενός πετυχημένου αγώνα ενάντια σε κάθε είδος εθνικισμό, να διατηρήσουν την ενότητα του προλεταριακού αγώνα και των προλεταριακών οργανώσεων, συγχωνεύοντάς τες σε μια σφιχτοδεμένη διεθνή ένωση, παρά τις προσπάθειες των αστών που προωθούν την εθνική αποκλειστικότητα».
Ενώ το πρώτο μέρος είναι κατανοητό, δεν συμβαίνει πλήρως το ίδιο με το δεύτερο. Σημαίνει ότι η εργατική τάξη του καταπιεσμένου έθνους δεν πρέπει με κανέναν τρόπο να υποταγεί στη «δική της» αστική τάξη. Επιπλέον, το καθήκον των εργαζομένων του καταπιεσμένου έθνους είναι να εκθέσουν τους ψευδείς ισχυρισμούς της «δικής τους» εθνικής αστικής τάξης περί ενότητας. Τα εθνικά αιτήματα, που φυσικά υπάρχουν, πρέπει να υποταχθούν στο συμφέρον του ταξικού αγώνα.
Ένα συγκεκριμένο παράδειγμα όσον αφορά τη Μακεδονία: με την καθυστερημένη ανάπτυξη που γνώρισε ο καπιταλισμός, τον 19ο αιώνα η επικράτεια της Μακεδονίας (η σημερινή Δημοκρατία της Μακεδονίας, το ελληνικό γεωγραφικό διαμέρισμα της Μακεδονίας, η βουλγαρική Μακεδονία του Πιρίν και μια μικρή περιοχή της Αλβανίας) ανήκε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η αναδυόμενη αστική τάξη ξεκίνησε εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα στη Βαλκανική, ακολουθώντας την υπόλοιπη Ευρώπη. Είναι επίσης αλήθεια ότι η ιταλική και η γερμανική ενοποίηση υπό τον Μπίσμαρκ καθυστερούσαν, αλλά το εθνικό ζήτημα στα Βαλκάνια (τόσο στην Αυστροουγγρική όσο και στην Οθωμανική Αυτοκρατορία) στάθηκε ανάχωμα στη φεουδαρχική αντίδραση. Καθώς εθνικιστικές δυνάμεις ενισχύονταν στο εσωτερικό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και την ευρωπαϊκή της πλευρά, χρησίμευσαν ως φυγόκεντρες δυνάμεις που διαμέλισαν το κράτος του Σουλτάνου της Ισταμπούλ. Με τη βοήθεια ρωσικών, γερμανικών, γαλλικών, βρετανικών και αυστρο-ουγγρικών δυνάμεων, η διαδικασία διαμελισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας άρχισε με τον σχηματισμό της ελληνικής μοναρχίας, και συνεχίστηκε με τη ρουμανική, τη σερβική και τη βουλγαρική μοναρχία, καθώς και το βασίλειο του Μαυροβουνίου. Το όραμα τεράστιων εθνικών κρατών (η Μεγάλη Ιδέα της ελληνικής αστικής τάξης ή, αντίστοιχα, της Βουλγαρίας του Αγίου Στεφάνου και της Μεγάλης Σερβίας) εντοπίζεται σε όλες τις βαλκανικές αστικές τάξεις – και αφορά την επέκτασή τους όσο πιο μακριά από την επικράτειά τους θα ήταν δυνατό, σε βάρος των γειτόνων τους.
Η επίλυση του εθνικού ζητήματος, στα συμφραζόμενα αυτά, πήρε αιματηρό χαρακτήρα· αντί να φέρει την ανάπτυξη και την πρόοδο έδωσε το έναυσμα για διαρκείς πολέμους, στρατιωτική δράση και ένοπλη προπαγάνδα, βίαιες δημογραφικές αλλαγές. Η ελληνική κυρίαρχη τάξη ήγειρε αξιώσεις εναντίον των γειτόνων της, δηλαδή στην επικράτεια της οθωμανικής επαρχίας της Μακεδονίας. Με μια ειρωνεία δε της ιστορίας, διέσπειρε την προπαγάνδα μέσα στον σλαβικό ορθόδοξο πληθυσμό ότι συνιστά ξεχωριστό έθνος, ώστε να ακυρώσει τη βουλγαρική προπαγάνδα ότι ο μακεδονικός πληθυσμός και η γλώσσα είναι βουλγαρικά. Οι σημερινοί Έλληνες εθνικιστές είναι απολύτως ενήμεροι ότι οι Μακεδόνες που μιλούν τη μακεδονική γλώσσα δεν είναι Έλληνες, αλλά οι Βούλγαροι ισχυρίζονται ότι ο πληθυσμός που μιλά μακεδονικά είναι αυθεντικά, ιστορικά και ουσιαστικά βουλγαρικός. Η σερβική προπαγάνδα ισχυρίστηκε ότι αυτός ο πληθυσμός στη Μακεδονία είναι σερβικός (εξού και μετονόμασε το κατεχόμενο τμήμα της Μακεδονίας ως Vardar Banovina ή Νότια Σερβία). Με τους λαϊκούς απελευθερωτικούς πολέμους και τις επαναστάσεις του 1941-44, που στη Γιουγκοσλαβία πήραν επίσης τη μορφή του εμφυλίου μεταξύ φιλοκαπιταλιστικών και φασιστικών δυνάμεων (των Τσέτνικ, οι Ουστάσι κ.ά) από τη μια και ανταρτών υπό το Κομμουνιστικό Κόμμα από την άλλη, το εθνικό ζήτημα λύθηκε με διαφορετικό τρόπο. Ο νικητής, οι αντάρτες και το Λαϊκό Μέτωπο της Γιουγκοσλαβίας που σχημάτισαν εργάτες και αγρότες όλων των εθνικοτήτων, επικράτησε επί των αμοιβαία ανταγωνιστικών τμημάτων της αστικής τάξης και επέβαλε το τέλος της σοβινιστικής προπαγάνδας: ακόμα και σήμερα, η κυρίαρχη τάξη στη Σερβία δεν μπορεί να πουλήσει τη σοβινιστική γραμμή στον σερβικό λαό. Παρόμοιες τάσεις είδαμε στην Ελλάδα κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, με την αδελφοποίηση των Μακεδόνων με τους Έλληνες αντάρτες· καθώς όμως στον ελληνικό Εμφύλιο νίκησαν οι καπιταλιστές, το μίσος και η εθνική διαίρεση εντάθηκαν. Έτσι, οι αντιδραστικές ιδέες επιβλήθηκαν στους Βαλκάνιους εργαζόμενους· πιθανότατα αυτό αλλάξει μόνο με μια σοσιαλιστική επανάσταση. Η Σοσιαλιστική Γιουγκοσλαβία συγκροτήθηκε, το 1943, στη βάση της σωστής πoλιτικής των Μπολσεβίκων για το δικαίωμα στον αυτοπροσδιορισμό και μόνο με αυτή την προσέγγιση μπορούσαν να απευθυνθούν στους καταπιεσμένους Μακεδόνες, Αλβανούς, Βόσνιους κλπ. Την ίδια στάση τήρησαν οι κομμουνιστές στη Bulgaria. Αλλά με τη ρήξη Τίτο-Στάλιν η επίσημη βουλγαρική πολιτική που αναγνώριζε ξεχωριστή μακεδονική εθνότητα άλλαξε και οι Μακεδόνες, μαζί με τους Τούρκους, υπέστησαν σκληρή καταπίεση.
Η κυρίαρχη τάξη στην Ελλάδα εξακολουθεί να αρνείται την ύπαρξη ενός ξεχωριστού μακεδονικού έθνους και απαιτεί την ικανοποίηση του σολιψισμού της. Όμως, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στο πλαίσιο της ομόσπονδης Γιουγκοσλαβίας δημιουργήθηκε για πρώτη φορά στην ιστορία ένα μακεδονικό κράτος. Είναι αλήθεια ότι το έθνος αυτό των δύο εκατομμυρίων είναι μικρό όμως τέτοια έθνη υπάρχουν (το Μαυροβούνιο, η Σλοβενία, η Σλοβακία, η Αλβανία, ακόμα και η Ελλάδα, είναι τέτοια μικρά έθνη). Όσο για την μακεδονική γλώσσα, πρόκειται για γλώσσα αναγνωρισμένη ως ανήκουσα στην ομάδα των νοτιοσλαβικών γλωσσών, και με ξεχωριστή ορθογραφία, γράμματα και λέξεις, που οι Βούλγαροι ή οι Σέρβοι μπορούν να την καταλάβουν με λίγη βοήθεια. Μια άλλη ειρωνεία είναι ότι το πρώτο μακεδονικό αλφαβητάρι για παιδιά, το Abecedar, εκδιδόταν από το ελληνικό υπουργείο Παιδείας δέκα χρόνια πριν τη δικτατορία του Μεταξά.
Η θέση των επαναστατών που ζουν στην Ελλάδα πρέπει να είναι η υπεράσπιση του δικαιώματος στον αυτοπροσδιορισμό, που περιλαμβάνει το δικαίωμα στον αυτοπροσδιορισμό του μακεδονικού έθνους. Οι φωνές τους, όσο κι αν καλύπτονται από την προπαγάνδα, πρέπει να φτάσουν στην άλλη πλευρά του συνόρου, με την ελπίδα να φτάσουν ως την εργατική τάξη της Μακεδονίας. Οι επαναστάτες που ζουν στην Μακεδονία, διατηρώντας τη θέση ότι η διαμάχη για το όνομα οφείλεται σε πίεση της ελληνικής αστικής τάξης και ότι δεν μπορεί να υπάρξει συμβιβασμός γύρω από την αλλαγή του ονόματος, πρέπει να δώσουν έμφαση στη θέση υποταγής της μακεδονικής κυβέρνησης στον δυτικό ιμπεριαλισμό – και να τονίσουν την ανάγκη για την επίλυση των κοινωνικών προβλημάτων, της φτώχειας, την ανεργίας, της κυβερνητικής διαφθοράς, του καταστραμμένου συστήματος υγείας και εκπαίδευσης. Πρέπει να θυμίσουν ότι οι καθημερινοί άνθρωποι στην Ελλάδα αντιμετωπίζουν τα ίδια φλέγοντα ζητήματα και μαζί τον κοινό μας εχθρό – τους τραπεζίτες, τα αφεντικά και τον ιμπεριαλισμό.
Το κοινό μας συμφέρον είναι να φτιάξουμε σήμερα γέφυρες για τη μελλοντική ένωση της εργατικής τάξης στα Βαλκάνια και τη νίκη επί του καπιταλισμού και του ιμπεριαλισμού.
Με τη διένεξη για το όνομα ξεχνάμε τη φτώχεια μας!
Η δύναμή μας είναι η ενότητα!
Προσθέστε σχόλιο