Εδώ και δεκαετίες έχει χυθεί πολύ μελάνι, έχουν κακοποιηθεί άπειρα πληκτρολόγια με σκοπό να οριστούν τα θεωρητικά πλαίσια του νουάρ μυθιστορήματος. Μέσα από ιστορικές αναφορές, αναλύσεις και διαλέξεις, ο διάλογος πάντα είναι ανοιχτός και σχεδόν πάντα καταλήγει σε μια άνω τελεία. Και δεν είναι σπάνιο, η συζήτηση να γίνεται σε αντιδιαστολή με το αστυνομικό μυθιστόρημα ή το μυθιστόρημα δράσης.
Περιθωριακό και θεωρούμενο ως μη λογοτεχνικό είδος κατά τη δεκαετία του τριάντα, από την επόμενη δεκαετία και έπειτα το νουάρ μυθιστόρημα διεκδικεί θέση στις προθήκες των βιβλιοπωλείων, οπότε το συνοικέσιο με τον κινηματογράφο οδηγεί σε έναν παθιασμένο αρραβώνα με αίσιο τέλος: τον γάμο. Το μυστήριο, με ξανθές γυναίκες, αδύναμους χαρακτήρες και κακούς μπάτσους, άφθονο αλκοόλ και βέρι στρονγκ ντετέκτιβ, λαμβάνει χώρα καθ εκάστην στις κινηματογραφικές αίθουσες, με μάρτυρες εκατομμύρια θεατές.
Στο νουάρ μυθιστόρημα ο πελάτης ή η πελάτισσα του ιδιωτικού ντετέκτιβ συνήθως ψάχνει κάτι που η αστυνομία αδυνατεί να τον ικανοποιήσει, είτε επειδή είναι πολύ προσωπικό και δεν την αφορά είτε επειδή δεν είναι ικανή να το διεκπεραιώσει. Και βέβαια υπάρχουν τόσοι λόγοι για να αναλάβει μια υπόθεση ένας ντετέκτιβ, όσα είναι και τα βιβλία που έχουν γραφτεί.
Η μοναχική, περιθωριακή και εν μέρει «παράνομη» δραστηριότητα του ιδιωτικού ντετέκτιβ απαιτεί χαρακτηριστικά σχεδόν υπεράνθρωπα. Να είναι οξυδερκής και εύστροφος, να διαθέτει γερά νεύρα και ενίοτε γερές γροθιές.
Σε κάποια παρουσίαση της Καρό βαλίτσας διατυπώθηκε η εξής ερώτηση: Εφόσον πρόκειται για μυθιστόρημα με ιστορικό – κοινωνικό πρόσημο, ήταν αναγκαίο να συμβαίνει σε αυτό μια δολοφονία; Και, επιπλέον, ήταν αναγκαίο η εξιχνίασή της να αποτελεί κομβικό στοιχείο στην αφήγηση; Τέλος, ήταν αναγκαίο τα πρόσωπα, οι μεταξύ τους σχέσεις, τα μέρη, να περιστρέφονται γύρω από το φόνο;
Ομολογώ πως αιφνιδιάστηκα από την ερώτηση, ο τρόπος που διατυπώθηκε ήταν σαν να μείωνε την αξία του βιβλίου.
Μια δολοφονία αποτελεί, ασφαλώς, τη βιαιότερη εγκληματική πράξη, όχι μόνο για το θύμα αλλά και για τον περίγυρο που τη βιώνει. Μια δολοφονία αναταράζει καταστάσεις, ενεργοποιεί πρόσωπα, απορρυθμίζει τη συνοχή του κοινωνικού ιστού. Μια δολοφονία φέρνει σε αμηχανία τους εμπλεκόμενους, βγάζει στην επιφάνεια καλά κρυμμένα μυστικά, οι άνθρωποι επανακαθορίζονται. Μια δολοφονία επιβάλλει και επισπεύδει επιλογές και πρωτοβουλίες. Μια δολοφονία τρομάζει. Πλούσιο επομένως υλικό για τον/τη συγγραφέα που επιθυμεί να αναμοχλεύει παλιά κρυμμένα μυστικά, να βάζει σε δοκιμασία «καθώσπρέπει» ζωές.
Ωστόσο, σε μία περαιτέρω απόπειρα ερμηνείας εκείνης της ερώτησης, θα έλεγα ότι αυτή σχετιζόταν με το φύλο του/της συγγραφέα. Με μια δόση υπερβολής και αυθαιρεσίας, θα μπορούσε να μαντέψει κανείς την ενδόμυχη σκέψη του αναγνώστη και να την περιγράψει κάπως έτσι:
Υπάρχουν ρόλοι και κανόνες στη συγγραφή βιβλίων κι εσύ φαίνεται πως τους παραβιάζεις. Στη γυναίκα συγγραφέα, μεταξύ άλλων, περισσότερο «αρμόζει» να τοποθετεί τους ήρωές της στα μετόπισθεν της κοινωνικής βίας, να κινείται σε μέρη ασφαλή, να διαχειρίζεται σχέσεις και συναισθήματα. Αυτά δηλαδή που μια γυναίκα γνωρίζει καλά, κινείται και ελίσσεται με την άνεσή της. Όταν λοιπόν τολμάς να πάρεις τους δρόμους ακατάλληλες ώρες, όταν ακολουθείς επικίνδυνες διαδρομές μέσα σε κακοφωτισμένα δρομάκια και συναντιέσαι με αμφίβολης εντιμότητας ανθρώπους, πώς είναι δυνατόν εγώ, ο αναγνώστης, να σε ακολουθήσω; Δεν μπορείς να με προστατέψεις, ο ήρωάς σου θα αντανακλά σίγουρα τη δική σου γυναικεία αδυναμία.
Πιστεύω πως εάν ο συγγραφέας ήταν άνδρας, ίσως να μη γινόταν παρόμοια ερώτηση.
Μια τρίτη ερμηνεία, συνέχεια της προηγούμενης, αφορά τον χαρακτηρισμό του συγκεκριμένου βιβλίου ως νουάρ, όχι ως αστυνομικού, γραμμένου από γυναίκα συγγραφέα. Στην αναγνωστική συνείδηση είναι καθολικά αποδεκτή η γυναικεία αστυνομική γραφή, άλλωστε αυτή που ανέδειξε το είδος με μεγάλη επιτυχία ήταν γυναίκα, η Αγκάθα Κρίστι. Το νουάρ όμως! Το είδος είναι «περιθωριακό», το γραφείο του ντετέκτιβ συνήθως είναι θλιβερό και εγκαταλειμμένο στη σκόνη, και στους κοινόχρηστους χώρους της πολυκατοικίας του σε πιάνει από τη μύτη η κλεισούρα κι η υγρασία. Τα πρόσωπα που αναλαμβάνουν να λύσουν κάποιο μυστήριο δεν έχουν οικογένεια, πολλές φορές ούτε σύντροφο να τους περιμένει στο σπίτι. Και βέβαια πολύ συχνά είναι αλκοολικοί, λες και δεν έχουν άλλον τρόπο να αντιμετωπίσουν την βαρβαρότητα την οποία βιώνουν και από την οποία βιοπορίζονται.
Αντίθετα, στο αστυνομικό μυθιστόρημα, αυτός που αναλαμβάνει την λύση του μυστηρίου είναι δημόσιος υπάλληλος, γείτονάς μας, κανονικός άνθρωπος. Η διαλεύκανση του φόνου είναι η δουλειά του και καλείται να διεκπεραιώσει την υπόθεση μέσα σε μια ρουτίνα. Eκ των πραγμάτων, ο αστυνομικός διατηρεί μια απόσταση από το έγκλημα, είναι ασφαλής απέναντι στους κακούς, κατά συνέπεια και ο αναγνώστης· ο αστυνομικός είναι ο νόμος. Και όταν τελειώσει το ωράριό του επιστρέφει σπίτι του, στην οικογένειά του, συνοδεύει τα παιδιά του στο σχολείο, στα πάρτι τους.
Το σχήμα του αστυνόμου-διώκτη του εγκλήματος είναι πιο κοντά σε αυτό που ο πολύς κόσμος έχει στο μυαλό του ως έγκλημα, εξιχνίαση και τιμωρία. Στο νουάρ, ίσως να υπάρχει λύτρωση, ίσως και όχι. Είναι σαν την Ιθάκη του ποιητή, όπου ο σκοπός είναι η διαδρομή.
Γυναίκα και νουάρ μυθιστόρημα
Η γυναίκα στο νουάρ μυθιστόρημα συνήθως είναι ξανθιά. Πολύ ξανθιά. Είναι μνημειώδης η περιγραφή του Ρέιμοντ Τσάντλερ στο βιβλίο Ο μεγάλος αποχαιρετισμός. Ούτε λίγο ούτε πολύ, ο συγγραφέας αφιέρωσε περισσότερο από μια σελίδα για να περιγράψει διαφορετικούς τύπους και χαρακτήρες ξανθών γυναικών, «στολισμένων», με όλα τα στερεότυπα που πιστώνονται οι ξανθιές του κόσμου.
Ο κατάλογος του συγγραφέα περιλαμβάνει την ψυχρή, τη χαζή, τη χαδιάρα ξανθιά, την ανεξάρτητη ξανθιά, με έναν τρόπο που ενοχλεί τους άντρες, ίσως επειδή απαιτεί πάντα το μερτικό της στο λογαριασμό. Ωστόσο, η ξανθιά που εκείνο το απόγευμα μπήκε στο καφέ όπου βρισκόταν ο ντετέκτιβ Φίλιπ Μάρλοου ήταν κάτι το μοναδικό:
Η οπτασία στην άλλη άκρη της αίθουσας δεν ανήκε σε καμιά από αυτές τις κατηγορίες, δεν ανήκε καν στον κόσμο μας. Ήταν κάτι άλλο, απόμακρη και καθαρή σαν το βουνίσιο νερό, φευγαλέα όσο και το χρώμα του.
Η γυναίκα στο νουάρ μυθιστόρημα εάν δεν κατέχει έναν δευτερεύοντα, επικουρικό ρόλο, γλάστρα θα λέγαμε, συνήθως είναι η Φαμ Φατάλ, η κακομαθημένη κόρη πλούσιου μπαμπά, η διπρόσωπη γυναίκα, η πηγή όλων των κακών, εν ολίγοις η Εύα της Βίβλου.
Στο αστυνομικό μυθιστόρημα η παραγωγή γυναικείας γραφής είναι μεγάλη και με τάσεις ανόδου: Αγκάθα Κρίστι, Ρουθ Ρέντελ, Καμίλα Λέγκμπεργκ, μεταξύ άλλων. Στο νουάρ μυθιστόρημα όμως, είναι λίγες οι γυναίκες συγγραφείς, ορισμένες εξαιρέσεις, θα λέγαμε, σε ένα κατεξοχήν ανδρικό είδος γραφής.
Η Πατρίσια Χάισμιθ, ήδη από τη δεκαετία του πενήντα, δημιούργησε ένα δικό της, προσωπικό στιλ γραφής με σκληρούς κακοποιούς του σαλονιού. Δεν υπάρχει μυστήριο στην υπόθεση. Ο Τομ Ριπλέι, το κεντρικό πρόσωπο μιας σειράς βιβλίων της, είναι ένας καθώσπρέπει αστός, ο οποίος δεν δουλεύει αλλά έχει εισοδήματα. Είναι παντρεμένος με μια όμορφη πλούσια γυναίκα, μένει σε ένα σπίτι σαν πύργο, διαθέτει οικονόμο, κηπουρό, και πάνω από ένα αυτοκίνητα στο γκαράζ του. Είναι αυτός που θα διαπράξει το έγκλημα, και το μυθιστόρημα περιστρέφεται γύρω από τις δολοπλοκίες του, ενώ ο κυνισμός του διαπερνά την αφήγηση. Νομοτελειακά ταυτίζεσαι μαζί του. Η αγωνία και η λύτρωση του αναγνώστη κορυφώνονται όταν ο Ριπλέι θα καταφέρει να απαλλαγεί από κείνους που απειλούν τον παραμυθένιο τρόπο ζωής του (που κάθε αναγνώστης θα ονειρευόταν για τον εαυτό του) δολοφονώντας τους, και, επιπλέον, με την εξυπνάδα και την οξυδέρκειά του θα αποφύγει την κατηγορία για το έγκλημά του και θα παραμένει ασύλληπτος. Πρόκειται, περισσότερο, για ένα ψυχογράφημα χαρακτήρων, και είναι εκπληκτικό πως καταλήγεις να σου είναι συμπαθής ένας «σαν οφ δε μπιτς», που θα έλεγαν και οι Αμερικάνοι.
Ντετέκτιβ γένους θηλυκού
Θα ήθελα ωστόσο να σταθώ στην παρουσία της γυναίκας στο νουάρ μυθιστόρημα υπό τον ρόλο της πρωταγωνίστριας, δηλαδή της ντετέκτιβ, όπου στο συγκεκριμένο είδος, απ’ όσο γνωρίζω, μιλάμε για ψήγματα. Γιατί, άραγε, δεν συναντάμε σχεδόν ποτέ γυναίκα ντετέκτιβ; Σίγουρα και εύστροφη είναι και έξυπνη, χαρακτηριστικά βασικά για να αντεπεξέλθει στο ρόλο. Όμως, είναι γεγονός πως μια γυναίκα που ασκεί το στερεοτυπικά ανδροκρατούμενο επάγγελμα του ντετέκτιβ, ίσως είναι δύσκολο να σταθεί και να κινηθεί στις αθέατες πλευρές των πόλεων, να έρθει σε σύγκρουση με το πιο σκληρό κομμάτι της κοινωνίας, με νόμους που ορίζονται από το περιθώριο.
Η παρουσία ενός άντρα μόνου σε κάποιο μπαρ κατά τις μεταμεσονύκτιες ώρες αποτελεί μέρος του τοπίου, κανείς δεν θα σχολιάσει την παρουσία του. Ίσα ίσα, αυτός είναι ο λόγος που υπάρχουν τα μπαρ. Για να πηγαίνουν άντρες μόνοι τους, ενίοτε και με παρέα, να πίνουν το ποτό τους. Όμως μια γυναίκα μόνη της θα τολμήσει; Το πιθανότερο είναι πως μέσα σε λίγα λεπτά θα τραβήξει την προσοχή των θαμώνων, και θα είναι πολλοί αυτοί που θα προσπαθήσουν να της την «πέσουν», είτε με επίμονες ματιές είτε ακόμη και με παράτολμες κινήσεις. Η πρώτη σκέψη που θα περάσει από το νου των αντρών είναι πως μάλλον ψαρεύει πελάτες ή πως ίσως είναι αλκοολική ή…· πάντως όχι κάτι θετικό. Η γυναίκα είναι ευάλωτη σε έναν μεταμεσονύκτιο και σκοτεινό κόσμο ανδρών και η εξυπνάδα της ή η ευφράδειά της δεν θα την προφυλάξουν από κάποια μορφή βία που μπορεί να υποστεί.
Δυο συγγραφείς (άντρες και οι δύο) στα αντίστοιχα μυθιστορήματά τους αναθέτουν τον ρόλο του ντετέκτιβ σε γυναίκα.
Η «Όλγα Λαβαντέρος» είναι τίτλος βιβλίου και πρόσωπο μυθοπλασίας του συγγραφέα Πάκο Ιγνάσιο Τάιμπο, μετρ του μαύρου μυθιστορήματος. Οι ήρωές του ζουν και κινούνται στην Πόλη του Μεξικού, μια από τις πιο εγκληματικές και επικίνδυνες πόλεις του κόσμου. Ο Έκτωρ Μπελασκοαράν, διάσημος ντετέκτιβ του συγγραφέα, μετά βίας επιβιώνει σε αυτήν. Ποια μπορεί να είναι η τύχη μιας κοπέλας είκοσι τριών χρονών, δημοσιογράφου, για την οποία είναι ζήτημα τιμής να ανακαλύψει και να αποκαλύψει την αλήθεια; Τι κότσια χρειάζεται για να βυθιστεί στους υπόνομους εκείνης της Πόλης, όπου κυριαρχεί το έγκλημα; Πώς θα καταφέρει να επιβιώσει σε μια κατεξοχήν μάτσο κοινωνία, όπως η μεξικάνικη;
Η Όλγα είναι μια κοπέλα ντόμπρα, με αγάπη για το επάγγελμα της δημοσιογράφου που έχει διαλέξει. Είναι ορφανή, και δυο τρεις συγγενείς της παίζουν τον ρόλο της οικογένειας. Δεν έχει σύντροφο και το διαμέρισμά της μετά βίας πληροί τις προϋποθέσεις σπιτιού. Η Όλγα Λαβαντέρος ξορκίζει τη βία που την περιβάλλει, βρίζοντας διαρκώς σαν νταλικιέρης, και καβάλα στη μηχανή της «δραπετεύει» όταν η κατάσταση γίνεται ζόρικη.
Ωστόσο, είναι δυνατόν μια νεαρή δημοσιογράφος, παρ’ όλη τη δύναμη και την κάλυψη που της δίνει η δημοσιογραφική της πένα, να μείνει αλώβητη από τον πόλεμο που έχει κηρύξει ενάντια στους κακοποιούς και την αστυνομία, στηλιτεύοντας με τα άρθρα της τη διαφθορά και την εγκληματικότητα;
Εάν ο συγγραφέας είχε τη φιλοδοξία να δημιουργήσει ένα άλτερ έγκο του αρσενικού ντετέκτιβ, καταλαβαίνει ωστόσο πως εκεί έξω είναι πολύ επικίνδυνα. Και όσες μαύρες ζώνες κι αν έχει κερδίσει στο τζούντο ή στο καράτε η Όλγα, όσες χριστοπαναγίες κι αν ξεστομίσει, είναι σίγουρο πως θα την κάνουν μια χαψιά. Όμως, ο συγγραφέας δεν έχει την πρόθεση η «Ολγίτα» να γίνει βορά κακοποιών. Την προστατεύει. Δημιουργεί ευρηματικά σχήματα και αναχώματα για να την προφυλάξει.
Αυτοί οι δύο ήταν οι σύμμαχοί μου στην συνάντηση στο Σανμπόρνς. Ήταν οι πρώτοι που βρήκα στην ατζέντα μου. Α του Αμαντέο, Α της Αναμάρι. Και ήταν το ίδιο καλοί σαν οποιονδήποτε άλλον.
Έτσι, προστατευμένη από μια μαύρη χήρα και έναν ντισκ τζόκει, εμφανίστηκα στο καφέ Σανμπόρνς στις οκτώ το βράδυ όπου, παρακάμπτοντας κάτι ξεπερασμένα καμάκια,άνεργους πριίστας και πουτάνες που ήταν καλύτερα ντυμένες από μένα, κατευθύνθηκα προς τον χοντρούλη με το μπλε κουστούμι και την κόκκινη γραβάτα.
Κύριε Ιράλες… θέλω να σας γνωρίσω δύο φίλους. Η Αναμάρι από το κανάλι 11 και ο Αμαντέο από το Ράδιο Μιλ, είναι αυτοί που κάθονται στο τραπέζι στο βάθος. Και ο καθένας διαθέτει άλλους δύο φίλους, δημοσιογράφους, που περιφέρονται και μας παρακολουθούν. Όλοι γνωρίζουν το όνομά σας και που εργάζεστε. Όλοι ξέρουν για ποιο λόγο γίνεται αυτή η συνάντηση.
«Το κορίτσι με το τατουάζ» είναι διάσημο βιβλίο, που ανήκει στην τριλογία Μιλένιουμ του Στινγκ Λάρσον, Σουηδού συγγραφέα.
Το κορίτσι, με έναν δράκο χαραγμένο στην πλάτη, είναι η Λίσμπετ Σαλάντερ, κεντρικό πρόσωπο και στα τρία βιβλία του συγγραφέα. Η Λίσμπετ είναι είκοσι τεσσάρων χρονών, κορυφαία στη δουλειά της στο τμήμα «ερευνών προσωπικών δεδομένων» μιας εταιρείας, που ειδικεύεται στην επιχειρηματική ασφάλεια και προστασία. Σε μια υπόθεση εξαφάνισης, θα κληθεί να μοιραστεί την έρευνα με έναν δημοσιογράφο.
Η Λίσμπετ κινείται στο περιθώριο από «επιλογή», δεν χωράει στα «κανονικά» πλαίσια της κοινωνίας. Άλλωστε η κανονικότητα στην οικογένειά της ήταν η ενδοοικογενειακή βία, η κανονικότητα της προστασίας της από τον νόμο ως ανήλικη και ως ενήλικη υπό κηδεμονία, ήταν η σεξουαλική της κακοποίηση από τους προστάτες της.
Ήταν μια κοπέλα με ανύπαρκτο κοινωνικό στάτους, εύκολο θήραμα, πόσο μάλλον από τη στιγμή που κυκλοφορούσε με ένα μαύρο, σκισμένο σακάκι, σκουλαρίκια στα φρύδια και τατουάζ.
Μετρημένοι στα δάχτυλα είναι οι άνθρωποι που θα εκτιμήσουν την «απροσάρμοστη» Λίσμπετ και ακόμα λιγότεροι εκείνοι στους οποίους η ίδια θα επιτρέψει να κρυφοκοιτάξουν πίσω από τα πανύψηλα τείχη αυτοπροστασίας που έχει υψώσει. Γιατί η Λίσμπετ είναι μόνη της σε έναν εχθρικό κόσμο και αντί να υποταχτεί στη κακή της μοίρα, σήκωσε μπαϊράκι και βρίσκεται σε διαρκή πόλεμο με τους πάντες και τα πάντα. Πληγώνει και πληγώνεται, ανταποδίδει τη βία που εισπράττει και «…δεν ξεχνούσε ποτέ μια αδικία και από τη φύση της δεν συγχωρούσε ποτέ…»
Η Λίσμπετ δεν αποφεύγει τις κακοτοπιές. Σε έναν κόσμο που κυριαρχείται από την αρσενική υπεροχή και βία, με επιλογή της απεκδύεται την θηλυκότητά της για να τους αντιμετωπίσει σαν ίσος προς ίσον και δεν διστάζει να παίξει μπουνιές σε πίσω αυλές και κακοφωτισμένα στενά.
Κι αν η Όλγα Λαβαντέρος προκειμένου να αντιταχθεί στη βία και να επιβιώσει έχει για εφόδιο τη δημοσιογραφική της πένα, το μέσο της Λίσμπετ Σαλάντερ για τον πόλεμο είναι η τεχνολογία, ο υπολογιστής της.
Η Λίσμπετ είναι ιδιαίτερης ευφυΐας κοπέλα, οξυδερκής, προικισμένη με φωτογραφική μνήμη, προνόμια που θα τη βοηθήσουν να εξοπλίσει το οπλοστάσιο της, που είναι οι πληροφορίες. Ως ένας ηλεκτρονικός διαρρήκτης σπάει κωδικούς σε δυο λεπτά, διεισδύει στα πιο επτασφράγιστα μυστικά των αντιπάλων της, υποκλέπτει πληροφορίες. «… Η αλήθεια ήταν πως της άρεσε να σκαλίζει τις ζωές των ανθρώπων και να αποκαλύπτει τα μυστικά που προσπαθούν να κρύψουν. Ήταν κάτι που της έδινε ευχαρίστηση…» Η Λίσμπετ είναι χάκερ, ίσως από τις καλύτερες στη Σουηδία όπως ισχυρίζεται η ίδια και χρησιμοποιεί την τεχνολογία με σκοπό να «μαθαίνει» για να προστατεύεται και να υπερασπίζεται όσους θεωρεί πως χρήζουν προστασίας.
Κι αν η Όλγα Λαβαντερος χρησιμοποιεί τη μηχανή της για να ξεφεύγει από τη βία και τους διώκτες της, η Λίσμπετ Σαλάντερ τα καλοκαίρια καβαλάει την Καβασάκι με τα 125 κυβικά για να «ξιφουλκεί» ενάντια στην πόλη, ενάντια σε κείνους που όρισε ως εχθρούς της.
Ο Τάιμπο προστατεύει την Όλγα, και η βία που εισπράττει η επίδοξη ντετέκτιβ είναι περισσότερο μια αύρα που την τυλίγει, ασφυκτική και ανυπόφορη, αλλά ίσα που την αγγίζει.
Αντίθετα, ο Λάρσον ρίχνει τη Λίσμπετ στον λάκκο με τα φίδια -ίσως στην σουηδική κοινωνία να υπάρχει βία, αλλά τίποτα δεν συγκρίνεται με κείνη του Μεξικού- και κείνη είναι που πρέπει να βρει τον τρόπο να επιβιώσει.
Η Λίσμπετ Σαλάντερ έκανε τρεις γρήγορες δρασκελιές κραδαίνοντας ένα μπαστούνι του γκολφ… ήταν ένα τρομακτικό χτύπημα και ο Μίκαελ άκουσε κάτι να σπάει. Ο Μάρτιν Βάνιερ ούρλιαξε. Όσο ζούσε ο Μίκαελ, δεν θα ξεχνούσε ποτέ την έκφραση του προσώπου της καθώς περνούσε στην επίθεση. Με το στόμα της ανοιχτό, τα δόντια της έδειχναν σαν αρπακτικού ζώου Τα μάτια της είχαν ένα γυαλιστερό μαύρο χρώμα.
Η γυναίκα ντετέκτιβ στη μαύρη λογοτεχνία, φτιαγμένη από το εκμαγείο του άντρα συναδέλφου της, είναι πρόκληση για έναν/μια συγγραφέα και ασφαλώς καθόλου εύκολη υπόθεση. Και ίσως ο/η συγγραφέας να μην αποφύγει να της προσδώσει ορισμένα «αντρικά» χαρακτηριστικά, προκειμένου να σταθεί επάξια του σκληρού ρόλου της η γυναίκα ντετέκτιβ, προκειμένου να πειστεί ο αναγνώστης.
Σημ. Οι αναφορές σε βιβλία και πρόσωπα για να στηριχτούν κάποια συμπεράσματα για το νουάρ μυθιστόρημα σίγουρα συνιστούν ένα πολύ μικρό δείγμα, μη αντιπροσωπευτικό της παγκόσμιας λογοτεχνικής παραγωγής. Και φυσικά, όπως σε όλες τις ανάλογες συζητήσεις, το κείμενο καταλήγει με μια άνω τελεία στο τέλος.
Το κείμενο επιμελήθηκαν η Δήμητρα Αλιφιεράκη και ο Γιώργος Καλαμπόκας.
Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)
Προσθέστε σχόλιο