Τεύχος #02 Παλαιοβιβλιοπωλείο

Ένα βέλος του χρόνου στην καρδιά του παρελθόντος

Form-giving Fire 2018. Φωτογραφία του Bruno Gulli.

Το Βέλος του Χρόνου
Μάρτιν Έιμις (Martin Amis)
Εκδόσεις Νεφέλη, 1995, 189 σελίδες

Όταν έπεσε στα χέρια μου το «Βέλος του Χρόνου» του Μάρτιν Έιμις (Martin Amis), το μυαλό μου πήγε αμέσως σε ένα άλλο βιβλίο με τον ίδιο ακριβώς τίτλο στην ελληνική του έκδοση από το Κάτοπτρο. Εκείνο το βιβλίο βέβαια, από τις αρχές της δεκαετίας του ‘90 και τις πρώτες εφηβικές μας αναζητήσεις στον χώρο της εκλαϊκευμένης επιστήμης, μιλούσε για τις προσπάθειες των επιστημόνων να λύσουν το μυστήριο του χρόνου. Αν θυμάμαι καλά, διερευνούσε, μεταξύ άλλων, το γιατί ο χρόνος φαίνεται να πηγαίνει μόνο προς μια κατεύθυνση και το αν είναι δυνατόν να γυρίσει ο χρόνος πίσω.

Στο τελευταίο ερώτημα το βιβλίο του Έιμις, όντας μυθιστόρημα, απαντά καταφατικά, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τον αφηγητή της ιστορίας. Ο Έιμις περιστρέφει όλο του το μυθιστόρημα γύρω από μια πρωτότυπη, όσο και μεγαλεπήβολη ιδέα: τι θα γινόταν αν ένας άνθρωπος ζούσε προς τα πίσω τη ζωή που έχει ήδη ζήσει; Και μάλιστα αν τη ζούσε ανάποδα ως απλός παρατηρητής μέσα στο ίδιο του το σώμα, χωρίς να θυμάται τίποτα από αυτή;

Ο Έιμις στο βιβλίο αυτό αποφάσισε ότι αυτό το «ανάποδα» θα έπρεπε να ισχύει και για τον υπόλοιπο κόσμο και όχι μόνο για αυτόν τον άνθρωπο: ο ήλιος να ανατέλλει από τη Δύση, οι διάλογοι να ξεκινούν από το τέλος τους, ο Ρίγκαν να προηγείται του Κάρτερ, η γέννα της εγκυμοσύνης και πάει λέγοντας.

Πρόκειται, όπως καταλαβαίνετε, για μια πραγματικά πολύ απαιτητική συγγραφική σύμβαση, που ενέχει τον κίνδυνο είτε να εγκαταλειφθεί στα μισά από τον συγγραφέα είτε να καταντήσει βαρετή μετά από μερικές σελίδες. Ο Άγγλος συγγραφέας όμως καταφέρνει να δημιουργήσει έναν κόσμο πειστικό και ταυτόχρονα διεστραμμένο, μεταφορικά και κυριολεκτικά. Δεν επαναπαύεται όμως σε αυτό, αλλά χρησιμοποιεί αυτή τη σύλληψη ως όχημα για να αναμετρηθεί με «τη φύση της προσβολής», όπως γράφει κάπου ο Πρίμο Λέβι αναφερόμενος στο Ολοκαύτωμα.

Κι αυτό γιατί ο άνθρωπος του οποίου την ζωή παρακολουθούμε να γυρίζει σελίδα τη σελίδα προς τη μήτρα που τον γέννησε δεν είναι παρά ένας από τους ναζί γιατρούς του Άουσβιτς που διέφυγε στις ΗΠΑ και έζησε εκεί μέχρι τον θάνατό του έχοντας πλαστή ταυτότητα και δουλεύοντας και πάλι ως γιατρός, προσπαθώντας να ξεχάσει την προηγούμενή του ζωή με την ιατρική και τις γυναίκες. Κι αν στο βιβλίο ο αναγνώστης βεβαιώνεται για την πραγματική ταυτότητα του πρωταγωνιστή αρκετά μετά τη μέση του, πρόκειται για ένα από τα ελάχιστα βιβλία όπου η εκ των προτέρων αποκάλυψη όχι μόνο δεν καταστρέφει την αναγνωστική εμπειρία, αλλά τη διευρύνει, όπως θα φανεί παρακάτω· δεν είναι τυχαίο ότι αυτό το στοιχείο δίνεται τόσο στο οπισθόφυλλο, όσο και σε κάθε κριτική του παρουσίαση (παρά το ότι είναι πλέον εξαντλημένο στην Ελλάδα, πρόκειται για ένα πολυσυζητημένο βιβλίο στο εξωτερικό).

Ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής λοιπόν, ο εαυτός, η συνείδηση ή, αν θέλετε, η ψυχή ενός συνταξιούχου γιατρού, ξυπνά (ή καλύτερα, γεννιέται) τη στιγμή που ο ηλικιωμένος πεθαίνει. Γύρω του βρίσκονται γιατροί και μια από τις πρώτες του συνειδητές σκέψεις είναι ότι μισεί όλους τους γιατρούς, τους «πορτιέρηδες της ζωής». Πράγματι, αυτός ακριβώς θα είναι ο ρόλος που θα παίζουν διαρκώς στην ανάποδη ζωή του· σε έναν κόσμο όπου η χρονική διαδοχή έχει αντιστραφεί, οι σχέσεις μεταξύ αιτίων και αιτιατών διαλύονται ή διαστρεβλώνονται, και οι γιατροί εμφανίζονται είτε ως κάποιοι που δεν κάνουν τίποτα ιδιαίτερο προκειμένου να ζήσει ο ασθενής:

Θέλετε να μάθετε τι δουλειά κάνω; Εντάξει, λοιπόν. Κάποιος έρχεται με επιδέσμους στο κεφάλι. Χωρίς χρονοτριβή του βγάζουμε τον επίδεσμο. Έχει μια τρύπα στο κεφάλι. Τι κάνουμε λοιπόν; Του κολλάμε ένα γρέζι πάνω στην τρύπα. Διαλέγουμε από το καλάθι των σκουπιδιών ή από το πάτωμα ένα μεγαλούτσικο και σκουριασμένο. Έπειτα τον βγάζουμε στην Αίθουσα Αναμονής, τον αφήνουμε λίγη ώρα να βογκάει και τον ξαποστέλνουμε στο σκοτάδι.

είτε, στο Άουσβιτς πια, παραστέκονται στην ανάσταση των Εβραίων από τους ομαδικούς τους τάφους:

Όλα έγιναν όπως πάντα: αρχικά τους μαζέψαμε από έναν ομαδικό τάφο, κάπου στο δάσος, και περιμέναμε κοντά στο καμιόνι πάνω στο δρόμο, μέχρι να κάνει τη δουλειά του το μονοξείδιο του άνθρακα . Όλοι οι άντρες μου ήταν ντυμένοι σαν γιατροί, με λευκές μπλούζες, με στηθοσκόπια κρεμασμένα μπροστά τους, μιλούσαν, γελούσαν και κάπνιζαν περιμένοντας ν’ ακούσουν τις γνώριμες φωνές και τα χτυπήματα από το εσωτερικό. […] Τέλος συνοδέψαμε όλη την ομάδα, κάπου τριάντα ψυχές, σε μια χαμηλή αποθήκη…

Καθώς τα χρόνια στις ΗΠΑ περνούν (ή μάλλον, γυρνούν προς τα πίσω), ο γιατρός, που προς το παρόν ονομάζεται Τοντ Φρέντλυ, μικραίνει ηλικιακά και η φυσική του κατάσταση βελτιώνεται, ενώ η φωνή μέσα του σχολιάζει, άλλοτε ανυποψίαστη και άλλοτε ανελέητη, ό,τι συμβαίνει στον Τοντ, όπως εδώ που αναπολεί τα γηρατειά (και μας θυμίζει πόσο απατηλή είναι η άφεση αμαρτιών που αυτά δίνουν):

…είμαι σίγουρος πως του λείπει η γεμάτη ασφάλεια και ηθική ουδετερότητα γαλήνη, όταν φορούσε την παθητική στολή του γήρατος. Οι γέροι δεν είναι βάναυσοι. Δεν ψάχνουμε ανάμεσα στους γέρους, ανάμεσα στους σκυμμένους από τα χρόνια, να βρούμε τους βάναυσους.

αλλά και ό,τι συμβαίνει στην αμερικανική κοινωνία γύρω του:

Ίσως το Βιετνάμ να του έκανε καλό. Οι αλλοπαρμένοι χίπιδες και οι περίεργοι τύποι που πάνε εκεί πέρα, μετά από λίγο καιρό στο μέτωπο, στο Ναμ, γυρνάνε καθαροί και λογικοί…

Όσο περισσότερο ο αναγνώστης βυθίζεται σε αυτό παράξενο ταξίδι στο παρελθόν, κατά το οποίο προοικονομείται σποραδικά με έναν αδρό τρόπο η κατάληξή του, τόσο περισσότερο συνειδητοποιεί τη φρίκη που κρύβει αυτή η κατάληξη· αν όλα στον κόσμο αυτό γίνονται αντιληπτά ως το αντίθετο αυτού που είναι στον δικό μας -ο χωρισμός ως η πρώτη γνωριμία του ζευγαριού, η αγορά προϊόντων ως πώληση, η ιατρική θεραπεία ως τραυματισμός και βλάβη του ασθενούς- τότε πώς θα γίνει αντιληπτή η «δουλειά» του Μένγκελε (του «θείου Πέπι») και των υφισταμένων του στο Άουσβιτς; Οι φούρνοι και οι θάλαμοι αερίων; Τα γκέτο και η Νύχτα των Κρυστάλλων;

Και όντως. Ακολουθώντας την αντίστροφη παράνομη πορεία από αυτήν που τον έφερε στις ΗΠΑ, και αφού αλλάξει δυο-τρία ονόματα ακόμη μέχρι να αποκτήσει το κανονικό, γερμανικό του όνομα, ο Τοντ θα φτάσει τελικά στο Άουσβιτς, όπου θα αποκτήσει επιτέλους λογική και νόημα ο παράλογος ως τότε κόσμος για τον αφηγητή. Διότι, σε αυτόν τον αντεστραμμένο κόσμο, το Άουσβιτς είναι ο τόπος γέννησης ενός λαού, ο τόπος όπου δημιουργούνται μαζικά οι Εβραίοι, ο τόπος όπου ο χρυσός που μάζευε τόσα χρόνια ο γιατρός θα εναποτεθεί -κάπως βίαια έστω- μέσα στα στόματα των ανθρώπων αυτών:

Η δημιουργία είναι εύκολη. Και άσχημη. Χίερ ιστ κάιν βαρούμ. Εδώ δεν έχει γιατί. Εδώ δεν έχει πότε, πώς, πού. Ο υπερφυσικός σκοπός μας είναι να ονειρευτούμε μια φυλή. Να φτιάξουμε ένα λαό από τον καιρό. Από τον κεραυνό και την αστραπή. Με το γκάζι [sic· εννοεί τα αέρια (σ.σ.)], με τον ηλεκτρισμό, με τα σκατά, με τη φωτιά.
[…] Ήξερα πως το χρυσάφι μου είχε ιερό προορισμό. Τόσα χρόνια το μάζευα και το προόριζα για τα δόντια των Εβραίων. Τα περισσότερα ρούχα τα προσέφερε η Νεολαία του Ράιχ. Μαλλιά για τους Εβραίους έστελνε η Φίλτσφαμπρικ Α.Ε. από το Ροθ, κοντά στη Νυρεμβέργη. Ολόκληρα βαγόνια. Τρένα ολόκληρα.

Εδώ λοιπόν, στο Άουσβιτς, δικαιώνεται τελικά το αφηγηματικό τέχνασμα του Έιμις· ο μόνος τρόπος για να συλλάβει το ανθρώπινο μυαλό αυτό που συνέβη εκεί, καθώς και στα άλλα στρατόπεδα θανάτου, ο μόνος τρόπος για να βρει κάποιο νόημα σε όλο αυτό, είναι να αντιστρέψει το βέλος του χρόνου, δηλαδή να εφαρμόσει κάτι που αντίκειται πλήρως σε κάθε κανόνα λογικής. Το να δεις την Τελική Λύση να ξεδιπλώνεται ανάποδα, το να δεις να ανασταίνουν οι ναζί τους Εβραίους και να κάνουν επάνω τους πειράματα για να τους κάνουν καλά, όσο κι αν ακούγονται παράλογα, μοιάζει να λέει ο Έιμις, είναι πιο λογικά από αυτό που διαπράχθηκε όντως, δηλαδή τη «βιομηχανική» εξόντωση εκατομμυρίων ανθρώπων.

Και αφού ο μόνος τρόπος για να εκλογικευτεί το Ολοκαύτωμα είναι ένας τέτοιος παραλογισμός, η εκλογίκευση αυτού του ορθολογικά και συστηματικά οργανωμένου εγκλήματος δεν μπορεί παρά να είναι απολύτως αδύνατη. Όπως γράφει και ο συγγραφέας στον επίλογο του βιβλίου, η «φύση της προσβολής ήταν […] μοναδική, όχι στη βιαιότητά της, ούτε στη δειλία της, αλλά στο ύφος -στο συνδυασμό του αταβιστικού με το μοντέρνο».

Το συγκλονιστικό αυτό βιβλίο, οξυδερκές και με μια κυριολεκτικά φρέσκια οπτική γωνία, γεμάτο κυνικό χιούμορ και φρικιαστικές λεπτομέρειες, εκδόθηκε στην Ελλάδα το 1995 από τη Νεφέλη και θα μπορούσε να έχει αφήσει εποχή και στη χώρα μας, αλλά μάλλον ατύχησε από πλευράς μετάφρασης, καθώς ο ήδη παραμορφωμένος κόσμος του γίνεται ακόμη πιο απρόσιτος εξαιτίας αβασάνιστων εκφράσεων και κατά λέξη μεταφράσεων αγγλικών ιδιωματισμών· ένα παράδειγμα, πέρα από αυτό με το γκάζι που αναφέρεται πιο πάνω, είναι το σημείο όπου μια γυναίκα «κάθεται στο τραπέζι, κατακόκκινη, φουντωμένη, αρχοντική, αποφασισμένη -τέλος πάντων, τελείως κατουρημένη» (!!!), όπου προφανώς το αγγλικό πρωτότυπο έγραφε «pissed», το οποίο φυσικά σημαίνει και «εξοργισμένη». Ευχόμαστε, αφού το βιβλίο είναι μάλλον εξαντλημένο, να το δούμε να επανεκδίδεται κάποια στιγμή σε νέα μετάφραση.

Σχετικά με τον συντάκτη

Αντώνης Γαζάκης

Ο Αντώνης Γαζάκης αποφοίτησε από τη Σχολή Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων το 2000 και από το 2004 εργάζεται στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Διαβάζει πολλή λογοτεχνία, και ενίοτε γράφει γι’ αυτή στο μπλογκ του μαζί με δικά του μικρολογοτεχνικά κείμενα, ενώ άρθρα του επί παντός επιστητού δημοσιεύονται επίσης στο alterthess.gr, στο thegreekcloud.com και αλλού. Ζει στη Θεσσαλονίκη και όταν δεν διαβάζει, παίζει θέατρο, κιθάρα, Civilization και διάφορα RPG ή βλέπει σειρές μυστηρίου. Από τον Σεπτέμβριο του 2019 μέχρι τον Δεκέμβριο του 2020 διετέλεσε δημοτικός σύμβουλος στον Δήμο Θεσσαλονίκης, εκλεγμένος με το ενωτικό ψηφοδέλτιο «Πόλη Ανάποδα - Δύναμη Ανατροπής».

Προσθέστε σχόλιο

Πατήστε εδώ για να σχολιάσετε

Secured By miniOrange