Παρασυρμένοι από τον άνεμο που μεταφέρει την υπόσχεση της τύχης, οι άνθρωποι έρχονται στο χρυσωρυχείο της Serra Pelada. Κανείς δεν καταλήγει εκεί με τη βία, όμως μόλις φτάσουν, όλοι γίνονται σκλάβοι του ονείρου του χρυσού και της ανάγκης να παραμείνουν ζωντανοί. Μόλις μπεις μέσα, είναι αδύνατο να φύγεις.
Κάθε φορά που σε ένα τμήμα ανακαλύπτεται χρυσός, οι άνδρες που κουβαλούν εκεί τόνους λάσπης και χώματος έχουν, βάσει νόμου, το δικαίωμα να κρατήσουν ένα από τα σακιά που μάζεψαν. Και μέσα μπορούν να βρουν τύχη και ελευθερία. Έτσι, οι ζωές τους γίνονται μια ξέφρενη ακολουθία κατάβασης και ανάβασης από τα βάθη του ορυχείου, κουβαλώντας ένα σακί χώμα και την ελπίδα του χρυσού.
Όποιος φτάνει εκεί για πρώτη φορά βλέπει μια τρομακτική και βασανισμένη όψη του ανθρώπινου όντος: 50.000 άνδρες ως γλυπτά από λάσπη και όνειρα. Το μόνο που ακούγεται είναι μουρμουρητά και πνιγμένες φωνές, και το ξύσιμο των φτυαριών που τα κινούν ανθρώπινα χέρια, όχι μηχανές. Είναι ο ήχος του χρυσού που αντηχεί μέσα από την ψυχή των κυνηγών του.
Sebastião Salgado, 1992
Η Serra Pelada, 430 χιλιόμετρα νότια από τις εκβολές του ποταμού Αμαζονίου, υπήρξε ένα από τα μεγαλύτερα χρυσωρυχεία της Βραζιλίας. Το 1979, ένα παιδί που κολυμπούσε κοντά στις όχθες ενός ποταμού της περιοχής βρήκε εκεί ένα κομμάτι πετρώματος που περιείχε 6 γραμμάρια χρυσού. Η είδηση διέρρευσε και μέχρι το τέλος της εβδομάδας ξεκίνησε ο πυρετός του χρυσού. Σύντομα, δεκάδες χιλιάδες τυχοδιώκτες συρρέουν στην απομακρυσμένη περιοχή, η οποία μετατρέπεται στο μεγαλύτερο –και, απ’ ότι λέγεται, το πιο βίαιο– χρυσωρυχείο στον κόσμο. Η πρόσβαση είναι εξαιρετικά δύσκολη· οι ντόπιοι οδηγοί χρεώνουν τεράστια ποσά για να μεταφέρουν τους επίδοξους χρυσωρύχους στην πλησιέστερη πόλη, που απέχει περίπου 15 χιλιόμετρα από το ορυχείο (απόσταση που πρέπει να διανύσουν με τα πόδια) και η οποία γρήγορα μετατρέπεται σε ένα γιγαντιαίο πορνείο όπου οι βίαιες συμπλοκές και οι δολοφονίες είναι καθημερινά φαινόμενα.
Κάθε χρυσωρύχος δικαιούταν μια περιοχή 2×2 τετραγωνικά μέτρα, κι έτσι το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να σκάψει σε βάθος. Σκάβοντας όλο και πιο βαθιά, κάτω από άθλιες συνθήκες και χωρίς καμία πρόβλεψη ασφαλείας, σταδιακά οι περιοχές αποδυναμώνονταν στατικά και κατέρρεαν, συχνά σκοτώνοντας αρκετούς από τους εργάτες. Στην αιχμή της, η Serra Pelada απασχολούσε κάπου 100,000 εκσκαφείς, τους λεγόμενους “garimpeiros”, οι οποίοι γέμιζαν σακιά με χώμα και πέτρες που ζύγιζαν από 30 έως 60 κιλά και τα ανέβαζαν από σκάλες φτιαγμένες με ξύλα και σχοινιά στην κορυφή του ορυχείου, 400 μέτρα ψηλότερα, για κοσκίνισμα. Για κάθε σακί έπαιρναν 20 σεντς, κι ένα μπόνους εάν μέσα υπήρχε χρυσός. Επειδή ήταν πάντα καλυμμένοι με λάσπη, τους αποκαλούσαν “mud hogs” –«γουρούνια της λάσπης».
Δημήτρης Κεχρής
Μια εποχή στην Κόλαση
Η θεωρητική συζήτηση δεκαετιών που έχει αναπτυχθεί γύρω από τη βαθιά και αινιγματική σχέση της φωτογραφίας με το χρόνο και με το θάνατο συναντά στην εικόνα του Sebastião Salgado με τίτλο The Gold Mine, Brazil ένα κατεξοχήν αντικείμενο του ενδιαφέροντός της, καθώς σε αυτήν το πραγματικό ανάφορο και η φύση του ίδιου του φωτογραφικού μέσου συνωμοτούν τρομακτικά.
Σε κάθε φωτογραφία η διάκριση παρελθόντος-παρόντος-μέλλοντος καταρρέει. Σε κάθε φωτογραφία το παρελθόν ενός ήδη συντελεσμένου μέλλοντος εγείρει αξιώσεις αέναου παρόντος. Ζωής μετά θάνατον. Κάθε φωτογραφία είναι ένας ζωντανός νεκρός. Όπως και οι εργάτες στο χρυσωρυχείο Serra Pelada. Ζωντανοί νεκροί όχι μόνο στη φωτογραφία, αλλά και μέσα σε αυτήν την πελώρια τρύπα την ανοιγμένη στο σώμα της Γης, καθώς καταρριχώνται σαν να κατεβαίνουν στον Κάτω Κόσμο. Και άλλοτε επιστρέφουν, άλλοτε όχι. Από εκεί που δεν υπάρχει χρόνος. Η απουσία μάλιστα οποιασδήποτε μηχανής γύρω τους και γενικότερα η απουσία οποιουδήποτε ίχνους που να μαρτυρά συγκεκριμένη εποχή συνηγορούν σε μια αίσθηση συγγενική με το χαοτικό δέος που μάς κατακλύζει όταν σκεφτόμαστε τα εκατομμύρια δούλων που έχτιζαν τις Πυραμίδες, με τον αρχαϊκό τρόμο που διατρέχει τις περισσότερες αφηγήσεις της Παλαιάς Διαθήκης, με την εφιαλτική σύγχυση που κατέκλυσε τον Πύργο της Βαβέλ ή με την αγριότητα που συνόδευε τις μεσαιωνικές μάχες. Η εικόνα του Salgado είναι ένα τεκμήριο θανάτου σε ενεστώτα διαρκείας.
Την ίδια στιγμή βέβαια, ιδωμένη στο κοινωνικοϊστορικό συγκείμενό της, η φωτογραφία αυτή μάς δίνει μια εικόνα της φυσιογνωμίας του ύστερου καπιταλισμού.
Τραβηγμένη το 1986 στη βορειοδυτική Βραζιλία, η φωτογραφία του Salgado απεικονίζει στίφη εργατών φορτωμένων με σακιά βουτηγμένων μέχρι τελευταία σπιθαμή του κορμιού τους στη λάσπη να ανεβοκατεβαίνουν με ξύλινες σκάλες έναν λάκκο βάθους άνω των 400 μέτρων. Στο διαβόητο αυτό χρυσωρυχείο, το μεγαλύτερο στον πλανήτη στα μέσα της δεκαετίας του 1980 με πάνω από 50.000 εργάτες, η εκμετάλλευση και οι θάνατοι στα έγκατά του έφταναν σε σημείο παροξυσμού, ενώ οι δολοφονίες, η βία και η πορνεία αποτελούσαν κοινό τόπο στη γειτονική πόλη. Τα υψηλής τεχνολογίας επιτεύγματα του μεταβιομηχανικού κόσμου δεν περιόρισαν φυσικά τις μεθόδους απόσπασης απόλυτης υπεραξίας (έτσι ο τίτλος του ευρύτερου έργου όπου εντάσσεται η φωτογραφία αυτή, Workers: An Archaeology of the Industrial Age 1986–92, μάλλον αποκτά μια πολυεπίπεδη ειρωνεία), ενώ οι μεταπολεμικές υποσχέσεις ευμάρειας που υποτίθεται απευθύνονταν σε όλους, τελικά μάλλον δεν αφορούσαν αυτούς που βρίσκονται στον πάτο του οικοδομήματος της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας.
Η εικόνα του Salgado είναι η εικόνα μιας εποχής στην Κόλαση. Τη μυθική και την πραγματική μαζί.
Μαρία Λούκα
Ένα καλειδοσκόπιο του καπιταλισμού
Όταν ο Salgado φωτογράφιζε τα ορυχεία χρυσού στη Serra Pelada είπε ότι «ένιωθε σα να ταξιδεύει στα έγκατα του χρόνου», σ’ εκείνο το σημείο που ο χρόνος απαλείφει τους προσδιορισμούς του, χάνει τις διαστάσεις του και αχρονοποιείται. Θα μπορούσε η εικόνα του να είναι βγαλμένη από τις τιμωρητικές παλαιογραφικές αφηγήσεις, ένα κρυμμένο στιγμιότυπο από το ένοχο μεσαιωνικό παρελθόν της Ευρώπης αλλά κι ακόμα, μια δυστοπική προβολή του αποξηραμένου μέλλοντος σ’ ένα συνεχές που το απόκοσμο εφάπτεται με την κοσμική εκδοχή της αβίωτης ζωής. Της ζωής που δεν έχει καμία προστατευτική κάλυψη, είναι γυμνή –σύμφωνα με τον Αγκάμπεν– και αγγίζει τη μέγιστη απροσδιοριστία της.
Στο κάδρο του Salgado οι άνθρωποι δεν έχουν ταυτότητα, δεν έχουν ονοματεπώνυμο, δεν έχουν πρόσωπο. Δε μπορείς να διακρίνεις αν είναι νέοι ή γέροι, αν είναι χαρούμενοι ή θυμωμένοι, αν τραγουδάνε, αν κουβεντιάζουν ή αν απλώς επιτελούν μια τελετουργία σιωπής. Δε μπορείς να δεις τον ιδρώτα να στάζει στο χώμα, πως γίνονται τα χέρια όταν σκάβουν, τι χρώμα έχει το βλέμμα όταν ανεβαίνει 400 μέτρα πιο κοντά στο φως. Είναι μηδαμινοί και πλασματικοί. Στη συντελεσμένη απανθρωποίηση τους μοιάζουν με ομοιόμορφα σχεδιασμένα μικροσκοπικά ολογράμματα που ακινητοποιούνται στις δαιδαλώδεις ανηφορικές στροφές ενός video game επιβίωσης.
Η Serra Pelada υπήρξε το μεγαλύτερο ανοιχτό ορυχείο χρυσού στον κόσμο. Εργάτες, απόκληροι, φτωχοί, τυχοδιώκτες έσκαβαν σε μια έκταση 430 χιλιομέτρων για να βρουν χρυσό. Γέμισαν σάκους με λάσπη και ανέβαιναν στην επιφάνεια μέσα από αυτοσχέδιες σκάλες ελπίζοντας ότι όταν ανοίξουν τους σάκους θα βρουν κάτι να γυαλίζει, το διαβατήριο εξόδου από το φάσμα της μιζέριας. Το ορυχείο ήταν θεμελιωμένο στον κοινωνικό δαρβινισμό και τη βία. Οι εργάτες τσακώνονταν και ανταγωνίζονταν μεταξύ τους για ένα μερίδιο στην απατηλή συνήθως προσδοκία της ανόδου. Επιβαλλόταν ο ισχυρότερος. Πολλοί θάφτηκαν στις λάσπες. Οι θάνατοι τους δεν εξερευνήθηκαν ποτέ. Θεωρήθηκαν ανάξιοι οδύνης και πένθους.
Αν το σκεφτείς, είναι ένα ατάραχο καλειδοσκόπιο του καπιταλισμού. Στους κατοπτρισμούς του αχνοφέγγουν η κατασταλτική και η παραγωγική μορφή της εξουσίας. Οι άνθρωποι δουλεύουν για να αναπαράξουν τους υλικούς όρους της επιβίωσης τους, αποσυνδεδεμένης από τις πνευματικές και ψυχικές λειτουργίες της κοινωνικής ύπαρξης. Σκάβουν πιο άγρια, πιο βαθιά, πιο μοναχικά πεισμένοι ότι αν βρουν το πολύτιμο μέταλλο θα γίνουν κομμάτι της εξουσίας. Δε στρέφονται ποτέ ενάντια στην εξουσία, αλλά μόνο ενάντια στον Άλλον που σκάβει στο διπλανό οικόπεδο, σ’ αυτόν που είναι πιο αδύναμος, πιο φτωχός, πιο ευάλωτος. Κι η εξουσία στρογγυλοκάθεται πιο αναπαυτικά στο θρόνο της και γυαλίζει τα δόντια της με τόνους χρυσόσκονης.
Στους δικούς μας καιρούς που ο νεοφιλελευθερισμός και ο φασισμός αποτελούν δύο όψεις μιας περιστρεφόμενης πόρτας, η Serra Pelada είναι ένα εργοστάσιο παιδικής εργασίας στο Μπαγκλαντές που βγάζει ακριβά αθλητικά παπούτσια, οι ματωμένοι όροφοι μιας εταιρείας τηλεπικοινωνιών στο Παρίσι, οι start ups του εργασιακού στρες και της σεξουαλικής παρενόχλησης στη Silicon Valley και οι άγριες φράουλες στη Μανωλάδα. Οι ανθρώπινες κουκίδες είναι τα σώματα που σημαδεύτηκαν από το χνάρι της ετερότητας, τα σώματα που «περισσεύουν» στη χορογραφία του κέρδους, τα σώματα που αποϋποκειμενοποιούνται. Ένα μουσκεμένο ρούχο στο Αιγαίο, ένα στραπατσαρισμένο μηχανάκι στην Καβάλας, μια κηλίδα αίματος στην Ομόνοια.
Ο Δημήτρης Κεχρής είναι φωτογράφος και επιμελητής.
Η Μαρία Λούκα είναι δημοσιογράφος.
Προσθέστε σχόλιο