Κάποτε είναι κορίτσι και κάποτε γυναίκα. Κάποτε περιδιαβαίνει ανυπεράσπιστη στη ζωή και κάποτε διεκδικεί με περισσό θάρρος το μερίδιο που της αναλογεί. Στα ποιήματα που έχει μελοποιήσει ο Μάνος Χατζιδάκις –στο παρόν άρθρο γίνεται αναφορά στα ποιητικά έργα του Γκάτσου, σ’ ένα της Δημητρούκα, σ’ ένα του Συμεωνίδη και, βεβαίως, στα δικά του–, το θηλυκό στοιχείο έχει έντονη παρουσία, η οποία εκφράζεται με ποικίλα χαρακτηριστικά και μέσα και, αν μη τι άλλο, προκαλεί ποικίλες σκέψεις.
Ι. Ομορφιά, λήθη, αίνιγμα και τιμωρία
Ένα από τα πρωινά που άνοιξα το ραδιόφωνο στο σπίτι μου έτυχε να παίζει την Περιμπανού και το μυαλό μου πήγε στο Μεθυσμένο Κορίτσι. Το πρώτο γράφτηκε από τον Γκάτσο και κάνει το δισκογραφικό του ντεμπούτο στον προσωπικό δίσκο της Γαλάνη υπό τον τίτλο Ατέλειωτος δρόμος το 1983, ενώ το δεύτερο γράφτηκε από τον Χατζιδάκι και ακούγεται στον δίσκο Ο οδοιπόρος, το μεθυσμένο κορίτσι, και ο Αλκιβιάδης του 1974. Προηγείται και των δύο άλλη μία θηλυκή φιγούρα την οποία εντάσσω, προσωπικά, στην ίδια ομάδα με τις προαναφερόμενες και εννοώ τη Μικρή Ραλλού, ποίημα του Γκάτσου από της Γης το χρυσάφι του 1970. Η μικρή Ραλλού είναι ένα νεαρό κορίτσι –όπως και η Περιμπανού («κι ήτανε δεκαπέντε χρονών»), όπως και το μεθυσμένο κορίτσι (η χρήση του κοριτσιού έναντι της κοπέλας ή, πόσο μάλλον, της γυναίκας συνηγορούν στη νεαρή ηλικία)–, όμορφο, αντικείμενο διεκδίκησης εύρωστων, νέων αντρών («σαράντα παλικάρια με λιονταριού καρδιά (…) ρωτάν ποιος θα κερδίσει την ομορφονιά»). Οι στίχοι παραπέμπουν σε λαϊκό μύθο με τραγικό τέλος, αφού το φεγγάρι ζηλεύει τα παλικάρια (και το ωραίο κορίτσι) και στέλνει «τον μαύρο καβαλάρη» για να παίξει τον ρόλο του τελικού «νικητή» ή «τροπαιοφόρου». Ο Γκάτσος προσδίδει σ’ ένα στοιχείο της φύσης ανθρώπινα πάθη τα οποία και καθορίζουν την έκβαση της ιστορίας: η Ραλλού «τιμωρείται» θανάσιμα για την ομορφιά της.
Τη δροσιά της νιότης της δε χάρηκε ούτε η έφηβη Περιμπανού. Αυτή φαίνεται πως διαθέτει μια κρυμμένη γοητεία –όχι απαραίτητα λόγω της εξωτερικής της εμφάνισης–, μια καλά φυλαγμένη μοναδικότητα («έμοιαζε με κοχύλι στο βυθό του αυγερινού») που, όμως, δεν της δίνει κανένα πλεονέκτημα στον αγώνα της ζωής. Το αντίθετο, μάλιστα, συμβαίνει: «της ζωής το κύμα το παράφορο σάρωσε βάρκες και κουπιά» και το χειρότερο: «στο μεγάλο κόσμο τον αδιάφορο ποιος τη θυμάται τώρα πια;». Δεν διευκρινίζεται αν οι φουρτούνες που αντιμετώπισε η Περιμπανού την οδήγησαν στον θάνατο, αλλά ακόμη κι αν έμεινε ζωντανή, την περίμενε το alter ego του θανάτου, η λήθη –ενδεχομένως, πιο βάναυση εξέλιξη. Βέβαια, κάποιος υπάρχει που αντιστέκεται στη λησμονιά και αφηγείται την ιστορία της άτυχης (;) Περιμπανού. Και στα δύο ποιήματα, ο Γκάτσος περιγράφει την εκδοχή των δύσκολων, χαμένων νιάτων κι ίσως γι’ αυτό και οι δύο πρωταγωνίστριες να μοιάζουν περισσότερο τραγικές προσωπικότητες απ’ όσο θα φαίνονταν υπό άλλες συνθήκες, καθώς τους συμβαίνει κάτι, κατά το συνηθέστερο, αταίριαστο για την, θεωρητικά, ανέμελη ηλικία τους.
Με το Μεθυσμένο Κορίτσι τα πράγματα είναι κάπως διαφορετικά. Στην εισαγωγή του τραγουδιού, τίθενται ορισμένα ερωτήματα στα οποία ο καθείς μπορεί, μάλλον, να δώσει την απάντηση που επιθυμεί: «στ’ αλήθεια ήταν ένα κορίτσι λυπημένο που είχε διαλύσει τα όνειρά του και προσπαθούσε τώρα να τα συνδέσει ξανά με λεπτομέρειες ζωντανές; Ή έκρυβε μέσα της μια πρωτογονική κακία; (…). Το μεθυσμένο κορίτσι ήταν στ’ αλήθεια μεθυσμένο ή εμείς το βλέπαμε έτσι καθώς εκείνο λειτουργούσε φυσικά μέσα στους νόμους τους ονειρικούς;». Ο Χατζιδάκις γράφει σχετικά:
«Ο Οδοιπόρος περπατάει αδιάκοπα νύχτα και μέρα (…). Ξάφνου, σε κάποια ερημιά, συναντάει το Μεθυσμένο Κορίτσι να κλαίει ολομόναχο. Το πλησιάζει και πάει να το χαϊδέψει, μα εκείνο ευθύς βγάζει από τον κόρφο του ένα μαχαίρι και σαν αστραπή του κόβει το κεφάλι. Πέφτοντας καταγής, το σώμα του Οδοιπόρου μεταμορφώνεται και γίνεται ο Αλκιβιάδης. Κι από τη στγμή εκείνη, ο Αλκιβάδης ψάχνει μέσα του να βρει τον Οδοιπόρο. Το Μεθυσμένο Κορίτσι βυθίζεται σ’ ένα πηγάδι για να ενωθεί με το είδωλο ή του Οδοιπόρου ή του Αλκιβιάδη, αυτό ποτέ δεν θα το μάθει. Και ο Οδοιπόρος αδιάκοπα θα τριγυρνά μέσα στο σώμα του Αλκιβιάδη και μέσα στα οράματα του βυθισμένου κοριτσιού».
Τα πράγματα, λοιπόν, είναι διαφορετικά για το Μεθυσμένο Κορίτσι, διότι, σε αντίθεση με την Περιμπανού και τη Ραλλού, ήταν οι δικές της πράξεις που (προ)κάλεσαν τον θάνατο. Εντούτοις, αφενός δε διευκρινίζεται το κομμάτι των προθέσεών του και αφετέρου το ίδιο το κορίτσι πληρώνει το τίμημα των ενεργειών του. Βέβαια, «απ’ τα μάτια της δυο στάλες κι απ’ τα χέρια πέφτουν κι άλλες», ενώ «ο καημός χτυπάει σαν κεραυνός», επομένως συμπεραίνει κανείς την απόγνωσή του, αλλά και μια πιθανή μεταμέλεια, η οποία πιστεύω πως φτάνει στο ζενίθ της με την πτώση του στο πηγάδι ως ύστατη προσπάθεια «συνάντησης» με το θύμα του. Εάν υποθέσουμε ότι το Μεθυσμένο Κορίτσι ήταν, όντως λυπημένο, αποκαμωμένο από τη διάψευση των ονείρων του, υποταγμένο στους ονειρικούς νόμους, τότε η απόσταση που το χωρίζει από την Περιμπανού και τη Ραλλού μπορεί να μην είναι, τελικά, τόσο μεγάλη. Κάτι μεγαλύτερο της θέλησής του το κυριεύει και καθορίζει την πορεία του. Κάπου εδώ ταιριάζει να θυμηθούμε «το κορίτσι που βούλιαξε στο μεγάλο βάλτο» στο ποίημα της Δημητρούκα, που εντάσσεται στον δίσκο Χωρίον ο Πόθος του 1977. Το ρήμα «βουλιάζω» («το κορίτσι μου βουλιάζει» στο Μεθυσμένο Κορίτσι) διαθέτει περιγραφική ένταση, μεταφορικό σφρίγος και σ’ αυτές τις δύο περιπτώσεις (υπό)δηλώνει το αδιέξοδο της κάθε κοπέλας.
ΙΙ. Μελαγχολικός λυρισμός
Το 1966, στη Μυθολογία, ένα Αερικό κάνει την εμφάνισή του. Έτσι ονομάζει ο Γκάτσος «την κόρη που αγαπά». Συνώνυμο της κόρης γίνεται το λουλούδι και τα μάτια. Συνώνυμο όλων η ίδια η αγάπη. Στα χείλη εκείνης «το χαμόγελο πικρό» – μια σκιά πέφτει πάνω και σ’ αυτό το θηλυκό. Εδώ η ευθραυστότητα της κοπέλας αποκτά έναν μελαγχολικό τόνο, μια λυρική νωχέλεια η οποία αναδεικνύεται εξόχως από τη μελωδία του Χατζιδάκι. Σε παρόμοια συχνότητα εκπέμπει και το ποίημα Έτσι κοιμάται ολόγυμνη (από την ανολοκλήρωτη καντάτα Αμοργό, το συγκεκριμένο μελοποιήθηκε το 1972) όπου ο ποιητής φλερτάρει με τον ρομαντισμό συγκρίνοντας τη γυμνή γυναίκα με «μυγδαλιάς κλωνάρι» και βάζοντας τα στοιχεία της φύσης ν’ αλληλεπιδρούν μαζί της («από το παραθύρι της άνοιξης μπαίνει ο αυγερινός να την ξυπνήσει»). Τόσο το Αερικό όσο και το ολόγυμνο θηλυκό εκπέμπουν μια αδιόρατη έλξη, γίνονται πηγή ονειροπόλησης, τρυφερών αισθημάτων, ενώ χαρακτηρίζονται από μια αθώα αισθαντικότητα. Στο Έξι κορίτσια με ρωτούν του Νίκου Συμεωνίδη (δίσκος Δελτίο Καιρού, 1980) η έλξη προκαλεί πόνο, η αισθαντικότητα βασανίζει. Ο ερωτευμένος θέλει ν’ απαλλαγεί από τον έρωτα αν και παραδέχεται πως «με της αγάπης τα πουλιά κανείς δε θα γλιτώσει». Το αντικείμενο του πόθου παρομοιάζεται με πουλί που φέρει την αγάπη – τα πουλιά, όμως, ξέρουν να πετούν.
ΙΙΙ. Σαγήνη και ανεξαρτησία
Στο soundtrack του Ποτέ την Κυριακή (1960) μια «όμορφη, κούκλα, μπουμπούκα, θαυματουργή Ίλυα» δημιουργεί μια αλλιώτικη εικόνα γυναίκας από αυτές που έχουμε δει ως τώρα. Είναι μια γυναίκα πλανεύτρα που ο υπογράφων τους στίχους Χατζιδάκις προειδοποιεί: «μην την κοιτάς γιατί θα κάνει σκοτωμούς». Η απόλυτη κυριαρχία. Το 1963, ο Χατζιδάκις επανέρχεται στο ίδιο μοτίβο, αυτή τη φορά για το soundtrack της ταινίας Μαγική Πόλις. Η Κυρά δεν είναι άλλη μια γυναίκα, είναι αυτή που προκαλεί τον θαυμασμό των –μικρών και μεγάλων– αρσενικών της γειτονιάς, εκείνη για την οποία ο αγαπημένος της γίνεται κάτι σαν υπηρέτης των επιθυμιών της: «και το δειλινό ο καλός της κάνει πάντα το δικό της». Ένας αρσενικός φόβος πλανάται και σ’ αυτό το τραγούδι: «Κι όταν βγει στο παραθύρι πώς φοβάμαι μη με δείρει και κλειστώ σε μοναστήρι και με φάνε οι καλογήροι». Τα θέλγητρα της γυναικός έχουν, αλίμονο, συνέπειες βαριές! Ο Γκάτσος με το Δεσποινάκι (δίσκος Επιστροφή, 1970) επαναφέρει τον… ερωτοχτυπημένο άντρα που παρακαλεί την αγαπημένη να του δώσει προσοχή επί ματαίω. Στις τρεις αυτές περιπτώσεις και ειδικά στο Δεσποινάκι, η ατμόσφαιρα είναι ελαφριά, σε κάποια σημεία περιπαικτική – η υπερβολή που εκφράζεται μέσω των αντιδράσεων του άντρα συντελεί σε αυτό (βλ. παραπάνω σχόλιο για τον φόβο)–, η διεκδίκηση της γυναίκας, παρά τα βάσανα, έχει μια ευθυμία.
Τη δεκαετία του 1980 με την Παναγία των Πατησίων του Γκάτσου (δίσκος Πορνογραφία, 1982) και τη Μαριάνθη των Ανέμων του Χατζιδάκι (δίσκος Οι μπαλάντες της οδού Αθηνάς, 1983) τα θηλυκά έχουν τσαγανό, παρουσιάζουν μια απενοχοποιημένη εξωστρέφεια –δε νομίζω πως θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι αφήνονται ορισμένες αιχμές για την ηθική τους συνέπεια– και η ζωή τους αποτελεί, τρόπον τινά, μια μικρογραφία της κοινωνίας εκείνης της εποχής με τις δυσκολίες, τα ταμπού και τις μικροαστικές αντιλήψεις – παρούσες όχι μόνο στην επαρχία, αλλά και στις μεγαλουπόλεις. Θαρρώ πως δεν είναι τυχαίο που λίγα χρόνια μετά, το 1988, η Λίνα Νικολακοπούλου, λόγου χάρη, με τα τραγούδια Η Σουλτάνα η Φωφώ και Μοίρες (δίσκος Μαμά γερνάω) προσφέρει στους ακροατές δύο γυναίκες που έχουν πολλές συγγένειες με τις χατζιδακικές μούσες.
IV. Αποφώνηση
Όλες οι γυναικείες μορφές που ξετυλίχτηκαν σύντομα σ’ αυτό το άρθρο αποτελούν, επί της ουσίας, όψεις του κοινωνικού γίγνεσθαι και διατυπώσεις του ποιητικού είναι. Αποτελούν σημεία αναφοράς στο έργο του Χατζιδάκι ειδικά, αλλά και στην ελληνική μουσική εν γένει. Είναι κομμάτια στο εν εξελίξει ψηφιδωτό της γυναικείας υπόστασης τόσο στην τέχνη, όσο και στη ζωή. Εάν πιστέψουμε ότι ο ορισμός της ζωής κι ο ορισμός της τέχνης δεν περιφέρονται ο ένας γύρω από τον άλλον, κατά το πρότυπο της κίνησης της Σελήνης γύρω από τη Γη.
Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)
Προσθέστε σχόλιο