Κριτική Τεύχος #14

Η Αστυνομία Πόλεων και η επιβολή του σύγχρονου αστικού πολιτισμού

Με ποιον τρόπο η ίδρυση της Αστυνομίας Πόλεων συνέβαλε στην Ελλάδα σε μια διαδικασία εμπέδωσης του πολιτισμού; Ο Αχιλλέας Φωτάκης στη διατριβή του «Αστυνομία Πόλεων, τα πρώτα βήματα στην Ελλάδα του μεσοπολέμου» είναι αποκαλυπτικός.

Αστυνομία πόλεων:
Τα πρώτα βήματα στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου
Αχιλλέας Φωτάκης
Θεμέλιο 2022 | 366 σελίδες

Πρόσφατα κυκλοφόρησε σε βιβλίο από τις εκδόσεις Θεμέλιο η διατριβή του Αχιλλέα Φωτάκη με τίτλο «Αστυνομία Πόλεων, τα πρώτα βήματα στην Ελλάδα του μεσοπολέμου». Πρόκειται για ένα έργο το οποίο αποτυπώνει στα διαφορετικά του κεφάλαια έναν κοινό στόχο: την προσπάθεια της αστικής τάξης να «εκπολιτίσει» την ελληνική κοινωνία. Τι εννοούμε όμως με τον όρο «πολιτισμένη κοινωνία» και πώς η ίδρυση της Αστυνομίας των Πόλεων στην Ελλάδα μπορούσε να συμβάλει σε αυτή τη διαδικασία; Ας μας επιτραπεί μια εκτεταμένη παρέκβαση.

Το 1939, ο Νόρμπερτ Ελίας, ένας Γερμανός διανοούμενος της λεγόμενης Σχολής της Φρακφούρτης ή Σχολής της Κριτικής Θεωρίας, χρησιμοποίησε σε ένα πολύ σημαντικό βιβλίο, μεταφρασμένο στα ελληνικά ως «Η Εξέλιξη του Πολιτισμού», ένα πολύ ενδιαφέρον παράδειγμα. «Ας σκεφτούμε,» γράφει, «τους ανώμαλους, άστρωτους, σκαμμένους από τη βροχή και τον αέρα δρόμους σε μιά απλή κοινωνία φυσικής οικονομίας. Η κίνηση είναι με ελάχιστες εξαιρέσεις μικρή. Ο βασικός κίνδυνος έχει τη μορφή πολεμικής η ληστρικής επιδρομής. Αν οι άνθρωποι κοιτάζουν γύρω τους, αν εξερευνούν με το βλέμμα τα δέντρα και τους λόφους ή και τον ίδιο τον δρόμο σ’ όλο του το μήκος, το κάνουν κατά κύριο λόγο γιατί πρέπει κάθε στιγμή να είναι προετοιμασμένοι να δεχθούν κάποιαν ένοπλη επίθεση, και δευτερευόντως ή τριτευόντως για να μην πέσουν επάνω σε κάποιον». Ο φόβος αυτός ενδίδει στις αυθόρμητες ορμές και στα πάθη, εντείνει την επιθετικότητα, ώστε τελικά η βιαιοπραγία να συνιστά ένα αναπόφευκτο και καθημερινό γεγονός. Έτσι, απελευθερώνονται τα ένστικτα του ηγεμόνα νικητή πολεμιστή που συνεχώς πρέπει σε κάθε στιγμή να αναμετριέται με το θάνατο ή την ολική καταστροφή. Η ζωή του συνεχώς ακροβατεί ανάμεσα στην απόλυτη νίκη ή την απόλυτη ήττα. Εξάλλου, οι άνθρωποι της παραδοσιακής κοινωνίας και φυσικής οικονομίας δε προγραμματίζουν τη ζωή τους μέσα από κάποια μακρόπνοα σχέδια και στόχους. Κυριαρχεί πάντα με έναν άμεσο τρόπο το στοιχείο της συνεχούς επιβίωσης.

Αντίθετα, γράφει ο Ελίας, η ζωή στις λεωφόρους μιας μεγαλούπολης στην κοινωνία της εποχής μας απαιτεί μιάν άλλη εντελώς διαμόρφωση της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης. «Εδώ, ο κίνδυνος να δεχθεί κανείς επίθεση από στρατιώτες ή ληστές είναι μειωμένος στο ελάχιστο. Αυτοκίνητα κινούνται πάνω-κάτω με ταχύτητα. Πεζοί και ποδηλάτες προσπαθούν να ελιχθούν μέσα σε όλον αυτόν τον συρφετό των αυτοκινήτων», τον οποίο προσπαθούν ρυθμίσουν αστυνομικοί και φανάρια. Και εδώ ο άνθρωπος πρέπει να βρίσκεται σε συνεχή επαγρύπνιση, αλλά για να μη χάσει μέσα σε αυτήν την ανακατωσούρα τον αυτοέλεγχό του και θέσει τον εαυτό του και τους άλλους σε κίνδυνο. Εδώ πρέπει να χαλιναγωγήσει τα πάθη του και τις ορμές του, να σεβαστεί τις προτεραιότητες και τους κανόνες, για να βγει νικητής, δηλαδή να φτάσει στον προορισμό του, μέσα από την ισορροπία μιας εύρυθμης και πετυχημένης λειτουργίας του συστήματος. Σκοπός του Ελίας με αυτό το παράδειγμα ήταν να δείξει ότι όσο πιο σύνθετες και πολύπλοκες είναι οι καθημερινές λειτουργίες των ανθρώπων, όσο πιο πολύ οι άνθρωποι εξαρτώνται στην καθημερινότητά τους από άλλους ανθρώπους τόσο περισσότερο εξαναγκάζονται να ρυθμίζουν τη συμπεριφορά τους με μεγαλύτερη ομοιομορφία, την υποτάσσουν σε κανόνες ευπρέπειες και σεβασμού. Έτσι διαμορφώνεται ένας συνειδητός αυτοέλεγχος, ο οποίος έχει σκοπό να εμποδίζει παραβιάσεις αυτής της ευπρέπειας. Με αυτόν τον τρόπο μετασχηματίζεται η προσωπικότητα, ολόκληρος ο ψυχικός μηχανισμός, οι συνήθειες, οι πολιτισμικές πρακτικές του ανθρώπου. Η βία, η επιθετικότητα απωθούνται και αναδύεται έτσι ο «πολιτισμένος», ειρηνευμένος και εξευγενισμένος μοντέρνος άνθρωπος, ο άνθρωπος που μπορεί να καταναλώνει ελεύθερα και ανεμπόδιστα, λευκός δυτικός ευρωπαίος, ο νέος άνθρωπος του καπιταλισμού. Επιστρέφοντας λοιπόν στο αρχικό θέμα επανερχόμαστε το διατυπωμένο ερώτημα: με ποιον τρόπο η ίδρυση της Αστυνομίας Πόλεων συνέβαλε στην Ελλάδα σε μια διαδικασία εμπέδωσης του πολιτισμού; Ο Αχιλλέας Φωτάκης είναι αποκαλυπτικός. 

Το βρετανικό μοντέλο του «bobby» -αστυνομικοί άοπλοι, ενσωματωμένοι στην κοινότητα, και λίγο πολύ αυτόνομοι από την πολιτική εξουσία- διακρινόταν από την στρατοκρατική ηπειρωτική αστυνομία, όπου οι αστυνομικοί ζουν σε στρατώνες και εξαρτώνται από την πολιτική εξουσία. Γενικά, οι μορφές αστυνόμευσης της διαμαρτυρίας που παραδοσιακά κυριαρχούσαν στην ηπειρωτική Ευρώπη ήταν πιο «βάναυσες», πιο καταπιεστικές, πιο συγκρουσιακές και πιο άκαμπτες από ό,τι στην Αγγλία. Στην περίπτωση της ελληνικής μεσοπολεμικής δημοκρατικής περιόδου, όπως προκύπτει από το βιβλίο, εφαρμόζονται και τα δύο αυτά στυλ, δηλαδή το νησιωτικό και το ηπειρωτικό. Το πρώτο μάλιστα, η ελληνική χωροφυλακή, καθοδηγείται από ιταλούς αξιωματικούς, ενώ το δεύτερο, η ελληνική αστυνομία πόλεων, οργανώνεται από Βρετανούς.

Η ελληνική Αστυνομία Πόλεων συστάθηκε διαδοχικά στις πόλεις της Κέρκυρας (1921), της Πάτρας (1922), του Πειραιά (1923) και της Αθήνας (1925) σηματοδοτώντας, σύμφωνα με τον Αχιλλέα Φωτάκη, «μια κεφαλαιώδους σημασίας αλλαγή παραδείγματος στην αστυνόμευση». Θεμελιώθηκε πάνω στο βρετανικό σύστημα αστυνόμευσης στο οποίο ο άοπλος «Bobby», ο Άγγλος αστυφύλακας, υπήρξε το σύμβολό του και παράλληλα το σημαντικότερο στοιχείο «με κοινωνική συναίνεση». Ο Έλληνας αστυνομικός δημιουργήθηκε με βάση την αντίληψη ότι ήταν πολίτης με στολή σε ένα πλαίσιο αστυνόμευσης μιας φιλελεύθερης κοινωνίας και όχι ένας τυραννικός κατασταλτικός μηχανισμός. Αποτελεί τη θεμέλιο λίθο της μοντέρνας κρατικής στρατηγικής ειρήνευσης, η οποία συνιστά μέρος ενός σχεδίου επέκτασης του κράτους στο εσωτερικό του, στον έλεγχο των γειτονιών, των σκοτεινών δρόμων, στα εργοστάσια, τις βιοτεχνίες και τα μαγαζιά, μια επέκταση στις ίδιες τις ζωές των πολιτών. Η κοινωνική ζωή ρυθμιζόταν όλο και πιο εντονότερα. Συνεπώς, η σύσταση της Αστυνομίας Πόλεων αποσκοπούσε ακριβώς στον εκπολιτισμό των πόλεων μέσα από τον στιγματισμό και τη ρύθμιση της κοινωνικής ζωής, δηλαδή την επιβολή της τάξης, της καθαριότητας, της υγιεινής και της ησυχίας. Μάλιστα, η επέκταση του ελέγχου ενισχύθηκε από την πρακτική της πεζής περιπολίας η οποία κατάφερε να εποπτεύσει αθέατες έως τότε από το κράτος κοινωνικές δραστηριότητες.

Πράγματι η κυβέρνηση των Φιλελευθέρων ιδρύοντας την Αστυνομία Πόλεων «δεν εξαιρούσε αυτή την έννοια της επέκτασης από το δικό της πολιτικό οπτικό πεδίο και λεξιλόγιο: επέκταση με στόχο την επαρκή γνώση της πόλης, επέκταση με σκοπό τον έλεγχο των μεγεθών, των δραστηριοτήτων και των ορίων της, επέκταση βέβαια με αντικείμενο την καλύτερη και σωστότερη διακυβέρνηση της πόλης». Σύμφωνα με τον Φωτάκη, «στη δεκαετία του 1920 με τον όρο “πόλη” δεν πρέπει να εννοηθεί μόνον ο σχεδιασμός των τετραγώνων, η διάνοιξη λεωφόρων, η ηγεμόνευση των νέων μνημείων και άλλες αρχιτεκτονικές-πολεοδομικές καινοτομίες, αλλά και οι κανόνες δημόσιας υγιεινής, η ρύθμιση της τροχαίας κυκλοφορίας, η οριοθέτηση των πεζοδρομίων, η καθαριότητα των δρόμων, η ζωή των ζώων της πόλης, οι νέοι χάρτες και η ίδια η διαβίωση στο άστυ, πρακτικές που άλλωστε είχαν να κάνουν με τις πρώτες αρμοδιότητες της νεοσύστατης τότε αστυνομίας πόλεων». Συγκεκριμένα, οι αστυφύλακες της αστυνομίας πόλεων είχε ως καθήκοντα μεταξύ άλλων να παρεμβαίνουν καταπραϋντικά σε φιλονικίες στην πόλη ή περιπτώσεις που διαταράσσουν με οποιονδήποτε τρόπο την τάξη και την ησυχία της πόλης, να ελέγχουν και να ρυθμίζουν την τροχαία κυκλοφορία των οχημάτων, να φροντίζουν για την εφαρμογή των σχετικών με την καθαριότητα διατάξεων στην πόλη, τα πεζοδρόμια και τους δρόμους, να ελέγχουν την τήρηση των κανονισμών γύρω από την οριοθέτηση των τραπεζοκαθισμάτων και γενικότερα τη μη-εμπόδιση της κίνησης στα πεζοδρόμια, να ελέγχουν επίσης τη νόμιμη λειτουργία των καφενείων και την τήρηση του ωραρίου των εμπορικών καταστημάτων, να φροντίζουν για την τήρηση των κανόνων αγορανομίας, να διώκουν την κακομεταχείριση των ζώων και να επιβλέπουν τις νομικά αποδεκτές μορφές κατοχής και εκμετάλλευσης ζώων, να επιτηρούν την εφαρμογή της πολεοδομικής και της εργατικής νομοθεσίας, αλλά και των κανόνων δημόσιας υγιεινής.

Ποια ήταν λοιπόν η αποτελεσματικότητα της αστυνομίας στην κατεύθυνση της καθοδήγησης του πληθυσμού ώστε να αποκτήσει ένα νέο πολιτισμικό έθος, να ελέγξει τις ορμές και να συμβάλλει στην κοινότητα; «Η αστυνομία πόλεων είχε επιβάλει στα πρώτα της βήματα το καθάρισμα των πεζοδρομίων από τους ίδιους τους ιδιώτες και τους καταστηματάρχες κάθε μέρα στις 8.30 το πρωί το χειμώνα και στις 8 το πρωί το καλοκαίρι. Κάθε 15 ημέρες οι ίδιοι ιδιώτες ήταν υποχρεωμένοι να ασβεστώνουν τα ρείθρα των πεζοδρομίων τους, εφόσον οι οδοί μπροστά από τα καταστήματα και τα σπίτια τους ήταν ασφαλτοστρωμένες. Τα σκουπίδια θα έπρεπε να παραμένουν εντός της οικίας μέχρι να περάσουν τα κάρα καθαριότητας. Απαγορεύτηκε η ρίψη αντικειμένων- σκουπιδιών από τους πεζούς διερχόμενους, π.χ. χαρτιά, φλούδες φρούτων, τσόφλια ξηρών καρπών, αποτσίγαρων, διαφημιστικών φυλλαδίων, ποσοτήτων υγρών, όπως και η δημόσια εκτέλεση “κάθε φυσικής ανάγκης”». Αρκετές εφημερίδες της εποχής «συνέδεσαν με έναν θετικό τρόπο την έννοια και την πρακτική της καθαριότητας με τις αντιλήψεις περί εκσυγχρονισμού και ελληνικότητας». Η έννοια του πολιτισμένου ανθρώπου συναντούσε και του δυτικού ανθρώ που συναντούσε την έννοια του έλληνα σε αντίθεση με τον βρώμικο απολίτιστο καθυστερημένο ανατολίτη. 

 Η έννοια του πολιτισμένου όμως ταυτόχρονα αφορούσε την καθυπόταξη των βαρβάρων της δικής μας χώρας, δηλαδή των παραβατικών πληβειακών στρωμάτων, στα οποία η εξουσία του κράτους θα επεκταθεί μέσω του νέου σώματος. Στο βιβλίο λοιπόν του Αχιλλέα Φωτάκη για την Αστυνομία Πόλεων, εντοπίζεται η δυναμική της όξυνσης στο πλαίσιο της προσπάθειας του κράτους να αυξήσει το πεδίο της επιτήρησης στις εργατικές συνοικίες. Μάλιστα, οι μικρές μάχες τα βράδια στους δρόμους του Πειραιά με τους ανθρώπους της νύχτας έχτισαν την αυτοπεποίθηση των ανδρών της ασφάλειας και της τάξης καθώς αποθεώθηκαν από τον τύπο. Σύμφωνα με τον Αχιλλέα Φωτάκη, «ο άοπλος χαρακτήρας της αστυνομίας πόλεων» αποτελούσε «ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία ανάδειξης του πολιτικού χαρακτήρα του σώματος και ειδοποιός διαφορά μεταξύ αυτού και της χωροφυλακής και στα μάτια της κοινωνίας». Για την αυτοάμυνά τους αλλά και για το σκοπό της διάλυσης διαδηλώσεων, οι αστυφύλακες εκπαιδεύονταν «στην ιαπωνική πάλη αλλά και στη χρήση ενός ξύλινου κλομπ, για το οποίο υπήρχε ειδικός θύλακας στη στολή τους». Στην Αθήνα, είχε επικρατήσει η κουλτούρα του άοπλου αστυφύλακα, ενώ στη Θεσσαλονίκη όπου δεν υπήρχε Αστυνομία Πόλεων, η Χωροφυλακή χρησιμοποιούσε όπλα σε περιπτώσεις απεργιών και μαζικών διαδηλώσεων, πράγμα που όξυνε τις συνθήκες μεταξύ κομμουνιστών.

Για τον Αριστοτέλη Κουτσουμάρη, Διευθυντή της Γενικής Ασφάλειας Αθηνών από το 1928 μέχρι το 1932, «οι σχέσεις κομμουνιστών και αστυνομίας πόλεων, ακόμη και το ’29 επί Ιδιωνύμου, όχι μόνο δεν ήταν τεταμμένες αλλά ήταν και πολύ καλές, γεγονός που αποδεικνύεται κατά τον ίδιο από το ότι άοπλοι αστυφύλακες της αστυνομίας πόλεων οδηγούσαν δεκάδες κομμουνιστών στα αστυνομικά τμήματα, δίχως οι τελευταίοι να επιτίθενται σε αστυνομικούς». Οι Βρετανοί διοικητές του σώματος υπεράσπιζαν σθεναρά το άοπλο του σώματος με το επιχείρημα ότι «το όπλον διαφθείρει τον φέροντα». Ο εξοπλισμός του σώματος νομοθετήθηκε στις αρχές του 1929 με τον Οργανισμό του Σώματος της Αστυνομίας Πόλεων. Ωστόσο, απαγορευόταν «εις πάντα αστυνομικόν υπάλληλον, οιουδήποτε βαθμού, να φέρη πυροβόλον όπλον όταν διατελή εν πολιτική περιβολή, εάν μη είναι εφωδιασμένος δι’ ειδικής αδείας διά τούτο, παρά του Προϊσταμένου του Αστυνομικού Διευθυντή, εκδοθείσης διά την συγκεκριμένην περίπτωσιν, ή δι’ ωρισμένης διαρκείας χρονικήν περίοδον.» Το ζήτημα του αόπλου των αστυφυλάκων αποτελούσε λοιπόν κεντρικό διακύβευμα για τη φυσιογνωμία του σώματος, αλλά και το χαρακτήρα της σύγκρουσης με τον εσωτερικό εχθρό. Η υιοθέτηση του όπλου του οδήγησε στην παραίτηση μάλιστα του βρετανού διοικητή που υπερασπιζόταν το άοπλο. Έναν χρόνο αργότερα αρχηγός ανέλαβε ο Richard Remandas (Ριχάρδος Ρεμαντάς), ένας Ελληνοαιγύπτιος αξιωματικός με αγγλικό διαβατήριο και εκπαίδευση, ο οποίος προερχόταν από την Αίγυπτο και ήταν έμπειρος σε ταραχώδεις καιρούς.

Συνεπώς, «το ελληνικό κράτος άρχισε να προσλαμβάνει αξιωματικούς της αστυνομίας» οι οποίοι δεν προέρχονταν από την Βρετανία, «αλλά διαθέτουν “σκληρές” εμπειρίες και προέρχονται από αποικιοκρατικού τύπου αστυνομικές υπηρεσίες» γιατί ακριβώς προσανατολίζεται σε άλλες πρακτικές. Φαίνεται λοιπόν πως μετά την κατάργηση του αόπλου του αστυφύλακα εντός υπηρεσίας, κάποιοι κύκλοι επιδίωκαν την επέκταση του δικαιώματος και εκτός υπηρεσίας.  Σε αυτό το πλαίσιο, πολύ σύντομα το νέο αστυνομικό σώμα αποκτούσε ολοένα και πιο πολύ αυταρχικό πρόσωπο καθώς η πιο καθοριστική πλευρά της «στρατηγικής ειρήνευσης» αποτέλεσε η καταστολή του απεργιακού κινήματος και των κομμουνιστών και ως εκ τούτου μετατρεπόταν σε «στρατηγική της έντασης.» Με άλλα λόγια, ο Έλληνας αστυφύλακας διατηρούσε πολλά στοιχεία από το βρετανικό Bobby, αλλά ολοένα και περισσότερο προσαρμοζόταν στις συγκεκριμένες απαιτήσεις για ένα πιο αυταρχικό και αντικομουνιστικό κράτος. «Οι νεκροί εργάτες διαδηλωτές, κομμουνιστές ή μη, από αστυνομικά πυρά υπολογίζονται στους τριάντα τρεις πανελλαδικά, ανάμεσα μόνον στα έτη 1924 και 1936», ενώ είναι εκατοντάδες οι συγκρούσεις με απεργούς και διαδηλωτές. Βέβαια, οι νεκροί αστυνομικοί από πυρά κομμουνιστών ήταν μόνο ένας, ο γνωστός μας Γεώργιος Γυφτοδημόπουλος που σκοτώθηκε από τον Μιχάλη Μπεζεντάκο το 1931, ενώ 28 είχαν σκοτωθεί κατά τη διάρκεια αντιμετώπισης ποινικών υποθέσεων. Αυτό το στοιχείο όμως δεν συνιστούσε κάποιο πρόβλημα αναντιστοιχίας κοινωνικής και στατιστικής πραγματικότητας με αποτέλεσμα οι κομμουνιστές να αναδειχθούν ο νούμερο ένα εχθρός των αστυφυλάκων.

Η διαδικασία λοιπόν του πολιτισμού μέσα από τη λειτουργία της Αστυνομίας Πόλεων σταμάτησε όταν χρειάστηκε όχι να ενσωματώσει, αλλά να χτυπήσει τον εσωτερικό εχθρό. Τότε, η ιδεολογία περί πολιτισμένων και βαρβάρων μετατράπηκε σε κουλτούρα πολέμου ανάμεσα στους εκπροσώπους δύο διαφορετικών κόσμων. Για τους κομμουνιστές οι βάρβαροι και οι δολοφόνοι ήταν οι αστυφύλακες, ενώ για τους τελευταίους οι βάρβαροι κομμουνιστές ήταν είτε πληρωμένοι δολοφόνοι είτε φανατικοί ιδεολόγοι πληρωμένοι από την Μόσχα. 


Το κείμενο του Κώστα Παλούκη επιμελήθηκε ο Άγγελος Κοντογιάννης-Μάνδρος

Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)

Σχετικά με τον συντάκτη

Κώστας Παλούκης

Ο Κώστας Παλούκης είναι διδάκτορας νεότερης ιστορίας του Πανεπιστημίου Κρήτης. Από το 2003 μέχρι σημέρα έχει συμμετάσχει με δικά του κείμενα σε συλλογικούς τόμους και βιβλία, επιστημονικά και πολιτικά περιοδικά, εφημερίδες και διαδικτυακές σελίδες. Τα επιστημονικά του ενδιαφέροντα αφορούν την ιστορία του κομμουνιστικού και εργατικού κινήματος στην Ελλάδα, την ιστορία των λιμένων, κ.α.

Προσθέστε σχόλιο

Πατήστε εδώ για να σχολιάσετε

Secured By miniOrange