Οι ελπίδες για την αντιστροφή του αντεργατικού κλίματος στους χώρους δουλειάς, μέσα από την αναβίωση των διατάξεων του συλλογικού εργατικού δικαίου που ίσχυαν πριν την ένταξη της Ελλάδας σε μνημονιακό καθεστώς, διαψεύδονται με κατηγορηματικό τρόπο καθ’ όλη τη διάρκεια της τριετίας 2015–2017.[1] Οι βασικές αρχές της συλλογικής αυτονομίας και της αξιοπρεπούς και ισότιμης διαπραγμάτευσης διατηρούνται σε αναστολή μάλλον επ’ αόριστον (μολονότι τυπικά έως το 2022-23), ενώ η λειτουργία του απορρυθμισμένου θεσμικού πλαισίου εξακολουθεί να παράγει καθημερινά περαιτέρω δυσμενείς συνέπειες για τον κόσμο της μισθωτής εργασίας.
Από τη μελέτη[2] του κειμένου όλων των ΣΣΕ της περίοδου 2010-2017, προκύπτει ότι η συλλογική διαπραγμάτευση από μέσο διευθέτησης και αναβάθμισης των όρων και των συνθηκών εργασίας που ήταν στο παρελθόν, επιτελεί πλέον άγνωστους και ασύμβατους σκοπούς, όπως είναι ιδίως η ταπείνωση και η ακύρωση της συνδικαλιστικής δράσης και οργάνωσης, η απορρύθμιση της ατομικής εργατικής νομοθεσίας και η εν γένει επιδείνωση του περιβάλλοντος απασχόλησης. Ως ένα επιπλέον εργαλείο εσωτερικής υποτίμησης οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας λαμβάνουν χαρακτηριστικά ενός μέσου δημοσιονομικής προσαρμογής μακράς διάρκειας και ενίοτε σημαντικότερης αποτελεσματικότητας, ακόμη και από την ψήφιση νέων αντεργατικών νομοθετικών κειμένων.
Α. Η διετία 2010-2011
Ήδη κατά τη διάρκεια των πρώτων μηνών μετά την ένταξη της χώρας στο πρόγραμμα δημοσιονομικής επιτήρησης, από την άνοιξη του 2010 έως τα τέλη του 2011, οι απορρυθμιστικές μνημονιακές διατάξεις καθορίζουν σε σημαντικό βαθμό το επίπεδο και το περιεχόμενο των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Αρχικά, παρασύρουν σε χαμηλά επίπεδα το ποσοστό αυξήσεων στο πλαίσιο των κλαδικών συμβάσεων εργασίας και μέχρι τουλάχιστον το φθινόπωρο του 2011 επιβάλλουν ένα «μούδιασμα» στην επιχειρησιακή διαπραγμάτευση, παρόμοιο με την υποχώρηση της στάθμης της θάλασσας λίγο πριν το επερχόμενο τσουνάμι. Από τις αρχές του 2011 έως τις 25 Οκτωβρίου του ίδιου έτους οι επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις κινούνται σε ιστορικά χαμηλά και περιορίζονται μόλις στις 100.
Η τελευταία βδομάδα του Οκτωβρίου 2011 αποδεικνύεται ιστορικής σημασίας σε ό,τι αφορά στην εξέλιξη της συλλογικής διαπραγμάτευσης στην Ελλάδα, διότι τότε ψηφίζεται και δημοσιεύεται ο Νόμος 4024/2011, με τον οποίο εισάγονται, μεταξύ άλλων, δύο βασικές νομοθετικές αλλαγές: από τη μια, η συρρίκνωση της προστασίας που απορρέει από την επέκταση των κλαδικών συμβάσεων και την αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης και από την άλλη, η δυνατότητα των ενώσεων προσώπων να συνάπτουν επιχειρησιακές συμφωνίες, χωρίς τη -θεωρητική έστω- συνδικαλιστική κάλυψη και προστασία των εκπροσώπων τους.
Προοδευτικά, η υπερίσχυση των επιχειρησιακών ΣΣΕ έναντι των κλαδικών και η μείωση των αποδοχών των μη καλυπτόμενων από κάποια ΣΣΕ εργαζομένων (κατώτατες αποδοχές) θα μεταφέρει το κέντρο άμυνας των εργαζομένων εκεί όπου εξ αντικειμένου είναι πιο αδύναμοι: στην επιχείρηση αρχικά ή στο ατομικό επίπεδο μεσοπρόθεσμα. Η τάση μετατόπισης της συλλογικής διαπραγμάτευσης στο κέντρο της επιχείρησης ενισχύεται και από την ουσιαστική απουσία και της παραμικρής προσδοκίας εξεύρεσης αξιοπρεπούς λύσης της συλλογικής διαφοράς στα πλαίσια ενός ανεξάρτητου θεσμού μεσολάβησης και διαιτησίας.
Άλλωστε, στο κείμενο αρκετών συλλογικών συμβάσεων συμφωνούνται ρυθμίσεις προώθησης κάθε είδους ευέλικτων μορφών απασχόλησης ή γενικότερα συρρίκνωσης των ατομικών εργασιακών δικαιωμάτων. Ταυτόχρονα, ανεξάρτητα από το επίπεδο της διαπραγμάτευσης, δεν αποτελεί συχνό φαινόμενο η συνομολόγηση αντισταθμιστικών ρυθμίσεων προς εξισορρόπηση της επιδείνωσης ή της διατήρησης του ύψους των αποδοχών και των υπολοίπων παραμέτρων της εργασιακής σχέσης.
Β. 2012: έτος καμπή
Κατά συνέπεια, το έτος 2012 χαρακτηρίζεται πρώτον, από την έκρηξη του αριθμού των επιχειρησιακών συλλογικών συμβάσεων, οι οποίες εννεαπλασιάζονται σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά και λειτουργούν ως μέσο απορρύθμισης των μισθολογικών και μη μισθολογικών όρων, είτε συνάπτονται από ένα συνδικάτο των εργαζομένων, είτε κυρίως από μια ένωση προσώπων. Δεύτερον, το τοπίο της συλλογικής ρύθμισης συνοδεύεται από μια σημαντική συρρίκνωση των κλαδικών και ομοιο-επαγγελματικών ΣΣΕ, τόσο σε αριθμό, όσο και σε έκταση εφαρμογής, άρα και από σπουδαία μείωση του ποσοστού κάλυψης των εργαζομένων που απασχολούνται στον κλάδο ή στο επάγγελμα.
Η συλλογική διαπραγμάτευση αυτή τη χρονιά ορόσημο κινείται μεταξύ: α) της «αποκέντρωσης» της διαπραγμάτευσης στο πεδίο της επιχείρησης, β) της «αυτοσύμβασης» του εργοδότη, αφού οι 8 στις 10 επιχειρησιακές ΣΣΕ συνάπτονται με την καρικατούρα εκπροσώπησης των εργαζομένων, την ένωση προσώπων, και πρακτικά λειτουργούν ως επικυρώσιμα τον εργοδοτικών εισηγήσεων και γ) της απειλής της ατομικής διαπραγμάτευσης που υποχρεώνει σχεδόν εκβιαστικά τα συνδικάτα σε συνομολόγηση με κάθε κόστος, ώστε να διατηρηθεί ζωντανός ο θεσμικός τους ρόλος και η συνδικαλιστική προοπτική.
Πρέπει να τονιστεί ότι, εφόσον παραμένει και ενισχύεται νομοθετικά η αρχική νέο-φιλελεύθερη στόχευση της πλήρους απορρύθμισης και εξατομίκευσης της διαπραγμάτευσης των όρων εργασίας, η αποκέντρωση των συμβάσεων δεν αποτελεί παρά ένα ενδιάμεσο στάδιο στο δρόμο προς την κατάργηση της συλλογικής διαπραγμάτευσης.
Γ. Η διετία 2013-2014
Πράγματι, τις επόμενες δύο χρονιές, το 2013 και το 2014, ο αριθμός των επιχειρησιακών ΣΣΕ σημειώνει σπουδαία αριθμητική μείωση από τις 900 στις 540 και από εκεί στις 280. Η πιο σημαντική εξέλιξη αφορά στο μερίδιο των επιχειρησιακών ΣΣΕ που έχουν υπογραφεί από ενώσεις προσώπων, το οποίο -ενώ όπως προαναφέρθηκε αγγίζει το 80% το 2012- περιορίζεται στο 60% το 2013 και στο 48% το 2014.
Είναι προφανές ότι η εργοδοτική πλευρά δεν χρειάζεται τη φωτοτυπική λειτουργία της υπογραφής μιας ΣΣΕ με ένωση προσώπων (ή ακόμη και με σωματείο) για να μειώσει τις αποδοχές στα ελάχιστα νόμιμα όρια της ΕΓΣΣΕ, όπως αυτά καθορίστηκαν με τις νομοθετικές παρεμβάσεις το 2012, εφόσον αυτό μπορεί να γίνει κάλλιστα στο πλαίσιο της ατομικής σύμβασης εργασίας. Δύναται, όμως, να την αξιοποιήσει για έναν άλλο σκοπό.
Τα σπουδαιότερα από άποψη καινοτομίας στοιχεία που δεσπόζουν στο περιεχόμενο των ΣΣΕ που υπογράφονται το 2013 και το 2014, εκτός από την «επιδοματοποίηση» τμήματος των αποδοχών που επιτυγχάνεται με την μέθοδο – αίρεση της «οικειοθελούς παροχής», είναι δύο: από τη μία, η εξατομίκευση των όρων της συλλογικής ρύθμισης και από την άλλη, η λειτουργία της ως μέσου για την απορρύθμιση του ατομικού εργατικού δικαίου. Και αυτή η εξέλιξη αποτελεί ένα καίριο πλήγμα στην εξισορροπητική προσπάθεια διατήρησης ή και αναβάθμισης των θεσμικών όρων της συλλογικής σύμβασης εργασίας στο πλαίσιο μιας συμφωνίας που περιλαμβάνει μειώσεις αποδοχών.
Ενόσω παραμένει ανενεργής η πρόβλεψη για κρατικό καθορισμό του ελάχιστου νομοθετημένου κατώτατου μισθού, παρατηρείται ότι το ενδιαφέρον της εργοδοτικής πλευράς για τη σύναψη μιας επιχειρησιακής ΣΣΕ εστιάζει, προοδευτικά ολοένα και περισσότερο, στην επίτευξη του στόχου της διάρρηξης των μη μισθολογικών όρων εργασίας και δια αυτής της μεθόδου στην απορρύθμιση της ατομικής εργατικής νομοθεσίας πέρα ακόμη και από τα όρια του νόμου. Απώτερος πολιτικός – ιδεολογικός στόχος αυτής της προσπάθειας είναι η ισοπέδωση του εργατικού φρονήματος, η απαξίωση κάθε έννοιας συναδελφικής αλληλεγγύης και ο οριστικός εκφυλισμός της συλλογικής σύμβασης σε ένα τυπικό, επικυρωτικό έγγραφο των εργοδοτικών επιθυμιών.
Σε πολλές επιχειρησιακές ΣΣΕ που συνάπτονται με ενώσεις προσώπων, αλλά και με εργατικά σωματεία, οι εργαζόμενοι υποχρεώνονται ή παρασύρονται στην συνομολόγηση ρυθμίσεων που αφενός κινούνται στο όριο της νομιμότητας και αφετέρου εξατομικεύουν τους όρους της συλλογικής ρύθμισης σε βάρος συναδέλφων και δη στη βάση υποκειμενικών κριτηρίων. Συγκεκριμένα, σημειώνονται τρία νέα φαινόμενα.
Άλλοτε επιδιώκεται η απενεργοποίηση της δικαστικής προστασίας που παρέχεται στα πλαίσια της τροποποιητικής καταγγελίας και της μονομερούς βλαπτικής μεταβολής των όρων εργασίας ή της εν γένει αντισυμβατικής συμπεριφοράς του εργοδότη. Ενίοτε συμφωνείται η εισαγωγή ευέλικτων μορφών απασχόλησης πέραν του ισχύοντος μνημονιακού νομικού πλαισίου («συλλογικές συμβάσεις-διαρρήκτης»). Τέλος, τρίτον, σε κάποιες άλλες, λιγότερες ασφαλώς, περιπτώσεις, στις «συλλογικές συμβάσεις-λαγός», είτε ανιχνεύονται ρυθμίσεις προπομποί μελλοντικών νομοθετικών παρεμβάσεων, συνήθως δυσμενών για την εργατική πλευρά, είτε, συχνότερα, τοποθετούνται σημάδια – οδηγίες προς το σύνολο της εργοδοτικής πλευράς, με άξονα την υιοθέτηση μιας συγκεκριμένης τακτικής ή στρατηγικής ως προς το περιεχόμενο των συλλογικών συμβάσεων εργασίας (στο πλαίσιο συνήθως του ίδιου κλάδου οικονομικής δραστηριότητας).
Δ. Η τριετία 2015-2017
Κατά τη διάρκεια της περιόδου 2015-2017 επιβεβαιώνονται πολλές από τις υποθέσεις που είχαν διατυπωθεί νωρίτερα σχετικά με την εξέλιξη των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, εφόσον το νομοθετικό πλαίσιο θα διατηρούνταν σε κατάσταση απορρύθμισης, ενώ, παράλληλα, επιμένουν και εντείνονται πολλά από τα φαινόμενα που αναφέρθηκαν αμέσως πριν για την περίοδο 2010-2014.
Εκτός από τις δύο εθνικές γενικές Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας των δύο πρώτων ετών, την τριετία 2015-2017 εξακολουθούν να συνάπτονται συλλογικές συμβάσεις εργασίας, ο αριθμός των οποίων εξακολουθεί την τάση αριθμητικής συρρίκνωσης που διαπιστώνεται μετά το 2014, ιδιαίτερα κατά το έτος 2017.
Στον πίνακα που ακολουθεί αποτυπώνονται συγκριτικά οι ποσοτικές διαστάσεις της συλλογικής διαπραγμάτευσης σε όλα επίπεδα καθ’ όλη τη διάρκεια των ετών 2010-2017:
Πίνακας 1. ΣΥΛΛΟΓΙΚΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 2010–2017
Είδος Συλλογικών Συμβάσεων | 2010 | 2011
(έως 24/10/2011) |
Σύνολο 2010- 2011 (έως 24/10/2011) | 2012
(από 25/10/2011) |
2013
(έως 31/12/2013) |
2014 | 2015 | 2016 | 2017 |
Εθνικές Γενικές | 1 | 1 | 1 | 1 | 1 | 1 | |||
Επιχειρησιακές | 127+ 109*= 236 | 69 | 196+ 109*= 305 | 813+ 91*= 904 (έως 28/11/2012) | 544 (από 29/11/2012 | 286 | 263 | 258+60**=318 | 213 |
Κλαδικές/ Ομοιοεπ/κές | 75 | 26 | 101 | 26 (έως 07/12/2012) | 13 (από 08/12/2012) | 13 | 11 | 9 | 12 |
Τοπικές Ομοιοεπ/κές | 13 | 7 | 20 | 6 (έως 07/12/2012) | 10 (από 08/12/2012) | 5 | 7 | 6 | 5 |
Σύνολα | 216 + 109*= 325 | 102 | 318+ 109*= 427 | 845+ 91*= 936 | 568 | 305 | 282 | 274+60**=334 | 226 |
Πηγή: Υπουργείο Εργασίας. Επεξεργασία: Καψάλης Απόστολος (για το 2014, Τήκος Στάθης)
Σημ.: Χρονικό κριτήριο ταξινόμησης είναι η ημερομηνία ανάρτησης στην ιστοσελίδα του Υπουργείου Εργασίας.
* Οι 109 και 91 αντίστοιχα ΕΣΣΕ είναι πανομοιότυπες και συνάπτονται από το συνδικάτο Μετάλλου με εργοδότες σε ναυπηγοεπισκευαστικές εργασίες στον Ν. Πειραιά και Νήσων σε διαφορετικές ημερομηνίες εντός του 2010 και 2012 αντίστοιχα.
** 30 περίπου επιχειρησιακές ΣΣΕ υπογράφονται μεταξύ του τοπικού ομοιο-επαγγελματικού σωματείου και μεμονωμένους ξενοδόχους στον Νομό Ηρακλείου και άλλες 30 περίπου με ενώσεις προσώπων, οι οποίες, πιθανότατα, δεν θα είχαν συναφθεί, αν η τοπική εργοδοτική οργάνωση των ξενοδόχων δεν είχε αποφύγει να ανανεώσει την τοπική ομοιο-επαγγελματική ΣΣΕ.
Μετά την έξαρση της αύξησης των ετών 2011-2012, η τάση μείωσης του αριθμού των επιχειρησιακών συλλογικών συμβάσεων διατηρείται σημαντική κατά τη διάρκεια της τελευταίας τριετίας. Από τις 544 επιχειρησιακές ΣΣΕ του έτους 2013, το 2014 συνάπτονται περίπου οι μισές (286) και από εκεί και πέρα μειώνονται περαιτέρω στις 263 και μόλις στις 213, για τα έτη 2015 και 2017 αντίστοιχα.
Η μικρή αύξηση που σημειώνεται από το 2015 στο 2016 στις 318 επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις ερμηνεύεται, κυρίως, από το γεγονός ότι πολλές από αυτές συνάπτονται αφενός μεταξύ του Συνδέσμου Ξενοδοχοϋπαλλήλων Νομού Ηρακλείου και μεμονωμένων ξενοδοχειακών μονάδων εντός των ορίων του συγκεκριμένου Νομού και αφετέρου μεταξύ μεμονωμένων ξενοδοχειακών μονάδων και ενώσεων προσώπων στον ίδιο Νομό, οι οποίες συστήνονται μαζικά και σε μικρό χρονικό διάστημα στο πλαίσιο μιας συντονισμένης προσπάθειας διάρρηξης της συλλογικής διαπραγμάτευσης σε κλαδικό και σε τοπικό ομοιο-επαγγελματικό επίπεδο.
Ωστόσο, από τη μελέτη του συνόλου των επιχειρησιακών ΣΣΕ της τριετίας 2015-2017 προκύπτουν δύο βασικά ποιοτικά χαρακτηριστικά.
Από τη μια, καταγράφεται σημαντικός βαθμός συρρίκνωσης του μεριδίου των συμβάσεων που συνάπτονται από ενώσεις προσώπων στο σύνολο των επιχειρησιακών ΣΣΕ. Επαληθεύεται με αυτόν τον τρόπο η προαναφερθείσα υπόθεση εργασίας ότι ο αριθμός και το μερίδιο των συμβάσεων που συνάπτονται από ενώσεις προσώπων θα μειώνονται, εφόσον στο πλαίσιο της ατομικής διαπραγμάτευσης, είναι εξίσου ευχερής ή και ευχερέστερη η υποβάθμιση των όρων και των συνθηκών εργασίας στην επιχείρηση. Όπως προκύπτει από τον ακόλουθο συγκριτικό πίνακα για την περίοδο 2011-2017, ενώ το 2012 οκτώ στις δέκα επιχειρησιακές ΣΣΕ υπογράφονται από ενώσεις προσώπων, την τελευταία διετία αυτό το φαινόμενο δεν αφορά παρά μόνο μία από τις τρεις επιχειρησιακές ΣΣΕ.
Πίνακας 2. ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΕΣ ΣΥΛΛΟΓΙΚΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 2011-2017
Υπογράφων την ΕΣΣΕ | Από 25/10/2011 έως 28/11/2012 | Από Δημοσίευση Ν.4024/2011 (27/10/2011) έως 28/11/2012 | Από 29/11/2012 έως 31/12/2013 | 2014 | 2015 | 2016 | 2017 |
Σωματείο | 181 (22,3%) | 167 (20,9%) | 222 (40,8%) | 150 (52,4%) | 140 (53,2%) | 214 (67,3%) | 131 (61,5%) |
Ένωση Προσώπων | 632 (77,7%) | 632 (79,1%) | 322 (59,2%) | 136 (47,6%) | 123 (46,8%) | 104 (32,7%) | 82 (38,5%) |
Σύνολο | 813 (100%) | 799 (100%) | 544 (100%) | 286 (100%) | 263 (100%) | 318 (100%) | 213 (100%) |
Πηγή: Υπουργείο Εργασίας, επεξεργασία Καψάλης Απόστολος (για το 2014, Τήκος Στάθης)
σημ.: Με κριτήριο την ημερομηνία ανάρτησης στην ιστοσελίδα του Υπουργείου
Από την άλλη, οι επιχειρησιακές ΣΣΕ, εκτός πολύ λίγων εξαιρέσεων, διατηρούν το χαρακτήρα ενός νόμιμου μηχανισμού υποβάθμισης των συνθηκών και κυρίως των όρων αμοιβής της εργασίας στους χώρους δουλειάς, μολονότι δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις, στις οποίες το αντικείμενο των ΣΣΕ είναι αποκλειστικά θεσμικής φύσης, όπως είναι η εισαγωγή κανονισμού εργασίας ή η διευθέτηση του χρόνου εργασίας κοκ. Το γενικότερο αυτό συμπέρασμα προκύπτει από την ανάλυση των ειδικότερων παραμέτρων του περιεχομένου των επιχειρησιακών συλλογικών συμβάσεων της τριετίας 2015-2017.
Πρώτον, πολύ συχνό είναι το φαινόμενο συνομολόγησης μηδενικών αυξήσεων και διατήρησης των αποδοχών, συνήθως στα μειωμένα -από προηγούμενη επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας- επίπεδα.
Δεύτερον, πολυάριθμες είναι οι περιπτώσεις επιχειρησιακών συλλογικών συμβάσεων εργασίας που προβλέπουν μείωση των αποδοχών. Πρακτικά αυτή η εξέλιξη μπορεί να συμβεί, είτε με συγκεκριμένη αναφορά στο ακριβές ποσοστό της μείωσης των μικτών αποδοχών (συνήθως του βασικού και όχι του καταβαλλόμενου μισθού), το οποίο κυμαίνεται από -2,5% έως ακόμη και -40%, είτε με ευθεία παραπομπή στα ισχύοντα με βάση τον νομοθετημένο κατώτατο μισθό. Στο σύνολο των επιχειρησιακών ΣΣΕ που συνάπτονται από ενώσεις προσώπων την τριετία 2015-2017, οι έξι στις δέκα λειτουργούν ως μέσα αυτόματης συρρίκνωσης των αποδοχών στα κατώτατα νομοθετημένα όρια (76/123 ή 61,8% για το 2015, 62/104 ή 59,6% για το 2016 και 47/82 ή 57% για το 2017). Σε ό,τι αφορά τις αντίστοιχες περιπτώσεις ΣΣΕ που συνάπτονται από την πλευρά των σωματείων, μολονότι το οικείο μερίδιο είναι σαφώς πολύ μικρότερο, σημειώνει, ωστόσο, σημαντική αύξηση από το 5% το 2015 στο 9,9% το 2017.
Σε ελάχιστες περιπτώσεις η συρρίκνωση των αποδοχών γίνεται με άλλες μεθόδους, όπως, ενδεικτικά, με τη μη καταβολή ενός ολόκληρου μισθού, με την αναστολή καταβολής ενός επιδόματος ή με την κατάργηση ενός άλλου, όπως, ενδεικτικά, του επιδόματος γάμου ή του επιδόματος εξομάλυνσης.
Τρίτον, μολονότι ο κεντρικός μνημονιακός στόχος της εξατομίκευσης της διαπραγμάτευσης των όρων εργασίας έχει ικανοποιηθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό έως το 2014 αυτό δεν σημαίνει ότι έχει ικανοποιηθεί απόλυτα η δίψα της εργοδοτικής πλευράς για περαιτέρω αποδυνάμωση της συλλογικής διάστασης της ρύθμισης των εργασιακών σχέσεων στο επίπεδο της επιχείρησης.
Λίγες, ασφαλώς, αλλά ενδεικτικές του κλίματος αποσυλλογικοποίησης και αποδημοκρατισμού των χώρων δουλειάς, ορισμένες επιχειρησιακές ΣΣΕ περιλαμβάνουν άκρως ανησυχητικές διατυπώσεις σε βάρος συγκεκριμένων κατηγοριών εργαζομένων. Συμφωνείται, συγκεκριμένα, ότι οι βασικές αποδοχές για τους νεοεισερχόμενους θα καθοριστούν με ατομική διαπραγμάτευση με την εργοδοτική πλευρά, ενώ η ίδια διάταξη αφορά σε άλλες περιπτώσεις ΣΣΕ στο σύνολο των εργαζομένων της επιχείρησης, είτε για τον καθορισμό των βασικών αποδοχών, είτε για το ποσοστό μείωσης αυτών.
Τέταρτον, αυτή η άνιση μεταχείριση σε επίπεδο επιχείρησης με άξονα ομαδικές κατηγοριοποιήσεις εργαζομένων κατοχυρώνεται στο κείμενο αρκετών ΣΣΕ με κριτήρια όπως, ενδεικτικά: α) η διάκριση παλαιών και νέων εργαζομένων στη βάση μιας παλαιότερης ή μελλοντικής (νεοεισερχόμενοι εργαζόμενοι) ημερομηνίας αναφοράς, β) η ηλικία, συνήθως με βάση το 25ο έτος της ηλικίας, γ) ο τομέας της επιχείρησης ή το αντικείμενο της παραγωγής, γ) η διάρκεια της εργασιακής σχέσης στην επιχείρηση.
Πέμπτον, σε έξι περιπτώσεις επιχειρησιακών ΣΣΕ την περίοδο 2015-2017, εκ των οποίων οι δύο συνάπτονται από σωματείο, εξακολουθεί το φαινόμενο να αναφέρονται ονομαστικά οι εργαζόμενοί της με το ακριβές ποσό των καταβαλλόμενων αποδοχών σε αυτούς.
Αντί επιλόγου
Η αποκέντρωση της συλλογικής διαπραγμάτευσης υποχωρεί την τριετία 2015-2017 στην Ελλάδα, όχι όμως προς όφελος της κλαδικής ή της ομοιο-επαγγελματικής, αλλά στα όρια της ατομικής -όπως και της εξατομικευμένης στο πλαίσιο ΣΣΕ- ρύθμισης των όρων και των συνθηκών εργασίας. Η εντατικοποίηση της τελευταίας διάστασης υποχρεώνει την εργατική πλευρά σε άτακτη υποχώρηση με σκοπό τη διάσωση θεσμικών κατακτήσεων παρελθόντων ετών, ωστόσο σε πολιτικό – συνδικαλιστικό επίπεδο, μάλλον πλήττεται συνολικά η εικόνα και η αξιοπιστία του συνδικαλισμού, παρά διατηρείται ζωντανή η προοπτική της συλλογικής άμυνας απέναντι στη νεοφιλελεύθερη καταιγίδα.
Η νέου είδους παράλληλη δυνατότητα απορρύθμισης του εργατικού δικαίου δια της συλλογικής σύμβασης, όταν ιδιαίτερα συνεπάγεται την εξατομίκευση των ρυθμίσεων και την άνιση αντιμετώπιση τμήματος των εργαζομένων ακόμη και στο εσωτερικό μιας επιχείρησης, σηματοδοτεί τη ραγδαία υποχώρηση των συλλογικών οραμάτων και τον ακρωτηριασμό της εργατικής αλληλεγγύης. Πλέον, το μέλλον των συνδικάτων δεν κινδυνεύει αποκλειστικά και μόνο επειδή η μέριμνα για την προάσπιση των εργασιακών δικαιωμάτων και συμφερόντων σταματά στην πόρτα της επιχείρησης, αλλά, επιπλέον, γιατί πολλές φορές δεν κατορθώνει να φτάσει ούτε μέχρι σε αυτό το σημείο.
Η τάση γενίκευσης της φτωχοποίησης των μισθωτών και της αποδημοκρατικοποίησης των χώρων δουλειάς δεν αντιστρέφεται με τη σύναψη ορισμένων ΣΣΕ που διαφυλάσσουν κάποιες θεσμικές κατακτήσεις ή έστω αξιοπρεπείς αποδοχές, αλλά βάζουν από την πίσω πόρτα αξίες και τακτικές ξένες με τα γενεσιουργά συλλογικά οράματα του συνδικαλισμού, τόσο στην Ελλάδα, όσο και διεθνώς. Παράλληλα, διακρίνεται ορατός πλέον ο κίνδυνος να κατοχυρωθεί στα μάτια των νεότερων σε ηλικία εργαζομένων η αντίληψη ότι -εκτός από άγνωστη θεσμική λειτουργία σε ό,τι αφορά στη διαμόρφωση των όρων της απασχόλησης της συντριπτικής πλειοψηφίας εξ αυτών- η συλλογική διαπραγμάτευση δεν είναι παρά ένα μέσο περαιτέρω απορρύθμισης των εργασιακών τους σχέσεων.
Υποσημειώσεις
Προσθέστε σχόλιο