Ο Ιππότης τσίμπησε το χείλος του, κάτω απ’ τα μουστάκια του, κοιτάζοντας το εκκλησίασμά του και συλλογιζόμενος, Νομίζω ότι κάποιος άλλος πρέπει να το είπε αυτό. Κακόμοιρες γελάδες, έρχονται ακόμα περισσότεροι λόγοι για να κλάψετε.
Ο Ιππότης γνώριζε αυτό που δεν γνώριζαν οι γυναίκες, ότι σε όλη τη Γερμανία, σε όλη την Άγια Γερμανική Αυτοκρατορία, στο σωτήριο έτος του Κυρίου μας Χίτλερ 720, γεννιόντουσαν όλο και περισσότερα αγόρια. Ήταν μια βαθμιαία έλλειψη ισορροπίας, φυσικά, όμως τώρα προκαλούσε έντονη ανησυχία. Ο τελικός σκοπός δεν είχε επιτευχθεί. Υπήρχαν εκατομμύρια Ιάπωνες, απροσηλύτιστοι ειδωλολάτρες, κι εκατομμύρια από τις υποτελείς φυλές τους, που δεν είχαν δει ακόμα το φως. Κι όμως, αν οι γυναίκες σταματούσαν να αναπαράγονται, πώς θα μπορούσε να συνεχίσει να υπάρχει η Χιτλερική Αυτοκρατορία; Φαινόταν ότι, έπειτα από εκατοντάδες χρόνια πραγματικής και ολόψυχης υποταγής, φυσικής για μια θρησκεία που ήταν απόλυτα αρσενική, με τη λατρεία ενός άντρα που δεν είχε μητέρα −του Μοναδικού Άντρα− οι γυναίκες είχαν αποκαρδιωθεί εντέλει. Αδυνατούσαν πλέον να γεννηθούν. Ίσως υπήρχε κάποια φυσική αιτία. Όμως κανείς δεν είχε μπορέσει ν’ ανακαλύψει ποια ήταν. Αυτός ο συγκεκριμένος γηραιός Ιππότης, που γνώριζε πολλά, περισσότερα ακόμα κι απ’ τον Εσώτερο Κύκλο, περισσότερα ακόμα κι απ’ τον ίδιο τον Φύρερ – αυτός ο γκριζογένης γέροντας με το ήπιο πρόσωπο, ο βυθισμένος σε βαθύ άθρησκο κυνισμό του οποίου την ύπαρξη, μετά τον θάνατο και των τριών γιων του, γνώριζε μόνον ο ίδιος, κοιτούσε τις γυναίκες πιστές με ένα μη ανδροπρεπές, αντι-Γερμανικό αίσθημα
οίκτου.
«Είναι όλα λάθος», σκέφτηκε. «Υπάρχουν πράγματα που δεν μπορούν να κάνουν οι άντρες, ούτε να συνεχιστούν για πολύ με τον ίδιο άκαμπτο τρόπο − όχι για πεντακόσια χρόνια χωρίς καμία αλλαγή ή ανάπαυλα. Κακόμοιρες γελάδες. Κακόμοιρα άσχημα, αδύναμα σώματα. Μόνο αγόρια. Ο μοναδικός λόγος ύπαρξης της γυναίκας ήταν να γεννά αγόρια και να τα ανατρέφει μέχρι να γίνουν δεκαοκτώ μηνών. Όμως αν οι ίδιες οι γυναίκες έπαυαν να υπάρχουν;
Ο κόσμος θα απαλλασσόταν από μια αφόρητη ασχήμια».
Ο Ιππότης γνώριζε κάτι που δεν γνώριζε κανείς άλλος άντρας, και καμιά γυναίκα δεν θα μπορούσε να ονειρευτεί ακόμα και με τις μεγαλύτερες προσπάθειες της μικρής και θολής φαντασίας της: ότι οι γυναίκες ήταν κάποτε όμορφες και επιθυμητές σαν τα αγόρια, και κάποτε τις αγαπούσαν. Τι βλασφημία, σκέφτηκε σουφρώνοντας λίγο τα χείλη του. Η αγάπη για μια γυναίκα, ήταν, για το Γερμανικό μυαλό, ισοδύναμη με την αγάπη για ένα σκουλήκι ή έναν Χριστιανό. Γυναίκες σαν κι αυτές. Άτριχες, με γυμνά ξυρισμένα κρανία, με την κακομοιριασμένη ασταθή ισορροπία των θηλυκών μορφών τους, που τονίζονταν από τα στενά διχαλωτά ενδύματά τους – αυτός ο φρικτός μειλίχιος γυναικείος τρόπος με τον οποίο περπατούν και στέκονται, κυρτές και με το κεφάλι χαμηλωμένο, με το στομάχι έξω και τα οπίσθια προτεταμένα – δίχως χάρη, δίχως ομορφιά, δίχως ευθυτενές παράστημα, καθώς όλες αυτές ήταν αντρικές ιδιότητες. Αν μια γυναίκα τολμούσε να σταθεί σαν άντρας, θα την ξυλοκοπούσαν.
«Αναρωτιέμαι», σκέφτηκε ο γηραιός Ιππότης, «γιατί δεν τις βάλαμε να περπατούν πάντα στα τέσσερα και γιατί δεν αφαιρούσαμε τον εγκέφαλο κάθε θηλυκού βρέφους στην ηλικία των έξι μηνών. Λοιπόν, μας νίκησαν. Μας κατέστρεψαν κάνοντας ό,τι τους λέγαμε, και τώρα, εκτός κι αν ο Κεραυνοβόλος μπορεί να ξεπετάξει Γερμανούς από το κεφάλι του, θα καταλήξουμε σε ένα άδοξο τέλος». Και, με αυτή την τεράστια βλασφημία, ο Ιππότης ολοκλήρωσε τον προσωπικό του διαλογισμό.
«Γυναίκες, σιωπήστε», άρχισε συνοφρυωμένος, όπως ήταν το τυπικό. «Μη διαταράσσετε τον αγιασμένο αέρα αυτού του ιερού ανδρικού τόπου με τα θηλυκά σας σκουξίματα και κλαψουρίσματα. Για ποιον λόγο κλαίτε; Δεν είσαστε πιο ευλογημένες από όλα τα θηλυκά ζώα, αφού σας επιτρέπεται να είστε μητέρες αντρών;»
Έκανε μια παύση. Η τυπική απάντηση δόθηκε με διάσπαρτους, φοβισμένους ψιθύρους. «Μάλιστα, Κύριε. Μάλιστα, Κύριε. Είμαστε ευλογημένες». Όμως ακολούθησε ακόμα ένα ξέσπασμα λυγμών, καθώς οι γυναίκες αναρωτιόνταν πού βρισκόντουσαν οι άντρες που είχαν γεννήσει. Είναι δώδεκα τώρα – είναι είκοσι πέντε και ο Ρούντυ είκοσι ενός – αν ο Χανς ζει ακόμα, θα είναι εβδομήντα αυτό το καλοκαίρι, με λευκή γενειάδα σαν τον Ιππότη. Όμως αυτή η τελευταία σκέψη βρισκόταν στο μυαλό μιας υπέργηρης και απίστευτα απωθητικής στρίγκλας, πάρα πολύ ηλικιωμένης για να κλάψει.
Ο Ιππότης συνέχισε το κήρυγμά του. Εξ ανάγκης ήταν πάντα σχεδόν το ίδιο. Υπήρχαν ελάχιστα πράγματα τα οποία θα μπορούσαν να πουν στις γυναίκες. Δεν είχαν μεγαλύτερη νοημοσύνη από ένα πραγματικά έξυπνο σκυλί, και επίσης σχεδόν τα πάντα ήταν πολύ ιερά για να τ’ ακούσουν εκείνες. Ό,τι είχε να κάνει με τις ζωές των αντρών ήταν απαγορευμένο, και φυσικά ήταν αδύνατον να τους διαβάσει από τη Βίβλο του Χίτλερ τις ιστορίες των ηρωικών κατορθωμάτων του Κυρίου και των φίλων Του. Τέτοια θέματα, ακόμα και μετά από πολλά χρόνια και από δεύτερο χέρι, ήταν πολύ ιερά για να τ’ ακούσουν ακάθαρτα ώτα. Το πιο σημαντικό πράγμα ήταν να εμπεδωθεί στο μυαλό των νεαρότερων γυναικών ότι δεν πρέπει να τις ενοχλεί ο βιασμός.
Φυσικά ο Ιππότης δεν τον αποκάλεσε έτσι − ο βιασμός δεν θεωρούνταν έγκλημα εκτός κι αν αφορούσε τα ανήλικα παιδιά. Κι αυτό, όπως γνώριζε ο Ιππότης, δεν ίσχυε προς χάριν των μικρών κοριτσιών, αλλά προς χάριν της φυλής. Τα πολύ νεαρά κορίτσια −αυτά που βρίσκονταν στην αρχή της εφηβείας− μπορεί να γεννούσαν αδύναμα μωρά σε περίπτωση βιασμού. Μετά τα δεκαέξι χρόνια τα θηλυκά σώματα ήταν καλοσχηματισμένα και γυναικεία, αυτός ο κίνδυνος είχε περάσει, και, καθώς η λέξη βιασμός υπαινίσσεται ελεύθερη θέληση και επιλογή και δικαίωμα απόρριψης από την πλευρά των γυναικών, αυτό το έγκλημα δεν μπορούσε να υφίσταται.
«Δεν επιτρέπεται εσείς να πείτε “θέλω να έχω αυτόν ή τον άλλον άντραˮ» τους είπε, «ή “δεν είμαι έτοιμηˮ ή “δεν μπορώˮ ή να εναντιωθείτε στη θέληση του άντρα λόγω γυναικείας ιδιοτροπίας. Στον άντρα επιτρέπεται να πει, αν το επιθυμεί, “Αυτή είναι η γυναίκα μου, μέχρι να τη βαρεθώˮ. Κι αν παράλληλα τη θέλει κι ένας άλλος άντρας, πάλι εκείνη δεν πρέπει να του αντισταθεί· είναι άντρας· το να αντισταθεί μια γυναίκα σε έναν άντρα (εκτός κι αν είναι Χριστιανός) για οποιονδήποτε λόγο είναι βλάσφημο και απόλυτα διεστραμμένο».
Ο Ιππότης έβηξε κι έκανε μια μεγάλη εντυπωσιακή παύση, για να αφομοιώσουν καλύτερα τα λόγια του οι γυναίκες. «Μπορεί να πει στον άντρα στον οποίο ανήκει προσωρινά τι συνέβη, και ο ρόλος της τελειώνει εκεί. Τα υπόλοιπα είναι Αντρικές Υποθέσεις και οι γυναίκες δεν πρέπει να επεμβαίνουν με κανέναν τρόπο. Και εσείς τα κορίτσια», κοίταξε με το ήπιο βλέμμα του τις δεκαεξάχρονες και δεκαεπτάχρονες, «πρέπει να είστε υποτακτικές και ταπεινές και να ενδώσετε με χαρά στη θέληση του άντρα, γιατί ό,τι κι αν περνάει απ’ τα αδειανά μυαλά σας κάποιες στιγμές, είναι πάντα και η δική σας θέληση να είσαστε καρποφόρες και να γεννήσετε δυνατές κόρες».
Οι γυναίκες σταμάτησαν αμέσως να κλαίνε, εκτός από τρεις τέσσερις που ούτε καν άκουγαν. Όλες τον κοίταξαν χάσκοντας. Το σοκ τού να ακούσουν ότι πρέπει να γεννήσουν δυνατές κόρες, ήταν το αντίστοιχο ενός δυνατού χτυπήματος σε κάθε μικρό ξυρισμένο κεφάλι. Δεν μπορούσαν να πιστέψουν στ’ αυτιά τους. Ούτε και ο Ιππότης στα δικά του. Ήταν συνηθισμένος εδώ και πολλά χρόνια να σκέφτεται ένα πράγμα και να λέει κάτι άλλο· όλη του η ζωή ήταν ένα περίπλοκο σχέδιο μυστικότητας και δόλου, ώστε δεν μπορούσε να πιστέψει κι ο ίδιος ότι έκανε τελικά ένα τόσο τεράστιο λάθος. Ήταν αλήθεια ότι οι γυναίκες έπρεπε να γεννούν περισσότερες κόρες, είναι αλήθεια ότι κάθε Γερμανός της εγγράμματης ιπποτικής τάξης είχε εφιάλτες για την εξαφάνιση της ιερής φυλής, αλλά αυτή η αλήθεια δεν έπρεπε να ειπωθεί ελεύθερα, και πάνω απ’ όλα, δεν έπρεπε να ειπωθεί στις γυναίκες. Το μόνο που ήξεραν ήταν ότι στα συγκεκριμένα Διαμερίσματα των Γυναικών γεννιούνταν αξιοσημείωτα πολλοί αρσενικοί νέοι, αλλά όχι ότι αυτή η κατάσταση ήταν γενικευμένη. Αν μόνο μάθαιναν ότι οι Ιππότες, ακόμα και οι ίδιος ο Φύρερ, ήθελαν να γεννιούνται πάρα πολλά κορίτσια-παιδιά· ότι κάθε καινούρια στατιστική για τις τρομερά δυσανάλογες γεννήσεις αρσενικών προκαλούσε στεναγμούς και ανησυχίες και ατέλειωτα μυστικά συμβούλια – αν ποτέ οι γυναίκες το συνειδητοποιούσαν, τι θα τις εμπόδιζε ν’ αναπτύξουν ένα μικρό, εύθραυστο ίχνος αυτοσεβασμού; Αν μια γυναίκα μπορούσε να εκφράζει δημόσια τη χαρά της για τη γέννηση ενός κοριτσιού, ο Χιτλερισμός θ’ άρχιζε να καταρρέει.
Κάποιες, το ήξερε, χαίρονταν μυστικά, επειδή τουλάχιστον τα κορίτσια δεν τους τα έπαιρναν, όμως αυτές ήταν μόνο οι πιο φοβισμένες, οι πιο δειλές, οι πιο ζωώδεις μητέρες. Γιατί αν και αν όλες ήταν σε έναν βαθμό φοβισμένες, δειλές και κτηνώδεις, κάποιες ήταν περισσότερο εγλωβισμένες στον φόβο από τις άλλες και δεν μπορούσαν να αισθανθούν ούτε εκείνο το ελάχιστο, αφύσικο ανθρώπινο συναίσθημα που τους επιτρεπόταν: την παθιασμένη υπερηφάνεια για ένα αρσενικό παιδί ακόμα και όταν υπέφεραν για την απώλειά του. Μα ό,τι κι αν σκέφτονταν ή αισθάνονταν ιδιωτικά, δημόσια δεν εκφραζόταν καμία αγαλλίαση για τη γέννηση ενός θηλυκού. Ήταν ένα ντροπιαστικό γεγονός, ένα καταστροφικό ατύχημα που φυσικά μπορούσε να συμβεί σε κάθε γυναίκα, όμως δεν συνέβαινε στις καλύτερες, κι όσο για τη γυναίκα που είχε μόνο κόρες, ήταν μόνο μισό σκαλοπάτι ανώτερη από το αιώνιο, ανέλπιδο, άχρηστο βάρος της Χιτλερικής κοινωνίας: τη γυναίκα που δεν έκανε καθόλου παιδιά.
«Μα, στην πράξη», σκέφτηκε ο Ιππότης, τραβώντας το μουστάκι του, χαϊδεύοντας τη σχεδόν λευκή γενειάδα του, και κοιτάζοντας ήρεμα το κατάπληκτο ποίμνιό του, «μια γυναίκα που έχει δέκα κόρες και δεν μπόρεσε να κάνει γιους, θα ήταν, σ’ αυτή την κρίσιμη στιγμή, τεράστια επιτυχία». Εν τω μεταξύ, είχε κάνει ένα μεγάλο λάθος. «Γερνάω», σκέφτηκε. «Αρχίζω να τα χάνω. Κάποιος που μπορεί να περπατάει σε τεντωμένο σκοινί στα είκοσι χρόνια του, στα εβδομήντα του θα πέσει». Όμως δεν βιαζόταν να καλύψει το λάθος του με λόγια. Γνώριζε ότι η σιωπή φοβίζει τις γυναίκες. Έτσι, έμεινε αμίλητος, κοιτάζοντάς τις, κι αυτές συνέχιζαν να χάσκουν. Όμως, τελικά άρχισαν να σέρνουν τα πόδια τους αμήχανες.
«Σας προβληματίζει κάτι;» τις ρώτησε ευγενικά, σαν να ήταν άντρες ή ακόμα και Ιππότες. Ο καταδεκτικός τρόπος του τις τρομοκράτησε. Τραβήχτηκαν μακριά του, σαν καλαμιές που τις φυσάει ο άνεμος. «Όχι Κύριε, όχι», ψιθύρισαν. Μία λίγο πιο τολμηρή, ή πιθανόν πιο υστερική από τις άλλες, είπε λαχανιασμένα, «Κύριε, νομίσαμε ότι είπατε-» «Τι νομίσατε ότι είπα;» ρώτησε ο Ιππότης με τον ίδιο, πολύ ευγενικό τρόπο.
Δεν επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου παρά μόνο με έγγραφη άδεια του εκδότη
Προσθέστε σχόλιο