Οι μεταφορές του Βασιλιά
Joshua Cohen
Μετάφραση: Παναγιώτης Κεχαγιάς
Gutenberg, 2022 | 355 σελίδες
Η αιχμή του δόρατος της αριστερής κριτικής απέναντι στις δυσανεξίες του καπιταλισμού φαίνεται να είναι η ανάλυση του ρόλου του εμπορεύματος. Η επίπλαστη έννοια της οικονομίας της αγοράς, αντικαθιστώντας την οικονομία της συντήρησης, παρουσιάζει το κίνητρο του κέρδους ως εγγενές στοιχείο του ανθρώπινου πολιτισμού, εξυψώνοντας τον ατομικισμό σε ύψιστη αξία απέναντι στις κοινωνικές σχέσεις.[1] Ο κίνδυνος για την εμπορευματοποίηση όλων των εκφάνσεων της ανθρώπινης ζωής δεν άργησε να μετατραπεί από δυσοίωνη πρόβλεψη σε ζοφερή πραγματικότητα: από την καταλήστευση των δημόσιων γαιών τον 16ο αιώνα μέχρι τα καπνισμένα πρόσωπα των εργατών στα εργοστάσια του 19ου αιώνα,[2] η έννοια του εμπορεύματος αποτυπώθηκε βίαια στις τύχες των ανθρώπων, ενώ η κερδοφορία επιβλήθηκε ως η μέγιστη των αρετών. Από τον Μαρξ μέχρι τον Αντόρνο και από τον Λούκατς μέχρι τον Μπένγιαμιν, ο φετιχισμός του εμπορεύματος εθεάθη ως η αχίλλειος πτέρνα της οικονομικής δυστοπίας, το άρμα της οποίας έσερνε ο καπιταλισμός.[3]
Σχεδόν ένας αιώνας χωρίζει τις οξυδερκείς παρατηρήσεις του Ούγγρου φιλοσόφου Γκέοργκ Λούκατς γύρω από την έννοια της πραγμοποίησης από το τελευταίο έργο ενός ακόμη τρομερού παιδιού της αμερικανικής λογοτεχνίας, του Joshua Cohen [Τζόσουα Κόεν]. Πιο συγκεκριμένα, παράλληλα με τα ερωτήματα γύρω από το αίσθημα του ανήκειν σε ένα πολυεθνικό περιβάλλον, το αξιακό σύστημα που διέπει τις μετανεωτερικές κοινωνίες ή το παρηκμασμένο θρησκευτικό αίσθημα των νεωτερικών υποκειμένων, η ολοκληρωτική επιβολή της εμπορευματικής δομής που μετατρέπει το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων σε ισοζύγιο χρήσιμων ή μη προϊόντων αναδεικνύεται ως το κεντρικό θέμα του πολυεπίπεδου μυθιστορήματος «οι μεταφορές του Βασιλιά»·[4] την ίδια στιγμή, η νοσταλγία για έναν απολεσθέντα παράδεισο, παράλληλα με την αέναα μεταιχμιακή συνθήκη ενός ανέστιου μέλλοντος διαγράφουν τον ορίζοντα προσδοκιών ηρώων που επί ματαίω επιχειρούν να επιβιώσουν σε έναν εχθρικό κόσμο.
Η πολυπρισματική εξιστόρηση του Τζόσουα Κόεν ακολουθεί τις τύχες προσώπων που περιστρέφονται γύρω από τον Ντέιβιντ Κινγκ, ενός Αμερικανού Εβραίου δεύτερης γενιάς, ιδιοκτήτη εταιρείας μεταφορών-μετακομίσεων και εραστή του αμερικανικού ονείρου: έτσι, στις πολύβουες συνοικίες της Νέας Υόρκης δραστηριοποιούνται οι Γιοάβ Ματζάβ και Ούρι Ντούγκρι, πρόσφατα απολυμένοι φαντάροι, που μαζί με τα προβλήματα της ένταξής τους στην αμερικανική κοινωνία πασχίζουν να ξεπεράσουν το μετατραυματικό στρες των πολεμικών επιχειρήσεων της πατρίδας τους, η γυναίκα του Ντέιβιντ Κινγκ, αλλά και η ερωμένη του, καθώς και η μοναχοκόρη του, η οποία μπαινοβγαίνει σε κλινικές αποτοξίνωσης. Στο βάθος, βέβαια, ακούγονται παράλληλα και οι φωνές των ηττημένων της νεοφιλελεύθερης ουτοπίας, εκείνων που η οικονομική κρίση μετέτρεψε σε ανέστιους και νεόπτωχους, αδυνατώντας να ανταπεξέλθουν στις οικονομικές απαιτήσεις του αιτήματος της προόδου.
Εάν η λύτρωση και η ουτοπία είναι τα δομικά χαρακτηριστικά της εβραϊκής σκέψης, ο Τζόσουα Κόεν, ευφυώς, απεκδύει τους ήρωες του από τα διακριτά αυτά γνωρίσματα, αφήνοντας μονάχα των ήχο των ονομάτων, την καταγωγή και τους μυθιστορηματικούς τόπους να παραπέμπουν στην εβραϊκή ιστορία. Ο Ντέιβιντ Κινγκ, ο Γιοάβ και ο Ούρι, όχι μονάχα δεν αντλούν από τη μακρά εβραϊκή παράδοση χειραφέτησης, αλλά, αντίθετα, συνηγορούν στη διαιώνιση των προβλημάτων της καπιταλιστικής δυστοπίας: οι εξώσεις που αναλαμβάνει η εταιρεία στην οποία δραστηριοποιούνται φαίνεται να είναι το τίμημα για την ένταξή τους στην ολέθρια αλυσίδα παραγωγής, κατανάλωσης και κερδοφορίας που επιβάλλει η μετανεωτερική συνθήκη. Τον 19ο αιώνα, τουλάχιστον όπως το ήθελε ο Walter Benjamin, ο ρακοσυλλέκτης απέδιδε αξία στα απορρίμματα της αστικής τάξης, συμβολίζοντας ως έναν βαθμό την επίθεση των απόκληρων της νεωτερικότητας απέναντι στους κυρίαρχους. Δεν είναι τυχαίο που τα καλλιτεχνικά κινήματα της πρωτοπορίας, ευθαρσώς, αξιοποίησαν ευτελή υλικά για να επιτεθούν στην καθεστηκυία τάξη.[5] Αντίθετα, οι μεταφορείς του 21ου αιώνα αντλούν υπεραξία εκμεταλλευόμενοι τους φτωχοδιάβολους της τάξης τους, τους οικονομικά ασθενέστερους, στο βαθμό που δεν κατόρθωσαν να διαφύγουν τη λαίλαπα της οικονομικής ανάπτυξης.
Εάν ο λυρισμός που εξέπεμπε η φιγούρα του καλλιτέχνη ως ρακοσυλλέκτη ήταν ο ένας πόλος της επίθεσης απέναντι στην κρίση της νεωτερικότητας στα τέλη του 19ου αιώνα, ο ρομαντικός μεσσιανισμός ήταν ο δεύτερος -κατά πολύ, βέβαια, επιθετικότερος. Μα και εδώ ο Τζόσουα Κόεν φροντίζει να στερήσει τους ήρωές του από τα όπλα ενάντια στη ζοφερή τους πραγματικότητα. Όπως έδειξε ο Μαξ Βέμπερ, ήταν η προτεσταντική ηθική που συνέβαλλε στην ανάπτυξη του καπιταλισμού. Τώρα, όμως, ο τελευταίος μετουσιώνει το ιερό σε κέρδος, μετατρέποντας κατά αυτόν τον τρόπο τους λατρευτικούς χώρους σε μη-τόπους: τα ερείπια της Ιερουσαλήμ έχουν μεταβληθεί σε εμπορικά κέντρα, όπου η εφήμερη αναψυχή μοιάζει με τη Μέκκα του πανηδονισμού, το Λας Βέγκας· οι μυθιστορηματικοί ήρωες κινούνται συνεχώς σε αεροδρόμια και τράπεζες, τους σύγχρονους ναούς του ύστερου καπιταλισμού. Ακόμη και η ίδια η Νέα Υόρκη ουσιαστικά περιγράφεται ως ένα τεράστιο εργοστάσιο, όπου ένας ιδιότυπος φορντισμός αποτελεί την πεμπτουσία του συστήματος λειτουργίας του. Εν τέλει, ο μεσσιανισμός έχει καταντήσει μια νεκρή προσδοκία, χωρίς κανένα νόημα.
Η εικόνα όμως της μητροπολιτικής Νέας Υόρκης ως ένα εργοστάσιο εντός του οποίου οι πολίτες, σαν σύγχρονοι Λουδίτες, στρέφονται όχι ενάντια στον τεχνολογικό Λεβιάθαν, αλλά εναντίον των εαυτών τους, φανερώνει μια εφιαλτική εικόνα της σύγχρονης εποχής: ο κόσμος, πλέον, νοηματοδοτείται αποκλειστικά από τα αποτελέσματα της εργασίας του ανθρώπου.[6] Η ελευθερία έρχεται μονάχα μέσω της εργασίας, όπως ειρωνικά και κυνικά διατυμπάνιζαν οι θιασώτες της φυλετικής ανωτερότητας, και έτσι ο Τζόσουα Κόεν, σε μια ειρωνική αντιστροφή, θέλει τον ήρωά του να οργανώνει την εταιρεία του σαν στρατόπεδο συγκέντρωσης, όπου η υπακοή και η ιεραρχία πρέπει να τηρούνται αυστηρά. Ακόμη περισσότερο, ο Ντέιβιντ Κινγκ συμβουλεύει τους υπαλλήλους του να αποστασιοποιούνται από τον τελικό στόχο της εργασίας τους, έτσι ώστε να μην συνδέονται συναισθηματικά με τα θύματα των εξώσεων, ως ένας σύγχρονος Άιχμαν.[7] Οι άνθρωποι αξίζουν όσο και τα αντικείμενά τους. Οι άνθρωποι είναι αντικείμενα.
Ο Τζόσουα Κόεν παρουσιάζει λοιπόν έναν κόσμο ως έρημη χώρα που εμφανώς πλήττεται από κρίση νοήματος. Εάν ο Στάινερ αμφέβαλε για την προοπτική των σύγχρονων κοσμικών μυθολογιών που ανέλαβαν να υποκαταστήσουν το κενό του αποσυντιθέμενου χριστιανικού κοσμοειδώλου,[8] οι Μεταφορές του Βασιλιά φέρνουν στην επιφάνεια τα κακώς κείμενα της φιλελεύθερης ουτοπίας. Έτσι, η αέναη πρόοδος εδραιώνεται στο στένεμα των οριζόντων των νεωτερικών υποκειμένων, η κερδοφορία στον αύξοντα αριθμό των καταπιεσμένων, ο πανηδονισμός στα αλλοτριωμένα υποκείμενα. Μονάχα η ίδια η αφηγηματική τέχνη του Τζόσουα Κόεν φαίνεται να καταδεικνύει διεξόδους διαφυγής: η έκκεντρη αφήγηση που αμφισβητεί την παντοδυναμία ενός παντογνώστη αφηγητή, η αποσπασματική δομή που περιορίζει την κυριαρχία των βασικών ηρώων, καθώς και το καυστικό και σαρδόνιο χιούμορ, είναι, εν τέλει, τα στοιχεία που επιτρέπουν στον συγγραφέα να δώσει φωνή στους ηττημένους, που προτιμούν να πέσουν και να χαθούν σε ένα αυτοκαταστροφικό παρανάλωμα πυρός παρά να συμβιβαστούν.
Το κείμενο του Μάνου Κουμή επιμελήθηκε ο Αντώνης Γαζάκης
Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)
Υποσημειώσεις
Προσθέστε σχόλιο