«Η αλήθεια είναι πως δεν ξέρω πώς καταφέραμε να επιβιώσουμε»
Με αυτά τα λόγια ξεκινάει ένα κείμενο που έγινε γρήγορα viral στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αλλά και σε δεκάδες ιστοτόπους πριν από αρκετά χρόνια. Αλλού βρίσκεται να αφορά «όσους γεννήθηκαν πριν το 1980» ενώ άλλοι ιστότοποι και σελίδες στο Facebook ήταν πιο συγκεκριμένες (π.χ. «για όσους γεννήθηκαν μεταξύ 1950-1985»). Κάποιοι τίτλοι των αναδημοσιεύσεων του το επένδυσαν και με μία σχεδόν μεταφυσική χροιά: «το μυστήριο όσων γεννήθηκαν έως το 1985». Το ίδιο το κείμενο είναι ένα συνονθύλευμα από παρωχημένες και στερεοτυπικές μνήμες, μιας εποχής πλήρως «αναλογικής», που για όσους την έζησαν υποτίθεται πως ανακαλεί μόνο όμορφες αναμνήσεις, πριν οι ζωές μας αλλοιωθούν από την επέλαση της «ψηφιακής» σύγχρονης εποχής. Όπως σε κάθε παρόμοιο κείμενο, το θυμικό φορτίο που φέρει είναι υψηλότατο και καταλήγει με το ότι όλα αυτά τα ανδραγαθήματα οδηγούσαν στην ωριμότητα μέσω των αποτυχιών.
Και γιατί είναι αυτό προβληματικό θα αναρωτηθεί κανένας; Ποιον έβλαψε λίγη αθώα νοσταλγία για την παιδική μας ηλικία; Δυστυχώς η νοσταλγία πολλές φορές δεν είναι ούτε λίγη ούτε αθώα. Το συναίσθημα της περιπλάνησης στο παρελθόν τείνει να εξιδανικεύει καταστάσεις και να απορρίπτει στην ουσία το παρόν, με την επιστροφή στο αγνό και αμόλυντο παρελθόν να προκρίνεται ως μονόδρομος. Το παρελθόν μάλιστα παρουσιάζεται ως συμπαγές και αρραγές. Όπως γράφει ο ιστορικός Μήτσος Μπιλάλης στην έρευνά του για το παρελθόν στο δίκτυο, συναντάμε συχνά συνεφαπτόμενα παρελθόντα. Ο νέος της δεκαετίας του 1950 φαίνεται να δημιουργεί την ταυτότητα του έχοντας τις ίδιες ακριβώς εμπειρίες με τον νέο της δεκαετίας του 1980. Τι κι αν η δεκαετία του 1980 έχει βρει μια Ελλάδα εντελώς διαφορετική από αυτή του 1950[1];
Για όλες αυτές τις γενιές, σύμφωνα με το viral παραπάνω κείμενο, το 1985 αποτελεί ένα χρονικό σύνορο, μετά το οποίο η ψηφιακή εποχή στέρησε από την παιδική ηλικία τους πραγματικούς φίλους, την ωριμότητα και την «τύχη να ζήσουν σαν παιδιά». Παράλληλα όμως με τις «πραγματικές φιλίες» εντοπίζεται και μια ρομαντική αναπόληση, με θετικό πρόσημο, στην εποχή που δεν φορούσε κανένας αντηλιακό και δεν υπήρχαν παιδικά καθισματάκια στα αυτοκίνητα. Συναντάται άρα η ίδια λογική που βρίσκει έρεισμα στο παρελθόν για να πείσει ότι οι κατακτήσεις της επιστήμης και της τεχνολογίας (π.χ. τα εμβόλια, τα αντηλιακά υψηλής προστασίας και τα παιδικά καθίσματα) αποτελούν με τη σειρά τους ανασταλτικούς παράγοντες για την απόκτηση εμπειριών και τη βίωση μιας ελεύθερης παιδικής ζωής. Το παρελθόν έως το 1985 είναι βιωμένο με τον ίδιο τρόπο. Ένα παρελθόν χωρίς ουσιαστική αφετηρία (και το 1400 δεν υπήρχαν αντηλιακές κρέμες…), αλλά όμως με συγκεκριμένο τέλος, μετά το οποίο υποτίθεται εκλείπει η αθωότητα. Το παρόν για τις γενιές αυτές αποτελεί δυνητικά ένα φουτουριστικό δυστοπικό μέλλον, στο οποίο η ανθρώπινη επαφή έχει μηχανοποιηθεί και ο ρομαντισμός έχει δώσει τη θέση του στην τεχνοκρατία.
Εδώ και 40 χρόνια περίπου η βιβλιογραφία έχει να παρουσιάσει πολλές μελέτες σχετικές με την νοσταλγία. Ο Simon Reynolds στο εξαιρετικά εύστοχο πόνημά του Retromania αναφέρει πως η νοσταλγία αρχικά υπήρξε μια παθολογική κατάσταση, με πλήρως αρνητική χροιά δηλαδή, η οποία προκαλούσε ψυχοσωματικά συμπτώματα ποικίλης έντασης. Αρχικά εντοπίστηκε σε στρατεύματα που έλειπαν πολύ καιρό σε εκστρατείες, που ενίοτε μπορεί να έφταναν έως και στην αυτοκτονία. Η νοσταλγία αφορούσε επομένως τον χώρο, και εν προκειμένω την επιστροφή στο σπίτι[2].
«I’d always wanna be there, those were the best days of my life…»[3]
Στην σύγχρονη ποπ κουλτούρα ο όρος έχει αποκτήσει αντίθετα όχι απλά μια θετική σημασία, αλλά, όπως υποστηρίζει και θα επιχειρήσει να τεκμηριώσει το παρόν κείμενο, σχεδόν κυριαρχεί πια σε πολλές εκφράσεις του πολιτισμού. Και η διαφορά της είναι πως αφορά όχι την επιστροφή σε κάποιο χώρο, αλλά κυρίως σε κάποια συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Οι όροι vintage αλλά και retro απέκτησαν μια τεράστια δημοφιλία που μεταφράστηκε και σε ανάλογη παραγωγή, σε remake 80ς και 90ς ταινιών (π.χ. Ghostbusters, Robocop, Fame, Annie κ.α.) σε επιτραπέζια παιχνίδια με vintage και retro θέματα, αλλά και ανατυπώσεις retro τίτλων (Thunderbirds, Fireball Island, Heroquest κ.ά.), βιντεοπαιχνίδια, μέχρι ρούχα (για παράδειγμα στην πόλη της Θεσσαλονίκης το Google επιστρέφει τουλάχιστον 34 καταστήματα που περιέχουν τις λέξεις retro και vintage είτε στο όνομά τους είτε στις περιγραφές των προϊόντων τους. Vintage και retro εξάλλου ρούχα διαθέτουν και διαφημίζουν στις καμπάνιες τους τόσο οι γνωστές αλυσίδες ρούχων, όσο και μεγάλοι οίκοι μόδας και brands όπως Gucci, Guess), ακόμα και σχολικά είδη (τετράδια), αλλά και ηλεκτρικές συσκευές (ψυγεία, τηλέφωνα κ.ά.). Ως επακόλουθο δημιουργήθηκαν γύρω από το παρελθόν και ψηφιακές κοινότητες με χιλιάδες μέλη που επιχειρούν να θυμηθούν, αλλά και συχνότερα να αναβιώσουν τις ζώσες μνήμες τους. Οι τελευταίες είναι και αυτές που αφορούν την έννοια του retro και διαφοροποιούνται από το vintage που αφορά κυρίως αναβιώσεις ενός μη βιωμένου παρελθόντος, πολλών δεκαετιών πριν (τουλάχιστον 20 χρόνια χρειάζονται για κάτι να θεωρηθεί vintage).
Η retro αισθητική και η νοσταλγία που την ακολουθεί απέκτησαν ιομορφικά χαρακτηριστικά και ακριβώς επειδή πρόκειται για εικόνες, ήχους, γεύσεις, ενδυμασίες που έχουν εντυπωθεί στην μνήμη λόγω βιωμάτων, δεν γίνεται άμεσα αντιληπτή η απόλυτη κυριαρχία τους πάνω στη σύγχρονη παραγωγή, αλλά καταναλώνονται ως αυτονόητα. Θα αναφέρουμε αρχικά την δυναμική επιστροφή του βινυλίου και τον παραγκωνισμό του cd μετά από σχεδόν τρεις δεκαετίας κυριαρχίας στα ράφια των δισκοπωλείων[4]. Αυτό όμως που προκαλεί εντύπωση, εκτός από την επιστροφή σε ένα αντικειμενικά πιο δύσχρηστο format, δεν είναι τόσο το κυνήγι των παλιών και σπάνιων κομματιών, κάτι που ανέκαθεν αποτελούσε ξεχωριστή niche αγορά, αλλά ο τεράστιος αριθμός επανεκδόσεων κλασικών και μη τίτλων. Μάλιστα, οι δισκογραφικές επένδυσαν κυρίως στις deluxe και collector’s επανεκδόσεις, οι οποίες και συνοδεύονται, εκτός από το υψηλότατο κόστος αγοράς τους, από διάφορα bonus memorabilia, με ανατυπώσεις εισιτηρίων της εποχής, φωτογραφίες, backstage passes κ.ο.κ, αλλά και με επιπλέον ακυκλοφόρητο υλικό. Τα re-issues, τα re-masters και re-mixes (η έμφαση δική μου) είναι η εμπροσθοφυλακή άλλωστε των πανάκριβων αυτών εκδόσεων που έρχονται να σφραγίσουν τις επετειακές κυκλοφορίες, κάτι που γίνεται αντιληπτό και στους αποκλειστικούς τίτλους των Record Store Days, που αφορούν παλιότερα άλμπουμ. Αυτές ακριβώς οι επέτειοι έχουν σχεδόν μονοπωλήσει τις μουσικές συζητήσεις σε πολλές γωνιές του κυβερνοχώρου. Με αφορμές τα «γενέθλια» κάποιου κλασικού άλμπουμ έχουμε κείμενα και σχόλια, βιωματικές αναρτήσεις και φωτογραφίες που το συνδέουν με τις προσωπικές μνήμες, συνήθως νοσταλγώντας τις στιγμές της πρώτης ακρόασης. Το πιο δημοφιλές μιμίδιο άλλωστε στις σχετικές σελίδες και ομάδες μουσικής νοσταλγίας είναι το παρακάτω, με τα εξώφυλλα να αλλάζουν αναλόγως.
To ίδιο συμβαίνει και με τα ψηφιακά «μνημόσυνα» γνωστών καλλιτεχνών, όταν ακόμα και χρόνια μετά, αποτελούν ευκαιρίες για νοσταλγικές αναρτήσεις, αλλά και επανακυκλοφορίες έργων τους. Τα 00ς υπήρξαν και η εποχή των re-unions, αλλά και της τάσης των συγκροτημάτων και καλλιτεχνών να περιοδεύουν παίζοντας κάποιο κλασικό τους άλμπουμ στην ολότητά του. Ο Reynolds τοποθετεί την αφετηρία αυτής της τάσης στα τέλη των 90ς[5], όμως οι Pink Floyd το έκαναν με το Dark Side Of The Moon ήδη από τις αρχές της δεκαετίας. Τις προηγούμενες δεκαετίες, κάτι τέτοιο θα ήταν ανέφικτο, εφόσον η μουσική βιομηχανία λειτουργούσε εντελώς διαφορετικά, επομένως δεν θα μπορούσε να δημιουργηθεί ανάγκη για επανεκδόσεις και reunion tours, σε μία εποχή που οι δισκογραφικές δεν προωθούσαν συγκροτήματα, αλλά σόλο καλλιτέχνες και το 12’’ βινύλιο είτε δεν υπήρχε ακόμα είτε ήταν ακόμα μια τεχνολογική καινοτομία που περίμενε την αξιοποίησή της. Τι πυροδότησε όμως αυτήν την έκρηξη εκ νέου ζήτησης των κλασικών άλμπουμ;
Ο Maurice Halbwachs μελετώντας τη συλλογική μνήμη, τη θεωρεί μία σταθερά στην ταχεία ροή της πληροφορίας και στους γρήγορους σύγχρονους ρυθμούς της καθημερινότητας[6]. Ο Paul Connerton με τη σειρά του, προτείνει τον όρο «κοινωνική μνήμη»[7]. Η ψηφιακή εποχή άλλαξε τον τρόπο κατανάλωσης της ποπ κουλτούρας και η τεχνολογία αύξησε τα ποσοστά πρόσβασης στην μουσική βιομηχανία, εκδημοκρατίζοντας την δημιουργία, με το DIY να ξεπερνάει τους σκοπέλους της ερασιτεχνικής και cult κυκλοφορίας. Οδηγηθήκαμε έτσι σε έναν άνευ προηγουμένου όγκο κυκλοφοριών, σε καθημερινή σχεδόν βάση, που παράκαμπτε τα γραφεία των δισκογραφικών και έφτανε χωρίς μεσολαβητές σε οποιοδήποτε υπολογιστή είχε πρόσβαση στο δίκτυο. Αυτό που πριν λίγα χρόνια έμοιαζε αδιανόητο, καθότι απαιτούσε τεράστιο κόστος αλλά και χρονοβόρο ψάξιμο, μια ενημερωμένη δισκοθήκη, γινόταν πραγματικότητα με λίγα clicks. Αντιμέτωποι πια με έναν όγκο πληροφορίας σχεδόν μη διαχειρίσιμο, πολλοί στράφηκαν στις γνωστές και δοκιμασμένες συνταγές, σε χιλιοακουσμένα άλμπουμ, που προσέφεραν μια διαχρονικότητα και μία «ζεστή» επιστροφή σε εποχές που θεωρούνται εκ των υστέρων αγνότερες, ακόμα και αν τότε συγκεκριμένα ακούσματα που κυκλοφορούσαν μπορεί να μην αποτέλεσαν για τον ακροατή βιωματικές-διαμορφωτικές εμπειρίες. H νοσταλγία άλλωστε, σύμφωνα με την Svetlana Boym αποτελεί μία ενδιάμεση κατάσταση μεταξύ της συλλογικής και ατομικής μνήμης[8]. Στην ρευστή πραγματικότητα της χαοτικής πρόσληψης πληροφοριών, μία ακρόαση ενός «κλασικού» δίσκου εξασφαλίζει ένα ασφαλές αγκυροβόλι, συνδέοντας τη ζώσα ατομική μνήμη με τη συλλογική εμπειρία που ανέδειξε την κλασικότητα κάποιου άλμπουμ, ακόμα και σε περιπτώσεις που η σύνδεση με την συλλογική μνήμη πραγματοποιείται ετεροχρονισμένα, δημιουργώντας τεχνηέντως βιώματα, ώστε να μην θεωρηθεί κάποιος πως έχασε την ευκαιρία να αναγνωρίσει την ιστορικότητα της εποχής που αναπολεί.
H απενοχοποίηση του Cult
Στην περίπτωση αυτού που ορίζεται ως cult βέβαια, η πορεία που ακολουθείται είναι η αντίστροφη. Εκεί έχουμε την πλήρη απενοχοποίηση της ατομικής μνήμης, μέσω μιας κατανάλωσης ενός πολιτισμικού προϊόντος που την εποχή που βγήκε, απορρίφθηκε ως «περιθωριακό» και «ευτελές» ή στην καλύτερη συνιστούσε για κάποιους μία ένοχη απόλαυση. Στην κατηγορία αυτή εντάσσεται και η πληθώρα των 80ς και 90ς πάρτι σε mainstream χώρους στους οποίους κυριαρχεί κατά βάση η σύγχρονη ποπ κουλτούρα. Τα revival party, οι θεματικές βραδιές, με euro-pop τραγούδια που στην εποχή τους αποτέλεσαν one-hit wonders, επανέρχονται ως αντιπροσωπευτικά της γενιάς τους, όταν ο αντίκτυπος που άφησαν συνολικά στη δισκογραφία ήταν μηδαμινός. Συνεπώς, σε ένα 90ς πάρτι είναι πιο πιθανόν να ακούσει κανείς κάποιο τραγούδι των Snap! ή των Ace of Base παρά των Orbital ή των Chemical Brothers. To ίδιο συνέβη και με τις συναυλίες εγχώριων ποπ καλλιτεχνών που είχαν περιθωριοποιηθεί μετά την κυριαρχία του λαϊκο-ποπ την τελευταία 20ετία. Σε χώρους αμιγώς rock και metal διασκέδασης, οι καλλιτέχνες αυτοί βρίσκουν βήμα και επαναξιολογούνται όχι μόνο από τους σαραντάρηδες που τους απέρριπταν στα νιάτα τους, αλλά και από μία νεότερη γενιά που δεν έχει καμία βιωμένη μνήμη από αυτούς.
Η cult αξία λοιπόν δίδεται από τις νεότερες γενιές και μέσω κάποιου είδους μετα-μνήμης, δηλαδή μιας έμμεσης συναισθηματικής προσέγγισης, που αν και δεν αφορά κάποια τραυματική εμπειρία, φαίνεται πως δεν έχει πρόβλημα στο να υιοθετήσει αυτά που μια προηγούμενη γενιά είχε φαινομενικά διαγράψει από την ποπ κουλτούρα. Η περιθωριοποίηση αυτών των καλλιτεχνών είναι που συνιστά και το παράδοξο της επαναφοράς τους στο προσκήνιο. Η διαχρονία της μουσικής των Beatles και η διαρκής παρουσία των Rolling Stones στο μουσικό γίγνεσθαι για παράδειγμα δεν δημιούργησαν την ανάγκη νοσταλγίας, εκτός ίσως από όσους έζησαν την εποχή της Μπητλομανίας. Ωστόσο, όσοι είδαν τους Rolling Stones το 1997 στο ΟΑΚΑ ίσως να μην νοστάλγησαν κατ’ ανάγκη την επεισοδιακή συναυλία του Απριλίου του 1967 στο Καλλιμάρμαρο.
Άλλες παραδοξότητες της μουσικής retro νοσταλγίας εντοπίζονται και στην επιθυμία πολλών καλλιτεχνών να αναβιώσουν επακριβώς τον ήχο άλλων εποχών. Έτσι, κυκλοφορούν ολοένα και περισσότερα άλμπουμ που φιλοδοξούν να ακούγονται παλιά, ενώ η ηχογράφησή τους γίνεται κατά κύριο λόγο με ψηφιακά μέσα και φτάνουν με ψηφιακό τρόπο στα ηχεία (συνήθως) των ακροατών[9]. Μάλιστα, εκτός από το βινύλιο που είναι και το προτιμώμενο format των νοσταλγών, πλέον κερδίζει έδαφος και η κασέτα. Η τεχνολογίας αιχμής ψηφιακή ηχογράφηση και η ψηφιακή επεξεργασία του mastering καταλήγουν στις περισσότερες των περιπτώσεων ως ένας αναγκαστικός συμβιβασμός της νοσταλγικής διάθεσης. Ωστόσο, αυτό που ενεργοποιεί το θυμικό φορτίο της νοσταλγίας είναι η υλικότητα, επομένως είναι και ο λόγος που ακόμα και το πιο περιορισμένων ηχητικών δυνατοτήτων format της κασέτας επανήλθε στο προσκήνιο. Με την υλικότητα που φέρει ένα προϊόν της ψηφιακής τεχνολογίας σε ένα format που δεν προέρχεται από εκείνη την εποχή, αλλά έχει ουσιαστικά κατασκευαστεί σήμερα, έχουμε αυτό που η Boym αποκαλεί «ερζάτς[10] νοσταλγία», δηλαδή ουσιαστικά ένα υποκατάστατο[11]. Η ριζοσπαστικοποιημένη νοσταλγία σε αυτή τη μάχη κερδίζει ακόμα και την αυθεντικότητα που ήταν ένα από τα βασικά ζητούμενα της vintage/retro αγοράς.
Η νοσταλγία και το παρελθόν ως εμπορεύματα
Εκτός της μουσικής, οι μνημονικές κοινότητες που συγκροτούνται στα κοινωνικά δίκτυα αφορούν τις νοσταλγικές αναπολήσεις κυρίως των δεκαετιών του 1980-1990 και εστιάζουν σε κάθε λογής έκφανση της ποπ κουλτούρας, από τηλεοπτικές διαφημίσεις, σειρές, τηλεπαιχνίδια και ταινίες, αλλά και βιντεοπαιχνίδια, αθλητικά γεγονότα, ρούχα, σνακ και αξεσουάρ μόδας. H σελίδα «Cult Battles» για παράδειγμα έχει περίπου 100 χιλιάδες μέλη, ενώ η σελίδα «Νοσταλγοί ογδόντα ενενήντα» φτάνει σχεδόν τις 200 χιλιάδες μέλη. Φυσικά, το ρεύμα αυτό δεν θα μπορούσε να μείνει ανεκμετάλλευτο από την αγορά. Εκτός των θεματικών retro πάρτι που πλέον είναι απαραίτητα σχεδόν σε κάθε club, πολλές εταιρείες πόνταραν στην «ερζάτς νοσταλγία» και στην υλικότητα της και προσφέρουν τα υποκατάστατα που θα ικανοποιήσουν και θα εκτονώσουν το θυμικό φορτίο των μεσήλικων πια καταναλωτών. Βλέπουμε όλο και συχνότερα στα ράφια των πολυκαταστημάτων ρέπλικες παιχνιδομηχανών (Super Nintendo, Amiga κτλ) που (επανα)κυκλοφορούν, υποσχόμενες την αναβίωση της «γνήσιας» παιχνιδικής εμπειρίας. Φυσικά, κάτι τέτοιο δεν μπορεί να ισχύει, εφόσον τα παιχνίδια που περιέχουν είναι προεγκατεστημένα και δεν δίνεται η δυνατότητα αγοράς νέων δισκετών ή κασετών(cartridges) που κάποιος μπορεί να έχει φυλάξει από τότε και φυσικά απαιτείται η σύνδεση σε κάποιο σύγχρονο monitor ή τηλεόραση που ουδεμία σχέση έχει με την τότε τεχνολογία. Τις ίδιες υποσχέσεις δίνουν και custom κατασκευαστές arcade μηχανών που φιλοδοξούν να αναβιώσουν τις εμπειρίες στα λεγόμενα «ουφάδικα» με ακριβείς ρέπλικες των μηχανημάτων που έβρισκε κανείς σε αυτούς τους χώρους, με τη διαφορά ότι περιέχουν χιλιάδες προεγκατεστημένους τίτλους. Αυτό που τελικά αγοράζει ο καταναλωτής είναι όντως μια μηχανή που αφενός προσομοιώνει την παικτική εμπειρία λόγω υλικότητας, όμως στερείται της υπόλοιπης ατμόσφαιρας που είχαν οι χώροι αυτοί και τους έκαναν ιδιαίτερους και ξεχωριστούς στις αναμνήσεις. Η νοσταλγία, στα πλαίσια του καπιταλισμού, δεν αναπαράγει απλά το παρελθόν, αλλά το ανακατασκευάζει, το μεταπλάθει και το διασκευάζει. Κερδοσκοπεί εις βάρος του παρόντος και καταλαμβάνει ένα κομμάτι της αγοράς. Στον mainstream κινηματογράφο, όπως είδαμε, είναι εξαιρετικά συχνά τα remake ταινιών, τα οποία παρουσιάζονται με σύγχρονο περιτύλιγμα σε μία νέα γενιά θεατών, αλλά και προκαλούν ταυτόχρονα όσους είδαν τις original ταινίες να αναστοχαστούν ξανά τις εμπειρίες τους. Αυτό όμως που προκαλεί εντύπωση είναι πως, παρά τα τεχνολογικά άλματα και στον χώρο των βιντεοπαιχνιδιών αλλά και στις ταινίες και τηλεοπτικές σειρές, υπάρχουν πολλά παραδείγματα σύγχρονων δημιουργιών που υιοθετούν είτε την 80ς 8-bit τεχνολογία και το γενικότερο στήσιμο (text-based παιχνίδια π.χ.) είτε οι 80ς-90ς αναφορές κυριαρχούν τόσο που η σειρά/ταινία καταλήγει σε ένα ατελείωτο retro festival (π.χ. Stranger Things).
Δεν θα μπορούσε να μείνει έξω από την επισκόπηση της νοσταλγίας και του παρελθόντος η τηλεοπτική τους παρουσία. Κανάλια όπως το History Channel, το VH1, το ελληνικό MAD, αλλά και το Netflix, έχουν επενδύσει σε εξειδικευμένα νοσταλγικά show. Έτσι έχουμε εκπομπές όπως την Retrovision στο Mad, τα We love: The 80s, 90s, 00s αντίστοιχα στο VH1, τα The Movies that made us και Toys that made us στο Netflix κ.ά. Στο History Channel από την άλλη υπάρχει πληθώρα εκπομπών, όπου παρουσιαστές-επιχειρηματίες γυρεύουν παλιά αντικείμενα σε αποθήκες ή και εντοπίζουν και επισκευάζουν παλιά οχήματα. Σε αυτές τις περιπτώσεις η ιστορία χάνει τον πρωταγωνιστικό ρόλο που θα όφειλε να έχει. Η τεκμηρίωση είναι δευτερεύουσα, το ίδιο και τα ιστορικά συμφραζόμενα. Το παρελθόν αποτελεί ένα ατελείωτο πεδίο κερδοσκοπίας, μια καπιταλιστική παιδική χαρά, όπου οι εμπλεκόμενοι προσπαθούν να μεγιστοποιήσουν το κέρδος τους. Το vintage και το retro, η υλικότητα των εμπορευμάτων, αφορούν την από-ιστορικοποιημένη νοσταλγία για ένα τελικά άχρονο παρελθόν που αξιολογείται από την αισθητική (και την τιμή…) των αντικειμένων.
Σε μία διαφορετική κατηγορία ανήκει η νοσταλγία που είναι συνυφασμένη με την παράδοση. Σε αυτή κυριαρχεί η έκφραση «όπως παλιά» και αφορά πια κατά ένα μέρος όχι τόσο την αναδραστική (reflective) μνήμη που αφορά κυρίως το υποκείμενο, αλλά την αναστηλωτική (restorative) που αφορά μια εμπεδωμένη παράδοση που μπλέκει και το εθνικό στοιχείο[12]. Τα «παραδοσιακά» προϊόντα και φορεσιές, με συνήθως έντονα τοπικό χαρακτήρα, φιλοδοξούν να ανακαλέσουν τις μνήμες που πέρασαν από τις περασμένες γενιές στις νεότερες. Σημείο αναφοράς συχνά είναι όχι η προηγούμενη γενιά, αλλά κάποια ακόμα παλιότερη (συνταγές της «γιαγιάς» αντί της «μαμάς») επιχειρώντας να προσδώσουν ένα ιστορικό βάθος στην παράδοση, η οποία και πάλι παρουσιάζεται ενιαία και άχρονη. Όπως σημειώνει και ο Μπιλάλης, η τάση αυτής της νοσταλγίας είναι επαγωγική και προσπαθεί να κατοχυρώσει την αξία του τοπικού, ταυτίζοντάς το με το εθνικό[13]. Οι μαρμελάδες για παράδειγμα, βρίσκονται στα ράφια των σουπερμάρκετ όλης της χώρας και με την σημείωση στην ετικέτα «όπως παλιά» το τοπικό προϊόν εντάσσεται στην άχρονη εθνική παράδοση, συνεχίζοντας την γεύση που το έθνος έχει συνηθίσει «από παλιά». Παρόμοιες περιπτώσεις θα συναντήσουμε στα ολοένα και συχνότερα «παραδοσιακά παντοπωλεία» που ξεφυτρώνουν στις αστικές περιοχές. Τα ράφια τους γεμάτα με ποικιλίες εδεσμάτων από όλη τη χώρα, αλλά και με εισαγόμενες γκουρμέ επιλογές, ελάχιστα μοιάζουν με το μπακάλικο/παντοπωλείο του διάσημου Ζήκου. Η λογική όμως της λειτουργίας τους και της ονομασίας τους παραπέμπει άμεσα στο παντοπωλείο που για δεκαετίες είχε εξαφανιστεί από τον αστικό ιστό αλλά και την επαρχία μετά την επέλαση του σουπερμάρκετ. Αυτή η ρουστίκ πινελιά μέσα στο σύγχρονο αστικό τοπίο ικανοποιεί ως υποκατάστατο άλλη μία νοσταλγική ανάγκη, αλλά ταυτόχρονα προσφέρει και μία εθνικοποιημένη κοινωνική μνήμη, τόσο για «όσους γεννήθηκαν πριν το 1985» αλλά και για όσους γεννήθηκαν μετά από αυτό και έχουν δει τις παλιές ελληνικές ταινίες.
Outro: «Αν εσύ είσαι από τους «παλιούς»… συγχαρητήρια!»
Φυσικά μια περιπλάνησή στη σύγχρονη πανδημία της νοσταλγίας δεν περιορίζεται στις προαναφερθείσες περιπτώσεις. Δεν θα δυσκολευτεί κάποιος να ιχνηλατήσει τη νοσταλγία αν αποφασίσει να την ψάξει στην ποπ κουλτούρα. Σε μία διαμάχη που κανείς δεν φαίνεται να ζήτησε, φαίνεται πως το βιωμένο παρελθόν στα ζητήματα της ποπ κουλτούρας ολοένα και κερδίζει έδαφος έναντι του παρόντος. Η σύγχρονη παραγωγή, ποσοτικά υπέρτερη από οποιαδήποτε άλλη εποχή, φαίνεται να περιορίζεται τόσο στιλιστικά όσο και εμπορικά από μια νοσταλγική επανάσταση που ακόμα και αν δεν εκφράζεται άμεσα, υπονοείται μέσα στις σύγχρονες παραγωγές. Η pop των Daft Punk και η disco/pop της Dua Lipa, ενός ακόμα pop icon, ο τελευταίος δίσκος της οποίας ονομάζεται χαρακτηριστικά Future Nostalgia, βρίθουν από retro αναφορές, όμως οι πωλήσεις των άλμπουμ τους ωχριούν μπροστά στις πωλήσεις των κλασικών, ενίοτε ακόμα και από τις επανακυκλοφορίες των τελευταίων. Μπορεί οι αριθμοί πωλήσεων να αποτελούν κλάσμα συγκριτικά με τα αντίστοιχα νούμερα ακροάσεων/θεάσεων στις streaming πλατφόρμες, ωστόσο οι τελευταίες φαίνεται να μην αποδίδουν παρά ελάχιστα κέρδη στους καλλιτέχνες και στις εταιρείες[14]. Επομένως, η βιωμένη εμπειρία μιας live εμφάνισης, μαζί με την μοναδικότητά που υπόσχεται και η «σκληρή» πώληση των παραδοσιακών format, φαίνεται πως υπερτερούν του ψηφιακού καπιταλισμού και της άυλης, συνήθως θραυσματικής ακρόασης και αποτελούν ακόμα και τώρα τα στηρίγματα της βιομηχανίας. Όχι τυχαία, πρόσφατα η Adele, απαγόρευσε στο Spotify την επιλογή της ακρόασης των τραγουδιών του τελευταίου της άλμπουμ με τυχαία σειρά, ώστε να διατηρηθεί η αρχική σύλληψη της ιστορίας που εμπνεύστηκε, όπως σε μία φυσική κόπια.
Φαίνεται πως οι Led Zeppelin και οι…μαρμελάδες έχουν ένα κοινό. Την διάθεση να καταναλωθούν «όπως παλιά». Και αυτό στερεί από τη σύγχρονη παραγωγή, τις δύο τελευταιες δεκαετίες εντονότερα, τη δημιουργία ενός νέου σημείου αναφοράς που με τη σειρά του στο μέλλον θα αποτελέσει μια «άγκυρα» στις νοσταλγικές περιπλανήσεις. Ακούμε το παρελθόν, βλέπουμε το παρελθόν, γευόμαστε το παρελθόν, ντυνόμαστε με το παρελθόν, βιώνουμε μία ριζοσπαστικοποιημένη εκδοχή της νοσταλγίας που έχει κλείσει το σήμερα σε ένα παράξενο χρονοντούλαπο στο οποίο ο χρόνος παγωμένος παραμένει να ενσωματωθεί στο αρραγές παρελθόν και ίσως να καταβροχθισθεί βουλιμικά σε ένα μέλλον που θα μοιάζει σαν χθες.
Το κείμενο επιμελήθηκαν η Δήμητρα Αλιφιεράκη και ο Άγγελος Κοντογιάννης-Μάνδρος.
Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)
Υποσημειώσεις
Προσθέστε σχόλιο