Ο Τζόνι Ρόναν, επιχειρηματίας αναγνωρισμένος και εργολάβος με όραμα μακρόπνοο, αποφάσισε στις αρχές του 2019 να επενδύσει μερικές χιλιάδες ευρώ σε μια φιλόδοξη διαφημιστική καμπάνια. Στόχος του ήταν να πείσει τους Δουβλινέζους και το πολιτικό προσωπικό τους να τον αφήσουν να προσθέσει και άλλους ορόφους στον Πύργο που έχτιζε στο λιμάνι της πόλης. Οι διαφημίσεις στους Irish Times, τα κείμενα προς τους πολιτικούς αξιωματούχους, οι εκκλήσεις του προς το ανώτατο δικαστήριο της χώρας για μια ευνοϊκή απόφαση, είχανε όλα στον πυρήνα τους το ίδιο επιχείρημα: η τροποποίηση των κανόνων δόμησης είναι προϋπόθεση για την προσέλκυση επενδύσεων.
Salesforce Tower λέγεται το κτήριο που χτίζει ο Ρόναν. Δεν πρόκειται για κάποια αρχιτεκτονική καινοτομία. Salesforce Towers υπάρχουν άλλωστε σε δεκάδες μητροπόλεις: στo Σαν Φρανσίσκο, στη Νέα Υόρκη, στο Σίδνεϋ και αλλού. Είναι ένα αρχιτεκτονικό σημάδι που πιστοποιεί τη συμμετοχή του Δουβλίνου στην παρέα των σημαντικών αστικών κέντρων του κόσμου· όπως είναι και η γέφυρα του Santiago Calatrava που ενώνει μεταξύ τους τις όχθες του Silicon River, το κομμάτι του ποταμού Λίφεϋ, όπου στεγάζονται τα γραφεία των μεγάλων εταιριών τεχνολογίας.
Εκεί που κάποτε βρίσκονταν οι αποθήκες, τα κοντέινερς και οι γερανοί που ανεβοκατεβάζαν εμπορεύματα και κατασκεύαζαν πλοία, βρίσκονται τώρα τα γραφεία τεχνολογικών κολοσσών. Η Airbnb, η Facebook, η Google, η LinkedIn, η Twitter, όλες έχουν τα γραφεία τους στις ανακαινισμένες αποθήκες της προβλήτας. Μονάχα που σε αυτή τη μικρή, ευρωπαϊκή εκδοχή της Silicon Valley το κίνητρο των εταιριών δεν είναι η παραγωγή τεχνολογικής καινοτομίας αλλά η αποφυγή φόρων.
Ο φορολογικός συντελεστής της Ιρλανδίας για τις πολυεθνικές ήταν και παραμένει ιδιαίτερα χαμηλός (12,5%). Η Ericsson και η IBM ήταν εκεί από το 1950. Το 1970 πήγε η Hewlett-Packard και το 1980 η Apple, η Intel και η Microsoft. Το 2004, η Google αποφάσισε να φτιάξει εκεί ένα κέντρο από το οποίο θα διηύθυνε τα παρακλάδια της στην Ευρώπη, τη Μέση Ανατολή και την Ασία. Η φορολογική πολιτική της Ιρλανδίας έδωσε τεράστια ώθηση στον κατασκευαστικό τομέα και τους αναπτυξιακούς ρυθμούς του Κέλτικου Τίγρη. Και οι συνάδελφοι του Τζόνι Ρόναν έπλεαν σε πελάγη χρημάτων.
Μέχρι που ήρθε η κατάρρευση του 2008 και η οικονομική κρίση. Οι ρυθμοί ανάπτυξης επιβραδύνθηκαν και οι γερανοί, ελλείψει «λαδιού», κινούσανε τα μέλη τους πιο αργά πάνω από τους σκελετούς των μισοτελειωμένων κτηρίων. Ο Ιρλανδικός Τίγρης υποβιβάστηκε σε γουρούνι (P.I.I.G.S) και από παράδειγμα προς μίμηση έγινε ένα ακόμα αποτυχημένο, ευρωπαϊκό κράτος που χρειαζότανε άμεσα θεραπεία. Η θεραπεία ήταν η αναμενόμενη: επιτήρηση. Η Ιρλανδική κυβέρνηση, μετά από παρότρυνση της Τρόικα, δημιούργησε την Υπηρεσία Διαχείρισης Εθνικής Περιουσίας (National Asset Management Agency ή πιο σύντομα NAMA), η οποία εν είδει μεσίτη ανέλαβε την εκποίηση των οικονομικά τοξικών, περιουσιακών στοιχείων της χώρας, τη σταθεροποίηση του τραπεζικού συστήματος και την επανεκκίνηση της ιρλανδικής οικονομίας. Η περιοχή με τα μισοτελειωμένα κτήρια στο λιμάνι ήταν το πολυτιμότερο από τα περιουσιακά στοιχεία προς εκποίηση.
Το 2013, το δημοτικό συμβούλιο του Δουβλίνου ενέκρινε ένα επενδυτικό σχέδιο για μια τεράστια έκταση γύρω από τα γραφεία της Google στις προβλήτες της πόλης. Η έκταση περιχαράχθηκε και προβιβάστηκε σε «ζώνη στρατηγικής ανάπτυξης» (Strategic Development Zone ή πιο σύντομα SDZ). Η απόφαση του συμβουλίου προέβλεπε επίσης «fast track» διαδικασίες αδειοδότησης, δυσκόλευε τις ενστάσεις και τις εφέσεις ενάντια στα εγκεκριμένα σχέδια και αφόπλιζε την αντιπολίτευση. Με αυτές τις νομικές διευκολύνσεις, η NAMA προσέλκυσε επενδυτές και κεφάλαια. Παράλληλα, η Αρχή Βιομηχανικής Ανάπτυξης της χώρας ξόδεψε 2 εκατομμύρια σε μια διαφημιστική καμπάνια που παρουσίαζε το Δουβλίνο σαν ένα hub τεχνολογικής καινοτομίας. Άλλα 10 εκατομμύρια επενδύθηκαν σε ένα ταμείο προσέλκυσης διεθνών start-up που ενθάρρυνε entrepreneurs να μετακινηθούν στο Δουβλίνο. Σήμερα, η «Ζώνη Στρατηγικής Ανάπτυξης» στεγάζει 34 εταιρείες τεχνολογίας. Το πρώτο τρίμηνο του 2019, το 47% όλων των γραφείων σε ολόκληρο το Δουβλίνο ανήκαν σε εταιρείες τεχνολογίας και το 59% όλων των υπο κατασκευή γραφείων ήδη έχουν προ-κρατηθεί από εταιρείες που ανήκουν στον τεχνολογικό τομέα.
Το Ιρλανδικό γουρούνι έγινε και πάλι ο Κέλτικος Τίγρης, οι ρυθμοί ανάπτυξης ανέκτησαν τον πυρετώδη ρυθμό τους, ο κατασκευαστικός τομέας ακμάζει, και ο Τζόνι Ρόναν μάλλον έχει δίκιο που ζητάει να αλλάξουν οι πολεοδομικοί κανόνες για να μπορέσει να προσθέσει και άλλο ύψος στον Salesforce Tower που χτίζει.
Αλλά αν κοιτάξει κανείς λίγο προσεκτικότερα, θα δει στις παρυφές του αναπτυξιακού ονείρου, ανάμεσα στους γερανούς που προσθέτουν πάνελς στους ορόφους των γυάλινων συγκροτημάτων, να κυκλοφορούν άνθρωποι που είναι οργισμένοι. Το Δουβλίνο ανήκει πλέον με τον Salesforce Tower όχι μόνο στις σημαντικές μητροπόλεις του κόσμου, αλλά και στις ακριβότερες. Όσο αυξάνεται ο αριθμός των γραφείων που χτίζονται στην προβλήτα του Δουβλίνου, αυξάνεται και ο αριθμός των ενοικιαστών σε επισφάλεια και των αστέγων. Οι πολυεθνικές μεταμορφώνουν γειτονιές, ανεβάζουν τα νοίκια, διώχνουν τους τοπικούς επιχειρηματίες και τους ενοίκους. Οι συνάδελφοι του Τζόνι Ρόναν χτίζουν γραφεία και κτήρια για επιχειρήσεις αλλά όχι σπίτια για τους Δουβλινέζους, ενώ όσα σπίτια χτίζονται -με κοινόχρηστες κουζίνες και κοινά σαλόνια, προσαρμοσμένα στη βραχυχρόνια συγκατοίκηση- απευθύνονται στους λίγους καλοπληρωμένους, περαστικούς υπαλλήλους και entrepreneurs. Το υψηλό ποσοστό ιδιοκτησίας της κατοικίας κλονίζεται από μια γνώριμη ιδεολογική εκστρατεία που διαφημίζει τα ανθρωπολογικά οφέλη της ζωής στο νοίκι και της διαρκούς μετακίνησης. Όμως οι Δουβλινέζοι αυτά τα ποσά δεν μπορούνε να τα πληρώσουν. Και σε καμιά περίπτωση δεν μπορούν να καταβάλουν τα δυο ή τρία ενοίκια που ζητάνε οι ιδιοκτήτες ως προκαταβολή.
Όταν ο Mark Connaughton επέστρεψε στο Δουβλίνο το 2018, μετά από τριετείς σπουδές στο εξωτερικό, άρχισε να αναζητά ένα διαμέρισμα για εκείνον και την κοπέλα του. Μετά από δύο μήνες έρευνας κατάλαβαν ότι δεν επρόκειτο να βρουν διαμέρισμα που να μπορούν να το πληρώνουν και να τους αφήνει περίσσευμα για τις υπόλοιπες βασικές τους ανάγκες. Για ένα μικρό αλλά τουλάχιστον αξιοπρεπές διαμέρισμα έπρεπε να δίνουν τα μισά χρήματα από το συλλογικό τους ταμείο. Έτσι αποφάσισαν να ζήσουν προσωρινά στο μικρό σπίτι των γονιών της κοπέλας, στο δωμάτιό της.
Η περίπτωσή του δεν είναι ακραία: «Η κατάστασή μου δεν είναι σοβαρή σε σχέση με όσα περνάνε οι υπόλοιποι. Δεν είμαι άστεγος, έχω τουλάχιστον ένα σπίτι. Αλλά το να μην έχεις την επιλογή να ζήσεις ανεξάρτητα, σε επηρεάζει. Και επηρεάζει πολλούς νέους, με έναν τρόπο που δεν είναι τόσο εμφανής όπως είναι για παράδειγμα η αστεγία.»
Όταν τον ρωτάω να μου πει τα σημαντικότερα προβήματα στην Ιρλανδία, τα κατηγοριοποιεί με αξιοπρόσεκτη ταχύτητα. Τα ξέρει, τα έχει ζήσει, τα έχει σκεφτεί και τα έχει ξεχωρίσει. Πρώτο και σημαντικότερο πρόβλημα, η στεγαστική κρίση. Δεύτερο πρόβλημα, οι υπηρεσίες υγείας που είναι πανάκριβες και κακής ποιότητας. Και τα δυο τα τοποθετεί κάτω από την ίδια ετικέτα: υπερβολικά υψηλό κόστος ζωής.
Υπάρχουν πάνω από 10.000 άστεγοι στους δρόμους του Δουβλίνου. Και από αυτούς σχεδόν οι 4.000 είναι παιδιά. Είναι ένα γεγονός σοκαριστικό για μια χώρα που είναι στην κορυφή της λίστας των χωρών με τους υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης. Βλέπεις τη χώρα να τα πηγαίνει καλά και βλέπεις και τις επενδύσεις από τη Facebook και τη Google. Και στο απέναντι πεζοδρόμιο βλέπεις μια άστεγη οικογένεια που ζει στον δρόμο. Αυτές οι εικόνες είναι τώρα συνηθισμένες. Και δεν είναι μόνο οι εικόνες. Όλοι έχουν επηρεαστεί από τη στεγαστική κρίση. Όχι μόνο οι άστεγοι, αλλά και οι οικογένειες που ζουν σε ένα σπίτι και παλεύουνε για να πληρώσουνε το κόστος ασφάλειας, το νοίκι.
Τα δυο μεγάλα κόμματα της Ιρλανδίας, το Fine Gael και το Fianna Fáil που κυβερνούν αδιάκοπα τη χώρα εδώ και περίπου εκατό χρόνια, συνειδητοποίησαν το πρόβλημα, και κυρίως τις πολιτικές συνέπειες που μπορούσε να πάρει η έκτασή του, μόλις τα τελευταία τρία χρόνια. Όπως μου λέει ο Mark, «προσπάθησαν να πουλήσουν δημόσια γη σε ιδιωτικές κατασκευαστικές εταιρείες και έπειτα να αγοράσουν περίπου το 30% των νέων κτηρίων και να τα κάνουν κοινωνικές κατοικίες. Το επιχείρημά τους ήταν ότι ένα τέτοιο έργο δεν μπορούσανε να το χρηματοδοτήσουνε μόνοι τους και έπρεπε να το κάνουν από κοινού με ιδιωτικές εταιρείες».
Αλλά και ο Mark όπως και οι περισσότεροι Δουβλινέζοι θεώρησαν ότι η πρόταση το μόνο που έκανε ήταν να παραχωρεί δημόσιο πλούτο σε ιδιωτικά συμφέροντα, χωρίς να προσφέρει ουσιαστική λύση στο στεγαστικό πρόβλημα. Για τον ίδιο λόγο, οι περισσότεροι Δουβλινέζοι εξέφρασαν τη διαφωνία τους και προς το HAP (Housing Assistance Payment), ένα χρηματοδοτικό πρόγραμμα του Δήμου που κάλυπτε μέρος του ενοικίου σε οικονομικά ανίσχυρες οικογένειες.
Τα τοπικά συμβούλια δίνουν χρήματα σε ενοικιαστές ώστε αυτοί να πληρώσουν τους ιδιοκτήτες. Στην πραγματικότητα επιχορηγούν τους ιδιοκτήτες και ενισχύουν ένα μοντέλο κατοικίας που στηρίζεται στο νοίκι. Έχουμε πλέον συνειδητοποιήσει πόσο ανώφελο είναι όλο αυτό. Από το 2000 και μετά, η κοινωνική κατοικία έχει ξεχαστεί.
«Αλλαγή». Αυτό ήταν το βασικό προκελογικό σύνθημα του Sinn Fein. Μιλώντας για την ανάγκη για «αλλαγή» υπενθύμιζε στους Ιρλανδούς τις παραλείψεις ενός δικομματικού πολιτικού συστήματος που κυβερνά αδιάκοπα την Ιρλανδία εδώ και εκατό χρόνια. Αλλά ένα απλό σύνθημα δεν θα ήταν αρκετό. Το Sinn Fein ακτινογράφησε την οργή των Ιρλανδών, βρήκε τις αιτίες της και συνέταξε μια ριζοσπαστική πολιτική ατζέντα με την οποία έπεισε ακόμα και ψηφοφόρους που προηγουμένως ήτανε καχύποπτοι απέναντί του, κυρίως εξαιτίας των δεσμών του κόμματος με τον ΙRA.
Η στεγαστική κρίση οδήγησε τόσους ανθρώπους να ψηφίσουν τους πολιτικούς του Sinn Fein, παρότι παρουσιάζονται από τα media και τα άλλα κόμματα ώς «αλήτες» εξαιτίας των δεσμών τους με τον IRA και τη βία κατά τη διάρκεια των «Ταραχών» («Troubles»).
Οι μετεκλογικές αναλύσεις δείχνουν ότι το Sinn Fein προτιμήθηκε από όλες τις ηλικιακές μονάδες, εκτός από αυτή των 65+. Η επιτυχία του δεν μπορεί να αποδοθεί σε κάποια ανιστορική ελαφρότητα ορισμένων ριζοσπαστικοποιημένων νεαρών ψηφοφόρων και απομαγευμένων millenials. Οφείλεται μάλλον στο βάθος της κρίσης που διαπερνά την Ιρλανδία αλλά ίσως και στη συμπάθεια που προκαλεί η νέα επικεφαλής του κόμματος.
Η Mary Lou McDonald, η νέα αρχηγός του Sinn Fein, με καταγωγή από μια μεσοαστική γειτονιά και αναθρεμμένη σε ιδιωτικά εκπαιδευτήρια, είναι το ακριβώς αντίθετο του Jerry Adams, του προηγούμενου, μπαρουτοκαπνισμένου αρχηγού του Sinn Fein, που είχε ισχυρούς δεσμούς με τον IRA. Στις 10 Φεβρουαρίου, δυο μέρες μετά τις εκλογές, όταν πλέον ήταν γνωστό ότι το Sinn Fein έχει κερδίσει τις περισσότερες ψήφους πρώτης προτίμησης και 37 έδρες στο Dáil, η Mary Lou, όπως την αποκαλούν οι υποστηρικτές της, βρέθηκε περιτριγυρισμένη από δημοσιογράφους που περιμένανε μια της δηλωση:
Ζητήσαμε από τους πολίτες να μας δώσουνε μια ευκαιρία να υλοποιήσουμε όσα έχουμε υποσχεθεί στην πλατφόρμα μας. Και σε αυτή τη πλατφόρμα μιλήσαμε για τις λύσεις που προτείνουμε στην στεγαστική κρίση, στην κρίση στις υπηρεσίες υγείας, για το πώς θα δώσουμε στις οικογένειες και στους εργάτες χώρο να αναπνεύσουνε.
Η Mary Lou ιεράρχησε το στεγαστικό ζήτημα ως το πρώτο και το πλέον σημαντικό. Η κρίση στέγης υπήρξε το πιο πολυσυζητημένο θέμα της προεκλογικής πολιτικής σύγκρουσης. Και σε αυτή τη σύγκρουση επικράτησε η ριζοσπαστική πρόταση του Sinn Fein. Στο πολυσέλιδο μανιφέστο του, το πρώτο πράγμα που συναντά ο αναγνώστης είναι η δέσμευση του κόμματος να κατασκευάσει 100.000 νέες μονάδες κοινωνικής κατοικίας για τους αστέγους που περιφέρονται δίπλα στα πολυτελή κτήρια των πολυεθνικών, για τους εργάτες που δεν μπορούν να σπαταλούν τον μισό μισθό τους στο νοίκι και για τους νέους ανθρώπους, όπως ο Μark και η κοπέλα του, οι οποίοι διεκδικούν μια ζωή που δε θα στηρίζεται στη γονεϊκή συγκατάβαση: «Υποσχέθηκαν πως όχι μόνο θα δώσουν κατοικίες στους αστέγους αλλά και πως θα βοηθήσουν και νέα ζευγάρια και νέους ανθρώπους να βρουν ένα αξιοπρεπές σπίτι. Η ψήφος μας επηρεάστηκε από αυτές τις υποσχέσεις», μου λέει ο Mark.
Σημαντικό ρόλο στον σχεδιασμό αυτής της ριζοσπαστικής στεγαστικής ατζέντας έπαιξε ένας άλλος πολιτικός, ονόματι Ó Broin, που ενδέχεται να αναλάβει το χαρτοφυλάκιο του Υπουργείου Στεγαστικής Πολιτικής.
Έξυπνος τύπος, καλός ρήτορας. Δεν είναι συνηθισμένο να συναντάς ανθρώπους όπως ο Ó Broin στο πολιτικό σκηνικό. Έχουμε πολλούς καραγκιόζηδες. Ξέρεις… ένας τύπος που ξέρει έναν άλλον τύπο και πάει λέγοντας. Πελατειακότητα. Αυτός είναι έξυπνος. Και έχει κάνει και μια καλή έρευνα για τη στεγαστική κρίση της Ιρλανδίας. Η πρόταση για τις 100.000 κοινωνικές κατοικίες είναι δική του ιδεά. Και έπαιξε σημαντικό ρόλο στην άνοδο του Sinn Fein.
Αλλά ο Mark, παραμένει επιφυλακτικός. Μου λέει πως γνωρίζει ότι τώρα ξεκινά ένας πόλεμος ενάντια στο Sinn Fein από τα κυρίαρχα κόμματα και από τα μέσα ενημέρωσης: «Δε νομίζω ότι θα τους επιτρέψουνε να εφαρμόσουν το πρόγραμμά τους». Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, δεν έχει σχηματιστεί κυβέρνηση στην Ιρλανδία. Είναι όμως πιθανό ο Τζόνι Ρόναν να ανησυχεί. Δεν ξέρω τι μπορεί να σκέφτεται αυτή τη στιγμή. Ίσως απλά να χρηματοδοτεί περισσότερες διαφημιστικές καμπάνιες στους Irish Times· ίσως απλά να προσπαθεί να πείσει τους Ιρλανδούς να επανέλθουν στον «δρόμο της Λογικής» και να μη ψηφίζουν «αλήτες»· ίσως όμως εκτός από τον αρχιτεκτονικό συμβολισμό του Salesforce Tower και το ύψος του κτηρίου του, να έχει αρχίσει να ενδιαφέρεται και για το αδιέξοδο στο οποίο έχουν οδηγηθεί οι πολίτες του Δουβλίνου. Ποτέ δεν ξέρεις.
Το κείμενο επιμελήθηκε η Δήμητρα Αλιφιεράκη.
Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)
Προσθέστε σχόλιο