Λογοτεχνία Τεύχος #14

Η στοχοθεσία

"«Κάθε Τμήμα θα έχει το στόχο του». Με τη φράση αυτή ολοκλήρωσε την ομιλία του ο υπουργός, ο εκλαμπρότατος Κονσταντίν Αλεξάντροβιτς Μιχαήλωφ, γνωρίζοντας καλά πως η τοποθέτηση στόχων στα γραφεία ήταν επιθυμία του ίδιου του πατερούλη."

«Κάθε Τμήμα θα έχει το στόχο του». Με τη φράση αυτή ολοκλήρωσε την ομιλία του ο υπουργός, ο εκλαμπρότατος Κονσταντίν Αλεξάντροβιτς Μιχαήλωφ, γνωρίζοντας καλά πως η τοποθέτηση στόχων στα γραφεία ήταν επιθυμία του ίδιου του πατερούλη. Για να κάνει περισσότερο πειστικό το φινάλε, ο Κονσταντίν Αλεξάντροβιτς πήρε από δίπλα του ένα βελάκι και το έριξε στον ολοστρόγγυλο στόχο που ήταν κρεμασμένος στον τοίχο απέναντί του.

Αντίθετα με τις επιδόσεις του στο υπουργείο, εδώ τα κατάφερε. Το βελάκι χτύπησε στην άκρη του στόχου, εκσφενδονίστηκε αστραπιαία και καρφώθηκε στο πέτο του γενικού γραμματέα του υπουργείου. Ο Κονσταντίν Αλεξάντροβιτς ξεκαρδίστηκε με την αστοχία του κι οι παρευρισκόμενοι, καμιά εικοσαριά συνολικά, γέλασαν πνιχτά. Τότε ο διευθυντής του υπουργείου, που εποφθαλμιούσε τη θέση του γενικού, χειροκρότησε χαρούμενος δυνατά. Ο  γενικός τον κοίταξε λοξά, αλλά ο διευθυντής είχε το άλλοθι πως χειροκροτούσε την ομιλία του υπουργού και όχι την πορεία του βέλους. Μέσα σε γενικευμένη αμηχανία, ακολούθησε το χειροκρότημα των συγκεντρωμένων και η σύντομη τελετή έδωσε τη θέση της σε μια επίσης σύντομη δεξίωση.

Ο Νικολάι Τιμοφέγιεβιτς Βένσκη, ασορτί με τη θέση γραφέως β΄, δεν έμεινε στη δεξίωση. Κατάφερε να ξεγλιστρήσει την ώρα που ο υπουργός και η παρέα του μεταφέρονταν στο διπλανό χώρο όπου είχε στρωθεί ο πάγκος με τη βότκα. Δεν του άρεσαν καθόλου του Νικολάι Τιμοφέγιεβιτς οι συναθροίσεις, τις απέφευγε γιατί ντρεπόταν. Προτίμησε να γυρίσει στο σπίτι του κι εκεί να προπονηθεί στα βελάκια. Από τότε που έμαθε πως πρόκειται να τοποθετηθεί στόχος στο τμήμα του, απέκτησε πολύ άγχος. Βάζοντας ενέχυρο το λατρεμένο δαχτυλίδι του, κατάφερε ν’ αγοράσει έναν πελώριο στόχο και μπόλικα τριχωτά βελάκια, και, μειώνοντας δραματικά τις ώρες του ύπνου του, προσπαθούσε να γίνει άριστος. Ούτως ή άλλως δε χρειάστηκε να καταβάλει πολύ κόπο ώστε ν’ αποφύγει το κρεβάτι του, τον τελευταίο καιρό έπασχε από αϋπνίες.

Η ανικανότητα να πετύχει το κέντρο του στόχου τον παίδευε. Όσες ώρες κι αν είχε δαπανήσει, όσες προσπάθειες κι αν είχε κάνει, δεν τα κατάφερνε. Αγωνιούσε. Η καταληκτική ημερομηνία κατά την οποία θα έπρεπε να είναι έτοιμος ήταν η αυριανή, το έργο (κωμωδία εν πολλοίς) θα έμπαινε σε πλήρη εφαρμογή, αλλά γι’ αυτόν, τον αφανή, ωστόσο αποτελεσματικό Νικολάι Τιμοφέγιεβιτς, φαινόταν πως δε θα επρόκειτο για μια καταπληκτική μα για μια καταθλιπτική ημερομηνία. Τα βελάκια έπεφταν στο πάτωμα το ένα μετά το άλλο ή καρφώνονταν σε μακρινή απόσταση από το κέντρο.

Σε όλη τη διάρκεια της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας, ο πράος Νικολάι Τιμοφέγιεβιτς φοβόταν για την τύχη της καθόλου αξιοζήλευτης θέσης του. Εντούτοις ήξερε να προσαρμόζεται, έτσι έμαθε γρήγορα να είναι πειθήνιος και μετρημένος. Αυτό είχε συμβεί κι όταν πρωτοπήγε στο σχολείο. Στην οικογένειά του πήγαιναν δίχως κλάματα στο δημοτικό. Δεν τους πείραζε που έφευγαν απ’ το σπίτι, επειδή δε ζούσαν παραμυθένια ζωή εκεί. Η μάνα τους δεν τους είχε στη φούστα της. Το αντίθετο. Και τα γράμματα τ’ αγαπούσαν γιατί τους άνοιγαν καινούργιους όμορφους κόσμους. Ο Νικολάι Τιμοφέγιεβιτς είχε συνηθίσει από χρόνια να ζει μόνος και δεν τον ενοχλούσε που δεν έκανε δική του οικογένεια. Ούτε γι’ αυτό παραπονιόταν – είχε προσαρμοστεί. Φοβόταν να αναλάβει τις ευθύνες ενός τέτοιου εγχειρήματος. Κυρίαρχο συμβάν στη ζωή του ήταν η δουλειά του. Αυτή της έδινε νόημα, αυτή τον είχε απορροφήσει. Την έπαιρνε για ευκαιρία ν’ ανταλλάξει με κάποιον έστω μια λέξη.

Το βράδυ εκείνο έπεσε στο κρεβάτι κατάκοπος. Απογοητευμένος επειδή δεν είχε βελτιωθεί και, με το φόβο της αυριανής αξιολόγησής του, στριφογύριζε στο στρώμα του ανήσυχος. Κάποτε, προτού τον πάρει ο ύπνος, φανταζόταν πως είχε πολλά χρήματα και πως δε βασανιζόταν με τα ελάχιστα ρούβλια του μισθού του. Πως είχε υπηρέτες και δικό του ολοκαίνουργιο έλκηθρο. Τώρα έκλεισε τα μάτια με το ζόρι. Επιτέλους, είχε αποκτήσει επιδεξιότητα στα βελάκια, και στο υπουργείο όλοι τον θαύμασαν. Ο υπουργός μειδιούσε κατενθουσιασμένος μαζί του. Ο γενικός το ίδιο. Ο διευθυντής του τον χτύπησε φιλικά στην πλάτη επιβραβεύοντάς τον, με μια οικειότητα που ποτέ δεν του είχε δείξει. Κι εκείνος έκανε απανωτές υποκλίσεις λέγοντας δεξιά και αριστερά ατέλειωτα ευχαριστώ. Μολονότι η ντροπή του είχε φτάσει στο αποκορύφωμά της, κατάφερε να την ξεπεράσει, και το πρόσωπό του έλαμπε. Είχε γίνει όχι μονάχα ο υπάλληλος του μήνα, αλλά ο υπάλληλος της χρονιάς.

Ωστόσο, εκείνο το βράδυ ο αγαθός Νικολάι Τιμοφέγιεβιτς, αντί να κοιμηθεί, πετάχτηκε από το κρεβάτι σαν ελατήριο κι έπιασε την προπόνηση με λύσσα. Το επόμενο πρωί, για πρώτη φορά μετά τόσες δεκαετίες, ήταν αδύνατο να πάει στο γραφείο του. Είχε σωριαστεί φαρδύς πλατύς στη φθαρμένη μουντή μπερζέρα και κάθε λίγο και λιγάκι ψέλλιζε ξέπνοος: «Ευχαριστώ, ευχαριστώ», κουνώντας ελαφρά από ’δώ κι από κει το κεφάλι του.

Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)

Ετικέτεςδιήγημα 

Σχετικά με τον συντάκτη

Ευάγγελος Ι. Τζάνος

Ο Ευάγγελος Ι. Τζάνος εκδίδει βιβλία πεζογραφίας με εξαίρεση το τελευταίο με τον τίτλο «Γεράσιμος Βώκος. Η ζωή και το έργο του. Η βιβλιογραφία του (1886–2020)». Εκπόνησε στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο τη Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία με θέμα: «Η Αγία Γραφή και η μαρτυρία της Ορθοδοξίας στο συγγραφικό έργο του Φώτη Κόντογλου».

Προσθέστε σχόλιο

Πατήστε εδώ για να σχολιάσετε

Secured By miniOrange