Αλεπού, αλεπού, τι ώρα είναι;
Βίκυ Τσελεπίδου
Νεφέλη, 2017 | 392 σελ.
Το δεύτερο μυθιστόρημα της Βίκυς Τσελεπίδου ξετυλίγει το χρονικό μιας οικογένειας προσφύγων από την Καππαδοκία και επαναδιαπραγματεύεται τη μνήμη των επίμαχων γεγονότων της Μικρασιατικής Καταστροφής. Δεν φαίνεται όμως να περιορίζεται εκεί. Επάξια κερδίζοντας το Βραβείο Μυθιστορήματος της Ακαδημίας Αθηνών, η Αλεπού στοχάζεται πάνω στις έννοιες της πατρίδας, της απώλειας και του έρωτα μέσα τις πολύ προσωπικές αναμνήσεις της πρωταγωνίστριας Λουκίας και αποδέκτριας της τραυματικής κληρονομιάς των Μικρασιατών προγόνων της (κυρίως της γιαγιάς της, Αναστασίας). Η Αλεπού ενσωματώνει και αναπτύσσει τους θεματικούς πυρήνες της πρώτης συλλογής διηγημάτων της Τσελεπίδου, Ελενίτ, συγχωνεύοντας στον μυθιστορηματικό κορμό μικρο-ιστορίες ωμής πολυδιάστατης βίας και ανθρώπινων αδιέξοδων. Εν προκειμένω, όμως, παρουσιάζουν μεγαλύτερη αφηγηματική συνοχή και, κυρίως, το ατομικό βίωμα υπάγεται στη συλλογική ιστορική εμπειρία.
Αισθάνομαι πως η Τσελεπίδου δεν έχει πάψει να εμπνέεται από την ελληνική επαρχία και τις επικίνδυνες εντάσεις που προκύπτουν από τη σύγκρουση των ατόμων με τους επιβεβλημένους κοινωνικούς ρόλους. Αυτό εκφράζεται μέσα από την αναπαράσταση ενός βαθιά δυσλειτουργικού και βίαιου οικογενειακού περιβάλλοντος, το οποίο, όμως, καθώς αποδίδεται με χιούμορ ή πικρή ειρωνεία, στερεί από την ανθρώπινη δυστυχία κάθε μελοδραματισμό και συχνά τρέπει την αφήγηση σε τραγικωμωδία. Αντίστοιχα, το ονειρικό στοιχείο υπεισέρχεται στις συναισθηματικά φορτισμένες στιγμές και δρα εκτονωτικά τόσο για τον αναγνώστη όσο για την αφηγήτρια Λουκία, η όποια χρησιμοποιεί το φανταστικό ως μέθοδο διαχείρισης του τραύματος και της κατάθλιψης. Στην Αλεπού, η Τσελεπίδου (ανήκουσα και η ίδια στη μετά-γενιά της Μικρασιατικής Καταστροφής, βλ. σ. 358) αντλεί συνειδητά από την πολιτισμική μνήμη αυτού του παρελθόντος, όπως φαίνεται από το εύρος των αρχειακών πηγών και τεκμηρίων που παραθέτει (νομικά έγγραφα, λογοτεχνικές και δοκιμιακές αφηγήσεις). Τα αρχικώς λίγα σχετικά παραθέματα ενσωματώνονται οργανικά στη μη γραμμική αφήγηση. Προς το τέλος του βιβλίου η γραφή γίνεται θραυσματική καθώς η άτακτη συμπαράθεση ετερόκλητων άρθρων, προφορικών μαρτυριών, λημμάτων και επιστολών πυκνώνει αισθητά, θυμίζοντας κάτι από τα Στοιχεία για τη Δεκαετία του 60. Αυτή η μορφική ανισορροπία ενδεχομένως υποδηλώνει μια συγγραφική αμφιταλάντευση ως προς τις συγγραφικές τεχνικές.
Παράλληλα, η συναρμογή επιστημονίστικου και βιωματικού λόγου —μιας ψυχολόγου για τη συναισθηματική βία και ενός Μικρασιάτη για τον εκτοπισμό— αισθητοποιεί τη διαπλοκή μεταξύ του προσωπικού και του συλλογικού δράματος. Το ατομικό τραύμα δεν είναι αφηρημένο αλλά αφορά στη βία που ασκείται από τον Λευτέρη, άνδρα της Λουκίας,, στο πλαίσιο μιας συζυγικής σχέσης εξουσίας και εκβιασμού. Το ελλειμματικό γυναικείο σώμα αφομοιώνει τον εκφοβισμό, τις απειλές, και την απομόνωση που υπέστη το συλλογικό προσφυγικό σώμα ως «αλλοεθνές» και άρα κατώτερο του ελληνικού. Ιδιαίτερα επιτυχημένη είναι η πολυπρισματικότητα με την οποία η Τσελεπίδου αποτυπώνει την ανταλλαγή των πληθυσμών. Δεν παράγει μια ενιαία αφήγηση αλλά πολλές εκδοχές της, με ιδιαίτερη έμφαση στον ανθρώπινο πόνο, τη νοσταλγία, τις ανεπούλωτες πληγές και την τοπική αλληλεγγύη πριν και κατά τη διάρκεια της ανταλλαγής. Η ιστορία του εκτοπισμένου Τουρκοκρητικού Χασάν Καραμπασάκη, που δεν μίλησε ποτέ για το σπίτι του στα Χανιά μέχρι την έλευση της άνοιας, απεικονίζει εύγλωττα τη μη εκφρασιμότητα του τραύματος, που δεν είναι μόνο εθνικό αλλά και του «άλλου».
Η Μικρασιάτισσα γιαγιά Αναστασία και η εγγονή Λουκία αποτελούν αριστοτεχνικά δουλεμένες και συσχετισμένες γυναικείες μορφές, ώστε το παρελθόν να αναχυτεύεται στο παρόν και το συλλογικό τραύμα του ξεριζωμού στην εσωτερική αποξένωση. Όπως η Αναστασία νοσταλγεί επανειλημμένα τον Γιορδάνη, τον πρώτο έρωτα και μοναδική άγκυρα στη χαμένη πατρίδα, έτσι εμμονικά αναπολεί κι η Λουκία τον βίαιο εραστή Στράτο: «ο Στράτος ήταν η πατρίδα μου η χώρα που μεγάλωσα (…) περίμενα πως όπου να ‘ναι θα ‘ρθει ο Στράτος σαν πελαργός να με αρπάξει να φύγουμε, σ’ άλλη γη για να ξαναγεννηθώ» (183-4). Οι ανεκπλήρωτοι πόθοι των δύο γυναικών ταυτίζονται, μα στην περίπτωση της Λουκίας πρόκειται για έναν βαθύ ετεροπροσδιορισμό και ανασφάλεια που αναρριχώνται σε ψυχικές διαταραχές. Η Τσελεπίδου γράφει και διαβάζεται την εποχή του Cat Person και του #metoo, και η έμφυλη διάσταση στις διαπροσωπικές σχέσεις την απασχολεί έκδηλα. Συχνά, υιοθετεί μια ειρωνική στάση, επιλέγοντας να παραθέσει εύθυμα αποσπάσματα του βιβλιοπεριοδικού Ρομάντσο για να φωτίσει τις οριακές καταστάσεις βίας που περιβάλλουν τη Λουκία. Τόσο ο πρώτος της δεσμός όσο και ο γάμος της εντάσσονται στο δίπολο εξουσιαστή άνδρα – καταπιεζόμενης γυναίκας, χωρίς περιθώρια ανατροπής της ασφυκτικής δυναμικής. Το «αντι-φεμινιστικό» αυτό μοντέλο αναδεικνύει τον γυναικείο εγκλωβισμό σε πατριαρχικές δομές καταπίεσης, αρχικά από τον σύζυγο, και κατόπιν του χωρισμού (και της μόνο προσωρινής/βραχυπρόθεσμης ελευθερίας και φροντίδας του εαυτού που αυτός συνεπάγεται) από τον άνδρα-γιό.
Η ανατομία της ανθρώπινης ψυχολογίας είναι αδιαμφισβήτητα το δυνατό σημείο της Αλεπούς. Οι χαρακτήρες της Τσελεπίδου διέρχονται πλήθος συναισθηματικών καταστάσεων οι οποίες αποτυπώνονται πολυπρισματικά: την ερωτική στέρηση, την μοναξιά που φτάνει στα όρια του παράλογου, τα οικογενειακά μυστικά, τους οδυνηρούς χωρισμούς, την αδυναμία συναισθηματικής προσέγγισης ή επικοινωνίας με τον σύντροφο και συγγενή, την ανοχή στη σιωπηλή, υφέρπουσα βία που εγγράφεται στο σώμα ως πτυχή της καθημερινότητας είναι μόνο μερικές από αυτές. Η πολυφωνική αφήγηση φωτίζει τα διαφορετικά (όχι πάντα ερμηνεύσιμα) κίνητρα των χαρακτήρων, χωρίς αυστηρούς διαχωρισμούς «καλών» και «κακών», δείχνοντας έτσι την ενδεχομενικότητα της ατομικής και ιστορικής αλήθειας (και ηθικής) και την «ασημαντότητα» της βίας και των αυτουργών.
Αν η ανάγνωση γίνεται ενίοτε κουραστική, αυτό οφείλεται στην απαιτητική αφηγηματική δομή, άλλα και στο ότι ορισμένες μικρο-ιστορίες (όπως αυτή της Μπρέντα, του Χουάνμα, και του Κάρλος) θεματολογικά πλεονάζουν. Κι αν συνάμα η Αλεπού μαγνητίζει, είναι γιατί μιλά στις προηγούμενες και νέες γενιές για εθνικοποιημένα ιστορικά τραύματα χωρίς την κατασκευή μιας ακόμη μεγάλης αφήγησης, ενώ μπορεί παράλληλα να διαβαστεί και ως προσωπική κατάθεση έμφυλης καταπίεσης.
Προσθέστε σχόλιο