Ο πρώτος κύκλος της σειράς Jessica Jones το 2015, σε παραγωγή Netflix και Marvel αποτελεί μια τηλεοπτική πρόταση σκοτεινή, ώριμη και μακριά από τον εύκολο εντυπωσιασμό του camp, αλλά και εξίσου μακριά από τη στημένη σοβαροφάνεια των υπερηρώων (super-heroes) των ’00ς.
H «τσακισμένη» ντετέκτιβ και (πρώην στο κόμικ, απρόθυμη στη σειρά) υπερηρωίδα Jessica Jones προσφέρει μια ιστορία που πατάει στις παραδόσεις του νουάρ, όπως αυτές καταχωρήθηκαν στη συλλογική κριτική μνήμη. Ωστόσο την ίδια στιγμή καταφέρνει και τις αναζωογονεί, προσφέροντας τελικά ένα τηλεοπτικό νεο-νουάρ στο οποίο πρωταγωνιστούν όχι σκοτεινά μπαρ, μοιραίες υπάρξεις ή γεράκια, αλλά σεξουαλικά αρπακτικά, τοξικές αρρενωπότητες και μυστικά ένοχα, αλλά κοινά.
Επιπλέον, η δημιουργός της σειράς Μελίσα Ρόζενμπεργκ (Melissa Rosenberg) και η ομάδα σκηνοθετών που δούλεψε στη σειρά φαίνεται πως μελέτησε επαρκώς τέτοιες ταινίες: η Νέα Υόρκη μεταμορφώνεται σε έναν μοβ, σκιώδη λαβύρινθο από τον οποίο δεν υπάρχει διαφυγή και τα μυστικά καραδοκούν παντού. Η ίδια η ντετέκτιβ γίνεται σταδιακά το αντικείμενο της έρευνάς της, ενώ ο τελικός αντίπαλος μπορεί να ηττάται τυπικά, όπως σε κάθε υπερηρωικό έργο, όμως οι ηθικές βλάβες που αυτός προκαλεί δεν χάνονται μαζί του.
Την ίδια στιγμή η σειρά ασχολείται με θέματα όπως η καταπίεση, η φρίκη του βιασμού και της κουλτούρας του, ενώ δεν ξεφεύγουν ούτε η ομοφοβία και οι φυλετικές διακρίσεις. Ο αντισεξισμός είναι διάχυτος σε όλο το έργο με καθαρά και ενεργητικά στοιχεία. Ένας αντισεξισμός μάχιμος, που σε κάθε πλάνο διεκδικεί την προσοχή μας και ορίζεται ως ένα από τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά του έργου, τόσο επειδή η πρωταγωνίστρια είναι μια δυναμική γυναίκα, όσο και από την ακομπλεξάριστη απόδοση των ΛΟΑΤ ατόμων.
Αυτά είναι θέματα που έχουμε ξαναδεί στα κόμικς, η μεταφορά τους όμως στην τηλεόραση αποδείχτηκε πιο δύσκολη. Μονάχα τώρα που η Μarvel δεν χρειάζεται να αποδείξει τίποτα και σε κανέναν, κατάφερε να ζωντανέψει τις λεπτές αποχρώσεις του ηθικού γκρι που τόσο πολύ αγαπάμε σε έργα που μας παίρνουν στα σοβαρά. Πράγματι, ηθικά διλήμματα είχαμε δει και στην προηγούμενη συνεργασία της Marvel με το Netflix, το υπερδραστήριο Daredevil, ωστόσο η σειρά αυτή, στον πυρήνα της, παρέμενε ένα κλασσικό super-hero story, όπου ο Ματ Μέρντοκ (Μat Murdok) κινείται από την επιθυμία να βοηθήσει τη γειτονιά του.
Αυτό στην Jessica Jones δεν υπάρχει· πρώτα και κύρια η ηρωίδα παλεύει με τους δικούς της δαίμονες, τις δικές της αναμνήσεις και τραύματα, όπως και με τον άνθρωπο που τα προκάλεσε, τον Purple Μan. Πρόκειται περισσότερο για μια εσωτερική διαμάχη και πολύ λιγότερο για μια μάχη για τη σωτηρία της πόλης, παρόλο που η σειρά εξελίσσεται στο πολυτάραχο Hell’s Kitchen.[1] Ακόμα και οι σκηνές δράσης δεν έχουν ούτε την πολυπλοκότητα ούτε την σημασία που θα περίμενε κανείς από μια σειρά για ανθρώπους με υπερδυνάμεις. Το αντίθετο μάλιστα, είναι απλές και βίαιες, παρακινημένες κυρίως από θυμό, που αποκαλύπτει μια καταπιεσμένη τάση για αυτοκαταστροφή.
Η έρευνα της Jones ενάντια στον άνθρωπο που τη βίασε και την κατέστρεψε ψυχολογικά καταλήγει σε μια αυτοαναφορική έρευνα για τον ίδιο της τον εαυτό, αφού η ίδια παρακολουθείται επισταμένως. Σε αυτή τη διαμάχη μάλιστα δεν έχει καν τη βοήθεια της αστυνομίας, η οποία τη γνωρίζει και απρόθυμα συμβάλλει μερικές φορές.
Το Jessica Jones βασίζεται στο έργο των Μπράιαν Μάικλ Μπέντις (Brian Michael Bendis) και Μάικλ Γκέιντος (Michael Gaydos) «Αlias ΑΚΑ Jessica Jones», το οποίο αφηγείται τη διαμάχη της πρώην υπερ-ηρωίδας Jessica Jones με τον Purple Man, έναν «υπέρ-κακό» (super-villain) με την ιδιότητα να ελέγχει τη θέληση των θυμάτων του. Στη σειρά προτιμήθηκε το Killgrave, το «πολιτικό» του όνομα. Το μοβ συνέχισε βέβαια να κατέχει τον κυρίαρχο ρόλο στο εικαστικό μέρος.
Όπως ακριβώς και στο Daredevil, οι δημιουργοί του Jessica Jones επέλεξαν πολύ πιο σκοτεινούς τόνους, χωρίς ωστόσο να στερήσουν τίποτα από την ανθρωπιά και τη ρεαλιστικότητα που μια τέτοια σειρά έχει ανάγκη. Τόσο εικαστικά, όσο και σε θεματολογία είναι σίγουρα η πιο ώριμη σειρά της Marvel, και το κυριότερο είναι ότι τα θέματα που αναλύει ή οι σκληρές (για κάποιους) απεικονίσεις τους δεν είναι απλά για το θεαθήναι. Αντίθετα, κατέχουν κομβικό ρόλο και αποτελούν στοιχείο τόσο πλοκής, όσο και ταυτότητας.
Οι συντελεστές κατάφεραν να δημιουργήσουν ένα σύνολο χαρακτήρων απόλυτα ολοκληρωμένων, τόσο από άποψη εξέλιξης, όσο και από άποψη συνοχής της σειράς. Πράγματα που φαίνονται αρχικά ασύνδετα μεταξύ τους, παίζουν στη μετέπειτα συνάρθρωσή τους οργανικό ρόλο στην πλοκή και στις ανατροπές που φέρνει η διαμάχη της Jones με τον Killgrave.
Οι νουάρ ρίζες των υπερηρωικών στοιχείων της σειράς
Τα ψυχολογικά προβλήματα της Jessica Jones, της νουάρ ντετέκτιβ της ιστορίας, μας δίνονται τόσο άμεσα, με μια σειρά από αυτοαναφορικά και καθαρόαιμα νουάρ αισθητικής voice over της ιδίας της ηρωίδας, που θυμίζουν κλασσικούς μονολόγους αστυνομικών ταινιών για τους δράστες, το έγκλημα και την ηθική, όσο και από μια σειρά χαρακτηριστικών της: Αφενός μέσα από τον άμεσo αλκοολισμό της, με τον οποίο προσπαθεί να αντεπεξέλθει στις πιο επείγουσες κοινωνικές υποχρεώσεις, αλλά και λόγου χάρη μέσα από το περιβάλλον στο οποίο επιλέγει να κινείται και να διαμένει. Το ίδιο της το σπίτι, το καταφύγιο και το σημείο ηρεμίας από τις επαγγελματικές υποχρεώσεις, που στο μυαλό των περισσότερων συνδέεται με την ασφάλεια και τις οικογενειακές αξίες, χρησιμεύει και ως γραφείο ερευνών, αίροντας αυτή την προστασία, ενώ την ίδια στιγμή δεν προστατεύεται από τίποτα περισσότερο από μία γυάλινη πόρτα, που στην πορεία της σειράς παραβιάζεται ουκ ολίγες φορές. Έκθετη και ευάλωτη από παντού, η Jessica Jones δίνει μάχη τόσο εναντίον των κακοποιών που προσπαθεί να συλλάβει, όσο και εναντίον του ίδιου της του εαυτού.
Την ίδια στιγμή η ίδια επικαλείται συνεχώς τις οικογενειακές αξίες και τις χαμένες πια αναμνήσεις, προκειμένου να αντεπεξέλθει στην τωρινή της κατάσταση, μια αναφορά σε στιγμές όπου η ζωή της δεν είναι ένας ταραγμένος και γκρίζος (ή μοβ) λαβύρινθος. Αυτές οι αναφορές, πέρα από το ότι τελικά καταλήγουν να χρησιμοποιούνται εναντίον της, αποτελούν επίσης και μια χαρακτηριστική αναφορά στις βάσεις του υπερηρωικού είδους, όπου η απόκτηση δυνάμεων και η ηρωική συμπεριφορά λειτουργούν ως μηχανισμοί άμυνας απέναντι σε ένα τραύμα, μια κομβική απώλεια.
Ταυτόχρονα, για την απόδοση αυτών των ψυχικών διεργασιών και των συγκρούσεων η σειρά χρησιμοποιεί τις έντονες αντιθέσεις, τις αδύνατες γωνίες λήψης και τις σκιάσεις, που είναι τόσο χαρακτηριστικές στις ταινίες νουάρ, ωστόσο απεμπολεί πλήρως τα χρωματικά τους μοτίβα. Αντ’ αυτού επιλέγει το μοβ, ένα χρώμα με femme συνδηλώσεις, που χρωματίζει κριτικά τις νέες συνθήκες άμεσης, σεξουαλικής βίας και καταπίεσης, οι οποίες αποτελούν και το βασικό αφηγηματικό μοτίβο της σειράς. Όλα τα νουάρ στοιχεία είναι άλλωστε προσανατολισμένα στο να αναδείξουν αυτές τις θεματικές ως κυρίαρχες και τις υπόλοιπες ως κυριαρχούμενες, σε μια ενδιαφέρουσα διαλεκτική σχέση.
Οι αναμνήσεις αυτές είναι που βάφουν την πόλη και αποκαλύπτουν τις δυσοίωνες οπτικές του αστικού τοπίου. Ο λαβύρινθος του κέντρου μοιάζει να απειλεί το άτομο σε κάθε του βήμα, κάθε άτομο, ακόμα και εκείνα που το αποκαλούν σπίτι. Πέρα από τις πρωταγωνιστικές φιγούρες, η σειρά αφιερώνει χρόνο στο να διαβεί αυτά τα μέρη, δίνει χρόνο σε όλους τους χαρακτήρες να υπάρξουν μέσα στον χώρο και μέσα από αυτή την ύπαρξη να διαφανεί και το ψυχικό τους άχθος. Συχνά, αυτές οι μετακινήσεις είναι υπό παρακολούθηση, είτε του ενός από τον άλλον είτε όλων από τον «κακό» (villain). Κι όλα αυτά, με τη σειρά τους, υπόκεινται πάντα στο βλέμμα του κοινού.
Στην αστική χωροταξία της σειράς δεν αποφεύγεται να σχολιαστεί ούτε η υποκρισία των προαστίων, ενός κόσμου «προστατευμένου» στην αστική ρητορική, αλλά βυθισμένου στις δικές του, εσωτερικές αλλά αποπνιχτικές έριδες. Ενάντια σε αυτές απαιτείται συχνά ένας προσωρινός συνασπισμός των δυνάμεων του κέντρου, που ακολουθεί περισσότερο μια λογική «trust the evil you know», παρά ταξικής αναγνώρισης.
Μία ακόμα αλλαγή που κάνει η σειρά στην παράδοση του νουάρ είναι η αλλαγή του στοιχείου της φαμ φατάλ (femme fatale), η οποία συνήθως, χωρίς περιττές στυλιστικές επιλογές, εναρμονισμένη με τις αισθητικές επιταγές των κοινωνικών συμβάσεων κάθε εποχής, μπορεί να περιγραφεί ως ένα έτερο, μοιραίο άτομο που έρχεται στη ζωή της πρωταγωνιστικής φιγούρας και την αναστατώνει, καθώς αναμοχλεύει αναμνήσεις σχετικά με το παρελθόν και υποδαυλίζει σενάρια για το μέλλον. Στη σειρά, υπόλογος στο βλέμμα του κοινού γίνεται ο εντυπωσιακός Μάικ Κόλτερ (Mike Colter -Dark Zero Thirty, Million Dollar Baby), που ενσαρκώνει τον Luke Cage. Μπορεί στη δική του σειρά ο χαρακτήρας να ασχολείται με το διαφυλετικό ζήτημα και την καταπίεση της μαύρης κοινότητας, εδώ όμως αντιπροσωπεύει για την πρωταγωνίστρια ένα ένοχο παρελθόν και, κυρίως, ένα βίαιο και ταραγμένο, ηθικά και ερωτικά, παρόν μέσα από μια έντονη σωματικότητα.
Την ίδια στιγμή, στη μεταξύ τους σχέση υπάρχει και ένα τραγικό, με την έννοια της αρχαίας τραγωδίας, χαρακτηριστικό, καθώς το κόμικ πεπρωμένο τους είναι να παντρευτούν, κάτι που οι επί της οθόνης ενσαρκώσεις τους αγνοούν. Τελικά όμως ούτε η μοιραία τους σχέση λειτουργεί λυτρωτικά για την ηρωίδα, αφού καταλήγει πιο «σπασμένη» απ’ ό,τι ξεκίνησε.
Τα προβλήματα της ηρωίδας είναι, εκτός από ηθικά και πολιτικά, και υπαρξιακά, καθώς το (νεο)νουάρ έχει μια ιδιαίτερη οπτική για την ταύτιση της (βιο)πολιτικής με τη ζωή σε ένα αυστηρό αστικό περιβάλλον που συχνά αποκλείει άτομα. Έτσι, η Jessica Jones βρίσκει τον εαυτό της διπλά έξω από την κοινωνία, (είναι δηλαδή διπλά Άλλος): τόσο ως υπερηρωίδα, όσο και ως γυναίκα. Την ίδια στιγμή, δεν μπορεί να λάβει αλληλεγγύη ούτε από τους ομοίους της, αφού όσα άτομα με δυνάμεις βρίσκει καταλήγουν αντίπαλοί της, ενώ δεν εμφανίζονται πρακτικές στη σειρά που θα μπορούσαν να ταυτοποιηθούν ως φεμινιστική βοήθεια, παρά τον έντονο φεμινιστικό της χαρακτήρα. Ταυτόχρονα, η ίδια η Jessica αφομοιώνει την απώθηση ως μηχανισμό άμυνας προκειμένου να αποφύγει τις συνέπειες των λαθών της και τον πόνο από τα τραύματα της που αμφότερα την καταδιώκουν.
Αυτή η διπλή, αλληλοεξαρτώμενη απώθηση, τόσο εκ μέρους της κοινωνίας προς το πρόσωπο της Jessica, όσο και από τη Jessica προς τον εαυτό της, είναι εν πολλοίς και ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του υπερηρωικού είδους, τα οποία κληρονόμησε το νουάρ από την αστυνομική λογοτεχνία. Μια διπλή απομάκρυνση που ουσιαστικά, κατά τον Φρόιντ, τίποτα καινούριο δεν έχει, αλλά φαίνεται ως νέα εξαιτίας της μακροχρόνιας απώθησης της, ενός πολύπλοκου μηχανισμού άμυνας που αναγκάζει το Εγώ να διαιρεθεί για να αντιμετωπίσει πολύπλοκα τραύματα, σε μια ατελέσφορη προσπάθεια συμβιβασμού με το ευρύτερο κοινωνικό Υπερεγώ. Έτσι, «ο διχασμός παρουσιάζεται ως αναγκαστική λειτουργία» προκειμένου να επιτευχθεί μια επίπονη λειτουργικότητα, η οποία με τη σειρά της στηρίζεται σε μια εύθραυστη ισορροπία μεταξύ πόνου, καθήκοντος και επιθυμίας.
Η σειρά συνέχισε μετά τον πρώτο της κύκλο τις αυτοαναφορικές έρευνες, κυρίως σε σχέση με την οικογένεια. Όμως, δεν κατάφερε ποτέ ξανά να βρει αυτή την ειδική ισορροπία ατομικών και κοινωνικών/ηθικών ανησυχιών που είχε στον πρώτο κύκλο, χάνοντας σε μεγάλο βαθμό τη νουάρ αισθητική της. Σε κάθε περίπτωση, είναι μία από τις πλέον αξιόλογες απόπειρες ανανέωσης δύο ειδών που καλλιτεχνικά είχαν αγγίξει το τέλμα τους.
Το κείμενο επιμελήθηκε η Δήμητρα Αλιφιεράκη.
Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)
Υποσημειώσεις
Προσθέστε σχόλιο