Κριτική Τεύχος #06

Καθεστώτα τέχνης, καθεστώτα γνώσης, και «πίσω μακριά το λάλημα ενός γκιόνη»

Το «Δε λες κουβέντα» μπορεί να διαβαστεί ως διαδικασία αναζήτησης κάποιου είδους γνώσης. Άλλωστε σχεδόν κάθε αστυνομικό μυθιστόρημα μπορεί να διαβαστεί (και) έτσι. Γνώση για τη σύγχρονη τέχνη (ο Κρόκος δεν ξέρει τίποτα από σύγχρονη τέχνη, και με τη δήλωση αυτή ξεκινά την αφήγησή του), γνώση για το εμπόριο σύγχρονης τέχνης, το ξέπλυμα μαύρου χρήματος και τα διεθνή συμφέροντα που συνδέονται με αυτό, γνώση, φυσικά, για τα συγκεκριμένα γεγονότα και τις σχέσεις που ορίζουν τη συγκεκριμένη πλοκή, τη στιγμή που οι άνθρωποι με τους οποίους συνδέεται πιο στενά ο Κρόκος μοιάζει να θέλουν μόνο να «κρατούν κρυμμένα μυστικά και ντοκουμέντα».

Δε λες κουβέντα
Μάκης Μαλαφέκας
Μελάνι, 2018 | 263 σελίδες

Ο Μάκης Μαλαφέκας έχει γράψει με το «Δε λες κουβέντα», ένα αστυνομικό μυθιστόρημα που το διαβάζεις με μιαν ανάσα. Αυτή είναι η γνώμη δύο φίλων μου, το κριτήριο των οποίων εμπιστεύομαι. Η δική μου αναγνωστική εμπειρία, ωστόσο, ήταν διαφορετική. Την πρώτη φορά διάβαζα μάλλον αργά, άφηνα το βιβλίο μετά από κάποιες, όχι πολλές, σελίδες και επέστρεφα μετά από κάποιες ώρες ή και την επόμενη ημέρα· μέχρι να φτάσω στα μισά περίπου· γιατί, από εκεί και έπειτα, κάπου στο κεφάλαιο 27 … «πολύ μεγάλη υπόθεση η αδρεναλίνη», όπως λέει κι ο αφηγητής Μιχάλης Κρόκος, λίγο αργότερα: στο δεύτερο μισό δεν άφησα το βιβλίο από τα χέρια μου. Όλες τις επόμενες φορές που διάβασα το «Δε λες κουβέντα» προσπαθούσα κυρίως να καταλάβω γιατί το διάβασα με τον τρόπο που το έκανα την πρώτη φορά.

Το μυθιστόρημα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Μελάνι τον Μάιο του 2018. Αποτελείται από 49 κεφάλαια, επιτιτλισμένα μόνο με τους αριθμούς τους, και 255 σελίδες σε σχήμα 13,5 x 20,5 εκ. Είναι ένα αστυνομικό μυθιστόρημα: έχει έναν μοναδικό και πρωτοπρόσωπο ενδοδιηγητικό αφηγητή, τον Μιχάλη Κρόκο, έχει μια πλοκή που συναρτά κλοπές πινάκων, εξαφανίσεις προσώπων, ζωτικής σημασίας πληροφορίες που αποκαλύπτονται σιγά-σιγά, χάκιγνκ και διαρροές δεδομένων, επαγγελματίες δολοφόνους, μυστικές υπηρεσίες και τους πράκτορές τους, φόνους, φυσικά, και ανθρωποκυνηγητά. Αυτό που δεν μοιράζεται με τα περισσότερα αστυνομικά μυθιστορήματα είναι το γεγονός ότι ο αφηγητής δεν είναι ντετέκτιβ ή αστυνομικός ή πληρωμένος δολοφόνος.[1] Ο Μιχάλης Κρόκος είναι συγγραφέας. Ζει στο Παρίσι. Και φτάνει μόλις από εκεί στην Αθήνα, για να συμμετάσχει στην παρουσίαση του τελευταίου του βιβλίου του για τον Τζον Κολτρέιν, η έκδοση του οποίου αναμένεται από μέρα σε μέρα. Είναι η Αθήνα το καλοκαίρι του του ‘17, η Αθήνα της «documenta 14», η Αθήνα του τρίτου μνημονίου. Η έκδοση καθυστερεί (και φταίει και η documenta για αυτό) κι ο Μιχάλης Κρόκος αντί να ασχολείται με το βιβλίο του βρίσκεται για χάρη της ερωμένης του, της Κρις, να ψάχνει έναν σχεδόν κλεμμένο και κατά τα φαινόμενα ξανακλεμμένο πίνακα ζωγραφικής που κρύβει — υποτίθεται — μια κρίσιμη πληροφορία, να προσπαθεί να εξιχνιάσει έναν άγριο φόνο, που συνδέεται με τον περιζήτητο πίνακα, και τελικά να παλεύει όσο αντέχει το σώμα του και το μυαλό του για να σώσει το τομάρι του.

Στο «Δε λες κουβέντα» δύο πολιτισμικά προϊόντα στέκονται το ένα απέναντι στο άλλο: Το εδώ και καιρό τελειωμένο αλλά ακόμα ανέκδοτο βιβλίο του Μιχάλη Κρόκου από την μία, για τον Κολτρέιν και την τζαζ — πολλά περισσότερα δεν μαθαίνουμε γι᾽ αυτό. Κι από την άλλη ο πίνακας· κατασκευασμένος από τις διαδοχικές πινελιές των δεκάδων καλεσμένων ενός πάρτι, όπου έχει βρεθεί όλος ο μικρόκοσμος της documenta 14, κρύβει σε μια από τις στρώσεις του μία κρίσιμη πληροφορία (αυτό μαθαίνουμε, μαζί με τον Κρόκο κι εμείς στην αρχή), για να αποδειχθεί, προς το τέλος, ότι είναι λίγο-πολύ κάτι σαν χιλιάδες αποκαλυπτικά έγγραφα μαζί.

Η αφήγηση κινείται σε έναν χώρο που ορίζεται από τρία επίπεδα. Ένα πρώτο επίπεδο, με τους τόπους της δράσης: Αθήνα και Ύδρα (όπου και το πάρτι όπου δημιουργήθηκε ο πίνακας), Εξάρχεια, Οδός Φυλής, Πεδίον του Άρεως και Εθνικός κήπος· μπαρ, σπίτια, διαμερίσματα και βίλες, γραφεία και κωλάδικα, δρόμοι, ταξί, κάποια goodies, εγκαταστάσεις της ντοκουμέντα, πάρκα και νοσοκομεία. Ένα δεύτερο με δύο (σχεδόν φανταστικά) σημεία διαφυγής για τα οποία ξέρουμε μόνο τα ονόματά τους και τις λίγες σκέψεις του Κρόκου γι᾽ αυτά: το Παρίσι και την Ίο, ένα κάμπινγκ στην Ίο. Κι ένα τρίτο, στο φόντο του πρώτου, αυτό με τα πραγματικά σημεία διαφυγής: τον τόπο από όπου «πίσω, μακριά ακούγεται το λάλημα ενός γκιόνη» (σελ. 72, 74, 262) κι εκείνο το πεδίο που δημιουργείται ανάμεσα στο κέντρο και στον Υμηττό, όταν μέσα στη νύχτα «μαρσαρίσματα και παντιλίκια, χωρίς φωνές, χωρίς τίποτα, μόνο οι ήχοι, γυμνοί» από τον Λυκαβηττό γεμίζουν την ακίνητη ατμόσφαιρα. Αυτοί οι ήχοι είναι για τον Κρόκο «το πιο ζωντανό πράγμα της πόλης, μακριά από τους δρόμους και τα μπαρ και τις σάπιες συζητήσεις» (σελ. 83-84).

Οι χώροι της αφήγησης έχουν το αντίστοιχό τους στους χρόνους: ο Κρόκος αφηγείται μάλλον πυκνά και γρήγορα, με σύντομες περιγραφές, με κάποιες πολύ ωραίες επιβραδύνσεις σε κρίσιμες στιγμές, με διαλόγους και εσωτερικούς μονολόγους που είναι στέρεα ενσωματωμένοι στην αφήγηση και δεν διαχωρίζονται αισθητά ως προς το ύφος από αυτήν. Υπάρχουν όμως και τα σημεία διαφυγής. Στιγμές αφήγησης που στέκουν ανάμεσα στην διαπίστωση και στην άρση της, ανάμεσα στην αφήγηση και το σχόλιο:

Είχαμε βγει στην Πατησίων και περπατούσαμε αργά προς το κέντρο. Ήταν περασμένα μεσάνυχτα, Δευτέρα προς Τρίτη. Όποιο αμάξι πέρναγε, πήγαινε με εκατό. Αλλά δεν πέρναγε τίποτα.

Αλλά και σχόλια, ή μάλλον, κάτι ανάμεσα σε αποστασιοποιημένο σχόλιο κι εσωτερικό μονόλογο, που συνοψίζει με πέντε κουβέντες τις μπερδεμένες καταστάσεις, σχόλια που είναι του Κρόκου για την αφήγηση του Κρόκου:

«[…] Πού ήσουνα; Γιατί δεν μου λες τι συμβαίνει; Γίνεται της τρελής αυτή τη στιγμή, κι έχω διάφορα να σου πω…»
Τι ωραίος αχταρμάς. Όλα μαζί, σεξ και βία και παρακολουθήσεις και στοργή και ένταση κι ανησυχία… Ήπια μια γερή γουλιά. «E, πες μου τα διάφορα, λοιπόν. Τι έγινε;» είπα. (σελ. 157)

Μια αξιόλογη ποικιλία στην αφήγηση προκύπτει ακριβώς από τις προφανείς αλλά και τις πιο αδιόρατες αλλαγές στην εστίαση. Είναι αυτή η σχεδόν άπιαστη στις λεπτομέρειές της ποικιλία που δημιουργεί την προσωπικότητα του αφηγητή Μιχάλη Κρόκου. Είναι μια προσωπικότητα σε γενικές γραμμές ομοιογενής· με ένα σημείο τομής, ωστόσο, κάπου στη μέση, πριν την επίσκεψη σε ένα κωλάδικο γνωστό από το παρελθόν, στο Lefty’s, όπου η απόσταση του αφηγητή-Κρόκου από την αφηγούμενη ιστορία μειώνεται αισθητά.

Το  «Δε λες κουβέντα» μπορεί να διαβαστεί ως διαδικασία αναζήτησης κάποιου είδους γνώσης. Άλλωστε σχεδόν κάθε αστυνομικό μυθιστόρημα μπορεί να διαβαστεί (και) έτσι. Γνώση για τη σύγχρονη τέχνη (ο Κρόκος δεν ξέρει τίποτα από σύγχρονη τέχνη, και με τη δήλωση αυτή ξεκινά την αφήγησή του), γνώση για το εμπόριο σύγχρονης τέχνης, το ξέπλυμα μαύρου χρήματος και τα διεθνή συμφέροντα που συνδέονται με αυτό, γνώση, φυσικά, για τα συγκεκριμένα γεγονότα και τις σχέσεις που ορίζουν τη συγκεκριμένη πλοκή, τη στιγμή που οι άνθρωποι με τους οποίους συνδέεται πιο στενά ο Κρόκος μοιάζει να θέλουν μόνο να «κρατούν κρυμμένα μυστικά και ντοκουμέντα». Ο Κρόκος ξεκινά μη ξέροντας τίποτα για όλα αυτά και καταλήγει έχοντας σίγουρα μάθει κάτι.

Τι μαθαίνουν όμως οι άλλοι για τον Κρόκο; Σχεδόν τίποτα. Και υπάρχουν κάποια κρίσιμα. Όπως η βαθιά του εξοικείωση με τους ανθρώπους που μαζεύονται στο Lefty’s, γκέι και τρανς, για να πιουν, να πουλήσουν και να αγοράσουν σεξ. Ο Κρόκος έγραφε πριν έξι-εφτά χρόνια ένα βιβλίο, που δεν εκδόθηκε ποτέ, «[…] με νυχτερινές ιστορίες της Αθήνας. Όλες τους συνδέονταν κάπως με το Lefty’s. Όλες συναντιόντουσαν εκεί. […] Είχα γνωριστεί με τα πλάσματα της νύχτας. Της μαύρης νύχτας, της καταστροφής. Είχα γίνει φίλος τους. Είχαμε ενωθεί.» (σελ. 126) Η εξέλιξη της πλοκής, η ιστορία στην οποία έχει μπλέξει, η προσπάθειά του να μάθει ξαναφέρνουν τον Κρόκο στο Lefty’s. Αυτή όμως η επιστροφή, η γνώση που αποκομίζει από αυτήν και που είναι κρίσιμη για την εξέλιξη της πλοκής, είναι αποκλειστικά και μόνο δική του υπόθεση.

Η γνώση ωστόσο δεν είναι το κίνητρο για να εμπλακεί καταρχήν ο Κρόκος στην ιστορία την οποία αφηγείται. Στην πραγματικότητα βρίσκεται μπλεγμένος, χωρίς να το θέλει, χωρίς να το περιμένει, μόνο και μόνο γιατί βρίσκεται να γουστάρει την Κρις. Κι εκείνη τον παρακαλεί ή, με έναν τρόπο, τον αναγκάζει να μπλεχτεί. Ο έρωτας του Κρόκου για την Κρις είναι η κινητήρια δύναμη, μέχρι να αρχίσουν να ζορίζουν πολύ τα πράγματα. Μα όταν αυτό συμβαίνει, τότε η επιθυμία για γνώση αρχίζει να έρχεται στο προσκήνιο:

Εδώ υπήρχε ανθρωποκτονία, τα πράγματα είχαν χοντρύνει. Ποιοι τον είχαν φάει και γιατί; Σχετιζόταν αυτή η φάση με τον πίνακα; Έπρεπε να ξέρω, να καταλάβω, άμεσα, πριν κρυώσει το πράμα. Και μόνος μου. (σελ. 125)

Και μαζί με την επιθυμία για γνώση, έρχεται η βουτιά στο παρελθόν του Lefty’s, η ταλάντευση να τα παρατήσει όλα, όταν ο κίνδυνος γίνεται πια πολύ απειλητικός, η οργή κι η αδρεναλίνη και μια αφελής και ειρωνική μαζί πεποίθηση ότι μπορεί να του την φέρει αυτού που τον απειλεί, όταν μπαίνει πια ο ίδιος προσωπικά στο στόχαστρο. Και η στενότερη σχέση του Κρόκου με την πλοκή, μέχρι αυτή να γίνει ζήτημα ζωής και θανάτου.

Στην προσωπική πρώτη αναγνωστική εμπειρία του «Δε λες κουβέντα», αυτό το σημείο τομής, όπου το κίνητρο του Κρόκου γίνεται η γνώση κι όπου η απόστασή του από την αφήγηση μειώνεται είναι το σημείο που άλλαξε ο τρόπος που διάβαζα: από εκεί κι έπειτα δεν το άφησα πια από τα χέρια μου.

 

Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)

Υποσημειώσεις[+]

Σχετικά με τον συντάκτη

Στέλιος Χρονόπουλος

Ο Στέλιος Χρονόπουλος είναι κλασικός φιλόλογος, αριστερόχειρας, με μητρική γλώσσα τα νέα ελληνικά. Έχει γράψει ένα βιβλίο για τις δραματικές λειτουργίες της σάτιρας στον Αριστοφάνη κι ετοιμάζει ένα για τις λεξικογραφικές δομές στο «Ονομαστικό» του Πολυδεύκη. Τα τελευταία χρόνια περιπλανιέται στα (πολλά) αδιέξοδα, τις λεωφόρους και τα σοκάκια των ψηφιακών ανθρωπιστικών σπουδών, με ολοένα και μεγαλύτερο ενθουσιασμό (ειδικά για τα αδιέξοδα).

Προσθέστε σχόλιο

Πατήστε εδώ για να σχολιάσετε

Secured By miniOrange