Την 1η Αυγούστου 1931, 90 χρόνια ακριβώς πριν, ο Μιχάλης Μπεζεντάκος σκότωσε τον αστυφύλακα Γεώργιο Γυφτοδημόπουλο. Η Αστυνομία Πόλεων μόλις είχε διαλύσει την απόπειρα αντιπολεμικής συγκέντρωσης κομμουνιστών για την επέτειο της κήρυξης του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και είχε συλλάβει τον Κώστα Σαρίκα. Ο Γυφτοδημόπουλος ανέλαβε να τον μεταφέρει μόνος του από την περιοχή πίσω από καπνεργοστάσιο Παπαστράτος στην Δραπετσώνα στο αστυνομικό τμήμα Ταμπουρίων. Ο Μπεζεντάκος μαζί με τον Αβραάμ Δερβίσογλου και τον Μόσχο Δουλγέρη τους ακολούθησαν. Σε ένα στενάκι, ανάμεσα στις δύο περιοχές, προσπάθησαν να απελευθερώσουν τον Σαρίκα, ο αστυφύλακας κινήθηκε να βγάλει το περίστροφό του και ο Μπεζεντάκος αντανακλαστικά πρόλαβε πρώτος. Οι τρεις πρωταγωνιστές ήταν μέλη της οργάνωσης των «φραξιονιστών», δηλαδή της διάσπασης της αρχειομαρξιστικής οργάνωσης που αναζητούσε την αναγνώριση από το ΚΚΕ ως αριστερή αντιπολίτευση. Έτσι, μια ασήμαντη σύλληψη που θα σήμανε μια μικρή καταδίκη για τον Σαρίκα εξελίχθηκε σε ένα από τα μεγαλύτερα γεγονότα της μεσοπολεμικής περιόδου.
Οι εφημερίδες και ο αστικός τύπος κατηγορούσαν τους κομμουνιστές για οργανωμένες δολοφονίες και καλούσαν για το λιντσάρισμά τους. Η Δραπετσώνα καταλήφθηκε από αστυνομία και στρατό και κομμουνιστές οδηγούνταν στα κρατητήρια, ανακρίνονταν και βασανίζονταν. Ο Μπεζεντάκος διαφεύγοντας αρχικά την σύλληψη, ανακαλύφθηκε και συνελήφθη. Παρέμενε έγκλειστος στις φυλακές Συγγρού αναμένοντας τη δίκη με βέβαιη την καταδίκη, ενδεχομένως με την ποινή της εκτέλεσης. Προσχώρησε στο ΚΚΕ και αυτό οργάνωσε την απόδρασή του την περίοδο των αποκριών του 1932, μερικές ημέρες πριν έναρξη της δίκης. Στη συνέχεια διέφυγε με ρωσικό πλοίο στην ΕΣΣΔ. Το τραγούδι «Οι αστοί τρομάξανε…» ή αλλιώς «ο Μπεζεντάκος» γράφτηκε μάλλον τότε και υμνεί την απόδραση του.
Ο Μιχάλης Μπεζεντάκος ήταν ένα πρόσωπο οι πράξεις του οποίου ήταν πάντοτε επενδυμένες με θρύλους, υπερβολές και σκοτεινά σημεία. Ήδη από την εποχή του μεσοπολέμου υπάρχει μια σημαντική έριδα για τη μετέπειτα ζωή του ανάμεσα σε δύο εκδοχές. Σύμφωνα με την πρώτη, που υποστηρίζεται από την οικογένεια του και από το ΚΚΕ, ο Μπεζεντάκος μετά την εγκατάσταση του στη Μόσχα εργαζόταν μέχρι το 1936 σε εργοστάσιο αυτοκινήτων. Τότε έφυγε για την Ισπανία και πολέμησε με τις Διεθνείς Ταξιαρχίες. Οι ελληνικές δυνάμεις που έλαβαν μέρος με τις Διεθνείς Ταξιαρχίες κατατάσσονταν είτε στον λόχο Ρήγας Φεραίος – Νίκος Ζαχαριάδης που ανήκε στο τάγμα Δημητρώφ της 13ης Ταξιαρχίας, είτε στον ελληνοαμερικανικό λόχο της 15ης Ταξιαρχίας. Ο Μπεζεντάκος υποτίθεται ότι κατατάχθηκε στον πρώτο και σκοτώθηκε στον Ισπανικό Εμφύλιο. Ωστόσο, δεν έχει εντοπιστεί κανένα αξιόπιστο στοιχείο ή σοβαρή ένδειξη για την πορεία του αυτή, π.χ. κάποιο στοιχείο στα σοβιετικά αρχεία για τις Διεθνείς Ταξιαρχίες. Σύμφωνα με τη δεύτερη εκδοχή υπήρξε θύμα των εκκαθαρίσεων την περίοδο 1936-38. Είναι η εποχή που ο τροτσκισμός ανάγεται στον μεγάλο εσωτερικό εχθρό και τα μέχρι πρότινος είδωλα μετατρέπονται σε τροτσκιστές, σαμποτέρ και εχθρούς.Όταν ο Μπεζεντάκος έφτασε στην Ρωσία, έγραψε μια ειλικρινή έκθεση με την πολιτική δράση του στην Ελλάδα θεωρώντας ότι η συμμετοχή του στις τροτσκιστικές οργανώσεις ήταν ένα παρελθόν το οποίο έχει κριθεί και ότι συνεπώς δεν κινδυνεύει από αυτό. Ωστόσο, το 1936 τα πράγματα ήταν δύσκολα στην Σοβιετική Ένωση καθώς η τιμωρία δεν σχετιζόταν πλέον με συγκεκριμένες πράξεις αλλά με γενικές (πραγματικές ή κατασκευασμένες) επιλογές στο παρελθόν. Σύμφωνα με την αφήγηση του Σάββα Παλέ, εθελοντή στις Διεθνείς Ταξιαρχίες στον Ισπανικό Εμφύλιο, λοχαγό Πολιτικό Επίτροπο στο ΔΣΕ και 2ο γραμματέα της Κ.Ε. της Κ.Ο. της 7ης πολιτείας Τασκένδης, ο Μπεζαντάκος εξαφανίστηκε όταν φοιτούσε στη Σχολή Αξιωματικών του Νοβοροσίκ. Μαζί με τον Μπεζαντάκο εξαφανίστηκε και ο συμφοιτητής του Μαρκοβίτης. Στην ίδια σχολή φοιτούσε και ο κύπριος Ευάνθης Νικολαΐδης ο οποίος πράγματι έφυγε για να πολεμήσει στην Ισπανία και ενδεχομένως από εκεί να προέκυψε ο μύθος για τον Μπεζεντάκο. Ο Νικολαΐδης όμως δεν ανέφερε ποτέ τίποτε για τους άλλους δύο. Σύμφωνα με τον Λουκά Καρλιάφτη, ο Μπεζεντάκος μέσω ενός Πόντιου ενημέρωσε την οικογένειά του, δηλαδή τη σύζυγό του και τη μικρή του κόρη που ζούσαν μαζί του, ότι προορίζεται για την Σιβηρία και πως χάθηκε στις εκκαθαρίσεις. Την πληροφορία αυτή μετέφεραν για πρώτη φορά οι Κώστας Θέος, Γιάννης Καλομοίρης και Δημήτρη Στρατή, όταν επισκέφθηκαν την ΕΣΣΔ και συνάντησαν την γυναίκα του Μπεζεντάκου.[1] Έκτοτε, οι αντι-σταλινικοί αναπαρήγαγαν αυτή την εκδοχή και οι σταλινικοί την πρώτη. Για χρόνια, οι νέοι και νέες των διαφόρων κομμουνιστικών νεολαιών διχάζονταν, αφού πρώτα όλοι μαζί είχαν τραγουδήσει τον Μπεζεντάκο.
Σχετικά πρόσφατα κυκλοφόρησε μια μαρτυρία που παρουσιάζει μια άλλη εκδοχή. Ο Κώστας Φυλακτόπουλος (Ψαράς) που βρέθηκε και αυτός για αρκετά χρόνια εξόριστος στη Σιβηρία μεταφέρει τη μαρτυρία Γρηγοριάδη, του «κόκκινου δεκανέα», δραπέτη μαζί με τους κρατούμενους κομμουνιστές από τις Φυλακές Συγγρού, τον οποίο συνάντησε στην εξορία. Ο Γρηγοριάδης εργαζόταν ως νοσοκόμος σε ένα νοσοκομείο της Σιβηρίας. Εκεί, εντόπισε σοβαρά άρρωστο τον Μιχάλη Μπεζαντάκο. Τον περιποιήθηκε και κατόρθωσε να τον διατηρήσει στη ζωή για όσο καιρό έμεινε εκεί. Σύντομα, ο Γρηγοριάδης μετατέθηκε σε άλλο μέρος και η κατάληξη του Μπεζαντάκου στάθηκε αναπόφευκτη.[2] Ωστόσο, πρόκειται για μια προφορική μαρτυρία για μια προφορική μαρτυρία ενός τρίτου προσώπου. Με άλλα λόγια, δεν μπορεί να θεωρηθεί πολύ αξιόπιστη.
Το προηγούμενο διάστημα, ένας φίλος ανάρτησε στην ομάδα Αρχειομαρξιστικές Μνήμες στο Facebook μια πληροφορία η οποία λύνει μάλλον οριστικά αυτό το ζήτημα. Συγκεκριμένα, εντοπίστηκε στα σοβιετικά αρχεία μία αναφορά για τους εκτελεσμένους Έλληνες στο Μπούτοβο, το οποίο είχε εξελιχθεί σε μαζικό τάφο την εποχή των Μεγάλων Εκκαθαρίσεων επί Στάλιν. Το Μπούτοβο ήταν ένα πρώην κτήμα νότια της Μόσχας το οποίο περιήλθε στη μυστική αστυνομία μετά την επανάσταση και χρησιμοποιήθηκε ως αγροτική αποικία, σκοπευτήριο, τόπος εκτέλεσης και μαζικών τάφων. Οι εκτελέσεις πραγματοποιήθηκαν εκεί από το 1935 έως το 1953, αλλά κυρίως στα χρόνια των μεγάλων εκκαθαρίσεων το 1937 και το 1938. Από τα αρχεία της KBG προκύπτει ότι τουλάχιστον 20.761 άνθρωποι σκοτώθηκαν και θάφτηκαν εκεί, ίσως πολύ περισσότεροι. Οι δίκες την περίοδο των εκκαθαρίσεων οργανώθηκαν από την NKVD (Λαϊκή Επιτροπή Εσωτερικών Υποθέσεων), με επικεφαλής τον Επίτροπο Εσωτερικών, Νικολάι Ιβάνοβιτς Γιέζοφ. Οι εχθροί του λαού περιελάμβαναν ανεξάρτητους αγρότες (κουλάκους), πολιτικούς αντιπάλους, υποτιθέμενους οπαδούς του τσαρικού καθεστώτος, οι οποίοι χαρακτηρίζονταν «παλιοί άνθρωποι» σε αντιδιαστολή με τους «νέους ανθρώπους» της σοβιετικής εποχής, κομμουνιστές με άλλες απόψεις οι οποίοι χαρακτηρίζονταν ως «αντίπαλοι», συζύγους και οικογένειες των «εχθρών του λαού », ιερείς και άλλους θρησκευόμενους, καθώς και αλλοδαπούς από τουλάχιστον 60 χώρες με την κατηγορία της κατασκοπείας. Οι οικογένειες των αλλοδαπών λάμβαναν ψεύτικα πιστοποιητικά θανάτου από τις σοβιετικές πρεσβείες με ψευδείς ημερομηνίες και αιτίες θανάτου, όπως «φυματίωση των πνευμόνων». Η πραγματικότητα του Μπούτοβο ως τόπου μαζικών τάφων ανακαλύφθηκε από ανασκαφές που πραγματοποιήθηκαν το καλοκαίρι του 1997.[3]Η «Ομάδα για τη Διατήρηση της Μνήμης των Θυμάτων Πολιτικής Καταστολής» υπό την ηγεσία του M.B. Mindlin, με την συμμετοχή των Κρατικών Αρχείων της Ρωσικής Ομοσπονδίας, των Κεντρικών Αρχείων της Ρωσικής Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Ασφαλείας, του Γραφείο FSB για τη Μόσχα και την Περιοχή της Μόσχας, μια ομάδα ιστορικών και ακτιβιστών, μπόρεσε να δημιουργήσει μια λίστα με ονόματα 20.761 θυμάτων δουλεύοντας πάνω στα αρχεία της πρώην NKVD. Το αποτέλεσμα ήταν το Μαρτυρολόγιο του Μπούτοβο, 7 τόμοι με σύντομα βιογραφικά θυμάτων, με βάση τα οποία δημιουργήθηκε η ηλεκτρονική βάση δεδομένων «Θύματα πολιτικής καταστολής, εκτελεσμένα και θαμμένα στη Μόσχα και την περιοχή της Μόσχας μεταξύ 1918 και 1953» (Жертвы политических репрессий, расстрелянные и захороненные в Москве и Московской области в период с 1918 по 1953 год) η οποία συντάχθηκε από το Κέντρο Ζαχάρωφ (Сахаровским центром) . Προφανώς, το συγκεκριμένο πρότζεκτ εντάσσεται σε ένα ευρύτερο εγχείρημα διαμόρφωσης μιας συλλογικής μνήμης σε αντικομμουνιστική κατεύθυνση καθώς εμπλέκεται και η ρωσική εκκλησία, η οποία αναγνωρίζει ως μάρτυρες όχι μόνο όσους διώχθηκαν επί σοβιετικής εποχής για την πίστη τους, αλλά γενικά όλα τα θύματα εντάσσοντας σε αυτήν την κατηγορία ακόμη και κομμουνιστές.
Τα θύματα λοιπόν προέρχονται από 73 εθνικότητες, όχι μόνο από διαφορετικές περιοχές της τότε ΕΣΣΔ, αλλά και από άλλες 24 χώρες του κόσμου. Ήταν συντριπτικά άνδρες, 19.903 από 20.761 (95.86%). Η μεγάλη πλειονότητα ήταν μεταξύ 25 και 50 ετών (δηλ. οι ημερομηνίες γέννησής τους είναι μεταξύ 1887 και 1912), αλλά υπήρχαν επίσης 18 άτομα ηλικίας άνω των 75 και 10 ήταν 15 ετών και νεότεροι. Τα περισσότερα από τα θύματα του Μπούτοβο ήταν στην πραγματικότητα απλοί σοβιετικοί πολίτες: περισσότερο από το 85% των θυμάτων δεν ήταν μέλη του κόμματος (13.043 από τους 15.101 για τους οποίους παρέχονται αυτές οι πληροφορίες). Το μεγαλύτερο μέρος αυτών που εκτελέστηκαν (15.269) ήταν εργαζόμενοι, υπάλληλοι και αγρότες (6.944 ή 45,4%). Μελετώντας τις βαθμίδες εκπαίδευσης επιβεβαιώνεται η εικόνα ότι πρόκειται για χαμηλά κοινωνικά στρώματα. Τα περισσότερα από τα μισά θύματα αναφέρονται με «χαμηλή» βαθμίδα εκπαίδευσης (nishchee). Το μεγαλύτερο μέρος των μη Ρώσων θυμάτων ήταν Λετονοί (1.325 ή 6.38%), Πολωνοί (1176, 5.6%), Ουκρανοί (755, 3.6%) και Γερμανοί (649, 3.1%). Οι Εβραίοι παραδοσιακά διακρίνονταν ως εθνικότητα στη Σοβιετική Ένωση και αντιπροσώπευαν 878 από τα θύματα (4,1%).[4] Συνολικά υπολογίζονται ότι 37 Έλληνες εκτελέστηκαν, αλλά στη διάθεσή μας υπάρχουν 12 ονόματα από την Μόσχα. Πρόκειται κομμουνιστές, κάποιοι μέλη του ΚΚΕ και κάποιοι του ΚΚΣΕ, ενώ για κάποιους δεν έχουμε πληροφορίες. Γεννήθηκαν στην Ελλάδα ή ήταν πρόσφυγες από την Μικρά Ασία, είχαν δράση στην Ελλάδα και διέφυγαν στην ΕΣΣΔ για να γλιτώσουν από τις διώξεις. Στην πλειονότητά τους εργάστηκαν στην ΕΣΣΔ, κάποιοι σε θέσεις ευθύνης.
Στο Μαρτυρολόγιο του Μπούτοβο, εμφανίζεται μια καρτέλα με το όνομα Γκεόργκι Κωνσταντίνοβιτς Μπέντας (Бендас Георгий Константинович) ή αλλιώς Πιζαντάκης (ПИЗАНДАКИС) ο οποίος ταυτίζεται με τον Μιχάλη Μπεζεντάκο. Ο Μπέντας-Πιζαντάκης φέρεται γεννημένος το 1908 στην Αθήνα, ηλικία που ταιριάζει με εκείνη του Μπεζεντάκου, αν και αυτός είχε γεννηθεί στο Γύθειο. Ωστόσο, ο τόπος γέννησης ενδεχομένως απλώς να σχετίζεται με την προέλευσή του από την Ελλάδα. Για παράδειγμα, σε καρτέλες άλλων αναφέρεται ως τόπος γέννησης Αθήνα, αν και χαρακτηρίζονται αγρότες. Ο Μπέντας- Μπεζεντάκος εργάστηκε ως εργοδηγός σε εργοστάσιο και, συγκεκριμένα, στην Αυτοκινητοβιομηχανία Νο. 2 Zavod Imeni Stalina. Το Εργοστάσιο είχε ιδρυθεί το 1916 ως Εταιρεία Αυτοκινήτου της Μόσχα ή AMO. Ήταν μία σύγχρονη βιομηχανία διαθέτοντας τον πιο πρόσφατο εξοπλισμό της Αμερικής απασχολώντας 6.000 εργαζόμενους. Ωστόσο, λειτούργησε μετά την επανάσταση το 1925 συναρμολογώντας και στη συνέχεια κατασκευάζοντας τρακτέρ. Το 1931 το εργοστάσιο επανεξοπλίστηκε, επεκτάθηκε με τη βοήθεια του Αμερικανού A.J. Brandt και μετονομάστηκε σε Αυτοκινητοβιομηχανία Νο. 2 Zavod Imeni Stalina (ZIS ή ZiS). Πρόκειται για μια από τις μεγαλύτερες αυτοκινητοβιομηχανίες της Ρωσίας και είναι λογικό να εργάστηκε εκεί ο Μπεζεντάκος καθώς ήταν μηχανικός. Ο Μπέντας-Μπεζεντάκος καταδικάστηκε από την Επιτροπή του NKVD και της Εισαγγελίας της ΕΣΣΔ με την κατηγορία της κατασκοπείας και της προετοιμασίας πράξεων σαμποτάζ. Συνελήφθη στις 13 Ιανουαρίου 1938, η δίκη διεξήχθη στις 27 Φεβρουαρίου 1938, η ετυμηγορία και η εκτέλεση πραγματοποιήθηκε στις 11 Απριλίου 1938 στο πεδίο βολής Μπούτοβο.[5]
Βέβαια, ο Μπέντας ονομάζεται Γεώργιος και όχι Μιχάλης, αλλά μάλλον αυτή η μετονομασία ήταν συνήθης στην Σοβιετική Ρωσία καθώς όλοι οι φυγάδες κομμουνιστές και οι κούτβηδες απέκτησαν ρωσικά ονοματεπώνυμα, τις περισσότερες φορές παντελώς άσχετα με τα αληθινά τους. Συγκεκριμένα, όσοι απέκτησαν την σοβιετική υπηκοότητα άλλαξαν όνομα. Πράγματι, αυτό φαίνεται και σε άλλες περιπτώσεις. Το σημαντικότερο στοιχείο είναι όμως το σε παρένθεση όνομα Πιζεντάκης το οποίο είναι προφανώς η παραφθορά του Μπεζεντάκος. Γενικά, στις κρατικές υπηρεσίες συμβαίνουν πολλές φορές λάθος μεταγραφές στοιχείων ενός αλλοδαπού ή ενός αλλοεθνούς πολίτη, όπως λάθος ημερομηνίες και τόποι γέννησης, ακόμη και μικροδιαφορές στο επώνυμο. Συγκρίνοντας δύο φωτογραφίες, μία του Μπεζεντάκου το 1924 και μία του Μπέντας το 1938 συμπεραίνει κανείς τη σοβαρή ομοιότητα σε βασικά χαρακτηριστικά (μύτη, φρύδια, αυτιά) παρά τα γένια και την αραίωση μαλλιών του Μπέντας, ενώ διαφαίνεται πίσω από τα γένια το λακκάκι στο πηγούνι. Βέβαια, στη δεύτερη φωτογραφία το πρόσωπο φαίνεται πολύ πιο ταλαιπωρημένο κάτι το οποίο είναι λογικό. Μάλιστα, το αποτέλεσμα της αλγοριθμικής σύγκρισης των δυο φωτογραφιών επιβεβαιώνει τη μεταξύ τους σχέση κατά πολύ υψηλή πιθανότητα. Επιπλέον, στη ρωσικό βικιπέδια η συσχέτιση παρουσιάζεται ως αυτονόητη και χωρίς καμία αμφιβολία. Τέλος, από έγγραφα του Αρχείου της KGB τα οποία η ομάδα Αρχειομαρξιστικές Μνήμες έχει αγοράσει και τα οποία βρίσκονται στα χέρια του μεταφραστή επιβεβαιώνεται πως πρόκειται για τον Μιχάλη Μπεζεντάκο λύνοντας οριστικά αυτό το θέμα. Τους επόμενους μήνες η ομάδα θα δημοσιεύσει στο έντυπό της τα μεταφρασμένα έγγραφα φωτίζοντας λεπτομέρειες από τη ζωή του Μπεζεντάκου στην Ρωσία, τις κατηγορίες σε βάρος του, τις καταθέσεις του και την καταδίκη του. Επίσης, η ίδια ομάδα θα «ανεβάσει» στο διαδίκτυο σε ελεύθερη πρόσβαση τα συγκεκριμένα έγγραφα στην πρωτότυπη ρωσική μορφή τους.
Με βάση λοιπόν τις πληροφορίες από τα δημοσιευθέντα στοιχεία στο διαδίκτυο, ο Μπεζεντάκος κατοικούσε στη Μόσχα, στην οδό Μεσανάσκαγια (Мещанская) 4, στο διαμέρισμα πέντε, ενώ έχει ολοκληρώσει δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Το 1934 γεννήθηκε η κόρη του Λάρισα Γεωργίγινα Μπέντας η οποία αργότερα, όπως προκύπτει, έγινε μοναχή υιοθετώντας το όνομα Ελισάβετ, μάλλον από τη Ρωσίδα πριγκίπισσα που εκτελέστηκε από τους μπολσεβίκους και θεωρείται αγία στην ρωσική εκκλησία. Η ίδια εμφανίζεται ένθερμη αντι-κομμουνίστρια και πρωταγωνιστεί για την αποκατάσταση της μνήμης των Ελλήνων θυμάτων του σταλινισμού. Το 2014, η μοναχή Ελισάβετ – Λ.Γ. Μπέντας (Монахиня Елисавета – Л.Г. Бендас) δημοσίευσε ένα άρθρο σε ρωσική χριστιανική σελίδα. Εκεί, υποστηρίζει ότι ο πατέρα της ήταν ο Γκεόργκι Κονσταντίνοβιτς Μπέντας, ο οποίος σύμφωνα με την ίδια μετανάστευσε από την Ελλάδα το 1932.[6] Η κόρη του Μπεζεντάκου αναφέρει πως, μετά την αποσταλινοποίηση, το 1958 και σε ηλικία 23 ετών, έλαβε πιστοποιητικό αποκατάστασης του πατέρα της, ενώ ταυτόχρονα εκδόθηκε ένα «πιστοποιητικό θανάτου» με αίτιο θανάτου τη «δυσεντερία». Η ημερομηνία θανάτου ήταν η 30η Ιουνίου 1942 και στη στήλη «τόπος θανάτου» υπήρχε μια παύλα, δηλαδή άγνωστος. Τότε, ζήτησε από την KGB λεπτομέρειες για την εκτέλεση του, όπως και για την εκτέλεση άλλων Ελλήνων φυγάδων από την Ελλάδα. Όπως αναφέρει, ρώτησε τον αξιωματικό της KGB «εάν δεν υπήρχε ενοχή, τότε γιατί καταδικάστηκε ο πατέρας μου» για να λάβει την απάντηση πως «ο ίδιος παραδέχθηκε την ενοχή του». Η ίδια αναρωτήθηκε «πώς θα μπορούσε να γίνει αυτό» για να δεχθεί την αποστομωτική απάντηση: «Είστε ήδη ενήλικας και μπορείτε να καταλάβετε με ποιο τρόπο επιτυγχάνονταν τέτοιες ομολογίες». Με την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, η Λάρισα Γ. Μπέντας ζήτησε από τις αρχές την επίσημη ημερομηνία θανάτου του πατέρα της. Συγκεκριμένα, το 1992 έλαβε νέο πιστοποιητικό στο οποίο αναφερόταν η θανατική ποινή, αλλά είχε παραλειφθεί η ημερομηνία και ο τόπος θανάτου. Το 1995, επανέλαβε αίτημα στα Κρατικά Αρχεία για να αναφερθεί η πραγματική ημερομηνία θανάτου του πατέρα της. Η επίσημη απάντηση ήταν ότι δεν διέθεταν αυτές τις πληροφορίες, και μόνο μέσω τηλεφώνου, ένας υπάλληλος του αρχείου αποκάλυψε την πραγματική ημερομηνία – 11 Απριλίου 1938. Η ίδια είχε επικαλεστεί θρησκευτικούς λόγους καθώς επιθυμούσε να πραγματοποιήσει επιμνημόσυνη δέηση και για αυτό εκτιμά πως το κίνητρο του υπαλλήλου ήταν θρησκευτικό καθώς τον χαρακτηρίζει «πιστό». Αργότερα έμαθε από την οργάνωση Memorial (Мемориал) ότι ο πατέρας της εκτελέστηκε και θάφτηκε στο χώρο εκπαίδευσης του Μπούτοβο.[7]Η μοίρα του Αβραάμ Δερβίσογλου ήταν στενά δεμένη με τον Μπεζεντάκο ακόμη και στο τέλος της ζωής του. Εκτελέστηκε μαζί του την ίδια ημέρα στον ίδιο τόπο. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει ο Αμπράμ Βρετός ή Ντερβίσογκλου (Авраам Вретос-Дервисоглу) με το ρωσικό όνομα Nikolai Aristovich (Николай Аристович) εκτελέστηκε στο Μπούτοβο στις 11 Απριλίου 1938 με την κατηγορία της κατασκοπείας. Όπως και ο Μπεζεντάκος, έλαβε νέο και εντελώς διαφορετικό όνομα, όταν πολιτογραφήθηκε σοβιετικός πολίτης. Ο Δερβίσογλου γεννήθηκε το 1910 στο Καϊσέρι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ήταν Έλληνας εργάτης με σπουδές δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Στη Ρωσία δούλεψε ως εργάτης στο εργοστάσιο Kalibr. Το εργοστάσιο κατασκευής εργαλείων Kalibr της Μόσχας ιδρύθηκε το 1932 και παρήγαγε εργαλεία μέτρησης ακριβείας. Ο Δερβίσογλου διέμενε στη Μόσχα, οδό Μεσανάσκαγια 60. Με άλλα λόγια, ήταν γείτονας με τον Μπέντας-Μπεζεντάκο. Ο Δερβίσογλου αποκαταστάθηκε στις 10 Απριλίου 1958, όπως και ο Μπεζεντάκος. Όλα αυτά τα στοιχεία συγκλίνουν σε μια κοινή αντιμετώπιση Μπεζεντάκου και Δερβίσογλου υποδηλώνοντας συνεργασία των δύο στη Μόσχα.
Στον ίδιο τόπο εκτελέστηκε ο Αρμάο Ζαν Ζοζεφοβιτς (Армао Жан Жозефович) γεννημένος το 1903 στην Τήνο ο οποίος μάλλον ήταν συγκάτοικος του Μπεζεντάκου, καθώς διέμενε επίσης στη Μόσχα, στην οδό Meshchanskaya 4, στο διαμέρισμα πέντε. Αυτός είχε σπουδές τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και εργάστηκε στην Κρατική Επιτροπή Σχεδιασμού της ΕΣΣΔ. Εκτελέστηκε στο Μπάτοβο στις 8 Μαρτίου 1938. Αποκαταστάθηκε στις 4 Οκτωβρίου 1989. Μάλλον στο ίδιο εργοστάσιο με τον Μπεζεντάκο εργαζόταν ο Τόμοφ Νικολάι Ντμιτριέβιτς (Томов Николай Дмитриевич) γεννημένος το 1906 από αγρότες, με ανολοκλήρωτη τριτοβάθμια εκπαίδευση. Αυτός ήταν μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ελλάδας, κάτι που δεν αναφέρεται για τους προηγούμενους. Στη Ρωσία εργάστηκε ως επιθεωρητής του τμήματος ελέγχου ποιότητας του εργοστασίου αυτοκινήτων. Κατοικούσε στη Μόσχα, στην οδό Ντουμπρόβσκαγια 7. Εκτελέστηκε στο Μπούτοβο στις 17 Μαΐου 1938 και αποκαταστάθηκε στις 23 Μαΐου 1957 (3-188).[8] Είναι φανερό ότι οι Έλληνες πολιτικοί φυγάδες και πρόσφυγες στην ΕΣΣΔ διατηρούσαν επαφές μεταξύ τους έχοντας συγκροτήσει κοινότητα, ιδιαίτερα στη Μόσχα, καθορίζοντας ως κοινή την πολιτική τους πορεία.
Οι υπόλοιποι εκτελεσθέντες ήταν εξίσου κάτοικοι της Μόσχας. Ο Ζαχαριάντις Ίλια Ντμιτριέβιτς (Захариадис Илья Дмитриевич), ο οποίος γεννήθηκε το 1882 στον Άγιο Κήρυκα της Ικαρία και ήταν υπάλληλος γραφείου με ολοκληρωμένη τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Ήταν μέλος του ΚΚΣΕ (Κομμουνιστικό Κόμμα της Σοβιετικής Ένωσης) από το 1929. Στη Ρωσία εργάστηκε ως ξυλουργός στο εργοστάσιο παρκέ αρ. 42. Στη Μόσχα διέμενε στην οδό Krestyanskaya Zastava, στον οικισμό Ντουμπρόφσκι. Εκτελέστηκε στο Μπούτοβο στις 31 Μαΐου 1938 και αποκαταστάθηκε στις 19 Ιουλίου 1957. Ο Καριοφίλι Ντμίτρι Ίλιιτς (Кариофили Дмитрий Ильич), ο οποίος γεννήθηκε το 1896 στο χωριό Σουφλί από αγρότες γονείς. Εργάστηκε ως οικονομολόγος στην Κράσνι Κουπερατίβα και ήταν μέλος στο ΚΚΣΕ. Διέμενε στη Μόσχα, στην οδό B. Ορντίνκα 17, στο διαμέρισμα 4. Ο Οσμάνις Παβέλ Γιάνοβιτς (Османис Павел Янович), ο οποίος γεννήθηκε το 1906 στην Κωνσταντινούπολη. Αναφέρεται χωρίς επάγγελμα. Εκτελέστηκε στο Μπούτοβο στις 8 Μαρτίου 1938. Αποκαταστάθηκε στις 4 Οκτωβρίου 1989. Ο Παβλίντι Ιβάν Ελεφθέριεβιτς (Павлиди Иван Елефтерьевич), ο οποίος γεννήθηκε το 1890 από αγρότες και είχε κατώτερη εκπαίδευση. Ήταν Έλληνας πολίτης και στη Ρωσία εργάστηκε στην παραγωγή κεριών εκκλησίας. Στη Μόσχα διέμενε στην περιοχή Λινίνσκι. Εκτελέστηκε στο Μπούτοβο στις 31 Μαΐου 1938. Αποκαταστάθηκε στις 12 Σεπτεμβρίου 1989. Ο Πέτερς Γκεόργκι Γκεοργκίεβιτς (Питерс Георгий Георгиевич), ο οποίος γεννήθηκε το 1892 στη Πάτρα από αγρότες. Αναφέρεται χωρίς συγκεκριμένο επάγγελμα. Κατοικούσε στην Μόσχα, στην οδό Ομπούκα 3. Εκτελέστηκε στο Μπούτοβο στις 16 Ιουνίου 1938. Αποκαταστάθηκε στις 2 Οκτωβρίου 1989. Ο Κατσαλός Γκεόργκι Κριστοφόροβιτς (Кацалос Георгий Христофорович), ο οποίος γεννήθηκε το 1880 στο χωριό Νοβκόρ στην Ελλάδα από αγρότες γονείς και είχε κατώτερη εκπαίδευση. Διέμενε στη Μόσχα, στην οδό Τβερσκαγια – Γιαμσκαγια. Εκτελέστηκε στο Μπούτοβο στις 16 Ιουνίου 1938. Αποκαταστάθηκε στις 11 Απριλίου 1963. Ο Γκριγκοριάντις Σάβα Στάβροβιτς (Григориадис Савва Ставрович), ο οποίος γεννήθηκε το 1894 ή το 1897. Ήταν εργάτης, μέλος του ΚΚΕ και του ΚΚΣΕ, με κατώτερη εκπαίδευση. Στη Ρωσία εργάστηκε ως οδηγός του 1ου στόλου τρόλεϊ. Κατοικούσε στην Μόσχα, στην οδό 19ης Δεκεμβρίου 5. Εκτελέστηκε στο Μπούτοβο στις 13 Αυγούστου 1938. Αποκαταστάθηκε στις 22 Αυγούστου 1958. Ο Αντρέι Ιβάνοβιτς Ιβανόβ ή Βαίτης Αναστάσιος Νικολάου (Иванов Андрей Иванович – Вайтис Анастас Николау), ο οποίος γεννήθηκε το 1908 Μυτιλήνη. Ήταν εργάτης μέλος του ΚΚΕ. Είχε ανώτατη εκπαίδευση, αλλά αναφέρεται ως άνεργος και εκτός ιθαγένειας. Κατοικούσε στην Μόσχα στην οδό Ομούκα, 3. Εκτελέστηκε στο Μπούτοβο στις 16 Αυγούστου 1938. Αποκαταστάθηκε στις 22 Μαρτίου 1965.[9]
ΗΗ μνήμη του Μπεζεντάκου έλαβε επίσης και μια περίεργη διαδρομή καθώς η κόρη του διαχειρίστηκε την υπόθεση με βάση τις δικές τις ιδεολογικές κατευθύνσεις με αποτέλεσμα ο πιο διάσημος κομμουνιστής να θεωρείται περίπου μάρτυρας του χριστιανισμού. Συγκεκριμένα, η μοναχή Ελισάβετ γράφει ότι όλα όσα συνέβησαν στον πατέρα της θα μπορούσαν να είχαν συμβεί σε καθέναν από τους άλλους δώδεκα Έλληνες πρόσφυγες που είχαν εκτελεστεί μαζί του. Αναφέρεται στο δράμα της λήθης που ακολουθεί τη μεταθανάτια μοίρα αυτών των μεταναστών, το οποίο οφείλεται, αφενός, στη διακοπή των οικογενειακών δεσμών με την πατρίδα τους και, αφετέρου, στην απουσία τέτοιων δεσμών στη νέα τους πατρίδα, λόγω των μάλλον μικρών περιόδων διαμονής στη Ρωσία. Ωστόσο, η βαθύτερη τραγωδία ήταν η κατάρρευση εκείνων των ηθικών και ιδεολογικών αρχών, εξαιτίας των οποίων εγκατέλειψαν την πατρίδα τους, επιλέγοντας για μετανάστευση μια χώρα της οποίας τα ιδανικά συμμερίζονταν. Χαρακτηρίζει το Μπούτοβο ως τον Γολγοθά των εκτελεσθέντων που πέθαναν μακριά από την πατρίδα τους και υποθέτει ότι η αποκάλυψη του πραγματικού χαρακτήρα των «σατανικών ιδεωδών του μπολσεβικισμού» οδήγησε σε μετάνοια τους μέχρι τότε πιστούς κομμουνιστές. Τέλος, μνημονεύει τον αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο, ο οποίος σε επίσκεψή του στο Μπούτοβο είχε δηλώσει χαρούμενος που στο πεδίο βολής είχαν ενωθεί με το αίμα τους Ρώσοι και Έλληνες χριστιανοί ορθόδοξοι. Μάλιστα καταλήγει πως «Οι Άγιοι Μάρτυρες του Μπάτοβο προσεύχονται στον Θεό για μας» εμφανίζοντας δηλαδή τους Έλληνες κομμουνιστές θύματα των εκκαθαρίσεως σαν χριστιανούς μάρτυρες. Πρόκειται ωστόσο για ένα ευρύτερο εγχείρημα διάσωσης της μνήμης των Ελλήνων θυμάτων από τις μεγάλες εκκαθαρίσεις. Οι λίστες αυτές αφορούν βέβαια στο μεγαλύτερο ποσοστό Έλληνες από την Κριμαία και είναι λίγα τα πρόσωπα που προέρχονται από την Ελλάδα.Η ιστορία ζωής και το ιστορικό της μνήμης του κομμουνιστή Μιχάλη Μπεζεντάκου, οι πράξεις του οποίου σημαδέψαν την εποχή του και έντυσαν μουσικά μια άλλη, δείχνει όλη την τραγικότητα της κομμουνιστικής περιπέτειας του 20ου αιώνα, την οποία ο ίδιος βίωσε με ακραίο τρόπο. Ο Μανιάτης από την Δραπετσώνα, ο «πιστολέρο» των αρχειομαρξιστών, έζησε και συμμετείχε ενεργά στο μεγάλο κοινωνικό εμφύλιο του ελληνικού μεσοπολέμου. Στρατεύτηκε στους αρχειομαρξιστές και κατόπιν στους φραξιονιστές, γενικά στην Αριστερή Αντιπολίτευση και όχι στο ΚΚΕ, το επίσημο τμήμα της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Ενεπλάκη ενεργά στις βιαιότητες ανάμεσα στις δύο οργανώσεις στήνοντας ενέδρες σε μέλη του ΚΚΕ ή συμμετέχοντες σε ανοιχτές συγκρούσεις. Στο πλαίσιο της μεγάλης κρατικής καταστολής πρωταγωνίστησε σε μια απλή αντιπολεμική επέτειο, στην οποία συνελήφθη ένα μέλος του ΚΚΕ. Σκότωσε έναν αστυφύλακα για να ελευθερώσει τον αντίπαλο μέχρι τότε κομμουνιστή από μια μικρής συνέπειας σύλληψη, με σκοπό να αποδείξει την συμπάθειά του στο ΚΚΕ. Το αποτέλεσμα ήταν να προκληθεί ένα μικρός «Μεγάλος Φόβος» στους αστούς το πρώτο δεκαήμερο του Αυγούστου το 1931, ενισχύοντας τον αντικομμουνισμό και την τρομοκρατία του καθεστώτος. Χαρακτηρίστηκε αδίστακτος, στυγερός δολοφόνος και όργανο της Γκεπεού. Κυνηγήθηκε, κρύφτηκε, προδόθηκε από τους συντρόφους του και συνελήφθη. Στην αρχή όλες οι κομμουνιστικές οργανώσεις τον αποκήρυξαν, όπως και τις πράξεις του, αλλά ο κίνδυνος να εκτελεστεί ενεργοποίησε αντανακλαστικά υπέρ της διάσωσής του. Προσχώρησε στο ΚΚΕ. Απέδρασε και διέφυγε με κινηματογραφικό τρόπο, μετατρέποντας την απόδρασή του μέσα στο Καρναβάλι του 1932 σε ένα κοροϊδευτικό πάθημα για τον ελληνικό αστικό κόσμο. Φεύγοντας με σοβιετικό πλοίο στην Σοβιετική Ένωση, προσπάθησε να καρπωθεί τα κέρδη από τον Σοσιαλιστικό Παράδεισο και να ξεκινήσει μια νέα ζωή ως εργάτης στη Μόσχα. Ωστόσο, ήρθε αντιμέτωπος με το πρόσωπο της αντεπανάστασης και οδηγήθηκε ως σαμποτέρ και εχθρός του σοβιετικού λαού στο άδοξο πεδίο της εκτέλεσης από κομμουνιστικά πυρά. Στην Ελλάδα τα αδέρφια του συνέχισαν την αγωνιστική τους δράση και μαζί με το ΚΚΕ ήταν σίγουροι ότι σκοτώθηκε ένδοξα στον ισπανικό εμφύλιο ενισχύοντας τοι ηρωικό προφίλ του.
Ο Μιχάλης Μπεζεντάκος ήταν ο αγωνιστής που υμνήθηκε όσο λίγοι κομμουνιστές στην Ελλάδα και η μνήμη του διασώθηκε μέσα από ένα τραγούδι γραμμένο από έναν ελληνορώσο συγκρατούμενό του από την Γεωργία. Το ξεχασμένο τραγούδι και η ιστορία του ανασύρθηκε στη μεταπολίτευση από τον Πάνο Τζαβέλα, έναν μουσικό-τραγουδιστή αγωνιστή της αντίστασης και του εμφυλίου, ο οποίος το ενέταξε οργανικά στη λαϊκοδημοκρατική ιδεολογία της εποχής της αγωνιστικής ανάτασης και του πολιτικού νεολαιίστικου κινήματος. Όμως η μνήμη του στην Ρωσία, αν και αποκαταστάθηκε σχετικά νωρίς, ταυτίζεται με εκείνη του Έλληνα μάρτυρα, θύμα των σταλινικών διώξεων. Η κόρη του έγινε καλόγρια και ήλπιζε ο πατέρας της να κατάλαβε τον εγκληματικό χαρακτήρα του κομμουνισμού μπροστά από το εκτελεστικό απόσπασμα. Όμως ακόμα και σήμερα οι νέοι κομμουνιστές στα διάφορα κουτούκια και συναντήσεις συνεχίζουν να τραγουδούν για την εποχή εκείνη που οι αστοί τρομάξαν.
Τον ερχόμενο Μάρτιο του 1932, στην επέτειο των 90 χρόνων από την απόδραση του Μπεζεντάκου, σχεδιάζεται η έκδοση βιβλίου με συγγραφέα τον υπογράφοντα με θέμα το ιστορικό του φόνου, των συλλήψεων, των αποδράσεων και της πορείας των πρωταγωνιστών στα σκηνικά του Αυγούστου 1931 από τις εκδόσεις Νεφέλη. Τέλος, όπως έχει ήδη αναφερθεί, το περιοδικό και η ομάδα Αρχειομαρξιστικές Μνήμες έχουν αναλάβει ένα συλλογικό εγχείρημα αγοράς, μετάφρασης και δημοσίευσης ντοκουμέντων σχετικά με την υπόθεση Μπεζεντάκου.
Επίμετρο (9.10.2021)
Η ομάδα Αρχειομαρξιστικές Μνήμες «τρέχει» τους τελευταίους μήνες ένα «πρότζεκτ» αναζήτησης και δημοσίευσης αρχείων και πληροφοριών γύρω από την υπόθεση του Μιχάλη Μπεζεντάκου. Σε αυτό το πλαίσιο και με αφορμή τα 90 χρόνια από το φόνο του Γυφτοδημόπουλου αναρτήθηκε εδώ τον Αύγουστο το άρθρο αυτό, στο οποίο παρουσιάζονταν οι μέχρι τότε διαθέσιμες πληροφορίες. Το επόμενο διάστημα πρόκειται να κυκλοφορήσει ένα τεύχος του εντύπου της ομάδας με μεταφρασμένα ντοκουμέντα από την κατάθεσή του Μιχάλη Μπεζεντάκου στις τότε σοβιετικές αρχές τα οποία θα φωτίσουν λεπτομέρειες της ιστορίας.
Εντωμεταξύ, εντελώς απρόσμενα, ένας αναγνώστης, o Georgij Zakharov, σχολίασε στα ρωσικά το άρθρο στα Marginalia (η μετάφραση έγινε με το google translate):
Καλησπέρα, ευχαριστώ για το άρθρο! Είμαι δισέγγονος του Μιχάλη Μπεζαντάκου. Η γιαγιά μου η Λάρισα Μπέντας (η καλόγρια Ελισάβετ) πέθανε φέτος από covid. Η διαστρεβλωμένη εκδοχή του επωνύμου Πιζεντάκης οφείλεται στο γεγονός ότι η γιαγιά μου το θυμόταν έτσι προφορικά όταν ανέφερε το όνομά του η προγιαγιά μου (σύζυγος του Μ. Μπεζαντάκου) Αλεξάνδρα. Η αλήθεια ανακαλύφθηκε μόλις πρόσφατα χάρη στην αρχειακή έρευνα της Γερμανίδας ερευνήτριας Κάτια Ρίπερτ.
Ο ίδιος ο G. Zakharov με εντόπισε στο FB και είχαμε μια συνομιλία στα αγγλικά. Είναι ιστορικός, επικεφαλής του τμήματος συστηματικής θεολογίας και πατρολογίας στο Ορθόδοξο Πανεπιστήμιο του Saint Tikhon.
Η οικογένεια του Μπεζεντάκου στη Ρωσία αγνοούσε σε μεγάλο βαθμό και μέχρι πρόσφατα την ιστορία του στην Ελλάδα. Ο Georgij Bedas, όπως ήταν το σοβιετικό όνομα του Μπεζαντάκου, ήταν καταγεγραμμένος στην οικογενειακή συνείδηση ως θύμα των σταλινικών εκκαθαρίσεων και όχι ως κομμουνιστής ήρωας όπως στην Ελλάδα και στην οικογένεια των αδελφών Μπεζεντάκου που παρέμειναν σε όλη τη ζωή τους στρατευμένοι στο ΚΚΕ. Και στις δύο περιπτώσεις το ίδιο πρόσωπο ήταν καταγεγραμμένο ως ένας ήρωας και ένα θύμα ταυτόχρονα.
Δεν είναι μόνο διαφορετικές οι διαδρομές της μνήμης του Μπεζεντάκου, αλλά εντελώς διαφορετικές και οι πορείες των οικογενειών, οι οποίες σε μεγάλο βαθμό καθορίστηκαν από την πρόσληψη αυτής της μνήμης. Στη Σοβιετική Ένωση και τη μετασοβιετική Ρωσία η οικογένεια Μπέντα έφερε το βάρος ενός θύματος του κομμουνισμού. Έζησε και επιβίωσε στην σταλινική Ρωσία με το στίγμα της σύνδεσης με έναν εκτελεσμένο ως εχθρό του λαού. Η Αλεξάνδρα Μπέντας, όταν ο Μπεζεντάκος συνελήφθη, πέταξε όλα τα στοιχεία, φωτογραφίες και αρχεία του συζύγου της, ενώ θέλησε να αλλάξει και το επώνυμο. Ωστόσο, η κόρη του Μπεζαντάκου Λαρίσα ακολούθησε τον αντίθετο δρόμο. Κράτησε το επώνυμο και τη μνήμη του πατέρα της με περηφάνεια.
Από την άλλη, η οικογένεια Μπεζεντάκου στην Ελλάδα έφερε το βάρος ενός θύματος του ελληνικού αστικού καθεστώτος και κατ’ επέκταση του φρανκικού φασισμού, αφού η οικογένεια γενικά υιοθετούσε την εκδοχή ότι ο Μπεζεντάκος σκοτώθηκε στον ισπανικό εμφύλιο. Έζησε και επιβίωσε στην μεταπολεμική και μετεμφυλιακή Ελλάδα με αυτό το στίγμα. Για παράδειγμα, όταν η Κρυστάλλω Μπεζεντάκου θα συλληφθεί στον Πειραιά το 1948 ως μέλος του ΚΚΕ, οι εφημερίδες θα την αναφέρουν ως αδελφή «του φονεύσαντος κατά την Κόκκινη Πρωτομαγιά του 1931 εις την Δραπετσώνα τον αστυφύλακα Γυφτοδήμον φραξιονιστού κομμουνιστού».
Ο Georgij Zakharov αναφέρει ότι τα πραγματικά στοιχεία του Bedas έγιναν γνωστά πολύ πρόσφατα στην κόρη του, λίγο πριν φύγει από την ζωή. Η Γερμανίδα ιστορικός Κάτια Ρίππε, η οποία ερευνά τη μοίρα των Ελλήνων κομμουνιστών που έφυγαν πρόσφυγες στη μεσοπολεμική Σοβιετική Ένωση και ποτέ δεν επέστρεψαν, συνάντησε την οικογένεια του Μπέντα και τους μετέφερε όσα στοιχεία εντόπισε. Ο Μπεζεντάκος λοιπόν όχι μόνο είχε υιοθετήσει ένα άλλο όνομα, αλλά έζησε με αυτό στη Σοβιετική Ένωση. Η σύζυγός του Αλεξάνδρα τον αποκαλούσε με αυτό το όνομα, ενώ Georgij Zakharov φέρει το όνομα του προπάππου του. Όταν η Αλεξάνδρα πολύ αργότερα ανέφερε το όνομα στην κόρη της, αυτή το συγκράτησε λανθασμένα. H Λαρίσα Μπέντας ουδέποτε αναζήτησε τα αρχεία της FSB γιατί θεωρούσε – και σωστά – ότι θα λένε ψέματα για τον πατέρα της. Ως εκ τούτου, δεν μπόρεσε να έχει πρόσβαση σε αυτές τις πληροφορίες γύρω από το πρόσωπο και τη διαδρομή του πατέρα της στην Ελλάδα. Τέλος, σύμφωνα με τον εγγονό της, όταν η Λαρίσα έμαθε από τη μητέρα της ότι ο Μπέντας είχε σκοτώσει στην Ελλάδα έναν άνθρωπο ως κομμουνιστής, δέχθηκε την πληροφορία αυτή με όρους τραύματος. Αυτός ήταν ένας από τους παράγοντες που την οδήγησαν στην επιλογή να γίνει μοναχή.
Η οικογένεια του Μπέντας στην Ρωσία ποτέ δεν συνάντησε την οικογένεια Μπεζεντάκου στην Ελλάδα, καθώς οι μεν αγνοούσαν την ύπαρξη των δε. Στην Ελλάδα, συνήθως, αυτές οι τραγικές ιστορίες των οικογενειών των πολιτικών προσφύγων συνδέονται με όσους είχαν διαφύγει μετά το τέλος του εμφυλίου. Ωστόσο, προϋπάρχουν και στη μεσοπολεμική εποχή. Μάλιστα, όπως προκύπτει, χρειάζεται ενδεχομένως να περάσουν 100 χρόνια ώστε οι επίγονοι των προσώπων αυτών να λύσουν τα οικογενειακά τους μυστήρια, τα δράματα και τα τραύματα με τα οποία ήταν φορτισμένα.
Ο Georgij Zakharov μας παραχώρησε μια φωτογραφία του Μπέντα της περιόδου 1934-1937 την οποία δημοσιεύουμε. Μάλλον ήταν η μοναδική φωτογραφία που κράτησε η προγιαγιά του. Επίσης, μας παραχώρησε μια φωτογραφία με τη σύζυγό του Αλεξάνδρα και την κόρη του Λαρίσα σε μικρή ηλικία.
Το κείμενο επιμελήθηκε ο Στέλιος Χρονόπουλος.
Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)
Υποσημειώσεις
Добрый день, благодарю за статью! Я являюсь правнуком Михалиса Безандакова. Моя бабушка Лариса Бендас (монахиня Елисавета) умерла в этом году от ковида. Искаженный вариант фамилии Пизандакис связан с тем, что моя бабушка так ее запомнила на слух, когда ее называла моя прабабушка (супруга М. Безандакоса) Александра. Правда открылась только недавно благодаря архивным изысканиям немецкой исследовательницы К. Рипперт.
μετάφραση από google translation: Καλησπέρα, ευχαριστώ για το άρθρο! Είμαι δισέγγονος του Μιχάλη Μπεζαντάκοφ. Η γιαγιά μου η Λάρισα Μπέντας (καλόγρια Ελισάβετ) πέθανε φέτος από covid. Η διαστρεβλωμένη εκδοχή του επωνύμου Πιζανδάκης οφείλεται στο γεγονός ότι η γιαγιά μου τη θυμόταν έτσι στο αυτί όταν την κάλεσε η προγιαγιά μου (σύζυγος του Μ. Μπεζαντάκου) Αλεξάνδρα. Η αλήθεια ανακαλύφθηκε μόλις πρόσφατα χάρη στην αρχειακή έρευνα της Γερμανίδας ερευνήτριας Κάτια Ρίπερτ.
Dear Георгий, your comment is very important, and we thank you.
H έρευνα και η γνώση της πραγματικής ιστορίας των συλλογικών και προσωπικών περιπετειών απομυθοποιεί. Και ξαναστήνει τα πράγματα με τα πόδια κάτω και το κεφάλι επάνω. Τα ιδεατά τα ξανακάνει ανθρώπινα, υλικά. Τα προσωπικά, όπως και τα συλλογικά.
Ευτυχώς που υπάρχουν άνθρωποι με την επιμονή και το πάθος της έρευνας, και το χρωστάμε σε αυτούς που συμβαίνει έτσι. Γιατί αλλιώς, όλοι θα ήμασταν καταδικασμένοι να ζούμε μέσα στο ψέμα.