Στην εποχή μας ένα από τα πιο συχνά παράπονα των συστηματικών αναγνωστών είναι ότι παράγονται πολύ περισσότερα ενδιαφέροντα λογοτεχνικά βιβλία από όσα μπορούμε να καταναλώσουμε (ενδεικτικά, το 2015 εκδόθηκαν από ευρωπαϊκούς εκδοτικούς οίκους περίπου 575.000 νέοι τίτλοι). Ταυτόχρονα, η ανάγκη να βρισκόμαστε ως αναγνώστριες διαρκώς στο κέντρο των εκδοτικών εξελίξεων και φαινομένων μας οδηγεί, υποβοηθούμενη από τη διαφήμιση και το μάρκετινγκ, σε ένα αέναο κυνήγι των νέων κυκλοφοριών και στον παραγκωνισμό των -έστω και λίγο- παλιότερων εκδόσεων. Κατά συνέπεια, πολλά βιβλία είτε δεν επανεκδίδονται, όταν εξαντληθούν, είτε παίρνουν τον επώδυνο δρόμο της πολτοποίησης είτε, στην καλύτερη περίπτωση, περιμένουν αδιάβαστα στα ράφια της βιβλιοθήκης μας ή κάποιου μαγαζιού με μεταχειρισμένα βιβλία. Κι όλα αυτά αρκετές φορές ασχέτως της όποιας αξίας τους. Κόντρα λοιπόν σε αυτή την όλο και πιο κυρίαρχη τάση, το Παλαιοβιβλιοπωλείο κάθε μήνα θα ξαναθυμίζει ένα βιβλίο που έχει εκδοθεί εδώ και τουλάχιστον δύο δεκαετίες και σήμερα υπάρχει μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας σε κάποιες ξεχασμένες γωνιές.
Στη μνήμη της Έφης Καλλιφατίδη
Κεντουρία (εκατό μικρά μυθιστορήματα-ποταμός), Τζιόρτζιο Μανγκανέλι.
Μετάφραση: Έφη Καλλιφατίδη, εκδ. Γνώση 1989, 208 σελίδες.
Σε μια από τις επιδρομές μου στα βιβλιοπωλεία μεταχειρισμένων βιβλίων μερικά χρόνια πριν, βρέθηκε μπροστά μου ένα βιβλίο διακοσίων περίπου σελίδων, με τον περίεργο τίτλο «Κεντουρία» και τον ακόμη πιο παράδοξο υπότιτλο «εκατό μικρά μυθιστορήματα-ποταμός», για το οποίο δεν είχα ξανακούσει ποτέ. Συγγραφέας του ο άγνωστος σε μένα Τζιόρτζιο Μανγκανέλι (Giorgio Manganelli), και κανονικά δεν θα του έδινα περισσότερη σημασία, αν δεν μου τραβούσαν το ενδιαφέρον αφενός το γεγονός ότι το είχε μεταφράσει από τα ιταλικά η γνωστή μεταφράστρια του Ουμπέρτο Έκο, Έφη Καλλιφατίδη, και αφετέρου το παρακάτω απόσπασμα από το οπισθόφυλλο (που όπως διαπίστωσα εκ των υστέρων ανήκε στην εισαγωγή του συγγραφέα):
Αν μου επιτρέπετε μια συμβουλή, ο καλύτερος, μα πιο δαπανηρός τρόπος ανάγνωσης αυτής της φυλλάδας θα ήταν ο εξής: η απόκτηση δικαιωμάτων χρήσεως ενός ουρανοξύστη, που θα είχε τόσα πατώματα όσες και οι γραμμές του προς ανάγνωσιν βιβλίου· η τοποθέτηση ενός αναγνώστη με το βιβλίο ανά χείρας σε κάθε όροφο· σε κάθε αναγνώστη δίδεται μια γραμμή· μόλις δοθεί το σήμα εκκίνησης, ο Ανώτατος Αναγνώστης θα γκρεμιστεί από την κορυφή του οικοδομήματος και βαθμηδόν, καθώς θα περνά μπροστά από τα παράθυρα, ο αναγνώστης κάθε ορόφου θα διαβάζει την αντίστοιχη γραμμή καθαρά και μεγαλόφωνα. Είναι αναγκαίο ο αριθμός των ορόφων ν’ αντιστοιχεί στις γραμμές και να μην υπάρχουν αμφιβολίες μεταξύ ημιωρόφου και πρώτου, οι οποίες δυνατόν να δημιουργήσουν αμήχανη σιωπή πριν από την πρόσκρουση.
Κάτι σε όλα αυτά μου θύμιζε Καλβίνο, Περέκ, Έκο, Πάβιτς, όλοι τους πολύ αγαπημένοι· κάπως έτσι λοιπόν απέκτησα αυτό το μικρό αριστούργημα, ένα βιβλίο το οποίο περικλείει εκατό σκαριφήματα ισάριθμων βιβλίων που βρίσκονται σε διαρκή συνομιλία, τόσο σε επίπεδο ύφους, όσο και περιεχομένου, με άλλα βιβλία υπαρκτών, αλλά και ανύπαρκτων, συγγραφέων.
Ένας συγγραφέας λοιπόν γράφει εκατό πλήρεις και ολοκληρωμένες ιστοριούλες της μιάμισης σελίδας, κάθε φορά διαφορετικού ύφους και θεματικής. Καθεμιά είναι, σύμφωνα με την, επίσης μιάμισης σελίδας, παιγνιώδη εισαγωγή που έχει γράψει ο ίδιος, ένα μυθιστόρημα-ποταμός, γραμμένη έτσι «ώστε ο βιαστικός αναγνώστης να νομίζει ότι έχει μπροστά του κείμενα μ’ ελάχιστες και ελλιπείς γραμμές». Πρόκειται προφανώς περί εξωφρενικής παραδοξολογίας, αλλά τέτοιας που δικαιώνεται με την ανάγνωση των πρώτων κιόλας ιστοριών, αφού μέσα τους κρύβεται ένας ολόκληρος κόσμος που περιμένει τον αναγνώστη να τον ανακατασκευάσει, διαβάζοντας «ανάμεσα και πίσω απ’ τις γραμμές».
Αν ο Μπόρχες δήλωνε –όχι και πολύ πειστικά αν κρίνουμε από τον όγκο του έργου του– ότι προτιμούσε τη σύντομη φόρμα του διηγήματος λόγω της ακατανίκητης τεμπελιάς του, ο Μανγκανέλι προχωρά ένα βήμα παραπέρα, καθώς, γράφοντας τη δεκαετία του ‘70 αυτές τις ιστορίες των 400–500 λέξεων που θυμίζουν τις διαδικτυακές μικροϊστορίες των μπλογκ, μοιάζει να προτείνει ουσιαστικά στους αναγνώστες του να γράψουν συνεταιρικά μαζί του εκατό μυθιστορήματα· αυτός βάζει, φαινομενικά, μόνο την πλοκή και τις βασικές ιδέες, ενώ οι αναγνώστες θα πρέπει να προσθέσουν ό,τι χρειάζεται για να δημιουργηθεί -στο μυαλό τους- το μυθιστόρημα-ποταμός:
επακριβείς περιγραφές Γεωργιανών σπιτιών, όπου αδελφές με πεπρωμένο αντιζήλων διάγουν εφηβεία στην αρχή άπραγη, κι αργότερα ταραχώδη· φιδογυρίσματα σεξ, πάθους και σάρκας με λεπτομερείς διαλόγους· αξιομνημόνευτες μεταστροφές ταλανισμένων ψυχών· ανδροπρεπείς αποχαιρετισμούς, θηλυκή καρτερία, αναβρασμούς, ταραχές του όχλου, αστραπιαίες εμφανίσεις ηρώων με γλυκό και τρομερό χαμόγελο· εκτελέσεις, διαφυγές […]
Ας μη θεωρηθεί όμως ότι πρόκειται για περιλήψεις κανονικών μυθιστορημάτων που δεν έχουν γραφτεί ποτέ –ή δεν έχουν γραφτεί ακόμη. Η κάθε ιστορία δεν δίνει απλώς την πλοκή του δυνητικού μυθιστορήματος, αλλά τη λογοτεχνική του ουσία, φτάνοντας στον πυρήνα του θέματος ή του προβληματισμού που θα είχε γεννήσει ένα τέτοιο μυθιστόρημα, χρησιμοποιώντας ταυτόχρονα το ύφος και τις τεχνικές που αντιστοιχούν σε διαφορετικά λογοτεχνικά είδη και ρεύματα του 19ου και του 20ου αιώνα. Έτσι, άλλες ιστορίες παραπέμπουν στο φιλοσοφικό μυθιστόρημα, στο μοντέρνο, στο μεταμοντέρνο, στο αισθηματικό, στο αλληγορικό, και άλλες στην επιστημονική φαντασία, στον τρόμο, στη σάτιρα, στον υπαρξισμό, στον σουρεαλισμό.
Σε όλες τις ιστορίες δίνεται μια αρχική συνθήκη, η οποία περιλαμβάνει συνήθως έναν ήρωα (ή, σπανιότερα, μια ηρωίδα, ένα φάντασμα, ένα άγαλμα, μια πόλη, ένα ζώο) που βρίσκεται σε μια κατάσταση ή κάνει ή παθαίνει κάτι, χωρίς κατά κανόνα να περιλαμβάνει γεωγραφικούς ή ιστορικούς προσδιορισμούς. Αυτή η συνθήκη δίνεται με τέτοια ακρίβεια και ενάργεια, που η εισαγωγική περίοδος κάθε ιστορίας θα μπορούσε να αποτελεί από μόνη της μια ακόμη μικρότερη μικρο-ιστορία, και μπορεί να είναι από εξαιρετικά κοινότοπη:
Ένας κύριος, μέσης παιδείας και αξιοπρεπών ηθών, μετά από απουσία μηνών, η οποία οφειλόταν σε τρομερά πολεμικά γεγονότα, συνάντησε τη γυναίκα που αγαπούσε. (ιστορία 2)
ή πολλά υποσχόμενη:
Ένας κύριος, εξαιρετικά σχολαστικός, έχει ορίσει τρεις συναντήσεις για το απόγευμα της επομένης: την πρώτη με τη γυναίκα που αγαπά, τη δεύτερη με μια γυναίκα που θα μπορούσε να αγαπήσει, την τρίτη μ’ έναν φίλο, στον οποίο, εν συντομία, οφείλει τη ζωή και ίσως τη φρόνησή του. (ιστορία 3)
έως εξαιρετικά απίθανη:
Στις δέκα και τριάντα το πρωί, ένας χοντρός κύριος, με μούσι και ρούχα λιγάκι τσαλακωμένα, αντιλήφθηκε ότι είχε τη δυνατότητα να κάνει θαύματα. (ιστορία 30)
ή τελείως παράλογη:
Το ζώον κρίνος δεν είναι ακριβώς ζώο· είναι γαλήνιο και πράο· […] (ιστορία 43).
Στη συνέχεια, αυτή η αρχική συνθήκη άλλες φορές αναπτύσσεται και εξελίσσεται, ενώ άλλες υπονομεύεται ή αναιρείται, πάντα όμως στο πλαίσιο του είδους και του ύφους τα οποία παρωδούνται κάθε φορά· για παράδειγμα, στην ιστορία 2 ο κύριος αντί να φιλήσει τη γυναίκα κάνει εμετό, στην 3 εξηγείται η ακριβής φύση της σχέσης του κυρίου με καθένα από τα τρία πρόσωπα που θα συναντήσει, στην 30 ο κύριος που κάνει θαύματα δεν είναι -ω του θαύματος- πιστός κάποιας θρησκείας, στην 43 το ζώον κρίνος είναι δύσκολο να φονευθεί.
Κάθε ιστορία κλείνει –και ταυτόχρονα μένει ανοιχτή– με μια ακροτελεύτια φράση που παίζει το ρόλο του ερμηνευτικού κλειδιού, τέλος και ταυτόχρονα αρχή, αφού συνήθως μοιάζει να κρατά τη σκυτάλη για μια άλλη ιστορία, την οποία οι αναγνώστες είναι ελεύθεροι να πλάσουν με τη σειρά τους, παράγοντας αέναα καινούργιες ιστορίες, όπως κάνουν περίπου οι συγγραφείς του τελευταίου μυθιστορήματος του βιβλίου.
Θα αδικούσε κανείς τον Μανγκανέλι αν ισχυριζόταν ότι όλα αυτά περιορίζονται στο επίπεδο των ασκήσεων ύφους ή του λογοτεχνικού παιχνιδιού· κάθε φράση των σύντομων αυτών κειμένων δίνει στην αναγνώστρια την ευκαιρία να στοχαστεί πάνω σε πλήθος φιλοσοφικών, κοινωνικών και υπαρξιακών ζητημάτων που έχουν απασχολήσει το μεγάλο, σοβαρό και «κανονικό» μυθιστόρημα, ενώ την ίδια στιγμή κάθε μικροϊστορία του βιβλίου αποτελεί ένα «ειρωνικό» σχόλιο για την ίδια τη φύση, τον χαρακτήρα και τον ρόλο του μυθιστορήματος ως λογοτεχνικού είδους.
Συναρπαστική, βιβλιοφιλική, διακειμενική, πειραματική, προφητική, η Κεντουρία είναι ένα βιβλίο που μπορεί να διαβαστεί με εκατό διαφορετικούς τρόπους, ένα βιβλίο στο οποίο μπορεί κανείς να επιστρέφει διαρκώς, ένα βιβλίο που δεν χρειάζεται να τελειώσει ποτέ. Αν το βρείτε, αξίζει να το διαβάσετε, είτε αγαπάτε το μυθιστόρημα είτε προτιμάτε μικρότερες φόρμες.
Προσθέστε σχόλιο