Εκείνο το καλοκαίρι ήταν το πιο βροχερό. Η λίμνη της Ζυρίχης είχε υπερχειλίσει με αποτέλεσμα οι κύκνοι να σουλατσάρουν σαστισμένοι στην πλημμυρισμένη προμενάδα της Bellevue. Μια ματιά τριγύρω και αντίκρυζε κανείς δέκα είδη πράσινου· καθαρό πράσινο, ανοιχτό και σκούρο, πράσινο της μέντας, λαχανί και κυπαρισσί. Πράσινο σμαραγδί, χακί, πράσινο του μαλαχίτη, φιστικί και βεραμάν. Η Σιμόνα είχε συνηθίσει στην πανταχού παρούσα επιβολή του αλλά τώρα τελευταία ένιωθε σαν είχε μεταναστεύσει στην Ινδονησία. Περίεργη ήταν και η κατάσταση με τις σαύρες, οι οποίες είχαν πολλαπλασιαστεί σε αριθμό και θεριέψει σε μέγεθος. Σαύρες να τρέχουνε στο πεζοδρόμιο και να χώνονται στους υπονόμους, σαύρες να χαρχαλίζουνε ανάμεσα στα χόρτα, σαύρες να μπαινοβγάζουνε την γλώσσα τους στον αέρα λες και πετάνε πετονιά να πιάσουνε σαργούς. Ο Ρόκο δεν χόρταινε να τις κυνηγά σε κάθε τους βόλτα.
«Καλημέρα! Πώς είναι ο Ρόκο μας σήμερα;», ρώτησε η ένοικος του τρίτου στην είσοδο της πολυκατοικίας.
«Όπως πάντα, άτακτος», είπε η Σιμόνα. Ο σκύλος τράβηξε το λουρί. Στην άκρη του πεζοδρομίου είχε εντοπίσει μια τροφαντή, καταπράσινη σαύρα.
«Έχει πια γεμίσει ο τόπος από δαύτες», παρατήρησε η κυρία Ντέτβιτερ.
«Στοπ Ρόκο!» φώναξε η Σιμόνα, «πράγματι, είναι σιχαμερές!»
«Μα είναι εντελώς άκακες, αγαπητή».
«Τις βρίσκω αποκρουστικές. Με ανατριχιάζουν. Όλα τα ερπετά με ανατριχιάζουν, αποπνέουν κάτι διαβολικό».
Η κυρία Ντέτβιτερ πήρε να ανεβαίνει τα σκαλιά, για λίγο δίστασε. «Σιμόνα, είσαι καλά;… Έφυγε ο Μανόλο;… Συγγνώμη που ρωτάω… είδα τη μεταφορική χθες…»
«Όλα καλά», απάντησε η Σιμόνα και έσφιξε το λουρί, «έφυγε, ναι, γύρισε Νάπολη… βρήκε διαμέρισμα, ένα δρόμο πάνω από το παλιό μας μαγαζί»
«Ό,τι χρειαστείς είμαι εδώ, να ξέρεις. Ορισμένα πράγματα απλώς δεν είναι γραφτό να συμβούν καλή μου»
«Ναι, βέβαια, δεν είναι γραφτό», επανέλαβε η Σιμόνα. Γύρισε την πλάτη και απομακρύνθηκε.
* * *
«Ε, Ρόκο, πού θες να χέσεις σήμερα;», χάιδεψε τη μαύρη μουσούδα του σκύλου. «Πάμε κατά το δάσος ή στο πάρκο, τι λες;». Κοίταξε τον ουρανό, είχαν περίπου μία άνυδρη ώρα στη διάθεσή τους. Έστριψαν αριστερά και πήραν το δρόμο για το δάσος.
Οι πρώτες συστάδες δέντρων εμφανίστηκαν στα δεξιά. Είχαν βδομάδες να περπατήσουν εκεί. Οι βροχές είχαν μετατρέψει το μικρό δάσος σε τροπική ζούγκλα. Το ρυάκι του μονοπατιού είχε φουσκώσει σε ποτάμι και οι φυλλωσιές εμπόδιζαν τις ακτίνες του ήλιου να φτάσουν στο χώμα. Κάθε βήμα της Σιμόνα βυθιζόταν στην λάσπη ενώ ο Ρόκο είχε γίνει μούσκεμα ως την κοιλιά. Η υγρασία μετέτρεπε τον αέρα σε πηχτό, κολλώδες ζελέ μέσα στο οποίο και οι δύο ανέπνεαν με δυσκολία. «Ε, Ρόκο, το νιώθεις και σύ;» ψιθύρισε. Έσκυψε και έχωσε το χέρι της στην αριστερή γαλότσα για να ανεβάσει την κάλτσα που είχε γλιστρήσει. Ο Ρόκο τινάχτηκε και το λουρί του τής γλίστρησε απ’ τα χέρια. Ο σκύλος άρχισε να τρέχει βαθύτερα στο δάσος ενώ η Σιμόνα έπεσε απότομα με τον κώλο στα βρεγμένα χόρτα. «Ε Ρόκο! Γύρνα πίσω!» ούρλιαξε όμως εκείνος είχε ήδη χαθεί.
Η Σιμόνα άρχισε να τρέχει φωνάζοντας το όνομά του. Λαχάνιαζε και ο ιδρώτας κόλλαγε τούφες μαλλιών στο μέτωπό της. Άκουσε γαυγίσματα. Δυνατά και κοφτά σαν αυτά που έβγαζε ο Ρόκο μπροστά σε κάποια απειλή. Η Σιμόνα πάγωσε. Στην άκρη της λίμνης, ο σκύλος κειτόταν στην όχθη, ασάλευτος.
«Τι έπαθες μικρέ μου;», με το χέρι της ψηλάφισε το κορμί του. Από κάποιο σημείο, ο Ρόκο αιμορραγούσε. Όταν ακούμπησε το αριστερό πόδι του, ο σκύλος έσκουξε με παράπονο. Πήρε προσεκτικά το ποδαράκι του στα χέρια της και παρατήρησε πως κατά μήκος του υπήρχαν πληγές, τρύπες μαύρες που ανάβλυζαν αίμα. Ανάσανε βαθιά και τον σήκωσε απ’ το έδαφος. Με την άκρη του ματιού της εντόπισε μια αστραπιαία κίνηση στην απέναντι όχθη της λίμνης. Προσπάθησε να εστιάσει το βλέμμα της όταν συνειδητοποίησε πως αυτό που σερνόταν γρήγορα ανάμεσα στις καλαμιές ήταν μια γιγάντια, φολιδωτή ουρά, τουλάχιστον τρία μέτρα.
* * *
Η Σιμόνα καθόταν στον ξύλινο πάγκο της αίθουσας αναμονής της Κλινικής Μικρών Ζώων του Zumikon και έτρωγε τα νύχια της. Ο Ρόκο είχε χάσει τις αισθήσεις του προτού καταφέρει να τον σηκώσει. Με τον σκύλο σαν μωρό στην αγκαλιά είχε τρέξει όσο πιο γρήγορα μπορούσε να βγουν από το δάσος. Ένα περαστικό αμάξι τους είχε μεταφέρει ως την κλινική.
«Είστε η ιδιοκτήτρια του μαύρου κανίς;»
«Ναι, εγώ είμαι!», πετάχτηκε όρθια. «Πώς είναι; Θα γίνει καλά;»
«Ηρεμήστε. Καταφέραμε να τον σταθεροποιήσουμε αλλά η κατάστασή του είναι κρίσιμη. Τον έχουμε ναρκώσει και διασωληνώσει σε οξυγόνο».
«Δεν καταλαβαίνω! Τι συνέβη; Τι ήταν αυτές οι πληγές; Χτύπημα; Δάγκωμα;», φώναξε η Σιμόνα τυφλωμένη δάκρυα.
«Ακούστε με παρακαλώ! Είναι αδύνατο να πρόκειται για χτύπημα. Οι πληγές είναι απόλυτα συμμετρικές και το σχήμα τους καταδεικνύει οδοντοστοιχία ζώου. Από την άλλη βέβαια…», δίστασε ο κτηνίατρος
«Από την άλλη, τι; Συνεχίστε λοιπόν!»
«Από την άλλη… να… δεν έχω συναντήσει παρόμοιο δάγκωμα στη ζωή μου! Η συγκεκριμένη οδοντοστοιχία δεν ανήκει σε κανένα ζώο των δασών της Ελβετίας».
Η Σιμόνα άκουγε αμίλητη. Στο μυαλό της τρύπωσε βίαια η τεράστια φολιδωτή ουρά στην λίμνη. «Μπορεί να του επιτέθηκε κροκόδειλος;»
Ο άντρας την κοίταξε με δυσπιστία, «Επιπλέον στοιχείο αποτελεί η περιοχή του δαγκώματος… Συγκεκριμένα, το αριστερό μετατάρσιο του ζώου αλλά και η γύρω περιοχή εμφανίζουν έντονα σημάδια μόλυνσης η οποία εξαπλώνεται ραγδαία. Οι ιστοί αποσυντίθενται και το δέρμα νεκρώνει… Αυτό δεν το προκαλεί κροκόδειλος… αυτό το τοξικό δάγκωμα μόνο ένα ερπετό στην γη μπορεί να το προκαλέσει… αλλά δεν ζει στην Ευρώπη οπότε δεν είναι επί του παρόντος».
Η αναπνοή της Σιμόνα είχε γίνει ρηχή, «Τι σημαίνουν όλα αυτά; Για ποιο ερπετό μιλάτε; Ο Ρόκο θα γίνει καλά;»
«Κάνουμε ό,τι μπορούμε για να αποτρέψουμε την εξάπλωση της σηψαιμίας σε ζωτικά όργανα», απάντησε ο κτηνίατρος, «ασφαλώς σήμερα και για όσο χρειαστεί, ο σκύλος θα παραμείνει στην κλινική. Έχω επικοινωνήσει με συναδέλφους που κατέχουν εξιδεικευμένη χειρουργική εμπειρία και είναι καθοδόν. Θα σας συμβούλευα να πάτε σπίτι, δεν χρησιμεύει κάπου η παρουσία σας εδώ».
Η Σιμόνα προσπάθησε να προβάλλει αντίσταση.
«Σας παρακαλώ. Δεν έχει νόημα να βρίσκεστε εδώ. Εξάλλου θα ήταν χρήσιμο να φέρετε από το σπίτι κάποια αντικείμενα του σκύλου. Το μαξιλάρι ή την κουβέρτα του. Έπειτα φέρτε και κάποιο ρούχο πρόχειρο, δικό σας να έχει τη μυρωδιά σας. Όταν ο σκύλος συνέρθει, οι οικείες μυρωδιές θα του κάνουν καλό», κατέληξε ο κτηνίατρος.
* * *
Πίσω στο άδειο διαμέρισμα, η Σιμόνα άφησε το νερό να γεμίζει την μπανιέρα και άρχισε να βγάζει ένα ένα τα ρούχα της. Κοίταξε το γυμνό της κορμί στην αντανάκλαση του καθρέφτη και πρόσεξε τις μελανιές στην κοιλιά της. Για λίγο ξέχασε πως η ίδια τις είχε προκαλέσει. Παράσημα προηγούμενης ζωής. Μεγάλα μαβιά λεμόνια, ολόγυρα στην κοιλιακή χώρα, τα οποία δεν έλεγαν ακόμα να την εγκαταλείψουν σε αντίθεση με τις ελπίδες της να γίνει μητέρα. Ενέσεις γοναδοτροπινών, αντιπηκτικές, προγεστερόνης. Δύο ανεπιτυχείς εμβρυομεταφορές, τέσσερις αποβολές. Τόσος κόπος για το τίποτα. Σκέφτηκε την Κιάρα και τη Ματίνα, τις παιδικές της κούκλες. Δύο τροφαντά, φαλακρά μωρά στο διπλό καροτσάκι. Τάισμα, πλύσιμο, νανούρισμα, η ευτυχία της όλη.
«Δεν αντέχω άλλο!», είχε πει ο Μανόλο.
«Τι δεν αντέχεις;», τον είχε ρωτήσει η Σιμόνα.
«Δεν αντέχω άλλο αυτή την κατάσταση. Δεν αντέχω άλλο εμάς. Εσένα. Εμένα. Αυτό το διαμέρισμα. Αυτή τη γαμημένη πόλη που όλοι πετυχαίνουν εκτός από εμάς…». Μετά την ρώτησε τι ήθελε να κρατήσει και τι να πάρει εκείνος φεύγοντας. «Παρ’ τα όλα», του είπε, «ο Ρόκο όμως θα μείνει μαζί μου».
Όταν η μπανιέρα γέμισε νερό η Σιμόνα έκλεισε τη βρύση και φόρεσε πάλι τα ρούχα της. Κάθισε στο πάτωμα του σαλονιού και έφερε το laptop στα γόνατα. Έφερε στο μυαλό της τη φολιδωτή ουρά και πληκτρολόγησε «ερπετό με τοξικό δάγκωμα». Πολύχρωμα φίδια κουλουριάστηκαν στην οθόνη. Σκρόλαρε παρακάτω… Τινάχτηκε αντικρύζοντας το επόμενο αποτέλεσμα. Ήταν εκείνο το πλάσμα που είχε συναντήσει φευγαλέα στο δάσος. «Ο δράκος του Κομόντο». Κλίκαρε το άρθρο. «Ο δράκος του Κομόντο είναι ο τελευταίος δεινόσαυρος στη γη… επιτίθεται και κατασπαράζει οποιοδήποτε ζώο, μέχρι και άνθρωπο… το σάλιο του περιέχει πάνω από πενήντα είδη τοξικών βακτηρίων τα οποία προκαλούν στο θήραμα σηψαιμία και θάνατο… το θηλυκό κατέχει την ικανότητα της παρθενογένεσης, τεκνοποιεί χωρίς να γονιμοποιηθεί από αρσενικό» …
Το τηλέφωνο χτυπά.
«Η Σιμόνα Γκριέγκο;»
«Η ίδια»
«Σας τηλεφωνούμε από την Κλινική. Δυστυχώς έχουμε άσχημα νέα…»
«Ο Ρόκο;»
«Κάναμε ό,τι καλύτερο… η σηψαιμία είχε προχωρήσει… ο σκύλος υπέστη σηπτικό σοκ. Η καρδιά του δεν άντεξε… λυπούμαστε πολύ».
Η Σιμόνα άφησε το κινητό να γλιστρήσει από τα χέρια της. Μπήκε παραπατώντας, τρέμοντας ολόκληρη στο μπάνιο και χωρίς να βγάλει τα ρούχα της βυθίστηκε στη γεμάτη μπανιέρα.
* * *
Άνοιξε τα μάτια και προσπάθησε να σηκωθεί από το κρεβάτι. Παραμέρισε την κουρτίνα. Έβρεχε μανιωδώς, ξημέρωνε σαν τίποτα να μην είχε αλλάξει. Ένας κουστουμαρισμένος άνδρας έβγαινε από την είσοδο της απέναντι πολυκατοικίας. Στάθηκε δίπλα στο παράθυρο του ισόγειου διαμερίσματος. Το παράθυρο άνοιξε και μια γυναίκα τυλιγμένη στη ρόμπα της τού έτεινε ένα λευκό τάπερ. Ο άνδρας στάθηκε στις μύτες των ποδιών του και προσπάθησε να το πιάσει. Μετά τεντώθηκε κι άλλο κι άγγιξε με τα χείλη του το μάγουλό της γυναίκας. Έχασε την ισορροπία του και έπεσε στο παρτέρι με τις αγκαθωτές μυρτιές. Για δες τους, σκέφτηκε η Σιμόνα, δεν το βάζουν κάτω, οι άνθρωποι το παλεύουν κάθε ώρα να’ ναι ευτυχισμένοι.
Ντύθηκε και κατέβηκε τα σκαλιά της πολυκατοικίας. Κοντοστάθηκε και έκλεισε τα μάτια. Ανέβηκε πάλι στο διαμέρισμα και μπήκε στην κουζίνα. Άνοιξε το πρώτο συρτάρι και κοίταξε τα μαχαίρια. Κατέληξε σ’ ένα απ’ τα κοφτερότερα και το έχωσε στην τσέπη του αδιάβροχου. Η μισή λεπίδα προεξείχε οπότε το τύλιξε σε μια πετσέτα και το στερέωσε στο λάστιχο της φόρμας. Φτάνοντας στην πόρτα ξεφύσησε. Γύρισε ξανά στην κουζίνα. Άνοιξε την κατάψυξη, έβγαλε έξω το πρώτο συρτάρι και περιεργάστηκε το περιεχόμενο. Διάλεξε μια μοσχαρίσια μπριζόλα, ξετύλιξε το σελοφάν και άφησε ζεστό νερό να τρέχει πάνω της στο νεροχύτη. Την έβαλε στην τσέπη. Ο δράκος του Κομόντο μυρίζει από απόσταση χιλιομέτρων. Βγήκε από την πολυκατοικία και πήρε το δρόμο για το δάσος.
* * *
Μπήκε στο μονοπάτι και διένυσε γοργά την απόσταση. Ο αέρας μύριζε σάπιο χορτάρι και η βροχή δεν την ενοχλούσε πια. Πέρασε το ποτάμι και έφτασε στην άκρη της λίμνης. Κοίταξε τριγύρω. Προχώρησε κατά μήκος της όχθης. Πλησιάζοντας τις συστάδες των καλαμιών, παρατήρησε πως στο κάτω μέρος κάποιων απ’ αυτές υπήρχε ένα κενό, ένα σκοτεινό τούνελ που οδηγούσε βαθύτερα στο εσωτερικό τους. Έμοιαζε σαν κάτι να είχε τσακίσει τα τρυφερά καλάμια δημιουργώντας μια αθέατη σπηλιά. Η Σιμόνα πλησίασε το άνοιγμα, λύγισε τα γόνατά της και προσπάθησε με τον φακό του κινητού της να φωτίσει παραμέσα.
Ένας εκκωφαντικός συριγμός στράγγισε το αίμα στα άκρα της. Γύρισε αργά το κεφάλι και προσπάθησε να σηκωθεί στα πόδια της. Ο δράκος βρισκόταν πίσω της σε απόσταση μερικών μέτρων. Τα μαύρα αβλέφαρα μάτια του ήταν γυάλινα ενώ η διχαλωτή του γλώσσα χαρτογραφούσε αισθητηριακά τον περίγυρο. Η Σιμόνα στήλωσε το κορμί της. «Δεν σε φοβάμαι!». Ο δράκος έσερνε το φολιδωτό κορμί του προς το μέρος της. Κινούταν αργά ενώ κάθε λίγο σκόνταφτε στα μπροστινά του πόδια με αποτέλεσμα το κεφάλι του να χτυπάει με δύναμη στο έδαφος. Έμοιαζε αποπροσανατολισμένος. Στα μισά της διαδρομής σταμάτησε εντελώς, σήκωσε ψηλά την ουρά του και έσχισε με δύναμη τον αέρα. Η Σιμόνα σφίχτηκε. Το ερπετό φούσκωσε το σάκο κάτω από το πηγούνι και σύρισε δυνατά. Βλέννες ανακατεμένες με σκούρα υγρά έτρεξαν από το στόμα του. Η Σιμόνα έβγαλε αργά το μαχαίρι και σημάδεψε το θηρίο. Ο δράκος ασθμαίνοντας προσπάθησε πάλι να κινηθεί εμπρός. Ήταν πια φανερό πως ήταν πληγωμένος. Λίγο προτού η δηλητηριώδης γλώσσα ακουμπήσει το σώμα της Σιμόνα, το κορμί του ζώου συσπάστηκε βίαια. Ο δράκος προσπάθησε να σταθεροποιηθεί στα πίσω του πόδια αλλά τελικά σωριάστηκε στο χώμα. Το τεράστιο ερπετό ρουθούνιζε ενώ η κοιλιά του παλλόταν ακανόνιστα μέσα στην πανοπλία των οστέινων δερματικών του πλακών. Η Σιμόνα περπάτησε αργά, έφτασε και στάθηκε ακριβώς πάνω από το πληγωμένο ζώο. Παρατήρησε πως κάτω από το σώμα του μια κηλίδα αίματος ολοένα και άπλωνε. «Κάποιος με πρόλαβε…». Τον παρατηρούσε όσο εκείνος κειτόταν στη λάσπη νικημένος. Ο δράκος σήκωσε απότομα το συμπαγή λαιμό του και έστρεψε το κεφάλι του προς το άνοιγμα των καλαμιών. Έβγαλε έναν υγρό ρόγχο και όλο του το σώμα ξεφούσκωσε. «Δεν μου έδωσες ούτε την ευχαρίστηση να σε σκοτώσω» είπε η Σιμόνα και έφτυσε με οργή το άψυχο κουφάρι. Σωριάστηκε δίπλα του και κούρνιασε σαν έμβρυο.
Σκούπισε τα μάτια της και κοίταξε προς τις καλαμιές. Πλησίασε προσεκτικά την φωλιά του δράκου. Έριξε φως με το κινητό και σαν υπνωτισμένη μπουσούλισε στο εσωτερικό της. Ψηλαφώντας τριγύρω τα φύλλα και το νωπό χώμα, τα χέρια της σκόνταψαν πάνω σε τρία μισοθαμμένα αυγά. Έμπηξε τα δάχτυλά της στο έδαφος και άρχισε να σκάβει με μανία για να τα ξεθάψει εντελώς. Παρατήρησε πως το ένα είχε ήδη ραγίσει. Κάτι ετοιμαζόταν να πεταχτεί από το εσωτερικό του.
«Ώστε ήσουν απλώς μια μάνα», ψιθύρισε η Σιμόνα. Έκατσε δίπλα στα εκκολαπτόμενα αυγά και έβγαλε την μπριζόλα από την τσέπη της.
«Μην ανησυχείς, τώρα θα είμαι εγώ αντί για εσένα», χαμογέλασε και με το μαχαίρι άρχισε να κόβει το κρέας σε μικρά κομματάκια.
Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)
Προσθέστε σχόλιο