Ὅταν ἦρθε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου, γιατί τό ἀναπόφευκτον φυγεῖν ἀδύνατον –ἐξ οὗ καί ἀναπόφευκτον–, ὁ Μαγκλόγκ, ὁ πεινασµένος τῆς Αἰωνιότητος, περιπλανώμενος στό ἄπειρο καί καταβροχθίζοντας ἀπό γενέσεως Σύμπαντος, εὑρέθηκε ἐπιτέλους καί στό ἠλιακόν µας σύστηµα καί παρατηρήσας τήν Γῆν πολλά τήν ὀρέχτηκε µιά καί ὥς τότε δέν εἶχεν ποτέ φάει πλανήτη πασπαλισμένον ἀφειδῶς µέ νοήµοντα ὄντα. Ἁπλώνοντας λοιπόν τούς βραχίονες νωχελικά, δηλαδή µέ τήν ταχύτητα τοῦ φωτός, ἔχωσε τά νύχια του στούς ὠκεανούς τῆς Γῆς κι ἀνοίγοντας τό στόµα τοῦ πού ἦταν µιά χαώδης καταβόθρα τήν ἔχαψεν καί τήν κατάπιε ἀμάσητη µαζί µέ τήν ἀτμόσφαιρα καθώς δέν εἶχε δόντια πού καθόλου δέν τοῦ χρειάζονταν.
Οἱ ἄνθρωποι στό μεταξύ εἴχανε ἀπό δυό χρόνια πρίν δεῖ νάρχεται πιό κοντά ὁ ὄγκος του ἀπ᾿ τό ἑξωσυστημικό διάστηµα καί παρακολουθοῦσαν πανικόβλητοι ὅλον αὐτόν τόν καιρό τά τριχωτά χέρια του να πλησιάζουν ἀλλά τίποτε δέν μπορούσαν νά κάνουν ἐκτός ἀπ’ τό νά προσεύχονται, νά αὐτοκτονοῦν, νά πλιατσικολογᾶνε τηλεοράσεις καί νά ἔκτοξεύουν μερικούς πυρηνικούς πυραύλους, ὅταν τό στόμα τοῦ Μαγκλόγκ ἄνοιγε νά τούς χάψει, ἀλλά χωρίς διάφορο διότι γιά τόν Μαγκλόγκ αὐτές οἱ ἐκρήξεις ἤσανε σάν ἁλατοπίπερο.
Μόλις ὅμως ἐπροσγειώθηκεν ἡ Γῆ µέσα στό στομάχι τοῦ Μαγκλόγκ ἀντελήφθησαν ὅτι ἦταν ἀκόμα ζωντανοί οἱ περισσότεροι ἐχτός ἀπ᾿ τά μιλιούνια πού χάθηκαν µέ τήν ἄναμπουμπούλα καί οἱ στρατιωτικοί πῆραν τήν κατάσταση στά χέρια τους κι ἄντε ἀπ᾿ τήν ἀρχή νά ρίχνουν πυρηνικές ρουκέττες µέχρι πού τοῦ προκαλέσανε ὀξύ ἕλκος κι ἀρρώστησε ὁ Μαγκλόγκ καί µετά βρῆκαν ὅτι τό στομάχι του ἦνταν φτειαγµένο ἀπό κάτι σάν ψητό γουρουνόπουλο κι ἔτσι ἄρχισαν νά τόν τρῶνε ἀπό µέσα ὅλοι µαζί καί βάλανε κι ὅλα τα σαρκοβόρα ζῶα καί πουλιά καί σκουλήκια νά τρῶνε ὅλοι νυχθηµερόν µέχρι πού τόν ξεκάνανε τόν Μαγκλόγκ τόν πεινασµένο, πού ἀντί νά φάει αὐτός τή Γῆ τόν φάγανε τά ζωντανά της, καί µετά βγῆκε πάλι στό φῶς ὁ πλανήτης, πασαλειμμένος τά ξύγκια καί τά κρέατα καί τίς προθιές πού ἔπλεαν στίς θάλασσες, καί καθώς τό κουφάρι τοῦ Μαγκλόγκ θά ἁρμένιζε δίπλα στή Γῆ γιά πάντα καί οὔτε πού θά σάπιζε λόγω πού ἦνταν στό διάστηµα ἀποστειρωμένο, λύθηκε καί τό πρόβληµα τῆς διατροφῆς τῆς ἀνθρωπότητος γιά πολλούς αἰῶνες καί αὐξάνονταν καί πληθύνονταν.
Δεν επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου.
Πάνος Κουτρουμπούσης • Στον θάλαμο του Μυθογράφφ