Τελευταία αγάπη στην Κωνσταντινούπολη
Μίλοραντ Πάβιτς
μετάφραση: Γκάγκα Ρόσιτς
Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», 1997 | 208 σελίδες
Ξεκινώντας το κείμενο της στήλης στο προηγούμενο τεύχος έγραφα ότι πρωτογνώρισα τον βαλκανικό μαγικό ρεαλισμό μέσα από τα βιβλία του Μίλοραντ Πάβιτς και της Ζυράννας Ζατέλη. Κάτι αυτή η αναφορά, που με έφερε να ξεφυλλίζω ξανά μετά από καιρό τα βιβλία του πρώτου, κάτι το γεγονός ότι φέτος, λόγω της νέας μετάφρασης από τον Αχιλλέα Κυριακίδη, συζητήθηκε ξανά το Κουτσό του Κορτάσαρ -βιβλίο διάσημο, μεταξύ άλλων, για τον καινοτόμο τρόπο ανάγνωσής του που προτείνει ο συγγραφέας του- με οδήγησαν να ανασύρω ένα από τα λιγότερο γνωστά βιβλία του Πάβιτς, ο οποίος απέκτησε διεθνή αναγνωρισιμότητα χάρη στο Τοπίο ζωγραφισμένο με Τσάι και, κυρίως, το Λεξικό των Χαζάρων.
Η Τελευταία Αγάπη στην Κωνσταντινούπολη είναι κι αυτή ένα βιβλίο που όχι μόνο αποδεικνύει πέρα από κάθε αμφιβολία τη βαλκανική ιδιοτυπία του μαγικού ρεαλισμού του Σέρβου συγγραφέα, αλλά και των μεταμοντέρνων επιρροών του, έτσι όπως αυτές εκδηλώνονται στη φιλοδοξία του να ανοίξει νέους, ιδανικά άπειρους, δρόμους στην ανάγνωση και την ερμηνεία ενός μυθιστορήματος. Σε κάθε βιβλίο του ο Πάβιτς δεν αρκείται στο να ενθαρρύνει τον αναγνώστη να απελευθερώσει το κείμενο από τη γραμμικότητα και τους περιορισμούς της, αλλά του προσφέρει, μέσω ξεκάθαρων δεικτών, και τον τρόπο για να το κάνει αυτό. Στο Τοπίο τα κεφάλαια αποτελούν τους ορισμούς ενός σταυρολέξου και μπορούν να διαβαστούν όπως θα έλυνε ο αναγνώστης το σταυρόλεξο αυτό, στο Λεξικό τα κεφάλαια είναι λήμματα ενός… λεξικού και συχνά παραπέμπουν το ένα στο άλλο, ενώ η Εσωτερική Πλευρά του Ανέμου είναι ένα μυθιστόρημα-κλεψύδρα που μπορεί να διαβαστεί είτε από την αρχή ως το τέλος είτε αντίστροφα.
Εδώ όμως υπάρχει επιπλέον η ιδιαιτερότητα ότι ο Πάβιτς επιδιώκει να εμπλέξει και την ίδια τη ζωή του αναγνώστη στην αναγνωστική εμπειρία, με έναν ευφυή, αλλά ταυτόχρονα παράτολμο, τρόπο. Ήδη ο υπότιτλός του (Εγχειρίδιο χαρτομαντείας) και η εισαγωγή μάς υποψιάζουν για το αναγνωστικό κλειδί αυτού του βιβλίου, ενώ η υποψία αυτή ενισχύεται από τους τίτλους των 22 κεφαλαίων, που δεν είναι παρά τα ονόματα των 22 καρτών της Mayor Arcana (Μεγάλο Μυστικό) που μαζί με τις 56 κάρτες της Minor Arcana αποτελούν το Ταρό. Στα περιεχόμενα στο τέλος του βιβλίου μάλιστα βλέπουμε δίπλα στον κάθε τίτλο κεφαλαίου την ερμηνεία της αντίστοιχης κάρτας, η οποία διαφέρει ανάλογα με το αν πέσει κανονικά ή ανάποδα στο τραπέζι. Αμέσως πριν τα περιεχόμενα η αναγνώστρια θα βρει τρεις τρόπους ανοίγματος Ταρό, και μετά τα περιεχόμενα, σε ωραίο, γυαλιστερό χαρτί, τις 22 κάρτες της Mayor Arcana σε όμορφα σχέδια του γιου του Πάβιτς, τρεις ανά σελίδα, έτοιμες για χαρτοκοπτική και, στη συνέχεια, χρήση.
Γιατί, όπως ήδη καταλάβατε μάλλον, το μυθιστόρημα αυτό μπορεί να διαβαστεί όσες φορές θέλουμε, πέρα -ή, καλύτερα, μετά- από τον κλασικό γραμμικό τρόπο, όπως ρίχνουμε τις κάρτες Ταρό. Είμαστε εμείς, οι αναγνώστες/-τριες, βέβαια που αποφασίζουμε αν τα ρίχνουμε για τους ήρωες του μυθιστορήματος, δίνοντας ένα διαφορετικό νόημα στην ιστορία τους, παρακολουθώντας τη μέσα από τα θραύσματά της που ανιχνεύονται στο κάθε κεφάλαιο, ή αν τα ρίχνουμε για τον ίδιο τον εαυτό μας (γι’ αυτό άλλωστε δεν διαβάζουμε μυθιστορήματα;), οπότε το μυθιστόρημα πια μετατρέπεται σε ένα βοήθημα για την, διαφορετική κάθε φορά, ανάγνωση, και άρα ερμηνεία, της ίδιας μας της ζωής. Εξάλλου, ακόμη κι αν αποφασίσουμε ότι όλο αυτό είναι ιδιαίτερα μπελαλίδικο, και διαβάσουμε «κανονικά» (αν και εδώ άλλοι είναι οι «κανόνες») το βιβλίο, δεν πρόκειται να διαβάσουμε μια γραμμική ιστορία, αφού και έτσι θα διαπιστώσουμε ότι είναι γεμάτη αναδρομές και προλήψεις.
Ποια είναι αυτή η ιστορία όμως που διατρέχει -και μέσω της οποίας διατρέχουμε κι εμείς- το βιβλίο; Πρόκειται για την ιστορία δύο σερβικών οικογενειών κατά τη διάρκεια των ναπολεόντειων πολέμων, στα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα, οι τύχες και οι μοίρες των οποίων έρχονται αντιμέτωπες, και ταυτόχρονα διαπλέκονται, διαρκώς, μέσα από την επιλογή διαφορετικού στρατοπέδου για την καθεμιά: άντρες από τη μια οικογένεια είναι αξιωματικοί του γαλλικού στρατού και από την άλλη του αυστριακού. Παρά το στρατιωτικό χρώμα ωστόσο, δεν πρόκειται για ένα «ανδρικό» μυθιστόρημα, αφού στις σελίδες του βλέπουμε ξανά και ξανά τον ρόλο των γυναικών μέσα σε -και πάνω από- έναν ανδροκρατούμενο κόσμο νικητών και νικημένων.
Και όλα αυτά γραμμένα με μια γοητευτική γραφή (την οποία αναδεικνύει η εμπνευσμένη μετάφραση του Γκάγκα Ρόσιτς) που αξιοποιεί με τον καλύτερο τρόπο το ποιητικό παρελθόν του συγγραφέα, αλλά και την πλούσια λαογραφική και θυμοσοφική βαλκανική παράδοση. Παράλογες, μη-ρεαλιστικές εικόνες και φράσεις, αντεστραμμένα ρητά και περίεργα γνωμικά που δεν ξέρεις αν βγήκαν από τη φαντασία του Πάβιτς ή από το σεντούκι των παππούδων του, παράδοξες συναντήσεις και μυστικιστικά λάιτ-μοτίφ, όλα αυτά οικοδομούν ένα σύμπαν προσωπικής μυθολογίας όπου όλα είναι πιθανά και τίποτα δεν φαίνεται παράξενο -εκτός από εκείνα τα πράγματα που τελικά έχουν μια πολύ πεζή εξήγηση.
Σε κάθε κεφάλαιο, που μπορεί να διαβαστεί και αυτόνομα σαν ένα σύντομο διήγημα, εγκιβωτίζονται μία ή περισσότερες μικροϊστορίες γύρω από τους ήρωες και τις ηρωίδες του βιβλίου, ιστορίες που σχετίζονται φυσικά με τον τίτλο του κεφαλαίου και τη σημασία της αντίστοιχης κάρτας Ταρό. Φυσικά, αυτή η σχέση δεν είναι πάντα ούτε προφανής ούτε ευθεία, και είμαστε ελεύθεροι/-ες να την ανακαλύψουμε εμείς, επιλέγοντας κάθε φορά τις συνδέσεις που μας φαίνονται πιο λογικές (;). Τα θέματα που θίγονται αφορούν, όπως και η κάθε κάρτα Ταρό, κάτι θεμελιώδες στην ανθρώπινη ύπαρξη: τον έρωτα, τον θάνατο, τα όνειρα, τη δικαιοσύνη, την πραγματικότητα, την εκδίκηση, το θείο και το διαβολικό, τη σύμπτωση, τη μνήμη, την ατομική, την οικογενειακή και τη συλλογική μοίρα.
Ομολογώ ότι όταν είχα πρωτοδιαβάσει το βιβλίο αυτό, το είχα διαβάσει από την αρχή ως το τέλος, χωρίς να μπω στη διαδικασία να παίξω με τα Ταρό. Για τις ανάγκες όμως του παρόντος κειμένου, και αφού είχε περάσει πολύς καιρός από τότε, αποφάσισα να πιάσω το ψαλίδι στα χέρια μου και να το χρησιμοποιήσω για πρώτη φορά στις σελίδες ενός λογοτεχνικού βιβλίου, και μάλιστα μιας τόσο προσεγμένης έκδοσης, όπως αυτή της Εστίας, προκειμένου να φτιάξω τη Mayor Arcana από τους πίνακες που υπάρχουν στο τέλος του, και να να ρίξω έπειτα τα χαρτιά σύμφωνα με έναν από τους προτεινόμενους τρόπους (τη «Μεγάλη Τριάδα» συγκεκριμένα).
Το αποτέλεσμα είναι αυτό που βλέπετε στην εικόνα που συνοδεύει το άρθρο: στην πρώτη στήλη, που αφορά το παρελθόν μου, ο Μάγος, οι Εραστές και ο Πύργος, στη δεύτερη (παρόν) ο Διάβολος, το Αστέρι και ο Κρεμασμένος, και στην τρίτη, που υποτίθεται ότι προβλέπει το μέλλον, ο Τροχός της Τύχης, ο Ερημίτης και η Δικαιοσύνη. Παρότι φυσικά ο αναγνώστης δεν καλείται να προσδώσει κάποια μεταφυσική αξία και δύναμη σε αυτή τη λογοτεχνική χαρτομαντεία, ο ίδιος βρήκα πράγματι σε αυτή τη διαδρομή των εννιά καρτών-κεφαλαίων υπαρκτές -ή έστω πιθανές- σχέσεις με την προσωπική μου πορεία. Εννοείται ότι αυτό πιθανότατα θα συνέβαινε και με οποιαδήποτε άλλη διάταξη των χαρτιών ή σε οποιονδήποτε άλλο αναγνώστη, κάτι που είναι και ένα από τα πράγματα που λέει με το βιβλίο αυτό ο Πάβιτς και σε επίπεδο περιεχομένου, αλλά και μορφής: την ιστορία (μας) την φτιάχνουμε και την ερμηνεύουμε εμείς οι ίδιοι, με χίλιους δύο διαφορετικούς τρόπους.
Νομίζω όμως ότι έχει ένα ενδιαφέρον να πάρουμε μια γεύση από αυτή την πορεία, όχι μόνο για του λόγου το αληθές, ούτε επειδή φαίνεται να μην το έχει κάνει κανείς από όσους έγραψαν ως τώρα για το βιβλίο, αλλά κυρίως γιατί είναι ένας πολύ καλός τρόπος να προσεγγίσουμε κάτι από την ουσία αυτού του άπιαστου βιβλίου. Ας διαβάσουμε λοιπόν το βιβλίο σαν να διαβάζαμε τα χαρτιά, ξεκινώντας από έναν Μάγο και καταλήγοντας -πού αλλού;- στη Δικαιοσύνη.
Στον Μάγο λοιπόν, την αφετηρία της περιπλάνησής μου, ο υπίλαρχος του γαλλικού στρατού Σωφρόνιος Όπουγιτς, γιος του επίλαρχου Χαράλαμπου Όπουγιτς, συναντά έναν θαυματοποιό που, αντί να του πραγματοποιήσει μια ευχή, τον καλεί να παρακολουθήσει μια θεατρική παράσταση όπου παίζονται οι τρεις θάνατοι του πατέρα του (ο οποίος ζει). Στην παράσταση μαθαίνει ότι «εκείνος που βρυκολακιάζει για τρίτη φορά δεν μπορεί να αποκτήσει παιδιά», ότι οι μέρες των ανθρώπων «μερικές φορές έχουν βάθος μεγαλύτερο από το μήκος», γι’ αυτό δεν ξέρουμε να επινοήσουμε τη ζωή μας, και ότι κάθε άνθρωπος έχει δύο παρελθόντα· το ένα ονομάζεται «Ούσπορ» (ανήφορος) και «μεγαλώνει μαζί με τον άνθρωπο από τη γέννησή του» προς τον θάνατο, και το άλλο λέγεται «Λαζ» (κατήφορος) κι επαναφέρει τον άνθρωπο προς τη γέννησή του, ενώ «η αλήθεια βρίσκεται ανάμεσα στα δύο παρελθόντα».
Και αφού έχουν μεσολαβήσει άλλα εφτά κεφάλαια για το παρόν, το παρελθόν και το μέλλον μου, τελευταία κάρτα βγήκε η Δικαιοσύνη. Εδώ ο ίλαρχος του αυστριακού στρατού Πάνα Τενέτσκι μπαίνει μαζί με φίλους του σε ένα κουρείο λίγο πριν από μια νέα μάχη, και ζητά να τους ξυρίσουν τα κεφάλια γουλί και να τους αφαιρέσουν τα φρύδια, επειδή «οι άσχημοι πολεμούν καλύτερα». Επίσης ζητά -προς μεγάλη έκπληξη της ορντινάντσας του- να του ακονίσουν το σπαθί για το αριστερό του χέρι, καίτοι ο ίδιος δεξιόχειρας, όπως και τη θήκη του σπαθιού. Δηλώνει ότι ο ίδιος βρίσκεται «πάντα ενδιάμεσα», ανάμεσα στο παρελθόν και το μέλλον, πράγμα που δεν ήξερε να κάνει ο πατέρας του, που τον είχε σκοτώσει σε μάχη δεκαέξι χρόνια πριν ο Χαράλαμπος Όπουγιτς. Τρεις μέρες μετά συναντήθηκε με τον Σωφρόνιο στο μέτωπο και ο Πάνα τον σκότωσε με την ακονισμένη θήκη που κρατούσε στο δεξί του χέρι, παραπλανώντας τον ότι είναι αριστερόχειρας με το να έχει το σπαθί στο αριστερό.
Κάπως έτσι λοιπόν η δική μου ανάγνωση ξεκίνησε με έναν ιδιότυπο μέντορα και τη βαριά σκιά ενός πατέρα και τελείωσε με μια εξίσου ιδιότυπη -και απρόσμενη- απονομή δικαιοσύνης. Κάπως έτσι, μέχρι την επόμενη φορά που θα αποφασίσω να βυθιστώ στον παράξενο κόσμο του βιβλίου αυτού.
Προσθέστε σχόλιο