Ανασύνθεση του παρελθόντος δεν σημαίνει αναγνώρισή του «με τον τρόπο που υπήρξε πραγματικά». Σημαίνει το άρπαγμα μιας μνήμης καθώς αστράφτει σε μια στιγμή κινδύνου. […] Ο κίνδυνος απειλεί τόσο το περιεχόμενο της παράδοσης όσο και τους παραλήπτες του. Και για τους δύο είναι ο ίδιος: να γίνουν όργανα της κυρίαρχης τάξης. […] ακόμη και οι νεκροί δεν θα ‘ναι ασφαλείς από τον εχθρό, εάν αυτός νικήσει. Και ο εχθρός αυτός δεν έχει πάψει να νικά.
Βάλτερ Μπένγιαμιν, «Θέσεις για τη φιλοσοφία της ιστορίας», VI
Εκείνη τη χρονιά, η Αλίκη φωτογράφισε τον ιθαγενή του Βελγικού Κογκό Νσάλα να κάθεται στην αυλή της ιεραποστολής ισορροπώντας με το μπράτσο στο γόνατο, με το μακρύ του πέλμα, που σχήμα του έδωσε το ξυπόλητο βάδισμα στο χώμα, ανάμεσα στους θάμνους, κάτω απ’ τα καουτσουκόδεντρα και το πικρό τους γάλα, με το κεφάλι γερμένο ελαφρά σε στοχασμό. Μπροστά του, στο σανίδι, οι σβώλοι είναι πιο σκούροι απ’ το καουτσούκ με το οποίο παχαίνει ο βασιλεύς Λεοπόλδος και οι εταιρείες ελαστικών, και κατακτούν την άσφαλτο οι Ευρωπαίοι. Είναι το χέρι και το πόδι της μικρής του κόρης, ετών πέντε, κομμένης κομμάτια για τιμωρία, γιατί μια μέρα ο Nsala δεν τάισε αρκετά τον βασιλέα και τις εταιρίες των αποικιών. Ο Νσάλα στοχάζεται το τίποτα που απέμεινε. Χτίζει μια γιγαντιαία λύπη, αιώνια βουβή στην άηχη χώρα της φωτογραφίας, ακίνητη σαν βράχο που του φράζει το λαιμό, κοιτάζει την κόρη του πώς μίκρυνε στο τίποτα μπροστά στο μέγεθος μιας βιομηχανίας. Στο Παρίσι, την ίδια χρονιά, στο Salon des Beaux-Arts το πρώτο μοντέλο ενός άντρα που έφτιαξε ο Ωγκύστ Ροντέν κι οι εργάτες στο χυτήριο το είπαν «Στοχαστή». Ο άντρας είναι μόνος του: έχει αφαιρεθεί απ’ το σύμπλεγμα των μορφών ολόγυρά του, εκείνης της καταδικασμένης θάλασσας από ρητίνη, από νεκροκεφαλές και σπασμένα σώματα που ήταν η κόλαση. Χωρίς συγκείμενο, μπορεί κανείς να δει στην παλάμη που στηρίζει το σαγόνι του, στην ένταση των μυών στην πλάτη του, μια σκέψη ελεύθερη από φρίκη. Κι ο Ευρωπαίος αφήνεται να φανταστεί πεπρωμένα ανδροπρεπή και είναι δέκα χρόνια πριν το αέριο μουστάρδας, τις τάφρους με τα πτώματα, κι έχει ακόμα δρόμο η σιδηρογραμμή για Άουσβιτς και Τρεμπλίνκα. Το 1970, με χέρι λαξευμένο απ’ τα εκατό της χρόνια στη στοιχειώδη του μορφή η Αλίκη, που γκρέμισε με τις φωτογραφίες της ένα βασιλιά, που έλεγε «κυρία μη με λέτε», όταν, το 1933, της αποδόθηκαν οι δέοντες τίτλοι τιμής για τη συνεισφορά της στην ανθρώπινη υπόθεση (ο Χίτλερ έβαζε φωτιά στο Ράιχσταγκ κι ανέβαινε στην εξουσία τότε), μ’ αυτό το χέρι της λοιπόν η Αλίκη στηρίζει ένα κεφάλι που γέρνει να ακούσει τον Νσάλα, μα δεν ακούει τίποτα. Αυτός έχει περάσει στην άλλη όχθη βουβός, όπως διέταξε η λογική της ιστορίας. Έξω απ’ το σπίτι της ακούει μονάχα, αθώα και αναπόδραστα, τα αυτοκίνητα που διασχίζουν τους δρόμους με τροχούς από καουτσούκ, τις αμαξοστοιχίες που μετακινούν εμπορεύματα στις ράγες, και το ρολόι στον τοίχο, που με καρφιά χτυπάει το χρόνο και λέει είναι αργά για όλους.
Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)
Άλις Σίλεϊ Χάρρις το όνομά της.