Μολονότι ο τίτλος δίνει τεράστιο εύρος στο θέμα, δεν θ’ ασχοληθώ ούτε με όλη τη Λατινική Αμερική, ούτε με όλους τους «κόκκινους» ούτε με όλο το «μαύρο» μυθιστόρημα. Στόχο έχω να κάνω μια παρουσίαση μιας πολύ συγκεκριμένης λογοτεχνικής τάσης και μια ομάδας συγγραφέων από χώρες της Νότιας Αμερικής. Ο λόγος της επιλογής μου είναι ότι για αρκετά χρόνια ασχολήθηκα κάπως συστηματικά (και επαγγελματικά) με το θέμα και έτυχε να γνωρίσω από κοντά κάποιους συγγραφείς. Κατά συνέπεια η ματιά μου προφανώς δεν πρόκειται να είναι αντικειμενική, -κάτι που άλλωστε το θεωρώ αδύνατο- αλλά επίσης είναι αρκετά προσωπική με γραφή σε «πρώτο πρόσωπο».
Ο Χούστο Βάσκο (Justo E. Vasco, La Habana, 1943 – Gijón, 2006) που ήταν τότε «υπαρχηγός» του Πάκο Ιγνάσιο Τάιμπο II στη διοργάνωση της Μαύρης Εβδομάδας (Semana Negra) της Χιχόν, στην Ισπανία, με προσκάλεσε για πρώτη φορά στο μεγάλο εκείνο πανηγύρι του «μαύρου», αλλά και του «κόκκινου». Λίγο νωρίτερα είχαν κυκλοφορήσει στην Ελλάδα, σε δική μου μετάφραση από τις εκδόσεις Όπερα, δύο βιβλία του Ντανιέλ Τσαβαρία με τον οποίο ο Χούστο είχε συνυπογράψει δυο πολύ επιτυχημένα νουάρ, το Όλα εδώ πληρώνονται (Contracandela) και το Completo Camaguey. Έτσι βρέθηκα στη Χιχόν, τον Ιούλιο του 1998 και έζησα τη συγκλονιστική εμπειρία του νέου μεταφραστή λογοτεχνίας που συναντάει τους «μύθους» του. Το φεστιβάλ Μαύρη Εβδομάδα ήταν στο απόγειο του έπειτα από δέκα χρόνια λειτουργίας. Συγκέντρωνε τα σπουδαιότερα ονόματα του νουάρ παγκοσμίως, έδινε το βραβείο Χάμετ, αλλά ταυτόχρονα ήταν ένα φεστιβάλ πολιτικής λογοτεχνίας, ιστορικού μυθιστορήματος, κόμικ και επιστημονικής φαντασίας.
Το τοπίο συμπλήρωναν οι συναυλίες, οι βραδιές ποίησης, οι πολιτικές συζητήσεις, οι προκηρύξεις και τα φυλλάδια, οι εκθέσεις φωτογραφίας σπουδαίων φωτογράφων, πίνακες ζωγραφικής, οι πιο σπάνιοι εκδότες και τα πιο περιζήτητα βιβλία, μαζί με τα φαγητά και το διαγωνισμό γαστρονομίας (με κριτή τον κοσμοπολίτη και συβαρίτη Τσαβαρία) και το λούνα παρκ που είχε τη μεγαλύτερη «ρόδα» της Ευρώπης σύμφωνα με τη ρητή εντολή του «διοικητή» Πάκο Τάιμπο. Στα γραφεία του φεστιβάλ θα συναντούσες δεκάδες δημοσιογράφους είτε να παίρνουν συνεντεύξεις, είτε να γράφουν ανταποκρίσεις, και σε πλήρη οργασμό δουλειάς τη συντακτική ομάδα της καθημερινής εφημερίδας A Quemarropa (Εξ επαφής) που εκδιδόταν κάθε μέρα της διοργάνωσης και μοιραζόταν δωρεάν στους επισκέπτες.
Το μικρό ξενοδοχείο Δον Μανουέλ φιλοξενούσε το επιτελείο του φεστιβάλ, αλλά και τους πιο εκλεκτούς καλεσμένους. Στην αυλή του, τα βράδια θα είχες τις πιο απροσδόκητες συναντήσεις και θα έβλεπες να σχηματίζονται πολύ αλλόκοτες παρέες. Ένα τέτοιο βράδυ έτυχε να κάθομαι ανάμεσα στον Αργεντινό ποιητή Χουάν Χέλμαν (Juan Gelman) και τον Ντανιέλ Τσαβαρία που με είχε «υιοθετήσει» και είχα γίνει η σκιά του. Ο Χουάν Χέλμαν (που μερικά χρόνια αργότερα θα βραβευόταν με το σπουδαιότερο βραβείο της Ισπανίας, τo Cervantes) δεν έγραφε νουάρ μυθιστορήματα, θα μπορούσε όμως να ήταν ο ίδιος πρωταγωνιστής σε κάποιο από τα έργα των ομοτράπεζών του εκείνη τη βραδιά. Είχε πολεμήσει τη δικτατορία από τις γραμμές των ανταρτών, πρώτα στο FAR (Fuerzas Armadas Revolucionarias) κι έπειτα στους Μοντονέρος, μαζί με τον δολοφονημένο Ροδόλφο Ουόλς (Rodolfo Walsh). O γιος του Μαουρίσιο μαζί με την 19χρονη έγκυο νύφη του ήταν από τους εξαφανισμένους -θύματα της δικτατορίας του Βιντέλα. Το εγγόνι του Χουάν Χέλμαν που γεννήθηκε στα κέντρα βασανιστηρίων της χούντας, δόθηκε για υιοθεσία σε κάποια οικογένεια φιλική προς το καθεστώς. Ο ποιητής το αναζητούσε την εποχή εκείνη (1998) και είχε ξεκινήσει μια διεθνής καμπάνια για να πιεστεί ο πρόεδρος της Ουρουγουάης να επιτρέψει την έρευνα σε αρχεία. (Η δικτατορία της Ουρουγουάης συνεργαζόταν με τους γείτονες. Τελικά η εγγονή του, Μακαρένα, βρέθηκε μερικά χρόνια αργότερα).
Η συζήτηση περνούσε από το ένα θέμα στο άλλο και είχε ως κύριο χαρακτηριστικό της το αστείρευτο χιούμορ, που όπως και στα πιο μαύρα μυθιστορήματα των περισσοτέρων της «παρέας» έχει την ικανότητα να τρυπώνει ανάμεσα και στις πιο ερεβώδεις και δραματικές αράδες. Από τα λίγα που θυμάμαι, ήταν τα αμέτρητα σαρκαστικά και βέβηλα στιχάκια που έφτιαχναν όλοι κάνοντας ρίμα πχ με τον Κάτουλο, που προφέρεται «κατούλο» στα ισπανικά και κάνει ρίμα με το culo (κώλος). Επίσης θυμάμαι ότι καθώς απέναντί μου καθόταν ο Λουίς Σεπούλβεδα, τα βιβλία του οποίου τότε έκαναν τις μεγαλύτερες πωλήσεις και ήταν ο πιο «διάσημος» θα λέγαμε στο διεθνές κοινό, ο Τσαβαρία πήρε το λόγο και με τη χαρακτηριστική του ικανότητα έκανε όλο το τραπέζι να σωπάσει για να τον ακούσει. Και είπε, περίπου, το εξής: «Θέλω να πω στο Λουίς Σεπούλβεδα ότι δεν είναι αυτός ο καλύτερος συγγραφέας του κόσμου, φυσικά, αλλά δεν είναι ούτε ο καλύτερος στην Ισπανία και τη Λατινική Αμερική. Δεν είναι καν ο καλύτερος συγγραφέας στη Χιλή και δεν είναι ο καλύτερος ούτε μέσα στο ίδιο του το σπίτι, γιατί καλύτερη απ’ αυτόν είναι η γυναίκα του, η Κάρμεν». Ο αρχικόλακας απάντων των γυναικών Τσαβαρία, δεν έκανε άστοχα το κομπλιμέντο στην Κάρμεν Γιάνιες που καθόταν επίσης στο τραπέζι. Τη θαύμαζε ειλικρινά και τη θεωρούσε (και δικαιολογημένα) μία από τις ηρωικές γυναίκες της Χιλής, από τους λίγους επιζώντες του φρικτού κολαστήριου του Πινοτσέτ, τη διαβόητη Βίλα Γκριμάλντι. Άλλο ένα πρόσωπο για τα μυθιστορήματα της «παρέας». Πολλά χρόνια αργότερα, o Λουίς Σεπούλβεδα θα της αφιερώσει ένα από τα καλύτερα «μαύρα» του είδους, το Τέλος της Ιστορίας, με πρωταγωνιστή τον Χουάν Μπελμόντε, τον αντιήρωα με το Όνομα Ταυρομάχου (εκδόσεις Όπερα, μετ. Αχ. Κυριακίδη και τα δύο).
Η συμμορία του Νότου
Ποιοι είναι όμως όλοι αυτοί οι συγγραφείς της παρέας; Έχουν πράγματι κάτι κοινό ώστε να τους συμπεριληφθούν σε μία «ομάδα»; Τι λογής μυθιστορήματα γράφουν και πώς ξεκίνησαν;
Συνεχίζοντας την πρωτοπρόσωπη αφήγηση, τα επόμενα χρόνια γνώρισα πάρα πολλούς από αυτή τη λογοτεχνική «συμμορία» του πολιτικού νότου, καθώς μία από τις κοινές ιδιαιτερότητές τους είναι η συντροφική αλληλεγγύη μεταξύ τους. Σε αντίθεση με την πιο συνηθισμένη συμπεριφορά συγγραφέων, οι κοκκινόμαυροι συγγραφείς βοηθούσαν ο ένας τον άλλον, πρόβαλλαν το νεοεμφανιζόμενο, έβγαζαν ξανά στην επιφάνεια τον ξεχασμένο. Υπάρχει επίσης και η απόπειρα «θεσμικής» συλλογικής έκφρασης, η δημιουργία της Διεθνούς Ένωσης Συγγραφέων Αστυνομικού, η AIEP, και η έκδοση περιοδικού, του Crimen y Castigo (βγήκε μόνο ένα τεύχος και κανένα άλλο).
Στο προεδρείο της ένωσης βλέπουμε τα ονόματα των Χουάν Βαλέρα, Πάκο Τάιμπο, Ντανιέλ Τσαβαρία, και στη συντακτική επιτροπή πάμπολλα ονόματα και όχι μόνο από Λατινική Αμερική. Από τους Κουβανούς ξεχωρίζει ο νεοεμφανιζόμενος τότε Λεονάρδο Παδούρα και στο μοναδικό τεύχος του «επίσημου οργάνου» του συνδικάτου δημοσιεύεται η εξαιρετική περιγραφή του για τη Μαύρη Εβδομάδα της Χιχόν, όπου ήταν προσκαλεσμένος. Από το Μεξικό, ο Πάκο Τάιμπο ΙΙ, με την πάντα αμείωτη συντροφική αλληλεγγύη του, φροντίζει για την ανάδειξη πολλών συναδέλφων του και την προβολή τους στο ευρωπαϊκό κοινό, όπως ο Χουάν Ερνάντες Λούνα (Juan Hernández Luna), ο Ραφαέλ Ραμίρες Ερέδια (Rafael Ramírez Heredia), ο Φριτς Γκλόκνερ (Fritz Glockner) και πολλοί άλλοι. Επινόηση του Τάιμπο είναι ο όρος «Νέο Αστυνομικό» (Neopoliciaco) και «λατινοαμερικάνικο μαύρο μυθιστόρημα» (Νovela Negra Latinoamericana).
Όμως την ίδια εποχή (δεκαετία του ‘80 και αργότερα) στο Μεξικό εμφανίζεται και η ομάδα συγγραφέων που αποκαλείται Argenmex, καθώς πρόκειται για Αργεντινούς πολιτικούς εξόριστους που ζουν και γράφουν στο Μεξικό. Όπως λόγου χάρη ο Μέμπο Τζιαρντινέλι (Mempo Giardinelli), Μίριαμ Λαουρίνι (Myriam Laurini), Ρόλο Δίες (Rolo Diez), Μιγκέλ Μπονάσο (Miguel Bonasso).
Από τη Χιλή, ο ήδη γνωστός στην Ευρώπη Λουίς Σεπούλβεδα με το Γέρο που διάβαζε ιστορίες αγάπης, συμμετέχει στο «μαύρο κύμα» γράφοντας και υποστηρίζοντας αυτό το νέο είδος αστυνομικού. Ταυτόχρονα στη Χιλή εμφανίζεται ο Ραμόνα Δίας Ετερόβικ (Ramon Diaz Eterovic), που σήμερα είναι ίσως ο πιο σημαντικός συγγραφέας νουάρ της χώρας, με δεκαοχτώ (!) μυθιστορήματα έως το 2018 με πρωταγωνιστή τον ντετέκτιβ Ερέδια με το γάτο του τον Σιμενόν, που περνούν απ’ όλες τις ιστορικές στιγμές της πρόσφατης χιλιάνικης ιστορίας. Επιπλέον το έργο του έγινε πετυχημένη τηλεοπτική σειρά.
Ο κατάλογος ονομάτων είναι μακρύς και δεν είναι δυνατό να γίνει εξαντλητικός. Τα κοινά χαρακτηριστικά της «συμμορίας» είναι μάλλον το πιο ενδιαφέρον ζήτημα. Κοινά στην βιογραφία τους, αλλά και στο έργο τους, παρότι κανένας άνθρωπος δεν είναι ίδιος με άλλον και κανένα μυθιστόρημα δεν είναι ίδιο με άλλο. Ωστόσο, οι συγγραφείς στους οποίους αναφερόμαστε έχουν όλοι σαφή πολιτική τοποθέτηση και δράση. Είναι αριστεροί, ασκούν κριτική στον καπιταλισμό, είχαν και εξακολουθούν να έχουν δράση σε ζητήματα υπεράσπισης των κοινωνικά αδικημένων, των δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών. Ορισμένοι έδρασαν σε πολύ σημαντικές στιγμές της λατινοαμερικάνικης ιστορίας, όπως ο Λουίς Σεπούλβεδα στη φρουρά του προέδρου Αγιέντε, ο Μιγκέλ Μπονάσο ως εκπρόσωπος τύπου των Μοντονέρος, ο Πάκο Τάιμπο στην εξέγερση του ’68, ο Μέμπο Τζιαρντινέλι επίσης με τους περονιστές στην ίδια οργάνωση με τη δολοφονημένη κόρη του του Ροδόλφο Ουόλς, ο Ρόλο Δίες και ο Ραούλ Αρχεμί με το γκεβαρικό αντάρτικο PRT-ERP, o Ντανιέλ Τσαβαρία έδρασε στην Κολομβία με τον ELN και πήγε στην Κούβα με… αεροπειρατεία. Συνεπώς η ίδια η ζωή τούς προσέφερε αρκετό μυθιστορηματικό υλικό αλλά επίσης διαμόρφωσε και τα χαρακτηριστικά των έργων τους.
Τα αστυνομικά (ή νουάρ ή «μαύρα» ή «κίτρινα», όπως λέγονται στην Ιταλία), στα οποία αναφερόμαστε, δεν ασχολούνται μονάχα με μεμονωμένα εγκλήματα, με την παραβατικότητα ατόμων και μόνο. Ασχολούνται επίσης με τα εγκλήματα του κράτους, το νόμιμο «μονοπώλιο της βίας», με τους «κακούς» της εξουσίας, της πολιτικής και του καπιταλισμού. Πετυχαίνουν μια ρεαλιστική κοινωνική καταγγελία και διαμαρτυρία, χωρίς να καταλήγουν δοκιμιακά κείμενα, χωρίς «διδακτικό» ή «προπαγανδιστικό» ύφος, χωρίς απλοϊκές ή μανιχαϊστικές ερμηνείες. Βλέπουν την πολυπλοκότητα της πραγματικότητας, αλλά δεν υποκλίνονται στην αμφισημία της, δεν μπορούν να έχουν μονάχα βεβαιότητες, ωστόσο θεωρούν υποχρέωσή τους να μη μείνουν ουδέτεροι ή απαθείς.
Οι ήρωές συχνά είναι κοινωνικοί «εκδικητές» υπέρ των αδικημένων, κάνουν αυτό που αρνείται να κάνει η δικαιοσύνη των ισχυρών, έστω και με «σουρεαλιστικό» τρόπο, όπως οι τραγουδιστές μαριάτσι του Τάιμπο, λόγου χάρη. Ο Τσαβαρία πρώτα φτιάχνει ήρωα έναν φασίστα για να τον αποδομήσει έπειτα με τέχνη, χωρίς τρικ, χωρίς αυθαιρεσίες, χωρίς να κραυγάζει η άποψη του συγγραφέα, αλλά μέσα από τις πιο ρεαλιστικές σκηνές που τεκμηριώνονται στα πραγματικά ιστορικά γεγονότα. Και το ίδιο κάνει με ένα βασανιστή της δικτατορίας της Αργεντινής ή ένα υψηλόβαθμο στέλεχος πολυεθνικής εταιρείας. Ο Χουάν Μπελμόντε του Σεπούλβεδα είναι ο συναισθηματικός, αλλά επίσης ρεαλιστής και ρεαλιστικός εκδικητής των εγκλημάτων του Πινοτσέτ. Ο μελαγχολικός και στοχαστικός Ερέδια του Ετερόβικ, δεν είναι σκληρός εκδικητής αλλά ανακαλύπτει και αποκαλύπτει. Ο μονόφθαλμος Μπελασκοαράν του Τάιμπο είναι τυπικό δείγμα ενός μεξικανού loser που όμως ποτέ δεν το βάζει κάτω και συγκρούεται ηρωικά με την εξουσία, ρίχνοντας «γροθιές στο μαχαίρι».
Και περιέργως, όλα αυτά γίνονται μαζί με μεγάλη δόση χιούμορ, ειρωνείας, σαρκασμού και αυτοσαρκασμού, συστατικά εντελώς απαραίτητα για το μαυροκόκκινο μυθιστόρημα.
O Πάκο Τάιμπο μου έλεγε σε μια συνέντευξη:
Κάθε συγγραφέας είχε το δικό του στιλ. Δεν υπάρχει ένα ομογενές στιλ. Στο νέο αστυνομικό μυθιστόρημα της λατινικής Αμερικής υπάρχουν παραλλαγές λίγο πολύ σαφείς. Λόγου χάρη εγώ χρησιμοποιώ το χιούμορ, το μαύρο χιούμορ, πολύ περισσότερο από τους συναδέλφους μου στην Αργεντινή. Φυσικά είμαι Μεξικάνος. Χωρίς το μαύρο χιούμορ το Μεξικό δεν θα υπήρχε. Οι Κουβανοί προτιμούσαν περισσότερο την κατασκοπεία και δεν ασχολούνταν τόσο με το καθημερινό έγκλημα, μέχρι την εμφάνιση του Παδούρα. Επίσης ο Χούστο Βάσκο ήταν πρόσωπο κλειδί στην κατασκευή αυτού που λέω «νέο αστυνομικό». Οι Αργεντίνοι είχαν το στίγμα των 30.000 εξαφανισμένων, πώς να κάνεις αστυνομικό σε μια χώρα όπου το βασικό έγκλημα στην κοινωνία ήταν ένα έγκλημα του ίδιου του κράτους;
Αν το αμερικάνικο νουάρ με τους δασκάλους Τσάντλερ και Χάμετ κάνει τη ρήξη με το κλασικό αστυνομικό, περνώντας από το «τσάι στο μπέρμπον», όπως έχει ειπωθεί, και από τα σαλόνια στα καταγώγια, το λατινοαμερικάνικο περνάει από τα καταγώγια του περιθωρίου στα καταγώγια της της εξουσίας και του ίδιου του συστήματος και από το τσάι της μις Μαρπλ ή το μπέρμπον του Μάρλοου στο «κοκτέιλ μολότοφ» της αντίστασης.
Όπως λέει ο Πάκο Τάιμπο το μαύρο μυθιστόρημα πρέπει να είναι ρεαλιστικό και στη Λατινική Αμερική δεν είναι ρεαλιστικό ο «ήρωας» (ή ο ντετέκτιβ) να είναι αστυνομικός. Δεν είναι ρεαλιστικό ένα μυθιστόρημα με «καλούς» αστυνομικούς στην Αργεντινή των 30.000 δολοφονημένων της τελευταίας δικτατορίας.Συνεπώς το λατινοαμερικάνικο «μαύρο», εφόσον θέλει να είναι πιστό στην πραγματικότητα, υποχρεωτικά είναι αντικαθεστωτικό, υποχρεωτικά είναι αντιεξουσιαστικό, υποχρεωτικά είναι κοκκινόμαυρο. Ίσως κάποιοι από τους ήρωές του να νιώθουν προδομένοι ή απογοητευμένοι, όμως δεν είναι μετανοημένοι και σε καμία περίπτωση δεν περνούν με το μέρος του αντίπαλου.
Σε πρόσφατη συζήτησή μου με τον Σεπούλβεδα τον ρώτησα αν νιώθει προδομένος σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως λόγου χάρη με τη συμπεριφορά των Σαντινίστας που παρέδωσαν στους Αμερικανούς όλη τη μπριγάδα Σιμόν Μπολίβαρ με την οποία ο ίδιος είχε πολεμήσει. Η απάντησή του ήταν η εξής:
Όχι, όχι, όχι, πιστεύω πως όχι. Προφανώς, τόσο η σύντροφός μου όσο κι εγώ, για παράδειγμα, ξέρουμε ότι υπήρξε κόσμος που λύγισε, κόσμος που έσπασε, που πρόδωσε, που έδωσε ονόματα, που επέτρεψαν να συλληφθούμε, να φυλακιστούμε και να περάσουμε απ’ όλα όσα περάσαμε, αλλά ήταν λίγοι. Αυτό που συνέβη με τη Νικαράγουα είναι ένα πολύ διαφορετικό κεφάλαιο γιατί αυτοί που πήγαμε στη Νικαράγουα ως διεθνιστές, με την ταξιαρχία Σιμόν Μπολίβαρ, πήγαμε να κάνουμε αυτό που αισθανόμασταν ότι έπρεπε να κάνουμε, αλλά δυστυχώς εμείς δεν συμπορευόμασταν με κανένα από τα μεγάλα στρατόπεδα κατά τη διάρκεια του ψυχρού πολέμου, δεν ήμασταν ούτε υπέρ των Αμερικάνων ούτε υπέρ των Σοβιετικών, εμείς εξακολουθούσαμε να υπερασπιζόμαστε τη λατινοαμερικάνικη επιλογή, μια δική μας επιλογή, που ήταν η ίδια με εκείνη του Τσε, γι’ αυτό κι εκείνος έφυγε από την Κούβα, και ήταν η ίδια επιλογή με εκείνη του Αλιέντε, γι’ αυτό η Χιλή πλήρωσε τόσο ακριβά που τόλμησε να έχει μια πιθανότητα να έχει δικό της δρόμο, έναν μοναδικό δρόμο. Εμείς ήμασταν χαμένοι, αλλά όχι προδομένοι, θα ήταν μια πολύ σκληρή λέξη […]. [Γενικώς] οι προδοσίες ήταν ελάχιστες και πραγματικά χωρίς μεγάλη σημασία.
Η εποχή
Ο Τάιμπο, (αλλά όχι μόνο αυτός), ορίζει την εποχή που «γέννησε» το είδος. Είναι η δεκαετία του εξήντα, που «άρχισε» το ‘59 με τη νίκη της κουβανικής επανάστασης και κορυφώθηκε με τις εξεγέρσεις του ‘68. Στις περισσότερες χώρες οι εξεγέρσεις του ‘68 «παρατάθηκαν» ως τα μέσα της δεκαετίας του εβδομήντα, άγγιξαν τη δεκαετία του ‘90 και ο απόηχός τους φτάνει ως το σήμερα.
Το «μαύρο» μυθιστόρημα αποδείχτηκε πολύ κατάλληλη γλώσσα για να εκφράσει τις ανάγκες της περιόδου. Ακόμα και συγγραφείς που δεν ειδικεύτηκαν ποτέ στο είδος, έγραψαν αστυνομικό, όπως ο Κάρλος Φουέντες με το La cabeza de la Hidra (1979), που έχει θέμα την εμπορική κατασκοπεία και τα πετρέλαια του Μεξικού. Η Ιστορία (με Ι κεφαλαίο) γίνεται αντικείμενο σκληρής πολιτικής πάλης, όπως πάντα. Και ο Φουέντες είναι κατηγορηματικός: «…το παρελθόν πρέπει να επινοείται ξανά και να μην απολιθώνεται».
Όπως πολλοί στο νουάρ θεωρούν πνευματικούς προγόνους τους τον Τσάντλερ και τον Χάμετ, οι λατινοαμερικάνοι έχουν ως σημείο αναφορά τον Αργεντινό Ροδόλφο Ουόλς. Ο Τάιμπο, όπως και ο Τσαβαρία, θεωρεί πνευματικό πατέρα του τον Ροδόλφο Ουόλς, παρότι μάλλον γράφουν σε τρία διαφορετικά στιλ. Ο Ουόλς υπήρξε «θρυλική» και εντελώς λογοτεχνική προσωπικότητα της Λατινικής Αμερικής. Μόλις πρόσφατα, το 2019, εκδόθηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα το βιβλίο που τον έκανε περισσότερο γνωστό, το Επιχείρηση Σφαγή από τις εκδόσεις Ακυβέρνητες Πολιτείες. Είχε κυκλοφορήσει για πρώτη φορά στην Αργεντινή το 1958.
Ο Rodolfo Walsh μετάφρασε στα ισπανικά έργα των William Irish, Ellery Queen, Cornell Woolrich, Evelyn Piper, Victor Canning, Norman Berrow, Ambrose Bierce, John Dickson Carr, Arthur Conan Doyle, George Simenon, Edgar Allan Poe, Raymond Chandler. Μολονότι στην αρχή συγκινείται μόνο από το σκάκι και τα κλασικά αστυνομικά μυστήρια σαλονιού στην πορεία των δημοσιογραφικών ερευνών του η πολιτική του τοποθέτηση αλλάζει και παίρνει ενεργά μέρος στη ταξική σύγκρουση της χώρας του, με το μέρος των από κάτω πάντα. Στο δεύτερο πιο γνωστό βιβλίο του, το Ποιος σκότωσε τον Ροσέντο, λέει στον πρόλογο:
Επιφανειακά το θέμα του είναι ο θάνατος ενός συμπαθητικού αρχιμπράβου και καπιταλιστή του τζόγου που λεγόταν Ροσέντο Γκαρσία, αλλά το βαθύτερο θέμα του είναι το δράμα των περονιστικών συνδικάτων μετά το 1955 και οι φυσικοί αποδέκτες του είναι οι εργάτες της πατρίδας μου.
Σ’ αυτό που ονομάστηκε ανταλλαγή πυροβολισμών στο καφέ La Real της Avellaneda, το Μάιο του 1966, δολοφονήθηκε κάποιος που άξιζε πολύ περισσότερο από τον Ροσέντο. Ο άνθρωπος εκείνος, ο Έλληνας Βλαχάκης, ήταν ένας αληθινός ήρωας της τάξης του. Επίσης σκοτώθηκε εκεί άλλος ένας άνθρωπος, ο Σαλασάρ, του οποίου η ανέχεια και η απελπισία είχαν απύθμενο βάθος σε σημείο να αποτελεί έναν αληθινό καθρέφτη της εργατικής δυστυχίας. Για τις εφημερίδες, για την αστυνομία, για τους δικαστές, οι άνθρωποι αυτοί δεν έχουν ιστορία, έχουν αστυνομικό φάκελο. Δεν τους γνωρίζουν οι συγγραφείς, ούτε οι ποιητές. Η δικαιοσύνη και οι τιμές που τους οφείλονται δεν χωρούν μέσα σ’ ετούτες τις αράδες. Όμως κάποια μέρα θα λάμψει αληθινά η ομορφιά των πράξεών τους, όπως και τόσων άλλων, που έμειναν αγνοημένοι, καταδιωγμένοι κι επαναστάτες μέχρι το τέλος.
Είναι επόμενο, οι συγγραφείς που γράφουν κοκκινόμαυρο μυθιστόρημα επιδιώκουν να δώσουν ιστορία και φωνή σ’ αυτούς που δεν έχουν τίποτα.
Άραγε μια μόδα ήταν που πέρασε;
Στη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα η λογοτεχνική τάση την οποία περιγράψαμε έχει υποχωρήσει αισθητά. Ήταν άραγε μια μόδα; Όχι, ήταν αποτέλεσμα μιας συγκεκριμένης ιστορικής συγκυρίας. Σήμερα οι συνθήκες είναι διαφορετικές σε όλη τη Νότια Αμερική. Από την εποχή της αναζήτησης της ελευθερίας, της διεκδίκησης δικαιωμάτων, της απαίτησης για συμμετοχή των πολλών στην εξουσία, περάσαμε στην περίοδο της ανάθεσης των αποφάσεων σε εκπροσώπους και σήμερα έχουμε φτάσει σε μια κατάσταση όπου συχνά οι πλειοψηφίες επιζητούν την απόλυτη παραίτηση από δικαιώματα, ελευθερίες, άσκηση εξουσίας, μέχρι την αναζήτηση ηγεμόνων με «σιδερένιο χέρι» που θα εξασφαλίσουν τάξη και ασφάλεια.
Οι νικητές του κοινωνικού πολέμου στη Λατινική Αμερική τώρα επιβάλλουν μια βάρβαρη πλαστογράφηση της ιστορίας, επιδιώκουν να μετατρέψουν τους θύτες σε θύματα και αντιστρόφως. Οι βασανιστές των δικτατοριών παρουσιάζονται ως ήρωες και οι αντάρτες της αντίστασης ως αιμοβόρα τέρατα. Η ιδεολογική επικράτηση των κυρίαρχων έκανε παρελθόν την εποχή του όμορφου χάους και της ηδονικής ελευθερίας για να επιβάλλει μια περίοδο τάξης και ασφάλειας. Επόμενο είναι να γράφονται άλλου είδους αστυνομικά μυθιστορήματα, πιο κοντά στην ιδεολογία της εποχής περί τάξης και ασφάλειας, χωρίς όμως να πάψουν να υπάρχουν και τα κοκκινόμαυρα, προσαρμοσμένα κι αυτά φυσικά στις νέες συνθήκες.
Πάρα πολλοί συγγραφείς και αμέτρητα μυθιστορήματα από το «είδος» που περιγράφηκε δεν έχουν εκδοθεί στα ελληνικά και ούτε θα εκδοθούν ποτέ, εφόσον μάλλον δεν είναι δυνατό να έχουν εμπορική αξία. Ωστόσο αξίζει να αναφέρονται, έστω και ως ονόματα ή ως τίτλοι, μιας και πράγματι σε πολλές περιπτώσεις έγραψαν ιστορία.
Αύγουστος 2019
To κείμενο επιμελήθηκε ο Αντώνης Γαζάκης.
Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)
Προσθέστε σχόλιο