Επίκαιρα Συνεντεύξεις Τεύχος #02

Οντέτ Βαρών-Βασάρ: Στρατόπεδα και Λογοτεχνία, Μνήμη και Γραφή

Συνέντευξη της Οντέτ Βαρών-Βασάρ
στον Δ. Παπαδάτο και τον Σ. Χρονόπουλο

Για τις θεωρίες του ολοκληρωτισμού, ο εφιάλτης του στρατοπέδου είναι η πραγματικότητα που επιτρέπει τη σύγκριση και, εντέλει την ταύτιση, ναζισμού και κομμουνισμού. Μέσα από ποιες διαδρομές το βίωμα του στρατοπεδικού εγκλεισμού γίνεται ιστορία, έργο τέχνης και, τελικά, πολιτική; Συναντήσαμε, για τη συζήτηση αυτή, την Οντέτ Βαρών-Βασάρ. Ιστορικός της Αντίστασης, μελετήτρια της στρατοπεδικής λογοτεχνίας και υπεύθυνη, από το 2011, ενός σεμιναρίου για την γενοκτονία των Εβραίων, τη μνήμη της και τις αναπαραστάσεις της  στο Εβραϊκό Μουσείο Ελλάδος, η συνομιλήτριά μας μάς ξενάγησε στα ιδρυτικά έργα της στρατοπεδικής λογοτεχνίας, μας μίλησε για τις ιδιαίτερες διαδρομές της στη χώρα μας, αλλά και για τις επιφανειακές ταυτίσεις του ναζιστικού και του σοβιετικού στρατοπέδου: για τον Πρίμο Λέβι και τον Χόρχε Σεμπρούν, για τον Όμηρο Πέλλα και τη Λίζα Πίνχας, αλλά και για την κομμουνίστρια Μαργκαρέτε Μπούμπερ-Νόυμαν που η NKVD παρέδωσε στην Γκεστάπο.[1]

 

Από τη δεκαετία του ‘90 δημοσιεύετε άρθρα, κάνετε ομιλίες και ανακοινώσεις και εκδώσατε και την Ανάδυση μιας δύσκολης μνήμης (2013) σχετικά με τη γενοκτονία των Εβραίων και τη στρατοπεδική λογοτεχνία. Έχετε το σεμινάριό σας για την γενοκτονία στο Εβραϊκό Μουσείο Ελλάδος (ΕΜΕ)· σαν όλα αυτά να τα καθοδηγεί ένα χρέος μνήμης. Θέλετε να μας μιλήσετε για το χρέος αυτό;

Είναι πιο πολύπλοκο, δεν ήταν προδιαγεγραμμένο, υπήρξε μια μακρά πορεία. Το βέβαιο είναι πως κάποια στιγμή δεν μπορούσα να συνεχίζω παράλληλα όλες μου τις δραστηριότητες κι έπρεπε να επιλέξω. Το 2008 λοιπόν σταμάτησα να εκδίδω το περιοδικό Μετάφραση και σταμάτησα και τις μεταφράσεις, για να συγκεντρωθώ πια απερίσπαστη στη δουλειά μου ως ιστορικού. Κι αυτό έκανα την τελευταία δεκαετία. Η πρώτη μεγάλη εκκρεμότητα ήταν για μένα η έκδοση της διατριβής μου για τις οργανώσεις των νέων στην Αντίσταση. Σε μιαν εποχή που άρχιζαν να φεύγουν οι περισσότεροι από τους αγωνιστές και τις αγωνίστριες της Αντίστασης που μου είχαν μιλήσει, ήθελα τουλάχιστον κάποιοι από αυτούς να έχουν δει το βιβλίο (μεγάλη οφειλή κι αυτή). Όταν λοιπόν εκδόθηκε η Ενηλικίωση μας γενιάς, το θέμα στο οποίο επικεντρώθηκα ήταν η γενοκτονία των Εβραίων.

Μιλάτε για «χρέος μνήμης»… Θα προτιμούσα να μιλήσω για μια «εργασία μνήμης» με τον τρόπο που το έθεσε ο Πωλ Ρικέρ στο μεγάλο του έργο Η μνήμη, η Ιστορία, η Λήθη, παρ’ όλο που ο όρος παρεξηγήθηκε από ορισμένους ιστορικούς, όταν πρωτοδιατυπώθηκε από τον Ρικέρ. Ο Πιερ Βιντάλ Νακέ όμως υπερασπίστηκε τη θέση του Ρικέρ μιλώντας και για το «χρέος της ιστορίας», την ανάγκη δηλαδή της ιστορικοποίησης των τραυματικών γεγονότων. Ίσως αυτό ταιριάζει καλύτερα με το δικό μου εγχείρημα.

Θα έλεγα ότι στη συστηματική ενασχόλησή μου με το ζήτημα συνέβαλαν τρεις παράγοντες, εξίσου καθοριστικοί: Πρώτα πρώτα ήμουν ιστορικός με ερευνητικό μου πεδίο την ιστορία της δεκαετίας του ’40. Αυτό μου έδινε τα εργαλεία και τη δυνατότητα να το προσεγγίσω. Ο δεύτερος παράγοντας είχε να κάνει με την καταγωγή μου, που φυσικά με ευιασθητοποιούσε: οι γονείς μου (σεφαραδίτες Εβραίοι από τη Θεσσαλονίκη και την Καβάλα)  είχαν την τύχη να διασωθούν μέσα από διαφορετικές περιπέτειες. Η οικογένεια της μητέρας μου εγκατέλειψε τη Θεσσαλονίκη για την Αθήνα πολύ νωρίς και όταν η γερμανική κατοχή επιβλήθηκε στην Αθήνα, η οικογένεια διέφυγε στην Πελοπόννησο. Η οικογένεια του πατέρα μου, από την Καβάλα, συνελήφθη στις 4 Μαρτίου του 1943 κι εκτοπίστηκε με τους Εβραίους της βουλγαρικής ζώνης Κατοχής στο στρατόπεδο της Τρεμπλίνκα, Από αυτούς δεν γύρισε ποτέ κανείς. Αυτή είναι και η πιο άγνωστη πτυχή της εξόντωσης. Σώθηκε μόνο ο πατέρας μου, γιατί είχε εκτοπιστεί από τον Μάιο του ’42 σε στρατόπεδο εργασίας στη Βουλγαρία, απ’ όπου δραπέτευσε, επέστρεψε στην Ελλάδα, κι εντάχθηκε στην Αντίσταση. Όλα αυτά στοιχειοθετούσαν το «οικογενειακό μας μυθιστόρημα», χωρίς όμως οι γονείς μας να μας βαραίνουν μ’ αυτό, κι αυτό τους το χρωστώ. Αντιμετώπισα το ζήτημα όταν μπόρεσα να το κάνω.   Τρίτος παράγοντας: Η δεκαετία του ’80 είναι η δεκαετία της ανάδυσης και της καθιέρωσης της μνήμης της εξόντωσης των Εβραίων στον δυτικό κόσμο, η εποχή που επιβάλλεται ο όρος «Ολοκαύτωμα». Στις αρχές της δεκαετίας του ‘90 αφυπνιζόταν το ερευνητικό ενδιαφέρον γι’ αυτά τα θέματα και στην Ελλάδα. Συμμετείχα λοιπόν στις πρώτες προσπάθειες, με την Εταιρεία Μελέτης Ελληνικού Εβραϊσμού (1990–2000), να ανοίξουμε τη συζήτηση κι εδώ, το οποίο και έγινε εφικτό. Με τους τρεις αυτούς παράγοντες να συνυπάρχουν, ήταν πια αναπόφευκτο να αναμετρηθώ με το θέμα, που η συνειδητοποίησή του στον δυτικό τουλάχιστον κόσμο αύξανε ραγδαία ενώ στην Ελλάδα το σκέπαζε ακόμη βαριά σιωπή.

Χρειάστηκε όμως μια μακρά πορεία, ένα πλήρωμα του χρόνου για να μπορέσει το θέμα αυτό να γίνει η κύρια δραστηριότητά μου. Δεν το άντεχα για πολύ. ΄Επρεπε να βγαίνω απ’ αυτό και να κάνω παράλληλα άλλα πράγματα. Τότε έκανα ας πούμε τις μεταφράσεις δύο μυθιστορημάτων του γεννημένου στην Κέρκυρα γαλλόφωνου Αλμπέρ Κοέν, του Σολάλ και του Καρφοχάφτη.

Δεν κοιτάει λοιπόν κανείς το στρατόπεδο κατάματα.

Άλλοι μπόρεσαν, εγώ δεν μπορούσα. Ήδη από τις αρχές του ‘90 το θέμα της εξόντωσης των Ελλήνων Εβραίων είχε αρχίσει να προσεγγίζεται, όπως είπα. Θα μπορούσε το επόμενο βιβλίο μου να ήταν γι’ αυτό· μου φαινόταν όμως αδύνατον να βυθιστώ στο ζήτημα, όπως βυθιζόμαστε για να γίνει μια μονογραφία. Γι’ αυτό και το βιβλίο μου είναι σπονδυλωτό, αποτυπώνει με είκοσι κείμενα την διαδρομή μου στο ζήτημα επί είκοσι χρόνια (1994–2013). Μετά το βιβλίο συνεχίζω επίσης με τη συγγραφή κειμένων και συνεργάζομαι και με γαλλικούς φορείς που δείχνουν ενδιαφέρον για το θέμα του ελληνικού εβραϊσμού (Maison d’Izieu, Séminaires “Sépharades”).

Στο βιβλίο σας Η ανάδυση μιας δύσκολης μνήμης, διαπιστώνετε ότι η μνήμη της εξόντωσης των Εβραίων εμφανίζεται κυρίως κατά τη δεκαετία του ‘80. Έκτοτε, όπως κι εσείς επισημαίνετε, και κυρίως σήμερα, η μνήμη των φρικαλεοτήτων περισσεύει: συμβαίνει αυτό που ο Έντσο Τραβέρσο ονομάζει «μνημονική εμμονή». Αν είναι έτσι, ποιο κενό καλύπτει το δικό σας εγχείρημα;

Πρώτα πρώτα η μνήμη για ένα τέτοιο γεγονός όχι μόνο δεν περισσεύει, ποτέ δεν είναι αρκετή. Τώρα αν η δουλειά μου καλύπτει κάποιο κενό, θα το αποτιμήσουν άλλοι. Εγώ μπορώ μόνο να πω πως υπάρχει η δική μου εμμονή, η δική μου ανάγκη να βαθαίνω την προσέγγισή μου. Τον περασμένο Νοέμβριο, λόγου χάριν, ξαναγύρισα στον Πρίμο Λέβι, με αφορμή την ημερίδα «Τέχνη και Ολοκαύτωμα», που οργανώθηκε στο Βόλο από το ΄Ιδρυμα της Βουλής και το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας. Είναι μια δική μου εμμονή με έργα που με σημάδεψαν, όμως υπάρχει και κάτι πιο αντικειμενικό.

Μέσα σε μια ολοένα αυξανόμενη παραγωγή έργων γύρω από τη θεματική της γενοκτονίας των Εβραίων, υπάρχει μια ολόκληρη γκάμα, από έργα ήσσονος αξίας (όπως πολλά λογοτεχνικά) μέχρι έργα πολύ σημαντικά. Θεωρώ λοιπόν ότι σε κάποια από τα πολύ σημαντικά έργα, όπως αυτό του Πρίμο Λέβι, έργα ιδρυτικά της στρατοπεδικής λογοτεχνίας, αλλά και του στοχασμού γύρω από τη γενοκτονία, πρέπει να επανερχόμαστε. Αυτό μας κρατά κοντά στην πηγή της σκέψης γύρω από τον στρατοπεδικό εγκλεισμό και την εξόντωση. Δεν γίνεται βέβαια να μην παρακολουθούμε και μια πληθώρα ταινιών ή μυθιστορημάτων που γράφονται με αφορμή το «Ολοκαύτωμα», πολλά από τα οποία είναι ήσσονος αξίας. Παρ’ όλα αυτά δεν μπορούμε σήμερα πια να αρνηθούμε ότι η Τέχνη αποτελεί την βασιλική οδό για την προσέγγιση του ζητήματος από ένα ευρύτερο και νεότερο κοινό.

Υπάρχει και μια άλλη σημαντική πτυχή στη δουλειά μου: παρακολουθώ και παίρνω ερεθίσματα από έργα που αφορούν το ζήτημα. Τα κείμενά μου αφορούν και την πολιτισμική ιστορία της Shoah, αν θέλετε. Λόγου χάριν, ερέθισμα αποτέλεσαν για μένα η έκδοση στα ελληνικά του μνημειώδους έργου του Σαούλ Φριντλέντερ, Η ναζιστική Γερμανία και οι Εβραίοι, ή η προβολή του έργου του Κλωντ Λαντζμάν, Shoah, από την Ελληνική Ψυχαναλυτική Εταιρεία, με πολλά στρογγυλά τραπέζια σχολιασμού τον Δεκέμβριο του 2016 στην Αθήνα. Τέλος, στην πολιτισμική μνήμη της Shoah πιστεύω πως ανήκει και το βιβλίο που μετέφρασα του Νταβίντ Φοενκινός, Σαρλότ, που αφορά τη Γερμανοεβραία ζωγράφο Σαρλότ Σαλομόν, που δολοφονήθηκε στο ΄Αουσβιτς. Ένα λογοτεχνικό έργο, εμπνέεται από ένα ιδιόμορφο ζωγραφικό (και όχι μόνον) έργο. Ελπίζω το βιβλίο να συμβάλει να γνωρίσουμε στην Ελλάδα και την τόσο ιδιαίτερη ζωγράφο.

Γράφετε και διδάσκετε, ωστόσο, σε ένα πολιτικό περιβάλλον, όπου η αναβίωση του ναζισμού δεν είναι μόνο λόγος: χρόνια τώρα, κόμματα και οργανώσεις περνούν από το λόγο στην πράξη. Η επιμονή στη μνήμη της εξόντωσης των Εβραίων, λοιπόν, δεν είναι μόνο διανοητικό καθήκον. Αντικειμενικά γίνεται και πολιτικό.

Εννοείται ότι είναι μια πολιτική στάση. Μια πολιτική στάση απέναντι στον ολοκληρωτισμό εκείνης της εποχής, που έχει τις ιδιαίτερες μορφές του δυστυχώς και σήμερα και που ασκεί ακόμη μια νοσηρή έλξη ιδιαίτερα στους νέους. Είναι επίσης ένας στοχασμός γύρω από την ηθική και τα όρια του ανθρώπινου. Με ενδιαφέρει μέχρι πού έφτασε ο άνθρωπος, ποια είναι τα όρια του ανθρώπου, πώς μπορεί να αντισταθεί στο ακραίο κακό, ποιες είναι αυτές οι μορφές αντίστασης. Δεν μ’ αρέσει ο όρος «στρατηγικές επιβίωσης», θα έλεγα καλύτερα ανακλαστικά  που οι άνθρωποι επιστράτευαν για να αντέξουν αυτό που εξ ορισμού ήθελε να τους εξοντώσει. Ο οντολογικός στοχασμός που αναδύεται από τα μεγάλα κείμενα της στρατοπεδικής λογοτεχνίας, αλλά συχνά και από μαρτυρίες επιζώντων,  θεωρώ ότι μας αφορά όλους και στην καθημερινότητα, όχι μόνο σε ακραίες συνθήκες. Γι’ αυτό πιστεύω ότι το κοινό αυτών των βιβλίων μπορεί και πρέπει να είναι πολύ ευρύτερο. Έχει πολλά να κερδίσει ο αναγνώστης αυτών των βιβλίων και πολλά να σκεφτεί πέρα από τις ιστορικές πληροφορίες που βρίσκονται σήμερα σε πολλές ιστορικές μελέτες.

Ο όρος «στρατοπεδική λογοτεχνία», που προτείνετε, περιγράφει ένα σώμα κειμένων. Γιατί πιστεύετε ότι είναι χρήσιμος;

Αφορμή στάθηκε πολλές φορές η έκδοση αυτών των βιβλίων στα ελληνικά. Το πρώτο μου κείμενο για τον Πρίμο Λέβι, για παράδειγμα, το έγραψα όταν βγήκε η Ανακωχή στα ελληνικά, το 1998. Αυτό που έκανα, λοιπόν, ήταν να φτιάξω το corpus αυτής της μεταφρασμένης πια παραγωγής, εντάσσοντάς τα όλα στην στρατοπεδική λογοτεχνία. Και είναι πολλά.

Διάφοροι εκδότες εξέδωσαν από ένα μόνο έργο του Λέβι, μέχρι που η συστηματική του έκδοση έγινε από την «Άγρα»· η Μάγδα Κοτζιά, η εκδότρια του «Εξάντα» που χάθηκε πρόσφατα, λάτρευε τον Σεμπρούν, κι έτσι έχουμε τα περισσότερα βιβλία του· ο μεταφραστής Γιάννης Καλλιφατίδης πρότεινε στην Άγρα τον Ζαν Αμερύ· η «Εστία» δέχτηκε ευτυχώς το Ανθρώπινο Είδος του Ρομπέρ Αντέλμ, αφού  η μεταφράστρια Σάρα Μπενβενίστε είχε δεχτεί πολλές απορρίψεις – δεν το εξέδιδε κανείς. Κάθε βιβλίο πήρε, λοιπόν, τον δικό του δρόμο, συνήθως χάρι στην αγάπη κι εμμονή κάποιου μεταφραστή ή κάποιου εκδότη. Δεν είχε κανείς το σχέδιο «θα βγάλουμε στρατοπεδική λογοτεχνία».

Θα θέλατε να μιλήσετε αναλυτικότερα για το είδος της στρατοπεδικής λογοτεχνίας, με το οποίο καταπιάνεστε πολλά χρόνια;

Ο όρος «στρατοπεδική λογοτεχνία» καθιερώνεται στη γαλλική γλώσσα τουλάχιστον από τον Ζορζ Περέκ, όταν γράφει για το βιβλίο του Ρομπέρ Αντέλμ Το ανθρώπινο είδος. Είμαστε στο 1963 όταν ο Περέκ γράφει αυτό το κείμενο: αυτή είναι μια αναφορά που αγαπάω πολύ και γι’ αυτό επανέρχομαι σ’ αυτή. Έχει σημασία η στιγμή: το 1963. Τότε ακόμα το είδος θέλει νομιμοποίηση, και ο Περέκ γράφει αυτό το κείμενο γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο. Μέχρι τότε οι άνθρωποι είναι αμήχανοι μπροστά σε αυτά τα βιβλία. Τι είναι τα βιβλία αυτά; Είναι λογοτεχνία; Είναι μόνο μαρτυρίες; Είναι αυτοβιογραφικά κείμενα; Έρχεται λοιπόν εκείνος, με ένα κείμενο για μένα ιδρυτικό, και μιλά καταρχάς για littérature concentrationnaire, το οποίο μετέφρασα «στρατοπεδική λογοτεχνία». Σημαδιακή χρονιά το 1963: τότε εκδίδεται και το Μεγάλο Ταξίδι του Χόρχε Σεμπρούν στη Γαλλία και η Ανακωχή του Πρίμο Λέβι στην Ιταλία.

Οι δεκάδες χιλιάδες προφορικές μαρτυρίες συγκεντρωμένες σε προφορικά αρχεία, τα χιλιάδες βιβλία, όπου ο κάθε άνθρωπος που επέζησε αφηγείται την ιστορία του σε μία από τις πάμπολλες γλώσσες της Shoah, δεν είναι το corpus της στρατοπεδικής λογοτεχνίας: αυτό μετριέται στα δάχτυλα. Το άλλο, λοιπόν, είναι μια γραμματεία: είναι το corpus των μαρτυριών. Οι περισσότεροι άνθρωποι που βγήκαν ζωντανοί από κάποιο στρατόπεδο, δεν έγραψαν παρά μόνο ένα βιβλίο στη ζωή τους για να πουν, να καταθέσουν αυτό το τρομερό που τους συνέβη κάποτε. Καμιά φορά δεν μπορούν καν να το πουν οι ίδιοι και το λένε σε έναν δημοσιογράφο που το γράφει γι’ αυτούς (λόγου χάριν ο Ισαάκ Μιζάν μίλησε στον Δημήτρη Βλαχοπάνο και το βιβλίο εκδόθηκε το 2016, ή ο Σλόμο Βενέτσια σε μία γαλλίδα δημοσιογράφο). Άλλοι έγραψαν μικρά κείμενα, όπως και όταν μπόρεσε ο καθένας. Ο Σεμπρούν όμως γράφει και για ένα άλλο χρέος: όχι μόνο για όσους χάθηκαν, αλλά και για όλους όσους σώθηκαν και δεν μπορούν να μιλήσουν. Βάζει στα βιβλία του συντρόφους να λένε στον ήρωα (alter ego του), όταν είναι ακόμη στο Μπούχενβαλντ, «αυτά που γίνονται εδώ, εσύ θα τα γράψεις για όλους μας». Λοιπόν, αυτός που μπορεί να γράψει δεν γράφει μόνο για όσους χάθηκαν. Γράφει και για όσους δεν μπορούν να γράψουν, δεν μπορεί να γράψει ο καθένας και μάλιστα με λογοτεχνικές αξιώσεις.

Δείτε τις εκπληκτικές μαρτυρίες που δίνουν οι άνθρωποι στον Κλωντ Λαντζμάν, για το 8ωρο ντοκιμαντέρ Shoah (1985, Γαλλία). Αυτοί οι άνθρωποι μιλάνε για πρώτη φορά στην κάμερα: μέχρι τότε δεν έχει γράψει λέξη ποτέ κανείς. Άλλο λοιπόν αυτός που έχει ζήσει, που μπορεί να μιλήσει αν τον ρωτήσουν και αν δεχτεί. Άλλο, επίσης, αυτός που θα γράψει μόνος του μια μαρτυρία. Και άλλο άνθρωποι που έχουν μια διανοητική σκευή και μια συγκρότηση ώστε να μπορούν να κάνουν τα μεγάλα κείμενα, αυτά που απογειώνουν τον στοχασμό γύρω από τα στρατόπεδα, και δεν μένουν στην ατομική εμπειρία.

Που προσδίδουν, θα λέγαμε, μια αξίωση γενίκευσης της πολύ ιδιαίτερης προσωπικής εμπειρίας.

Που προσπαθούν να καταλάβουν τι ήταν όλο αυτό, που δεν μεταφέρουν μόνο το ατομικό τους μαρτύριο και το προσωπικό τους φρικαλέο βίωμα σε πρώτο επίπεδο -το οποίο εννοείται είναι ήδη συγκλονιστικό- αλλά προσπαθούν να κατανοήσουν ο καθένας με τον τρόπο του: ο Αμερύ στήνει αυτό το σύμπαν πιο στοχαστικά, σαν διανοούμενος, στο Πέρα από την ενοχή και την εξιλέωση, ο Σεμπρούν πιο λογοτεχνικά, μυθοπλαστικά, με ονόματα, πρόσωπα και ιστορίες, γράφοντας πολλά βιβλία και επανερχόμενος ξανά και ξανά. Υπάρχει μια φράση του Σεμπρούν, που την έχω χρησιμοποιήσει σαν μότο σε διάφορα κείμενα: «η πραγματικότητα πρέπει να επινοηθεί για να γίνει αλήθεια». Δεν μπορεί να μιλήσει για την πραγματικότητα χωρίς να την περάσει μέσα από την επεξεργασία της λογοτεχνίας.

Άρα υπάρχει επινόηση

Υπάρχει λογοτεχνική κατασκευή, υπάρχουν ήρωες. Για τον Σεμπρούν, που συλλαμβάνεται ως αντιστασιακός στη Γαλλία κι εκτοπίζεται στο Μπούχενβαλντ, είναι ο πολύ σημαντικός άλλος, ο δικός του άλλος, που θα μπορούσε να είναι η προέκταση του εαυτού του. Και αυτός ο άλλος υπάρχει από το πρώτο βιβλίο, Το μεγάλο ταξίδι, και είναι ο σύντροφος με τον οποίον ταξιδεύουν στο τρένο. Στο τελευταίο βιβλίο για το στρατόπεδο, που το έχω μεταφράσει, Ο νεκρός που μας χρειάζεται, υπάρχει ο νεαρός Γάλλος φοιτητής φιλοσοφίας που θα πεθάνει και που θα μπορούσε ο Σεμπρούν να πάρει το όνομά του. Είναι ο σωσίας του, το alter ego του. Λοιπόν, ο Σεμπρούν θα μιλήσει και γι’ αυτόν, θα γράψει και γι’ αυτόν. Αυτός θα πεθάνει, ενώ ο ίδιος θα ζήσει. Αυτός βέβαια θα μπορούσε να γράψει, γιατί είναι φοιτητής φιλοσοφίας, ανταλλάσσουν ποιήματα του Ρεμπώ, (ας θυμηθούμε το εγώ είναι ένας άλλος, «je est un autre»), και του Μπωντλέρ.  Αλλά ο ένας πέθανε, ενώ ο άλλος επέζησε.

Ποια είναι, λοιπόν, η σχέση ενός έργου «στρατοπεδικής λογοτεχνίας» με το πραγματικό βίωμα; Όταν διαβάζω ένα έργο στρατοπεδικής λογοτεχνίας, μπορώ να αδιαφορήσω για το γεγονός ότι αυτό για το οποίο γράφεται είναι αλήθεια;

Όχι. Γιατί αυτή η κατηγορία έχει αυτήν την προϋπόθεση. Όταν μιλάνε για το στρατόπεδο, είτε  για το στρατόπεδο της «τελικής λύσης», της εξόντωσης, το Άουσβιτς-Μπιρκενάου, αλλά και για στρατόπεδα πολιτικών κρατουμένων, όπως το Μπούχενβαλντ, χρησιμοποιούν πολύ συχνά την μεταφορά «η Κόλαση». Επίσης μιλούν πολύ για έναν άλλον κόσμο. Είναι μία εμπειρία-τομή. Από τη στιγμή που θα έχουν διαβεί το κατώφλι του στρατοπέδου, και μέχρι να πεθάνουν από κακουχίες ή να θανατωθούν στους θαλάμους αερίων, έχουν περάσει σε έναν άλλον κόσμο. Αυτό το λένε και προφορικά πολύ ωραία οι άνθρωποι που μιλούν στο ντοκιμαντέρ του Λαντζμάν. Αισθάνονται οι επιζώντες που επέστρεψαν από έναν άλλον κόσμο. Το λέει στην ταινία και ο Γιαν Κάρκσι μετά την επίσκεψή του στο γκέτο της Βαρσοβίας, που στην ουσία ήταν τόπος εξόντωσης κι όχι γκέττο με την ως τότε σημασία, δηλαδή περιορισμένος τόπος ζωής των Εβραίων.

Διαφορετικό πράγμα είναι ένα έργο για το «Ολοκαύτωμα»: εδώ μιλάμε για Ηolocaust literature. Ο συγγραφέας που γεννήθηκε μεταπολεμικά, που θα εμπνευστεί και θα γράψει για το «Ολοκαύτωμα», με όλες τις σημερινές συνδηλώσεις, ο εικαστικός ή ο σκηνοθέτης που θα εμπνευστεί από αυτό, δεν ανήκουν στη στρατοπεδική λογοτεχνία, αλλά στη λογοτεχνία του Ολοκαυτώματος.

Η μυθοπλασία ωστόσο δεν είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να κατατάξετε ένα βιβλίο στην «στρατοπεδική λογοτεχνία». Ένα βιβλίο όπως το Ανθρώπινο είδος του Ρομπέρ Αντέλμ, για παράδειγμα, δεν είναι κι αυτό λογοτεχνία, παρόλο που δεν παράγει μυθοπλασία;

Για μένα είναι και λογοτεχνία αυτό το βιβλίο χάρι στη δύναμη της γραφής του και στα εκφραστικά του μέσα. Γιατί μπόρεσε να μιλήσει με τον τρόπο της λογοτεχνίας. Δηλαδή με την δύναμη, το βάθος, την ευαισθησία της λογοτεχνίας. Και όχι του ανθρώπου που θέλει μόνο να καταθέσει το ακραίο, το φριχτό που βίωσε ως μάρτυρας. Περιέχει όμως κι έναν συγκλονιστικό στοχασμό γύρω από τον άνθρωπο: όταν από την αρχή του βιβλίου δηλώνει ότι οι ναζί προσπάθησαν να τους αποκλείσουν από το ανθρώπινο είδος.

Υπάρχει ένα ελληνικό βιβλίο που αγαπάω ιδιαίτερα, γιατί είναι ομόλογο μ’ αυτά τα έργα: είναι το Στάλαγκ VΙC του Όμηρου Πέλλα. Ο Πέλλας έχει ανάγκη την μυθοπλασία. Χρησιμοποιεί, λοιπόν, ένα τέχνασμα γνωστό στη λογοτεχνία. Ξεκινάει λέγοντας ότι κάποιος του άφησε ένα χειρόγραφο, οπότε ό,τι γράφει δεν είναι δικό του. Κι έχει την υποχρέωση να το εκδώσει. Επιτρέπει και μία απόσταση του συγγραφέα από το «εγώ» του χειρογράφου.

«H ιστορία ενός αιχμαλώτου» είναι ίσως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα.

Ακριβώς, το βιβλίο αυτό του Στρατή Δούκα είναι χαρακτηριστικό. Η κριτική υποδέχεται στη δεκαετία του ’60 το βιβλίο του Πέλλα ως αντιμιλιταριστική λογοτεχνία και το συγκρίνει με τον Ηλία Βενέζη και τον Στρατή Μυριβήλη. Εγώ λοιπόν το είδα συγχρονικά και μαζί με ξένα έργα, και το θεωρώ ομόλογο. Ο Πέλλας γράφει επίσης με τον τρόπο της λογοτεχνίας, και νομίζω σε πολύ υψηλό επίπεδο: επεξεργάζεται λογοτεχνικά αυτό που του συνέβη. Είναι συγκινητική αυτή η περίπτωση, γιατί ο ίδιος δεν έχει διαβάσει κανέναν: δεν ξέρει ότι γράφει σαν τον Πρίμο Λέβι, σαν τον Αντέλμ. Και θα πεθάνει πολύ γρήγορα, πολύ πριν αυτά μεταφραστούν ελληνικά. Γι’ αυτό και είχα τον πειρασμό να παραθέσω κομμάτια από τον Λέβι και από τον Πέλλα μαζί, δείχνοντας έτσι για πόσα πράγματα έχουν μιλήσει με παρόμοιο τρόπο. Αυτό λοιπόν φτιάχνει το είδος της στρατοπεδικής λογοτεχνίας. Η κοινή εμπειρία κι ένας παρόμοιος τρόπος να την εκφράσουν.

Στα κείμενά σας κάνετε μια διάκριση ανάμεσα στους όρους «γενοκτονία των Εβραίων»  και «Ολοκαύτωμα». Ποιος όρος αντιστοιχεί καλύτερα στο γεγονός;

Γενοκτονία είναι το ίδιο το γεγονός. Και θεωρώ ότι ο νομικός όρος «γενοκτονία » είναι ο πιο ακριβής, ο πιο περιγραφικός όρος για το γεγονός. Δεν είναι μονολεκτικός, όπως το Ολοκαύτωμα: πρέπει να οριστεί περαιτέρω. Κάθε γενοκτονία πρέπει να οριστεί ποια είναι: μιλάμε για τη γενοκτονία των Εβραίων από τους ναζί. Εξίσου σημαντικό: ο όρος εντάσσει την γενοκτονία των Εβραίων στις γενοκτονίες. Το «Ολοκαύτωμα» είναι μια λέξη που επιβλήθηκε από το ‘80 και μετά, όταν πια αυτή η ιστορία ανάγεται σε πολιτισμικό τραύμα για τον δυτικό κόσμο. Μας έρχεται από τις ΗΠΑ και από την αγγλόφωνη βιβλιογραφία.

Πρόσφατα, έκανα τη σκέψη ότι μια ταινία μυθοπλασίας, το αμερικανικό «Ολοκαύτωμα» του 1979, καθιερώνει στα αγγλικά τον όρο Holocaust, που έχουν ήδη χρησιμοποιήσει Αμερικανοί ιστορικοί, κι έτσι από το ‘80 και μετά η αγγλόφωνη βιβλιογραφία υιοθετεί τον όρο «holocaust»· λίγο αργότερα, το 1985, μια ταινία και πάλι, ντοκιμαντέρ αυτή τη φορά, του Κλωντ Λαντζμάν εισάγει τον όρο Shoah στα γαλλικά, και από και μετά η γαλλική βιβλιογραφία μιλά πολύ συχνά για Shoah. Καταθέτω μια σκέψη. Δεν σημαίνει ότι είναι ακριβώς ή μόνο έτσι, αλλά ότι τα δύο πεδία, το ιστοριογραφικό και το κινηματογραφικό, συνδέονται. Σημαίνει επίσης και ότι η κάθε γλώσσα εκφράζει όχι μόνο ένα γλωσσικό αλλά κι ένα πολιτισμικό σύμπαν, φέρει τη δική της αντίληψη, που την κάνει να επιλέγει διαφορετικό όρο για να προσεγγίσει το «ακατονόμαστο».

Ακολουθώντας λοιπόν την γαλλική βιβλιογραφία -γιατί από αυτήν είμαι θρεμμένη και με αυτήν συνομιλώ- χρησιμοποιώ εναλλακτικά με τη γενοκτονία και τον όρο Shoah, που δεν είναι μια γαλλική αλλά μια εβραϊκή λέξη, η οποία σημαίνει την ολοσχερή καταστροφή. Δεν επιλέγω τον όρο «Ολοκαύτωμα», γιατί περιέχει εσφαλμένες συνδηλώσεις. Η εξόντωση των Εβραίων από τους ναζί δεν είναι μια «πράξη εθελούσιας αυτοθυσίας που προσφέρεται στον Θεό» (πρώτη έννοια του «ολοκαυτώματος»), είναι ένα φρικιαστικό έγκλημα που τους επιβάλλεται. Νομίζω τελικά ότι η συζήτηση για την ορολογία έχει νόημα όχι μόνο για να επικρατήσει ο ένας ή ο άλλος όρος, αλλά ακριβώς γιατί φέρνει μια αποστασιοποίηση και μια κριτική σκέψη. Κανένας όρος της ανθρώπινης γλώσσας τελικά δεν μπορεί να ονομάσει ικανοποιητικά το ακραία απάνθρωπο. Ίσως να είναι και καλύτερα έτσι.

Βάζοντας, ωστόσο, την γενοκτονία των Εβραίων μαζί με τις άλλες, δεν χάνουμε τα στοιχεία της μοναδικότητας και του ανεπανάληπτου που αποδίδουν οι όροι «Ολοκαύτωμα» ή «Shoah»;

Υπάρχουν οι υπέρμαχοι της μοναδικότητας μέσω του όρου. Δεν πιστεύω ότι είναι απαραίτητο ο όρος να φέρει την μοναδικότητα: το γεγονός είναι που φέρει την μοναδικότητα. Εξάλλου στην Ελλάδα «ολοκαυτώματα» ονομάζουμε και τις φρικτές καταστροφές χωριών με δολοφονίες πληθυσμού (όπως στα Καλάβρυτα). Ας μη λησμονούμε ότι ο νομικός όρος «γενοκτονία» επινοήθηκε μετά τον Β´ Παγκόσμιο Πόλεμο για να χαρακτηρίσει αυτό ακριβώς «το έγκλημα κατά της ανθρωπότητος» (όρος που επίσης επινοείται ad hoc). Υιοθετήθηκε διεθνώς γιατί κρίθηκε ο καταλληλότερος για να περιγράψει την εκ προθέσεως εξόντωση του εβραϊκού πληθυσμού της Ευρώπης από τους ναζί. Η μοναδικότητα, εξάλλου, προκύπτει μόνο μέσα από τη σύγκριση. Αν δεν συγκρίνουμε δυο πράγματα, πώς θα δούμε τις διαφορές τους και τις ομοιότητες; Η γενοκτονία των Εβραίων ανήκει στις γενοκτονίες, δεν είναι ένα μεταφυσικό γεγονός, και δυστυχώς είναι η φρικτότερη, όχι μόνο από άποψη αριθμών αλλά και από άποψη μεθόδου και από το αντισημιτικό μίσος που την υποκίνησε: είναι αλλιώτικη από την γενοκτονία των Αρμενίων ή από την γενοκτονία στη Ρουάντα. Από κει κι ύστερα η κάθε μία έχει τη μοναδικότητά της στα ιστορικά της συμφραζόμενα.

Ο Ψυχρός Πόλεμος, ωστόσο, σηματοδοτεί ένα σταυροδρόμι: ο «ολοκληρωτικός» σοβιετικός κομμουνισμός, πρωταγωνιστής στην Αντίσταση ως το ’45, θέτει μεταπολεμικά το ζήτημα αν η μνήμη της Δύσης θα είναι καταρχάς αντιφασιστική ή «αντιολοκληρωτική».

Πράγματι. Γι’ αυτό και, όταν βγαίνουν τα βιβλία εγκλείστων στο σοβιετικό στρατόπεδο, όπως το Μια Ημέρα του Ιβάν Ντενίσοβιτς, του Α. Σολτζενίτσιν, πολλοί αριστεροί διανοούμενοι δυσκολεύονται να αποδεχτούν την πραγματικότητα για την οποία μαρτυρούν. Άλλοι, όπως ο Σεμπρούν, συγκλονίζονται. Όταν ο Τσβέταν Τοντόροφ φτάνει στο Παρίσι από τη Βουλγαρία, αναρωτιέται, και το γράφει στον Εκπατρισμένο, στο κεφάλαιο «Πλάνες των διανοουμένων», για τη μεγάλη έλξη που ασκούσαν στην πλειονότητα των δυτικοευρωπαίων διανοουμένων τα «βίαια και τυραννικά καθεστώτα».

Δεν ήταν όμως έτσι όλοι οι αριστεροί διανοούμενοι. Στο κείμενό σας για τη Μίλενα, αναφέρεστε στη σκηνή που διασώζει η συγγραφέας Μαργκαρέτε Μπούμπερ-Νόυμαν στο βιβλίο της: οι έγκλειστοι που παραδίδονται στην Γκεστάπο από τη σταλινική NKVD είναι  Γερμανοί κομμουνιστές, που έχουν καταφύγει στην ΕΣΣΔ ως φυγάδες μετά την άνοδο του Χίτλερ.

Η Μαργκαρέτε Μπούμπερ-Νόυμαν έζησε την ιδιαίτερη εμπειρία να έχει υπάρξει έγκλειστη και σε στρατόπεδο του γκουλάγκ και στο ναζιστικό Ράβενσμπρουκ. Είναι σημαντικό, καταρχάς, ότι η συγγραφέας αφηγείται κάτι που η ίδια έχει ζήσει· ένα βίωμα που τη σημάδεψε καθοριστικά. Αυτή η διάσταση δίνει στην περιγραφή της άλλη βαρύτητα. Η σκηνή της παράδοσης στην Γκεστάπο θα μπορούσε να είχε στηθεί για τον κινηματογράφο. Πρόκειται, ωστόσο, για την ίδια που, από το σοβιετικό στρατόπεδο, γυρνά στη Γερμανία εξαιτίας αυτών στους οποίους είχε προστρέξει για να τη σώσουν. Κι αυτοί θα την στείλουν στο στρατόπεδο γυναικών του Ράβενσμπρουκ, όπου θα γνωρίσει τη Μίλενα. Η παράδοση αυτή είναι μια στιγμή τραγικής ειρωνείας.

Δεν είναι, όμως, και η στιγμή της αλήθειας του σταλινικού καθεστώτος; Το λέει ο Τοντόροφ στη Μνήμη του κακού, χωρίς διάθεση να υπερασπιστεί την πολιτική ταυτότητα των εγκλείστων: αυτοί που κλείστηκαν στο σοβιετικό στρατόπεδο ήταν η αφρόκρεμα του ρωσικού κομμουνισμού. Στα ναζιστικά στρατόπεδα, με άλλα λόγια, ο έγκλειστος ήταν ο φυλετικά ή ο  πολιτικά Άλλος – στο σοβιετικό γκουλάγκ είναι ο Ίδιος – ο πρώιμος «εαυτός» του καθεστώτος, που επέλεξε να μην συνταχθεί με το καθεστώς …

Εξού και ο στόχος της αναμόρφωσης: να σε κάνουν άλλο. Ο στόχος της αναμόρφωσης, πράγματι, είναι κάτι διαφορετικό από την Τελική Λύση και την εξόντωση.

Για να επιστρέψουμε στο βιβλίο σας. Έχετε μελετήσει το υλικό για την εξόντωση των Ελλήνων Εβραίων δεκαετία προς δεκαετία και στο βιβλίο σας, την Ανάδυση μιας δύσκολης μνήμης, μπορεί να βρει κανείς έναν ιδιαίτερα χρήσιμο βιβλιογραφικό οδηγό, που γράφτηκε το 2008. Έχει αλλάξει κάτι στο τοπίο της σχετικής παραγωγής στα δέκα χρόνια που μεσολάβησαν;

Το κείμενο στο οποίο αναφέρεστε είναι μια βιβλιογραφική μελέτη της παραγωγής των εξήντα πρώτων χρόνων: από το 1948, οπότε και έχουμε το πρώτο και εμβληματικό βιβλίο, το Ιn memoriam –ένα βιβλίο που συχνά παραγνωρίζεται, μολονότι ιδρυτικό–, μέχρι το 2008. Από τότε βγήκαν και άλλες μαρτυρίες.

Θεωρούσαμε πως, μέχρι και το 2008, όσοι ήταν να γράψουν γι’ αυτήν την εμπειρία θα το είχαν κάνει. Κι όμως, την τελευταία δεκαετία προστέθηκαν μερικές ακόμα μαρτυρίες, νομίζω 9, κάποιες από αυτές εκδόθηκαν από απογόνους μετά θάνατον. Μία πολύ σημαντική μαρτυρία είναι του Λεών Κοέν, Από την Ελλάδα στο Μπιρκενάου, η εξέγερση των εργατών στα κρεματόρια  (μτφρ. Γαρυφαλλιά Μϊχα, 2017), γιατί είναι μαρτυρία επιζώντα που συμμετείχε ο ίδιος στην εξέγερση των Ζόντερκομμάντο. Το 2014 εκδόθηκε η μαρτυρία της σεφαραδίτισσας Λίζας Πίνχας, από τη Θεσσαλονίκη (Αντιμέτωπη με το Ολοκαύτωμα Η Λίζα Πίνχας διηγείται). Η ίδια η συγγραφέας είχε μπει για πολλά χρόνια στον κυκεώνα της συγγραφής ενός ολοκληρωμένου βιβλίου. Η επιδείνωση της υγείας της είχε ως αποτέλεσμα τα χειρόγραφά της να μείνουν στο συρτάρι από το 1971 (το βιβλίο εκδόθηκε τελικά το 2014 από το Εβραϊκό Μουσείο Ελλάδος, στην εξαιρετική ελληνική μετάφραση της Γαρυφαλλιάς Μϊχα, αλλά και στα αγγλικά, ενώ το γαλλικό πρωτότυπο εκδόθηκε τον Δεκέμβριο του 2016 από το Ίδρυμα για τη Μνήμη της Shoah). Αυτή θα μπορούσε να ήταν η πρώτη ελληνοεβραϊκή μαρτυρία, καθώς η Πίνχας αρχίζει να γράφει σχεδόν αμέσως μετά την επιστροφή της  και το δουλεύει μέχρι τις αρχές του ’70. Τελικά είναι από τις τελευταίες που θα εκδοθούν.

Εκτός από συγκροτημένη δουλειά, πρόκειται για ένα πλουσιότατο έργο, η συγγραφέας έκανε μια τεράστια «εργασία μνήμης», το επεξεργάστηκε για πολλά χρόνια, στο φως και άλλων δημοσιευμάτων που διάβαζε από τα γαλλικά. Πρόκειται επίσης για το βιβλίο μιας γυναίκας, που είχε συμβάλει τα μέγιστα στην ανάδυση της δύσκολης μνήμης: μίλησε γι’ αυτήν, συμμετείχε σε Ημέρες Πένθους, έκανε το ταξίδι στο Άουσβιτς πολύ νωρίς. Και η έκδοση αυτή συμπεριέλαβε αυτό το πραγματολογικό υλικό – φωτογραφίες, επεξηγηματικά σημειώματα και μια ομιλία δική της στο τέλος. Η Πίνχας έγινε, έτσι, μια από τις τρεις γυναίκες επιζώσες του ΄Αουσβιτς που προσέφεραν πολλά στη μνήμη της εξόντωσης των Ελλήνων Εβραίων. Η Μπέρρυ Ναχμίας, από την Καστοριά, που ζούσε στην Αθήνα και ήταν «Πρόεδρος των Ελλήνων Εβραίων Ομήρων» εξέδωσε το βιβλίο της Κραυγή για το αύριο, που βγήκε από τα πρώτα, το 1989. Και είχε ακολουθήσει η Έρικα Κούνιο-Αμαρίλιο, από τη Θεσσαλονίκη, με το βιβλίο Πενήντα χρόνια μετά, το 1995, που έκτοτε γνώρισε πολλές επανεκδόσεις. Οι συγκρατούμενοι της Κούνιο δεν μπορούν να γράψουν: το κάνει η συγγραφέας γι’ αυτούς. Παίρνει το μαγνητόφωνο, βρίσκει 25 άνδρες και 25 γυναίκες που επέζησαν, και επειδή είναι η Έρικα, καταφέρνει να τους πείσει και της μιλούν. Στον τομέα της ιστοριογραφίας, έχουν προστεθεί δύο πολύ σημαντικά βιβλία της Ρίκας Μπενβενίστε, που ανανεώνουν την οπτική της προσέγγισης και φέρνουν νέες θεματικές: Το Αυτοί που επέζησαν. Αντίσταση, Εκτόπιση, Επιστροφή και η Λούνα, που μόλις εκδόθηκε και είναι ένα ιδιαίτερα συγκινητικό βιβλίο. Η συγγραφέας κατορθώνει να κάνει ένα ιστορικό δοκίμιο ισορροπώντας την επιστημονική γραφή με την δική της συναισθηματική εμπλοκή, πράγμα ιδιαίτερα δύσκολο.

Υπάρχει ένα παράθεμα στο βιβλίο σας του Ούγγρου Εβραίου συγγραφέα Ίμρε Κέρτες: η κομμουνιστική εξουσία στη χώρα του, γράφει, πρώτα προσπάθησε να πνίξει το ζήτημα του Ολοκαυτώματος, κι έπειτα να το αναγάγει σ’ ένα στενά «εβραϊκό ζήτημα», ενώ το ίδιο είναι ένα οικουμενικό ζήτημα. Τελικά τι είναι αυτό που προσδίδει οικουμενικότητα στην Shoah;

Υπάρχει κάτι που λέει ο Κέρτες και με το οποίο ανοίγω και κλείνω το βιβλίο μου (στο μόττο και στον επίλογο): «Στο ερώτημα αν το Ολοκαύτωμα είναι ένα ζωτικό ζήτημα για τον ευρωπαϊκό πολιτισμό, για την ευρωπαϊκή συνείδηση, πρέπει να απαντήσουμε θετικά, γιατί κάθε πολιτισμός οφείλει να στοχάζεται ό,τι έλαβε χώρα μες στο δικό του πλαίσιο –αλλιώς θα καταστεί ένα αποτέλεσμα τυχαιότητας, ένα ανάπηρο πρωτόζωο που θα εξοκείλει, ανάπηρο, προς το χάος […] Το Ολοκαύτωμα αποτελεί αξία, διότι μέσα από απροσμέτρητη οδύνη, μας οδήγησε σε απροσμέτρητη γνώση: και έτσι περικλείει ένα απροσμέτρητο ηθικό περιεχόμενο».

Πριν πάει, λοιπόν, η συζήτηση στο οικουμενικό ας σταθούμε στο ευρωπαϊκό πλαίσιο. Η γενοκτονία των εβραϊκής καταγωγής κατοίκων κάθε κατεχόμενης χώρας έλαβε χώρα στην Ευρώπη. Τα στρατόπεδα έγιναν από Γερμανούς στην Πολωνία (αυτές τις μέρες στην Πολωνία εγείρεται ζήτημα να μην ονομάζονται «πολωνικά» τα στρατόπεδα εξόντωσης που έγιναν από τους ναζί στο έδαφός της). Τα τρένα πήραν Εβραίους και έφυγαν για τα διάφορα στρατόπεδα από τους σιδηροδρομικούς σταθμούς των ευρωπαϊκών πόλεων. Η γενοκτονία λοιπόν δεν είναι μόνο εβραϊκό αλλά ευρωπαϊκό ζήτημα. Η Ευρώπη ακρωτηριάζεται χάνοντας 6.000.000 κατοίκους της, φορείς τεράστιου πολιτισμού που συνέθεταν ώς τότε το πρόσωπό της και μαζί τους χάθηκε κι ένας ολόκληρος προπολεμικός κόσμος.

Αν το ζήτημα γίνεται τελικά και οικουμενικό, είναι «η απροσμέτρητη γνώση» για την οποία μιλά ο Κέρτες. Γιατί προσφέρει ένα μέτρο για το πού έφτασε από τη μια πλευρά και για το  τι άντεξε από την άλλη ο άνθρωπος, και βέβαια πού μπορεί να οδηγήσει το ανεξέλεγκτο μίσος, ο ρατσισμός και η ξενοφοβία, που αυτές υπάρχουν πάντα, αν ένα ολοκληρωτικό πολιτικό πλαίσιο τις χειραγωγεί. Από αυτή τη σκοπιά, ναι, μπορούμε να πούμε ότι το μάθημα αυτό οφείλει να γίνει κτήμα της ανθρωπότητας, ως υπόδειγμα του χειρότερου διωγμού και της εφιαλτικότερης εξόντωσης που επινοήθηκε κι εκτελέστηκε ποτέ. Μια εξόντωση που καπηλεύτηκε ακόμη και τα ίδια τα νεκρά σώματα των εξοντωμένων, καταπατώντας το «ιερό» που έχει το νεκρό σώμα από αιώνες στον ανθρώπινο πολιτισμό. Και βέβαια είναι η  μοναδική γενοκτονία εντός της δυτικής, «πολιτισμένης» Ευρώπης.

Ας κλείσω με δύο προσωπικές αναμνήσεις: σε κάποια μου ταξίδια ένιωσα  πολύ έντονα την οικουμενική διάσταση. Θυμάμαι μια επίσκεψη στο Μουσείο της Ανοχής (Museum of Tolenrance) του Λος Άντζελες – ένα μουσείο για την εξόντωση των Ευρωπαίων Εβραίων. Το μάθημα που θέλουν να αποκομίσει ο επισκέπτης φαίνεται ήδη από το όνομα του Μουσείου. Οι επισκέπτες τη μέρα που πήγα ήταν οι περισσότεροι Ασιάτες ή Μεξικανοί, κάτοικοι της Καλιφόρνιας, από χώρες δηλαδή που δεν άγγιξε αυτή η ιστορία. Άλλη αλησμόνητη για μένα εμπειρία ήταν η επίσκεψή μου στην Ουνέσκο, στο Παρίσι, την 27η Ιανουαρίου, την «Διεθνή Ημέρα Μνήμης των Θυμάτων του Ολοκαυτώματος», το 2014. Οι εθνικές αντιπροσωπείες των περισσότερων χωρών-μελών της UNESCO διοργάνωναν εκδηλώσεις, όπως και η Ελλάδα εκείνη τη χρονιά. Στη μεγάλη αίθουσα των χιλίων ατόμων, που έγινε η κεντρική εκδήλωση, ήταν συγκεντρωμένοι εκπρόσωποι όλων των χωρών του ΟΗΕ.  Εκεί ένιωθες την οικουμενικότητα του ζητήματος: το φυλλάδιο για την Ημέρα Μνήμης ήταν μεταφρασμένο ακόμα και στα κινεζικά!

Υποσημειώσεις[+]

Σχετικά με τον συντάκτη

Στέλιος Χρονόπουλος

Ο Στέλιος Χρονόπουλος είναι κλασικός φιλόλογος, αριστερόχειρας, με μητρική γλώσσα τα νέα ελληνικά. Έχει γράψει ένα βιβλίο για τις δραματικές λειτουργίες της σάτιρας στον Αριστοφάνη κι ετοιμάζει ένα για τις λεξικογραφικές δομές στο «Ονομαστικό» του Πολυδεύκη. Τα τελευταία χρόνια περιπλανιέται στα (πολλά) αδιέξοδα, τις λεωφόρους και τα σοκάκια των ψηφιακών ανθρωπιστικών σπουδών, με ολοένα και μεγαλύτερο ενθουσιασμό (ειδικά για τα αδιέξοδα).

Σχετικά με τον συντάκτη

Δημοσθένης Παπαδάτος

Ο Δημοσθένης Παπαδάτος-Αναγνωστόπουλος εργάζεται ως μεταφραστής και διορθωτής, με ειδίκευση στην αυτοδιόρθωση. Ήταν υπεύθυνος σύνταξης της ιστοσελίδας Red Notebook και, μαζί με το Χρήστο Λάσκο, συνεπιμελητής του βιβλίου Το Όχι που έγινε Ναι (ΚΨΜ 2016). Άρθρα του δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα Αlterthess.

Σχόλιο

Πατήστε εδώ για να σχολιάσετε

Secured By miniOrange