Τεύχος #11 Ιδρύματα πολιτισμού: μια εισαγωγή

Όταν σβήσουν τα φώτα. Ιδρύματα, ιδιωτική πρωτοβουλία και δημόσιος χώρος στην Αθήνα

Οι φετινές γιορτές των Χριστουγέννων ξεκίνησαν με μια αναπάντεχη διαμάχη. Η εγκατάσταση του Γιώργου Τέλλου στην Βασιλίσσης Σοφίας, χορηγία του Ιδρύματος Ωνάση στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας του Δήμου Αθηναίων «Υιοθέτησε την Πόλη σου»,[1] έγινε αφορμή για να ανοίξει μια μεγάλη συζήτηση γύρω από την ορθότητα του χριστουγεννιάτικου φωτισμού μιας πόλης. Υπερασπιστές των «παραδόσεων» του εορταστικού οδοφωτισμού και μαχητές της πρωτοπορίας συμμετείχαν σε ένα θερμό διάλογο γύρω από την συγκεκριμένη παρέμβαση στο δημόσιο χώρο της Αθήνας. Κυρίαρχος στην συζήτηση αναδείχθηκε αυτός ο νέος ιδιόρρυθμος ελληνικός νεο-συντηρητισμός, που δεν έχει κανένα πρόβλημα με την υιοθεσία των δημόσιων χώρων από ιδιώτες και ιδρύματα αλλά επαναστατεί όταν ο χριστουγεννιάτικος διάκοσμος «χάνει την καλώς εννοούμενη λαϊκότητά του» και νιώθει μια «κούραση με τον ελιτισμό». Αλλά και όταν αμφισβητείται ο ρόλος της ιδιωτικής πρωτοβουλίας επικρατεί μεγάλη διστακτικότητα απέναντι σε ότι μπορεί να φαίνεται, υπερβολικό και διαφορετικό στο δημόσιο χώρο.

Όποια και αν είναι η γνώμη που έχει ο καθένας και η καθεμία για τις επιλογές του Ιδρύματος Ωνάση, το θέμα του εορταστικού οδοφωτισμού έφερε στο προσκήνιο όλα αυτά τα ζητήματα που τίθενται με προβληματικό τρόπο στο διάλογο για το δημόσιο χώρο της Αθήνας: Την απουσία στρατηγικής από τους Δήμους και την Δημόσια Διοίκηση, το έλλειμμα διαλόγου για το τι καθιστά δημόσιο χώρο και πως τον διαχειριζόμαστε και τέλος το ζήτημα του ισχυρού ρόλο της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και συγκεκριμένα κοινωφελών ιδρυμάτων σε θέματα που σχετίζονται με τον δημόσιο χώρο και την εικόνα της πόλης. Ας σταθούμε όμως σε αυτό το τελευταίο σημείο: Που οφείλεται η έντονη δράση ιδρυμάτων στον Αθηναϊκό δημόσιο χώρο, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια; Και (παραμερίζοντας ζητήματα αισθητικής) που εντοπίζονται τα προβλήματα γύρω από αυτή;

Για να κατανοήσουμε τη νέα αυτή συνθήκη, οφείλουμε να τη δούμε μέσα από το ευρύτερο πλαίσιο μετασχηματισμών που έφερε η ύφεση στην Ελλάδα ιδιαίτερα σε θέματα ανάπτυξης, σχεδιασμού και διακυβέρνησης των πόλεων. Η κρίση αποτέλεσε σημαντική τομή ιδιαίτερα για τον τρόπο με τον οποίο παρενέβη ο ιδιωτικός τομέας στο χώρο.

Αν και αυτό το στοιχείο δεν είναι κάτι καινούργιο στην ιστορική εξέλιξη της Αθήνας και άλλων ελληνικών πόλεων, την τελευταία δεκαετία πήρε νέες διαστάσεις, καθώς συνδέθηκε με μια σειρά καινούριων παραγόντων: Αρχικά εμφανίστηκε μια σημαντική στροφή του αναπτυξιακού προτύπου όπου ο ρόλος του ιδιωτικού τομέα έγινε κεντρικός σε ένα μοντέλο που προσανατολίστηκε στη διευκόλυνση και προσέλκυση επενδύσεων, στις ιδιωτικοποιήσεις κ.α.

Οι νέες τάσεις αποτυπώνονται σε πολλαπλά επίπεδα πολιτικών (αναπτυξιακών, χωρικών, διακυβέρνησης), ενώ εισηγούνται και μια νέα «κλίμακα» στα έργα που προτείνονται. Την ίδια στιγμή η ύφεση και η λιτότητα μειώνουν δραματικά τις δημόσιες επενδύσεις και την οικονομική δυνατότητα του κεντρικού κράτους αλλά και δήμων να ανταποκριθούν σε βασικές τους αρμοδιότητες . Στο μεταξύ η ίδια η κρίση και το πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής δημιούργησαν ένα ιδιότυπο «θεσμικό» συγκεντρωτισμό τόσο σε οικονομικό , όσο και σε διοικητικό επίπεδο.[2] Θα πρέπει να σημειωθεί επίσης ότι η παραδοσιακή αδυναμία της ελληνικής δημόσιας διοίκησης και των μηχανισμών της να εξασφαλίσουν μια καλή ποιότητα στο δημόσιο χώρο της πόλης θα γίνει ακόμη πιο αισθητή.[3] Στον Δήμο Αθηναίων η προσπάθεια περιορισμού των εξόδων μετά το 2011 είχε ως αποτέλεσμα να γίνουν σημαντικές περικοπές στο τεχνικό πρόγραμμα του Δήμου γεγονός που έχει αντίκτυπο στη σημερινή εικόνα της πόλης και τους κοινόχρηστους χώρους της.

Σταδιακά αρχίζει να δημιουργείται ένας νέος «κοινός» τόπος, γύρω από την ανάγκη αναζήτησης εναλλακτικών τρόπων χρηματοδότησης, καθώς και μηχανισμών και μοντέλων διακυβέρνησης που αποκτούν έναν αυξανόμενο βαθμό ταχύτητας και αποτελεσματικότητας”. Οι Δήμοι αναγκάζονται να γίνουν ολοένα και πιο «εξωστρεφείς» να διεκδικήσουν ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις καθώς και την ένταξή τους σε διεθνή προγράμματα κ.α.[4] Η επιλογή της ανάπτυξης συνεργασιών με τον ιδιωτικό τομέα προκρίνεται σαν μονόδρομος. Διαφαίνεται ήδη πως μια από τις λύσεις θα αναζητηθεί μέσα από την απεύθυνση στα κοινωφελή ιδρύματα που αναδεικνύονται σε βασικούς χρηματοδότες έργων και προγραμμάτων κοινωφελούς και δημόσιου χαρακτήρα.[5]

Η αρχή έγινε με τη χρηματοδότηση των μελετών για το Φαληρικό Όρμο από το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος το 2011,[6] καθώς και για το Rethink Athens του Ιδρύματος Ωνάση που αφορούσε το έργο πεζοδρόμησης της Πανεπιστημίου το 2012. Τα δύο έργα ήταν ενταγμένα στους άξονες και στις προτεραιότητες του Ρυθμιστικού Σχεδίου Αθήνας και είχαν κεντρικό ρόλο στην χωρική πολιτική του Υπουργείου Περιβάλλοντος,[7] από το οποίο έγινε και η προσέγγιση των ιδρυμάτων, καθώς υπήρχε αδυναμία κάλυψης των εξόδων για τις απαραίτητες απαραίτητων μελέτες από δημόσιους πόρους. Παράλληλα το έργο του ΚΠΙΣΝ που θα στέγαζε την Εθνική Λυρική Σκηνή και την Εθνική Βιβλιοθήκη προχώρησε με γρήγορα βήματα και άνοιξε για το κοινό το 2017.

Εκτός όμως από τα “μεγάλα έργα” παρουσιάζεται μια ευρύτερη έκρηξη δωρεών τόσο από ιδρύματα όσο και από ιδιωτικές επιχειρήσεις. Οι περισσότερες θα έχουν ως αποδέκτη τον Δήμο Αθηναίων και σε δεύτερο επίπεδο το Δήμο Πειραιά. Μέχρι το 2010 η δημιουργία αστικών παρεμβάσεων μέσω δωρεών ήταν σχετικά περιορισμένη[8]) όμως από το 2011 και ύστερα άρχισε να γίνεται σημαντικό κομμάτι της λειτουργίας των Δήμων. Στο Δήμο Αθηναίων κατά το διάστημα 2011-2014 έγιναν 174 πράξεις αποδοχής πάσης φύσεως δωρεών,[9] από τις οποίες πάνω από τις μισές προέρχονται από ιδιωτικές επιχειρήσεις. Στο Δήμο Πειραιά η εικόνα είναι αντίστοιχη αφού οι χορηγίες μετά το 2011 αυξήθηκαν σημαντικά, και πραγματοποιήθηκαν συνολικά 138 πράξεις δωρεών και χορηγιών από το 2011–2019,[10] από τις οποίες 29 συνδέονται με δράσεις και πρωτοβουλίες της ΠΑΕ Ολυμπιακός. Η διαδικασία αυτή έχει και θεσμικές διαστάσεις με την εισαγωγή νέων μοντέλων διακυβέρνησης. Στο Δήμο Αθηναίων είναι χαρακτηριστική  η δημιουργία της μη κερδοσκοπικής εταιρείας Athens Partnership, ενός νέου θεσμού που στόχο έχει να ενισχύσει τη συνεργασία δημόσιου και ιδιωτικού τομέα γύρω από δράσεις στην Αθήνα.

Από την ίδρυσή της, το 2014, έχει συγκροτήσει ένα πλαίσιο συνεργασίας που περιλαμβάνει περισσότερους από 270 φορείς του ιδιωτικού τομέα και 33 διευθύνσεις του Δήμου, γεγονός που αποτυπώθηκε σε περισσότερες από 300 δράσεις. Επιπλέον, η συγκεκριμένη μη κερδοσκοπική εταιρεία διαχειρίζεται και όλες τις δωρεές προς το Δήμο.

Μόνο τη διετία 2015-2017 ο προϋπολογισμός του θα είναι πάνω από 8 εκατ. € και βασικός χορηγός το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος. Το Athens Partnership έτσι, αναδεικνύεται σε ένα εργαλείο με πολλαπλούς διακηρυγμένους στόχους: όπως είναι η “βέλτιστη” οργάνωση του μηχανισμού και των δικτύων προσέλκυσης χορηγιών, τη διαφάνεια του δωρητή και την παράκαμψη των αγκυλώσεων και της γραφειοκρατίας του Δήμου Αθηνάιων και κατ’ επέκταση η μεταφορά ευθυνών μακριά από το Δημόσιο.

Και εδώ είναι που αρχίζουν να φαίνονται τα προβλήματα που προκύπτουν από την «υιοθεσία» λειτουργιών και αρμοδιοτήτων του Δημοσίου από την ιδιωτική πρωτοβουλία. Ίσως το  μεγαλύτερο από όλα είναι η άποψη  ότι τα δημόσια αγαθά, οι υπηρεσίες και αρμοδιότητες μπορούν να είναι ευθύνη αυτών που κατέχουν τον πλούτο και όχι των δημοκρατικά ελεγχόμενων θεσμών.

Βασικός μηχανισμός και νομιμοποιητικό επιχείρημα για αυτή την “υιοθεσία” γίνεται το φιλανθρωπικό έργο. Όμως η σύγχρονη φιλανθρωπία, όπως πολύ σωστά έχουν επισημάνει οι Bloom και Rhodes στη μελέτη CEO Society: The Corporate take over of everyday life,[11] δεν παρουσιάζει τα ίδια χαρακτηριστικά που είχε στις αρχές του 20ου αιώνα. Σε αυτό που ονομάζουν η «κοινωνία των CEO» υποστηρίζουν ότι δεν αποτελεί θέμα συζήτησης το αν οι επιχειρήσεις και οι πλούσιοι θα αναλαμβάνουν ευθύνες πέρα από τις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες. Αντίθετα το ζήτημα είναι πως «η φιλανθρωπία θα χρησιμοποιηθεί για να ενισχύσει αυτό το πολιτικόοικονομικό σύστημα που επιτρέπει σε ένα τόσο μικρό αριθμό ανθρώπων να κατέχουν απερίγραπτο πλούτο».[12]

Έτσι οι δωρεές εντάσσονται σε ένα επιχειρηματικό πλαίσιο που στηρίζεται σε μηχανισμούς της αγοράς. Υπό αυτό το πλαίσιο αντί η θεσμική καινοτομία να προσανατολίζεται στο πως θα βελτιωθεί η λειτουργία των δομών των Δήμων και του Κεντρικού Κράτους ώστε να προσφέρουν καλύτερες υπηρεσίες και να καλύπτουν τις σύγχρονες ανάγκες των πόλεων, απομακρύνεται από αυτή τη λογική. Προτεραιότητα δίνεται στη συγκρότηση μηχανισμών που θα εξυπηρετούν το νέο πλαίσιο της χρηματοδότησης και την ταχύτητα υλοποίησης του φιλανθρωπικού έργου, που στις περισσότερες των περιπτώσεων απαιτούν ένα ιεραρχικό και λιγότερα ελεγχόμενο μοντέλο για να μπορούν να λειτουργήσουν.[13] Ταυτόχρονα η πράξη της δωρεάς γίνεται αντιληπτή ως ο τρόπος με τον οποίο η κάθε επιχείρηση αντιλαμβάνεται τις επενδύσεις. Έτσι η δωρεά έχει το ρόλο «διαφήμισης» και η προβολή του δωρητή αποκτά μεγάλη σημασία. Στην περίπτωση για παράδειγμα της Αθήνας το ενδιαφέρον των δωρητών και των χρηματοδοτήσεων επικεντρώνεται στο κέντρο της πόλης, στο Δήμο Αθηναίων. Εκεί που η προβολή μπορεί να είναι η μέγιστη δυνατή. Η υπόλοιπη πόλη εγκαταλείπεται. Τα παραπάνω δε σημαίνουν ούτε ότι έργα όπως για παράδειγμα το ΚΠΙΣΝ ή το νέο Ίδρυμα Γουλανδρή δεν είναι σημαντικές υποδομές για την πόλη, ούτε ότι ο ιδιωτικός τομέας θα πρέπει να είναι αμέτοχος. Αλλά το δημόσιο οφείλει να έχει ήδη μια στρατηγική, να βάζει τους όρους και τις προϋποθέσεις και να θέτει τους κανόνες. Τέλος πρέπει να αποδεικνύει ότι μπορεί να διαχειριστεί υποδομές και δημόσιους χώρους. Δυστυχώς η πολύ πρόσφατη εμπειρία έχει δείξει το αντίθετο, γεγονός που ενισχύει ακόμη περισσότερο τις τάσεις που περιγράφει το συγκεκριμένο κείμενο σε ένα πολιτικό περιβάλλον που ήδη εδώ και καιρό στοχεύει στην ενίσχυση του ρόλου της ιδιωτικής πρωτοβουλίας.

H έλλειψη κουλτούρας σχεδιασμού, διαχείρισης δημόσιων χώρων ή και άλλων κοινωφελών υποδομών αποτελεί χαρακτηριστικό της ελληνικής δημόσια διοίκησης. Ενώ ο συγκεντρωτισμός και η αλληλοεπικάλυψη αρμοδιοτήτων δημιουργεί σημαντικά εμπόδια. Ο κατακερματισμός φαίνεται ότι είναι αδύνατο να ξεπεραστεί. Για παράδειγμά μόλις το Σεπτέμβριο του 2019 στο νέο οργανόγραμμα του Δήμου Αθηναίων οι κοινόχρηστοι χώροι είναι αρμοδιότητα πέντε αντιδημάρχων και περισσότερων από δέκα τμημάτων.[14] Η στρατηγική του δήμου επικεντρώνεται σε ζητήματα χρηματοδότησης ενώ απουσιάζει μια διαχειριστική αρχή που θα έχει οριζόντιες αρμοδιότητες. Η περίοδος των μνημονίων στέρησε στην πόλη οργανισμούς όπως ο ΟΡΣΑ και η ΕΑΧΑ, υπεύθυνους για την όποια προσπάθεια έγινε στο παρελθόν στην κατεύθυνση ολοκληρωμένου σχεδιασμού στη Αθήνα. Την ίδια στιγμή πρόσφατες θεσμικές πρωτοβουλίες, όπως η ΑΝΑΠΛΑΣΗ Α.Ε., είχαν πολύ μικρή αποτελεσματικότητα. Όλα τα παραπάνω έχουν αντίκτυπο στην κακή ποιότητα του δημόσιου χώρου της πόλης.

Όμως το χειρότερο είναι ότι οι Αθηναίοι συνήθισαν να κατοικούν σε μια «φτωχή» πόλη, και οι Δήμοι λίγα μπορούν να κάνουν για αυτό. Όταν σβήσουν τα φώτα του Γιώργου Τέλλου στην Βασιλίσσης Σοφίας, όταν απομακρυνθεί ο τελετουργικός χριστουγεννιάτικος φωτισμός θα μείνει αυτό που ξέρουμε. Οι παρατημένοι δημόσιοι χώροι, τα μικρά πεζοδρόμια, ο φθαρμένος αστικός εξοπλισμός, το λιγοστό  πράσινο και η αντίληψη πως ότι καινούργιο μπορεί να δημιουργηθεί στο δημόσιο χώρο μπορεί να έρθει μόνο μέσα από την ιδιωτική πρωτοβουλία.


Το κείμενο επιμελήθηκε η Κατερίνα Σεργίδου.

Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)

Υποσημειώσεις[+]

Σχετικά με τον συντάκτη

Δημήτρης Πούλιος

Ο Δημήτρης Πούλιος σπούδασε Αρχιτεκτονική στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας στο Βόλο, όπου αποφοίτησε το 2010. Συνέχισε τις σπουδές του στο πεδίο του Αστικού Σχεδιασμού στο Πανεπιστήμιο του Cardiff με υποτροφία από το Ίδρυμα Μποδοσάκη από όπου αποφοίτησε με άριστα . Η διατριβή του στο πρόγραμμα μεταπτυχιακών σπουδών με τίτλο «Challenges for the contemporary Greek city. Public Space, Identity, innovation and a framework for urban interventions» πήρε διάκριση και το βραβείο Studio Real Prize για την καλύτερη διατριβή σε μεταπτυχιακό πρόγραμμα για το 2011 (research excellence). Τα επιστημονικά του ενδιαφέροντα αφορούν τα πεδία της Αρχιτεκτονικής, του Αστικού Σχεδιασμού, της Πολεοδομίας, της Γεωγραφίας και των Πολιτικών Επιστημών. Από τον Σεπτέμβριο του 2012 εκπονεί τη διδακτορική του διατριβή στο πεδίο της Αστικής Γεωγραφίας στο ΕΜΠ. Από το 2012 εργάζεται ως σύμβουλος Αστικού Σχεδιασμού και ως Πολεοδόμος. Είναι από τους συνιδρυτές της Commonspace.

Προσθέστε σχόλιο

Πατήστε εδώ για να σχολιάσετε

Secured By miniOrange