Μέχρι τώρα δούλευε μαύρα. Είχε ένα χρόνο που απολύθηκε απ’ τον στρατό και τις ίδιες μέρες είχε μετακομίσει στην πόλη για να βρει την τύχη του. Τη ζωή στο χωριό δεν τη νοστάλγησε ποτέ ― μονάχα καμιά φορά νοσταλγούσε τους γονείς του, τ’ αδέλφια του, τους φίλους που άφησε πίσω. Η ζωή στην πόλη είχε τις δικές της δυσκολίες και οι κίνδυνοι ήταν περισσότεροι. Στη δουλειά ζούσε με την αγωνία μην και γίνει έλεγχος και τον τσακώσουν. Ένα πρωί διάβασε στην εφημερίδα κάποιο άρθρο που κατακεραύνωνε τη μαύρη εργασία. Ο συντάκτης του άρθρου καλούσε τους υπαλλήλους να καταγγείλουν το γεγονός, ώστε οι εργοδότες να υποστούν τις κυρώσεις που τους αξίζουν. «Δηλαδή, να χάσω τη δουλειά μου;» αναρωτήθηκε έντρομος. Ήδη χρωστούσε μισό νοίκι. «Το αφεντικό μού δίνει δουλειά και ο κύριος αρθρογράφος θέλει να τη χάσω» συμπέρανε.
Ωστόσο άρχισε να ψάχνει για κάτι άλλο: μια εργασία με μισθό και ασφάλιση. Όχι πως υπολόγισε την προοπτική της σύνταξης, ούτε του πέρασε από το μυαλό η αδικία που γινόταν. Μόνο δεν άντεχε περισσότερο το κρυφτούλι. Σαν να μην έκανε κάτι σωστά. Έψαξε, έψαξε, ώσπου βρήκε. Σ’ ένα κατάστημα με υφάσματα πολυτελείας. Με το «καλημέρα σας» συμφωνήθηκε ο μισθός που προβλεπόταν κι έγινε αναγγελία πρόσληψης. Χάρηκε, σαν να του έφυγε το άγχος. Τηλεφώνησε με καμάρι στους γονείς του ― είχε κατακτήσει το Έβερεστ. Ο εργοδότης του, ένας παχύς και κοντός ηλικιωμένος, αν και του φέρθηκε με πατρικό ενδιαφέρον την πρώτη μέρα, δεν του ξαναμίλησε. Έκτοτε τον έβλεπε ελάχιστα γιατί κλεινόταν στο γραφείο του και σπάνια κυκλοφορούσε στους χώρους που εκείνος δούλευε. Από την αρχή έδειξε μεγάλη προθυμία κι οι συνάδελφοί του έκαναν σαν να τον αγαπούσαν. Ήταν εργατικός και μετρημένος. Ακόμη κι ο Σεβαστιανός, λίγα χρόνια μεγαλύτερός του, παντρεμένος, είχε κι ένα παιδάκι, του έδειχνε μεγάλη οικειότητα.
Λίγες μέρες προτού κλείσει ο μήνας, από λόγια που άκουσε, έμαθε πως ο Σεβαστιανός είχε προσληφθεί την ίδια μέρα με κείνον και πως πιθανότατα θα κρατούσαν μονάχα τον έναν απ’ τους δυο στο μαγαζί. Υποψιάστηκε ότι μάλλον δεν θα ήταν αυτός και του κόπηκε το γέλιο. Η επιστάτισσα, μια όμορφη σαραντάρα, φερόταν στον Σεβαστιανό σαν να ήταν η γυναίκα του. Ο Σεβαστιανός, από τη μεριά του, δεν είχε διόλου αγωνία. Έτσι, απογοητευμένος, άρχισε πάλι τις ελεύθερες ώρες του να ψάχνει για καινούργια δουλειά. Είχε καταλάβει πως ο επόμενος μήνας δεν θα τον έβρισκε εκεί.
Εκείνο που δεν κατάλαβε ποτέ, και χρόνια μετά σκέφτηκε να βρει την επιστάτισσα να του δώσει τη δική της εξήγηση, ήταν το επεισόδιο που εκτυλίχθηκε το βράδυ της παραμονής της απόλυσής του. Είχανε κλείσει, κι οι πιο πολλοί είχαν φύγει. Ανάμεσα στους πάγκους βρισκόταν μόνο ο ίδιος, ο Σεβαστιανός, η επιστάτισσα και μια νεαρή υπάλληλος δίχως άλλα στοιχεία. Αυτός, όταν σχολούσε, έφευγε κατευθείαν και ποτέ δεν είχε μείνει να κάνουν παρέα. Ήταν από τη φύση του κλειστός τύπος. Εκείνο το βράδυ όμως η επιστάτισσα τον υποχρέωσε, διακριτικά, να μείνει. Δυσκολεύτηκε, αλλά έμεινε. Η επιστάτισσα πρότεινε να πιούν ένα αναψυκτικό, το ψυγείο είχε απ’ όλα. Αυτός δεν διψούσε, αλλά δεν αρνήθηκε. Ο χειμώνας ήταν βαρύς τη χρονιά εκείνη και μια παγωμένη πορτοκαλάδα βραδιάτικα ήταν ό,τι έπρεπε! Καθώς κατέβαζαν τις γουλιές με προφυλάξεις, άναψαν κι από ένα τσιγάρο, η επιστάτισσα άρχισε να θαυμάζει τα πανάκριβα υφάσματα στα ράφια, σαν να τα έβλεπε για πρώτη φορά. Με μια δόση κρυφής ζήλειας, είπε ότι προορίζονται γι’ άλλες τσέπες, όχι για τις δικές τους. Ο Σεβαστιανός με τη νεαρή υπάλληλο δίχως άλλα στοιχεία συμφώνησαν, είπαν ότι εκείνοι δεν θα κατάφερναν ποτέ ν’ αγοράσουν τέτοια υφάσματα για να ράψουν κάποιο ρούχο ή για να το κρεμάσουν στα παράθυρά τους.
Αυτός, θες επειδή δεν είχε προβληματιστεί πάνω σ’ αυτό, θες επειδή είχε παρακολουθήσει κάμποσες θεατρικές παραστάσεις, θες επειδή αντιλήφθηκε πως συμμετείχε σε μια ψευτιά, είπε ότι δεν τον πείραζε. Θα ζούσε δίχως τα μεταξωτά. Προσπαθούσε μέσα του να συνδέσει την αποψινή συγκέντρωση με την αυριανή απόλυση και δεν έβγαζε άκρη. Η επιστάτισσα εξακολούθησε να μιλά για τα υφάσματα λέγοντας πως το αφεντικό του ήταν ζάπλουτος και πως αν έκοβαν λίγα μέτρα από κάποιο τόπι, δεν θα είχε καμιά σημασία γι’ αυτόν ―άσε που δεν θα το καταλάβαινε. Ενώ για κείνους θα ήταν αναπάντεχο δώρο. Αυτός χαμογέλασε. Του φάνηκε αστείο. Οι υπόλοιποι τρεις όμως του είπαν ότι δεν πρόκειται διόλου γι’ αστείο. Τώρα που δεν τους έβλεπε κανείς, δεν είχαν παρά να διαλέξουν. «Μα δε θες να ράψεις ένα κοστούμι;» τον ρώτησε η επιστάτισσα απορημένη στ’ αλήθεια με το φέρσιμό του. «Μπα!» της απάντησε.
Δεν ήταν που φοβόταν μη χάσει τη δουλειά του, μόνο που δεν του άρεσαν αυτά ―ούτε αυτό που τον έβαζαν να κάνει ούτε αυτά που παρίσταναν οι άλλοι. «Κόψτε εσείς» τους είπε όταν τον πίεσαν αφόρητα. Ούτε κι αυτό που είπε του άρεσε. Αυτομάτως γινόταν συνένοχος. Ο Σεβαστιανός έκανε πως διαλέγει. «Εμένα μου αρέσει αυτό. Θα κόψω για τη γυναίκα μου» είπε. Τότε η επιστάτισσα έγινε τόσο ενοχλητική που ξέχασε το ευγενικό της φέρσιμο. «Δεν σου είπαμε να κόψεις τον λαιμό σου, παιδάκι μου» του είπε τάχα μελοδραματικά. Αυτός ήθελε να ξεμπερδεύει. «Σύμφωνοι» είπε ηττημένος. «Διαλέγω αυτό.» Πάλι λάθος. Έπρεπε να διαλέξει από το καλύτερο. «Και δεν το κάνω;» αναρωτήθηκε, χαλαρά τώρα. Η επιστάτισσα του έκοψε μερικά μέτρα από ένα καρό κασμίρι που θα έφτανε για κοστούμι και θα περίσσευε. Το δίπλωσε με γρήγορες κινήσεις και το έβαλε σε μια σακούλα του σούπερ μάρκετ. Αυτός το πήρε και ρώτησε «Εντάξει;» «Εντάξει» του απάντησε η επιστάτισσα με ανακούφιση και συμπλήρωσε: «Καλύτερα να φύγουμε ένας-ένας». Αυτός θα έφευγε πρώτος, έτσι δεν θα μάθαινε τι θα έκαναν οι άλλοι πίσω του. Άλλωστε η παρουσία του δεν χρειαζόταν πια.
Στον δρόμο για το σπίτι του έμεινε με μιαν απορία που όσα χρόνια κι αν πέρασαν, όσες εξηγήσεις κι αν έδωσε, δεν κατάφερε να λύσει. Πέταξε τη σακούλα στον ανοικτό κάδο των απορριμμάτων, άναψε τσιγάρο και μια σκέψη τριγύριζε στο νου του: «Καλά να σε απολύσουν, αλλά γιατί πρέπει να σε απολύσουν σαν κλέφτη;»
Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)
Προσθέστε σχόλιο