Πλάνητες
Όλγκα Τοκάρτσουκ
μετάφραση: Αλεξάνδρα Δ. Ιωαννίδου
εκδόσεις Καστανιώτη, 2020 | 464 σελίδες
Αλήθεια, πόση εμπιστοσύνη μπορείς να μου δείξεις, αναγνώστη/τρια, αν σου πω πως το σημερινό βιβλίο πήγα και το ζήτησα από το βιβλιοπωλείο με τον εξής τρόπο: «Έχετε μήπως τους Πλανήτες της τύπισσας που πήρε το νόμπελ; Όλγα κάτι;».
Καμία; Ελάχιστη;
Θα ζητήσω κάτι παραπάνω για να μπορέσω να σε κρατήσω μέχρι το τέλος του κειμένου και να σου αποδείξω ότι υπάρχουν περιπτώσεις στην τέχνη που αν πας με την καρδιά καθαρή και το πνεύμα αγαθό, το σοκ που θα μεταλάβεις θα σου ταρακουνάει την ψυχούλα για πολύ καιρό.
Δεν είχα ιδέα λοιπόν για την Τοκάρτσουκ. Το ομολογώ. Κι αυτό μόνο υπέρ μου κατέληξε να είναι.
Το βιβλίο μιλάει για το σώμα. Σαν θεϊκό υλικό και σαν ταπεινά ανθρώπινο. Με τρόπο κυνικό, απόκοσμο, λατρευτικό. Σώματα στη φορμόλη, σε κρεβάτια ανατόμων, σε δημόσια θέα. Αλλάζουν οι αιώνες και οι πόλεις με το γύρισμα των σελίδων. Καρδιές που διασχίζουν σύνορα, πόδια που μιλάνε σε πρώτο πρόσωπο.
Το βιβλίο μιλάει για το ταξίδι. Των επιβατών (η Τοκάρτσουκ υπήρξε επιβάτης σε όλη της τη ζωή), το εσωτερικό ταξίδι, το αέναο, το ονειρικό. Η συγγραφέας καταγράφει μικρά περιστατικά σε αεροπλάνα και αεροδρόμια, διαρρηγνύει την ανθρώπινη φύση ένα κομμάτι τη φορά, χωρίς να κρίνει, χωρίς να επεμβαίνει. Αφήνει τους διαλόγους να κάνουν όλη τη δουλειά.
Το βιβλίο μιλάει για τον θάνατο. Πώς θα μπορούσε να γίνει αλλιώς. Η Τοκάρτσουκ θέλει να μιλήσει για όλα τα μεγάλα πράγματα. Το κάνει με έναν σκληρό τρόπο στις ιστορίες της, αλλά ποτέ δεν εκβιάζει το συναίσθημα. Ποτέ. Είναι τόσο αποστειρωμένη η γραφή της (με έναν μοναδικό τρόπο, δουλεμένο και πλήρως ελεγχόμενο), που αισθάνεσαι σα να παρακολουθείς ένα ντοκιμαντέρ χωρίς εικόνες.
Το βιβλίο μιλάει για την τέχνη. Ως αναζήτηση, ως κιβωτός που θα μεταφέρει ό,τι πολυτιμότερο έχουμε μέσα από τους μελλοντικούς κατακλυσμούς σε ένα καινούργιο Αραράτ: την ευθραυστότητα μας και ταυτόχρονα την ικανότητα μας μέσα από το μεγαλύτερο πόνο να γεννάμε ιδέες, να γεννάμε ανθρώπους, εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχει κεντρική ιστορία στους Πλάνητες. Μόνο ιστορίες. Των λίγων σειρών, των μερικών σελίδων. Είναι όμως η γραφή της Τοκάρτσουκ που τις ενώνει και τις εξυψώνει σε κάτι που φλέγεται πάνω από έναν κεντρικό πυρήνα και είναι έτοιμο να ανατιναχτεί στα χέρια του αναγνώστη. Με μια νέα γλώσσα που ψάχνει το ανόθευτο χωρίς να γίνεται πομπώδης (εξαιρετική η μετάφραση της Αλεξάνδρας Ιωαννίδου), οι λέξεις, τα σημεία στίξης, γίνονται υλικά λειτουργικά της διήγησης, σαν τους χαρακτήρες και σαν τις τοποθεσίες. Η Τοκάρτσουκ χειρουργεί με τη πένα της (ή το πληκτρολόγιο της) και δημιουργεί αμέτρητα σύμπαντα οικεία, που διασχίζουν το χώρο και το χρόνο.
Φτιαγμένο από το υλικό της Μεγάλης Λογοτεχνίας, το Πλάνητες είναι καταδικασμένο να μείνει παρακαταθήκη στις γενιές που θα έρθουν. Γιατί είναι καθρέφτης του σήμερα. Του κάθε σήμερα. Όσο υπάρχει το ανθρώπινο είδος και πορεύεται στο τίποτα ψάχνοντας να του δώσει νόημα. Το Πλάνητες δεν δίνει απαντήσεις. Διηγείται αυτή τη μεγάλη ιστορία. Μήπως και τη φέρουμε στα μέτρα μας.
Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)
Προσθέστε σχόλιο