Ο Τζόσεφ κάθισε στην μπογντώ μπολυθρόνα με το ξεφτισμένο μπράτσο, όπου συννεφάκια αφρολέξ γέμισης ξεπρόβαλλαν σαν να ήθελαν να αφήσουν άψυχο το αγαπημένο και μοναδικό κάθισμα στο σαλόνι του. Έκανε χώρο στον σωρό από πιάτα και μπουκάλια του βδομαδιάτικου φαγοπιώματος με τις κιτρινιασμένες ταλαίπωρες φτέρνες του στο τραπέζι κι άπλωσε το ένα κανονικό και το άλλο το πιο κοντό του πόδι. Αυτή η εκ γενετής ανισοσκελία συντρόφευε τον Τζόσεφ στη ζωή του. Πάντα τον ξεχώριζες από μακριά, καθώς πλησίαζε με το γοητευτικό κούτσαβλο περπάτημά του. Ταίριαζε στο όλο τζοσέφικο λούμπεν στυλ του, όπως ο γάντζος σε ένα θρυλικό πειρατή. Αρρενωπός, άντρας με τα όλα του, προικισμένος κατά τα κορίτσα που πέρασαν κάποια στιγμή από το κρεβάτι του, ο Τζόσεφ ο κουτσός ο εραστής από το Τζιμπουτί.
30 χρόνια κολλητάρια, από πρώτη δημοτικού. Ενώ όλα τα παιδιά τον κορόιδευαν, εγώ είχα γίνει ο μοναδικός του φίλος. Με εμένα λοιπόν υπερκινητικό, υπερβολικά αδύνατο, σκελετωμένο, μπιάφρα κανονική, ήμασταν ένα μίνι παιδικό φρικ σόου. Ακούσαμε πρώτη φορά μαζί ροκ. Διαβάζαμε ανελέητα ό,τι έπεφτε στα χέρια μας, δανείζοντάς τα ο ένας στον άλλο. Μέχρι και το πρώτο τσοντοπεριοδικό, μαζί το είχαμε αγοράσει. Ε, και τον πρώτο μπάφο μαζί τον ήπιαμε. Ο Τζόσεφ ξεπαρθενιάστηκε στα 14, εγώ τρία χρόνια πιο μετά. Κάναμε αχτύπητο δίδυμο στη ζωή, τώρα μόνο μας χτυπάει η μοίρα η άφραγκη, αλλά τα βγάλαμε πέρα και σε χειρότερα.
Ήμασταν στην κρίσιμη ηλικία των 30 και παραλίγο τριανταφεύγα και αναρωτιόμασταν γιατί δεν έχουμε ακόμα κατακτήσει τον κόσμο και δεν έχουμε ερωτευτεί ξανά όπως την πρώτη, τη μεγάλη φορά.
Ο Τζόσεφ θεωρούσε πως ένα από τα πιο ενοχλητικά πράγματα στον σύγχρονο κόσμο είναι η κόρνα. Εγώ, η αναμονή σε τηλεφωνική γραμμή και η κακιά μουσική υπόκρουση που πάντα τη συντροφεύει.
Γύρισα από την κουζίνα φέρνοντας ένα οικογενειακό κειμήλιο μεθυσιού του Τζόσεφ. Ήταν ένα γυάλινο σκεύος, σαν αποτυχημένος αμφορέας, χωρητικότητας τουλάχιστον 5λίτρων, το οποίο αναγόμωνε με λικέρ κράνα, όποτε πήγαινε στο χωριό. Απάνω είχε μια μεταλλική πινακίδα, όπου με την πάροδο του χρόνου αχνοφαινόταν πια η επιγραφή «Ιδιοκτησία Παναγιώτη Ζαχαριάδη». Παππούς του Τζόσεφ. Άνοιξα την κάνουλα και το στόμα μου. Το μυρωδάτο υγρό κύλησε απαλά σαν σιγανό ποταμάκι και το κατάπια. Έκλεισα την κάνουλα και περίμενα να φτάσει ανώδυνα το κόκκινο ζουμί στο στομάχι μου. Μου ‘ρχόταν να ξεράσω. “Πιες κι εσύ τώρα,” είπα στον Τζόσεφ.
Βολεύτηκα στο πάτωμα. Ο Τζόσεφ ήπιε 3 γερές γουλιές, αναστέναξε με χαρά, κοίταξε τον σωρό στο τραπέζι, πήρε ένα ποτήρι με διάφανο υγρό, το μύρισε, μάλλον νερό ήταν, το ρούφηξε κι έκανε μια γαργάρα σαν υποτυπώδες στοματικό διάλυμα και γύρισε προς το μέρος μου…
-Κράνα, μάνα μου. Κράνα. Πάρε μια καρέκλα ρε, μην κάθεσαι στο πάτωμα, και γέλασε λες κι άκουσε ανεκδοτάρα.
Από την κουζίνα ακουγόταν το καναρίνι της Ευγενίας. Λαλίστατο πτηνό. Πάει ένας χρόνος και κάτι που έφυγε ξαφνικά με την θέλησή της. Κανένας δεν το περίμενε. Κανένας δεν μπορούσε έστω να υποψιαστεί ότι θα έδινε τέτοιο τέλος. Μόνο αυτή γνώριζε. Κάποιους τους ξεβράζει η ζωή έτσι απλά, ξαφνικά, ανώδυνα, ήσυχα.
Ο Τζόσεφ κληρονόμησε το καναρίνι, να του θυμίζει την λαλίστατη, κατά τ’ άλλα, στη ζωή της Ευγενία.
Άνοιξα για κάποιο ανεξήγητο λόγο την τηλεόραση. Ίσως υποσυνείδητα να ‘θελα να καλύψω το κελάηδισμα αναμνήσεων της Ευγενίας.
Ειδήσεις. Των Προκτώ. Στο κεντρικό δελτίο ειδήσεων, μαζευόταν η προπαγάνδα της ημέρας, αν και γενικά δεν υπήρχε κίνηση αυτήν την ανοιξιάτικη βδομάδα.
«Μαζική η πορεία των αλλεργικών στη Θεσσαλονίκη κατά της άνοιξης, όπου χιλιάδες διαδηλωτές δόνησαν τη συμπρωτεύουσα με συνθήματα “Ξοζάλ, Ζιρτέκ κι αντισταμινικά, κλωτσιές σε αλλεργίες και σε αφεντικά”, “Δεν είναι αλλεργία είναι απεργία” και άλλα συνθήματα, με το πρωτοπόρο πανό “Είμαστε αλλεργικοί μόνο με τους ναζί” να οδηγεί το πρώτο μπλοκ σε σύγκρουση με τις δυνάμεις των ματ που προχώρησαν σε περιορισμένη χρήση βίας. 35 άτομα μεταφέρθηκαν στα επείγοντα, επειδή ψεκάστηκαν με χαμομήλια, ενώ χρησιμοποιήθηκαν και κρότου γύρης.
“Αψού κι απ’ την αρχή”, δήλωσε ο πρόεδρος των ΑΑ (άνεργων αλλεργικών) και προχώρησε σε συμβολικό κάψιμο χαρτομάνδηλων μπροστά στην πύλη του υπουργείου Μακεδονίας είναι ελληνική και Θράκης επίσης».
– Τι τον άνοιξες τον διάολο, έκανε ο Τζόσεφ. Απορούσα αν ακόμα λειτουργεί.
– Η ζωή θέλει τηλεπέραση, Τζο!
«Υψηλά ποσοστά τηλεθέασης και χτες βράδυ για το survivor, το ειδύλλιο μεταξύ της γυμνάστριας και του ηθοποιού φαίνεται να παίρνει σάρκα και οστά, καθώς ο Αντρέας μοιράστηκε την μπουγάτσα που κέρδισε με την Όλγα με χιλιάδες τηλεθεατές να περιμένουν με αγωνία την εξέλιξη του ειδυλλίου στο επόμενο επεισόδιο…», « Σκότωσε την κόρη του άνεργος πατέρας κι αυτοκτόνησε, καθώς δεν άντεχε άλλο την κατάντια….», «Κόλαση και φωτιά το νεαρό μοντέλο, καθώς στον αγώνα για την ασυλία δεν φόρεσε σουτγιέν, με την κάμερα να καταγράφει 4 τουλάχιστον χάρντ νιπλ σλιπ. Τελικά οι διάσημοι ξέσκισαν τους άσιμους, με τους τελευταίους να αφιερώνουν στον παίχτη που αποχώρησε το “αχ ρε μπουγάτσα περνάς καλά κι πάνω”…», « Πόσοι είναι οι φτωχοί, αλλά και πόσο φτωχοί είναι οι φτωχοί, αναρωτήθηκαν οι υπουργοί οικονομικών της Ευρώπης πριν το τουρνουά Bingo που ακολούθησε, με μεγάλο νικητή τον υπουργό από την Ολλανδία που κερδίζει για δεύτερο συνεχόμενο γιούρογκρουπ…»
Κλείσιμο του κουτιού. Θλίψη. Ο Τζόσεφ άνοιξε την κάνουλα και πήρε 3 γερές γουλιές. Το καναρίνι μέσα σολάριζε, δίνοντας πάσα στο καναρίνι της Σάντυς απέναντι.
– Που να σκάσει, με έχει πάρει τ’ αυτιά! η μάνα της Σάντυς στην γειτόνισσα φίλη κάργια. Σαράντα χρόνια πριν είχε έρθει από το χωριό να σπουδάσει, ξέχασε τους ήχους του χωριού, ξέχασε και τις σπουδές της. Για τον Τόλη, τον οποίον περίμενε η κρεατόσουπα να γυρίσει από το συνεργείο. Στη διαδρομή θα κόρναρε σε κάνα ξέκωλο ένα χρόνο μεγαλύτερο από τη Σάντυ, θα ‘τρωγε την κρεατόσουπα και θ’ άνοιγε το κουτί, πιο ανάλαφρος από χτες, καθώς η Σάντυ βρήκε δουλειά. Δουλειά Γραφείου. Προμόσιο μάρκετιν και τα ρέστα. Ένας σικ τρόπος να αναφερθείς σε καθιστική δουλειά αγγαρείας για ψωροδίφραγκα. Αυτό ήταν αρκετό για τον κυρ Τόλη.
Το καναρίνι δίπλα από το κάδρο «πτυχίο γεωλογίας» της Σάντυ, έδινε πάσα στο μοναχοπούλι της Ευγενίας απέναντι.
Ο θετός πατέρας Τζόσεφ στο σαλόνι, άναβε τσιγάρο με σπίρτο. Από τότε που τον θυμόμουνα μόνο με σπίρτα άναβε. Σνόμπαρε τους αναπτήρες για κάποιο λόγο που δεν μοιράστηκε ποτέ μαζί μας.
Ήπια μια γουλιά κράνα, γλυκιά γλυκιά.
Ο Τζόσεφ είχε παραιτηθεί από την δουλειά του πριν ένα μήνα. Χαμαλοδουλειά σε μια μεταφορική που του κληρονόμησε κάτι μίνι δισκοκήλες κι αποκάλυψε κάτι χαλαρές χονδροπάθειες στα γόνατα. Βάλε και το κουτσό του Τζόσεφ, ήταν ένα χάρμα ορθοπεδικής παλινωδίας. Παρ’ όλο το σακάτεμα, ο Τζόσεφ ήταν θεριό ανήμερο. Έστυβε την πέτρα και την έκανε τουριστική άμμο για κάστρα απόρθητα στην παραλία. Μου θύμιζε πια στην κορμοστασιά τον Ρουμάνο οικοδόμο στη γειτονιά, τον Πετρέσκιου. Ένας εργάτης φιλόσοφος. Καθόμασταν μικροί στα πεζούλια της πλατείας, καταϊδρωμένοι από το παιχνίδι. Ο Πετρέσκιου γυρνούσε κατάκοπος, ηλιοκαμμένος από την δουλειά. Πάντα μας έλεγε κάτι.
Μια φορά, μας είχε δει σκυθρωπούς, να πετάμε με τον Τζόσεφ χαλίκια σε μια μεγάλη πέτρα πιο πέρα.
– Σήμερα είμαι πολύ στεναχωρημένος, μας είπε. Δεν θέλω άλλη στεναχώρια. Η ζωή θέλει τσαμπουκά, αισιοδοξία.
Πετάχτηκε στο ψιλικατζίδικο μας πήρε ένα σακούλι φιστίκια σούπερ γκούφυ, από αυτά που νομίζαμε ότι τρώνε οι ελέφαντες, τα αράπικα. Απ΄ τα καλύτερα δώρα που ‘χαμε πάρει ποτέ. Ένα σακούλι φιστίκια αράπικα.
Μια άλλη μέρα, παίζαμε κλέφτες κι αστυνόμους με τα δίδυμα της γειτονιάς, τον Άρη και τον Σπύρο. Ήμασταν οι αστυνόμοι και πανηγυρίζαμε, γιατί είχαμε μπουζουριάσει το δίδυμο των κλεφτών.
Ο Πετρέσκιου μας πλησίασε με αγαθό, επικριτικό ύφος, μας πήρε αγκαλιά και μας είπε με υποψία βουρκώματος:
– Το να κυνηγάς το κακό, δε σε κάνει απαραίτητα καλό, μικρά μου παιδιά!
Πέρασαν χρόνια για να καταλάβουμε πόσο δίκιο είχε ο Πετρέσκιου.
Στα 14 μας, ο Πετρέσκιου έφυγε από την γειτονιά. Δεν τον προλάβαμε στην μετακόμιση, γιατί ήμασταν σχολείο. Όταν γυρίσαμε σπίτι, η μάνα μου μας έδωσε ένα σκάκι που μας το είχε αφήσει δώρο, μαζί μ’ ένα σημείωμα, σε κακή γραμματοσειρά. Πετρέσκιου ιτάλικ μπολντ.
«Είστε τίποτα και τα πάντα μαζί. Είστε φίλοι, γιατί έχετε ψυχή. Αν σταματήσετε να είστε φίλοι κάπου στο δρόμο, χάσατε την ψυχή. Μην την χάσετε. Με αγάπη, ο φίλος σας Eusebie Petresciu». Μας στοίχειωσε…
-Ψήνεσαι ρε Τζο για μια πατρίδα σκάκι; Πάει καιρός.
– Με άριστα το δέκα, σε τι ψυχολογία είσαι για σκάκι, με ρώτησε. (αυτό το «με άριστα το δέκα» το χρησιμοποιούσε συνέχεια ο Τζόσεφ).
– 8, του είπα.
Ήπιε 3 γερές γουλιές κράνα!
– Άμα είναι 8, να παίξουμε.
Προσθέστε σχόλιο