Κριτική Τεύχος #14

«Πορεία προς τη Ρώμη και τα περίχωρα», Emilio Lussu – Μια μαρτυρία για την άνοδο του ιταλικού φασισμού

Το πιο εντυπωσιακό στοιχείο που αναφέρει ο Λούσου είναι η χαμαιλεοντική ικανότητα διαφόρων γύρω του, ακόμη και ανθρώπων που αρχικά τάχθηκαν εναντίον του φασισμού, να εφευρίσκουν ευφάνταστες δικαιολογίες για την προσχώρησή τους στο φασιστικό κόμμα.

Πορεία προς τη Ρώμη και τα περίχωρα
Emilio Lussu
μετάφραση: Βαγγέλης Ζήκος
Αλφειός, Αθήνα 2024| 240 σελίδες

Ίσως λόγω του ελληνοϊταλικού πολέμου το 1940-41 και της απεικόνισης του Μουσολίνι έκτοτε στη χώρα μας ως γελοίας καρικατούρας, ίσως λόγω του γεγονότος ότι η εμπειρία από την ιταλική κατοχή ήταν πολύ λιγότερο επώδυνη από αυτή των γερμανικών ναζιστικών στρατευμάτων, σε κάθε περίπτωση ακόμη και το πιο ενημερωμένο ελληνικό κοινό γνωρίζει σαφέστατα περισσότερα πράγματα για τον ναζισμό, παρά για τον ιταλικό φασισμό. Εξάλλου, ακόμη κι όταν μιλάμε για φασισμό, έχουμε κατά νου κυρίως τη ναζιστική εκδοχή του. Αν μάλιστα πρέπει να αναφερθούμε σε συγκεκριμένα γεγονότα από την ιστορία του φασισμού στην Ιταλία, αυτά που μας έρχονται πρόχειρα στον νου, πέρα από τον ελληνοϊταλικό πόλεμο, είναι συνήθως η Πορεία προς τη Ρώμη, ο πόλεμος στην Αιθιοπία και ο Μουσολίνι κρεμασμένος ανάποδα.

Έτσι, το βιβλίο αυτό έρχεται να γεμίσει ένα μέρος αυτού του κενού για το ελληνικό αναγνωστικό κοινό που θέλει να αποκτήσει μια καλύτερη εικόνα για την πρώτη δεκαετία εκείνης της περιόδου. Ο συγγραφέας του, ο Εμίλιο Λούσου (Emilio Lussu), ήταν ένας αντιφασίστας βουλευτής ενός μικρού αυτονομιστικού-σοσιαλιστικού κόμματος από τη Σαρδηνία ο οποίος κυνηγήθηκε από το μουσολινικό καθεστώς και απέδρασε στη Γαλλία από τον τόπο εξορίας του το 1929. Το 1933 θα εκδώσει στο Παρίσι την «Πορεία προς τη Ρώμη και τα Περίχωρα» για να αφηγηθεί την άνοδο του ιταλικού φασισμού στην εξουσία, τα πρώτα χρόνια του σε αυτή, μέσα από είδε και έζησε ο ίδιος κατά την περίοδο 1919-1929.

Στις σελίδες αυτού του χρονικού λοιπόν γίνεται ξεκάθαρο ότι οι Ιταλοί φασίστες και ο ηγέτης του δεν ήταν απλώς κάποιοι γραφικοί που χαιρετούσαν -τάχα μου- ρωμαϊκά και ονειρεύονταν την αναβίωση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, αλλά είχαν τα δικά τους κανονικότατα τάγματα εφόδου. Αυτές οι ομάδες, οι σκουαδριστές, έσπαζαν γραφεία εφημερίδων και συνδικάτων, τυπογραφεία κ.α., χτυπούσαν συνδικαλιστές, απεργούς, δημοκράτες, αριστερούς, ακόμη και παλιούς συμπολεμιστές τους, φτάνοντας συχνά σε δολοφονίες, τρομοκρατούσαν ολόκληρες πόλεις και χωριά που είχαν αντιφασιστική φήμη, πάντα θρασύδειλα και σχεδόν πάντα με την υποστήριξη του κρατικού μηχανισμού. 

Βλέπουμε επίσης πώς μια δράκα απογοητευμένων βετεράνων του Α΄ Παγκοσμίου, ξεπεσμένων αριστοκρατών, εγκληματιών του κοινού ποινικού δικαίου και άλλων καλόπαιδων, με συνθήματα τύπου MIGA (Made Italy Great Again, αν σας θυμίζει κάτι), κατόρθωσε να πάρει την εξουσία με τη συμφωνία, την ανοχή, την ατολμία και την αναποφασιστικότητα του συνόλου σχεδόν του πολιτικού κόσμου, σε αγαστή συνεργασία με τον βασιλιά, μεγάλο μέρος των κρατικών λειτουργών και θεσμών, τους μεγαλοβιομήχανους του Βορρά και τους μεγαλοκτηματίες της ιταλικής υπαίθρου.

Παρακολουθούμε τα όσα συνέβησαν γύρω από την περίφημη Πορεία προς τη Ρώμη και συνειδητοποιούμε ότι επρόκειτο περί ενός φιάσκου από το οποίο διασώθηκε ο Μουσολίνι μόνο και μόνο επειδή δεν υπήρχαν οι δυνάμεις που θα του έδιναν μια γερή κλωτσιά. Στη συνέχεια μάλιστα πληροφορούμαστε ότι υπήρξαν κι άλλες ευκαιρίες για να αποπεμφθεί, πράγμα που δεν συνέβη γιατί αφενός εξυπηρετούσε συγκεκριμένα συμφέροντα και αφετέρου οι αντίπαλοί του ήθελαν να το κάνουν εντός συνταγματικής νομιμότητας. Φυσικά, οι περισσότεροι από τους τελευταίους γνώρισαν με την πρώτη ευκαιρία διώξεις πολύ πέραν της όποιας νομιμότητας.

Όμως, αυτό που εντυπωσιάζει πραγματικά είναι οι ομοιότητες όσων περιγράφονται με μερικές από τις πιο μελανές σελίδες της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Και δεν μιλάω απλώς για τις αυτονόητες συνδέσεις με το φασιστικό καθεστώς του Ιωάννη Μεταξά (λογοκρισία, κάψιμο βιβλίων, συλλήψεις αντιφρονούντων, βασανιστήρια με ρετσινόλαδο, εξορίες σε ξερονήσια) και το εμφυλιακό και μετεμφυλιακό κράτος (τα ίδια με πριν δηλαδή, συν την εξορία σε ξερονήσια τύπου Μακρονήσου, όπου οι πολιτικοί κρατούμενοι έπρεπε όχι μόνο να τσακιστούν, αλλά και να ανανήψουν). Αναφέρομαι κυρίως στην περίοδο της ανόδου της Χρυσής Αυγής· διατρέχοντας το βιβλίο εύκολα υποθέτουμε ότι οι εγχώριοι φασίστες έδρασαν μιμούμενοι τους Ιταλούς ομοϊδεάτες τους, σχεδόν σαν να διάβαζαν από ένα εγχειρίδιο του τύπου «Φασισμός για αρχάριους».

Από τα τάγματα εφόδου και την επιλογή των θυμάτων τους, που αναφέρθηκαν ήδη, ως τη στρατολόγηση, ιδίως στην ύπαιθρο, εγκληματιών του κοινού ποινικού δικαίου και περιθωριακών τύπων, από τις απόπειρές τους να διεκδικήσουν (και να κατακτήσουν) τον δημόσιο χώρο με εντυπωσιοθηρικές, παρότι κάθε άλλο παρά πολυπληθείς, παρελάσεις και εκδηλώσεις, ως τον προσεταιρισμό κάθε εθνικής, εθνικιστικής ή συντηρητικής ιδέας ή συλλογικότητας που μπορούσε να τους δώσει μεγαλύτερα ερείσματα στην κοινή γνώμη, οι πρακτικές των χρυσαυγιτών ήταν ολόιδιες με αυτές που περιγράφονται στο βιβλίο από τον Λούσου. Κι ακόμη, η θρασυδειλία, οι πλάτες από τον κρατικό μηχανισμό, η αποκήρυξη μελών που το «παρατράβηξαν» με τη βία σε άκαιρη στιγμή, αλλά και τα φλερτ με τον συντηρητικό/φιλελεύθερο πολιτικό κόσμο και τους επιχειρηματίες, η ανάληψη πολιτικής ευθύνης τελικά για όλα από τον ίδιο τον αρχηγό, παραπέμπουν ευθέως σε όσα ζήσαμε κι εδώ την περίοδο που η ΧΑ ήταν στα ντουζένια της.

Το πιο εντυπωσιακό όμως, για το οποίο ο ίδιος ο Λούσου επιφυλάσσει τις καλύτερες στιγμές του απολαυστικού άγριου σαρκασμού του, είναι η χαμαιλεοντική ικανότητα διαφόρων γύρω του, ακόμη και ανθρώπων που αρχικά τάχθηκαν εναντίον του φασισμού, όχι απλώς να μεταστρέφονται από εχθρούς και πολέμιους του σε μέλη του φασιστικού κόμματος και να παίρνουν υψηλές ή χαμηλές θέσεις στο φασιστικό πλέον κράτος, αλλά να εφευρίσκουν και ευφάνταστες δικαιολογίες για τη μεταστροφή τους. Μέχρι και το ότι έτσι θα άλλαζαν τον φασισμό από μέσα ισχυρίζονταν κάποιοι! Με ωμή ειρωνεία ο συγγραφέας μιλάει για ανθρώπους που κόμπαζαν αρχικά ότι θα αυτοκτονήσουν ή ότι θα ζωστούν φυσεκλίκια και θα πολεμήσουν, για να φτάσουν να γίνουν θεωρητικοί του καθεστώτος έπειτα.

Κι αυτό ίσως είναι το μεγαλύτερο μάθημα που μπορούμε να πάρουμε από αυτό το εξόχως διδακτικό βιβλίο: τον φασισμό πρέπει να τον τσακίζει κανείς από νωρίς και με αποφασιστικότητα, πρέπει να μην του δίνεται ο παραμικρός χώρος, γιατί έτσι και βρει πάτημα για να βρεθεί έστω και λίγο στην εξουσία, είναι πια πολύ αργά, αφού τότε δεν μπορούμε πια να είμαστε σίγουροι για τα αντιφασιστικά αντανακλαστικά κανενός. Εξάλλου, ακόμη και εκείνες οι πολιτικές δυνάμεις που θέλουν να τον χρησιμοποιήσουν ως το μακρύ τους χέρι για να χτυπήσουν τους αντιπάλους τους και έπειτα να τον ξεφορτωθούν, θα βρεθούν έπειτα κάτω από τη μπότα του.

Κλείνοντας, δεν μπορώ παρά να αναφερθώ και στις λογοτεχνικές αρετές της μαρτυρίας του Λούσου: μια αφήγηση άμεση, απλή, χωρίς σχοινοτενείς θεωρητικές αναλύσεις, που αφήνει να μιλήσουν κατά βάση τα ίδια τα γεγονότα και να βγάλουμε εμείς τα δικά μας συμπεράσματα. Ενώ μάλιστα πολλά από τα γεγονότα που αφηγείται έχουν πρωταγωνιστή τον ίδιο, αφού έβαλε το κεφάλι του στον ντορβά ουκ ολίγες φορές, δεν ανιχνεύουμε στο κείμενο κανένα ίχνος ναρκισσισμού ή αυτοηρωοποίησής του. Με ένα σχεδόν λαϊκό ύφος, που δεν γίνεται όμως ποτέ ούτε απλοϊκό ούτε αφ’ υψηλού, γεμάτο πικρό χιούμορ και σκληρή ειρωνεία, ο συγγραφέας μάς φέρνει ολοζώντανη μπροστά μας εκείνη την εποχή, ακόμη κι αν δεν γνωρίζουμε από αλλού τα πρόσωπα της ιταλικής πολιτικής σκηνής και τις άλλες προσωπικότητες που παρελαύνουν στις σελίδες του. 

Εδώ βέβαια παίζει, για το ελληνικό αναγνωστικό κοινό, σημαντικό ρόλο και η ρέουσα μετάφραση του Βαγγέλη Ζήκου, που όχι μόνο απέδωσε πειστικά το ύφος και τους ιδιωματισμούς του Σάρδου αντιφασίστα, αλλά μας προσφέρει και σημαντικά στοιχεία για την εποχή μέσα από πολύ εύστοχες και χρήσιμες υποσημειώσεις (οι οποίες ευτυχώς βρίσκονται κάτω από το κείμενο και όχι στο τέλος του βιβλίου!). Το ίδιο διαφωτιστικό είναι και το επίμετρο του Λάμπρου Φλίτουρη, ο οποίος μέσα σε λίγες σελίδες μας δίνει μια συναρπαστική βιογραφία του Εμίλιο Λούσου, παρακολουθώντας την εξέλιξη των αντιφασιστικών αντιλήψεων του από τα πρώτα χρόνια του φαινομένου ως τα χρόνια που έζησε στην εξορία και στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Έχουμε να κάνουμε λοιπόν με ένα πραγματικά χρήσιμο βιβλίο σε μια πολύ ωραία έκδοση στα ελληνικά από τις εκδόσεις Αλφειός.

Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)

Σχετικά με τον συντάκτη

Αντώνης Γαζάκης

Ο Αντώνης Γαζάκης αποφοίτησε από τη Σχολή Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων το 2000 και από το 2004 εργάζεται στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Διαβάζει πολλή λογοτεχνία, και ενίοτε γράφει γι’ αυτή στο μπλογκ του μαζί με δικά του μικρολογοτεχνικά κείμενα, ενώ άρθρα του επί παντός επιστητού δημοσιεύονται επίσης στο alterthess.gr, στο thegreekcloud.com και αλλού. Ζει στη Θεσσαλονίκη και όταν δεν διαβάζει, παίζει θέατρο, κιθάρα, Civilization και διάφορα RPG ή βλέπει σειρές μυστηρίου. Από τον Σεπτέμβριο του 2019 μέχρι τον Δεκέμβριο του 2020 διετέλεσε δημοτικός σύμβουλος στον Δήμο Θεσσαλονίκης, εκλεγμένος με το ενωτικό ψηφοδέλτιο «Πόλη Ανάποδα - Δύναμη Ανατροπής».

Προσθέστε σχόλιο

Πατήστε εδώ για να σχολιάσετε

Secured By miniOrange