Τεύχος #11 Ιδρύματα πολιτισμού: μια εισαγωγή

«Σφαίρες από ζάχαρη»: το ίδρυμα Φορντ κατά τη Δικτατορία των Συνταγματαρχών 

«Μπορεί να υπάρξουν ορισμένοι κομμουνιστές τους οποίους ο εχθρός δεν κατάφερε να νικήσει με τα όπλα και φέρουν αξία τον τίτλο τoυ ήρωα για τη στάση τoυς απέναντι σ’ εκείνo τoν εχθρό· αλλά δεν μπoρoύν να αντισταθoύν στις σφαίρες από ζάχαρη. Θα νικηθoύν απo σφαίρες από ζάχαρη. Πρέπει να πρoφυλαχτoύμε από μια τέτoια κατάσταση.»

Μάo Τσετoυνγκ (Έκθεση προς τη 2η ολομέλεια της έβδομης Κεντρικής Επιτροπής του Κ.Κ.Κ.)

Σκοπός αυτoύ τoυ άρθρoυ [1] είναι να εξετάσει τη δράση του Ιδρύματος Φορντ (Fοrd Fοundatiοn) στην Ελλάδα κατά την περίοδο της δικτατορίας, και τη συζήτηση και την πολεμική που διεξήχθη ανάμεσα στους λήπτες των χορηγιών και τους υποστηρικτές τους από τη μια, και όσους τάχθηκαν κατά των υποτροφιών από την άλλη. Στα πλαίσια της τελευταίας, οι λήπτες υπερασπίστηκαν τη συνεργασία με το Ίδρυμα υπό το πρίσμα της μη παρέμβασης του τελευταίου στο έργο τους, ενώ όσοι τάχθηκαν εναντίον, κατήγγειλαν τον ρόλο των Ιδρυμάτων στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ, υπονοώντας το πόσο σημαντικό είναι αυτό λόγω της σχέσης μεταξύ των ΗΠΑ και δικτατορικού καθεστώτος.

Προκειμένου να γίνει κατορθωτό το πιο πάνω θεωρώ πως θα πρέπει να συνδεθεί η ελληνική αυτή περίπτωση και συζήτηση με τη διεθνή συζήτηση γύρω από τα διάφορα Ιδρύματα, κυρίως πολιτιστικού περιεχομένου ή περιβλήματος, μέσα στο ιστορικό πλαίσιο της περιόδου. Δηλαδή, δεν γίνεται να «διαβάσει» κάποιος τις πολεμικές της περιόδου έξω από το συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο όπως διαμορφώνεται, τόσο διεθνώς, με τον ψυχρό πόλεμο αλλά και την άνοδο των κινημάτων και την αμφισβήτηση που αυτά επέφεραν σε θεσμούς και μορφές εξουσίας κατά τη μακρά δεκαετία του ’60, όσο και στο εσωτερικό. Με το μετεμφυλιακό πλαίσιο γενικώς και της δικτατορία ειδικώς. Μιας δικτατορίας η οποία τότε, στα πλαίσια της αριστεράς αλλά και γενικότερα, εθεωρείτο ασυζητητί αμερικανοκίνητη και αμερικανοστήριχτη· ή με τα λόγια του ίδιου του Ιδρύματος, «[η] κυβέρνηση Παπαδόπουλου απολαμβάνει μεγάλη και επίσημη αναγνώριση από την κυβέρνηση των ΗΠΑ».[2]

Επιλέγω, ως μεθοδολογία, την ιστορικοποίηση της μελέτης των Ιδρυμάτων, την ένταξη ενός προγράμματος ή ενός ιδρύματος εντός του ευρύτερου πλαισίου λειτουργίας και στοχοθεσίας των Ιδρυμάτων όπως αυτή έχει αναδειχθεί από την υπάρχουσα βιβλιογραφία, και, τέλος, την εξέταση των αποτελεσμάτων ή της επίδρασης των χορηγιών στο ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον, κάτι το οποίο συχνά βρίσκεται πέραν των δεδηλωμένων ή μη προθέσεων, είτε των Ιδρυμάτων και των λειτουργών τους, είτε των ληπτών. Κι αυτή η πρόταση δεν αφορά μόνο την περίπτωση του Ιδρύματος Φορντ αλλά προτείνεται για την μελέτη αντίστοιχων περιπτώσεων εν γένει.

Τι είναι όμως το Ίδρυμα Φορντ για το οποίο έγινε τόσος λόγος; Το ΙΦ ιδρύεται στα μέσα του 1930 και στα τέλη του 1940 αποτελεί τον ιδιοκτήτη του 90% των μη-εκτελεστικών μετοχών της ομώνυμης βιομηχανίας.[3] Την ίδια περίοδο ξεκινάει τη χρηματοδότηση προγραμμάτων πολιτιστικής αλλά και αναπτυξιακής φύσεως. Τα χρηματοδοτούμενα προγράμματα εντάσσονται στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου, με τα στελέχη του Ιδρύματος να προέρχονται ή να καταλήγουν σε Αμερικανικές Υπηρεσίες (λ.χ. στελέχη του Σχεδίου Μάρσαλ ή της CIA).

Τα Αμερικανικά Φιλανθρωπικά Ιδρύματα ως μοχλός της Αμερικανικής Εξωτερικής Πολιτικής

Ως προς αυτό, η Φράνσες Στόνορ Σόντερς (Frances Stonor Saunders) αναφέρεται εκτενώς στο Who Paid the Piper? the CIA and the cultural Cold War. Η Σόντερς ανέδειξε κάτι το οποίο σήμερα αποτελεί κοινό τόπο: Πως η αμερικανική κεντρική υπηρεσία πληροφοριών, η CIA δηλαδή, επένδυσε δεκάδες εκατομμύρια δολάρια σε διάφορα προγράμματα πολιτιστικής φύσεως, με εμβληματικότερο αυτών το Κογκρέσο για την Πολιτιστική Ελευθερία [Congress For Cultural Freedom] το οποίο έδρασε και στην Ελλάδα, με μικρότερη ένταση από άλλες χώρες της Δυτικής Ευρώπης.[4] Κεντρικό ρόλο στην δράση της CIA στον πολιτισμικό ψυχρό πόλεμο έπαιξε ένα δίκτυο «ιδιωτικών» συσσωματώσεων (λ.χ. επιχειρήσεων και φιλανθρωπικών ιδρυμάτων) και «φίλων» το οποίο συγκροτήθηκε ως μια ανεπίσημη μορφή κονσόρτσιουμ, με στόχο να δρα ως ιμάντας μεταφοράς χρηματοδότησης αλλά και επίσημης κάλυψης για διάφορα προγράμματα και επιχειρήσεις της CIA.[5]

Κατά τη Σόντερς, η χρήση φιλανθρωπικών ιδρυμάτων υπήρξε ο ευκολότερος τρόπος χρηματοδότησης προγραμμάτων της CIA χωρίς να υποπέσει στην αντίληψη των ληπτών η πηγή της χρηματοδότησης. Στα μέσα της δεκαετίας του 1960 αυτό έγινε αντικείμενο αρθρογραφίας στις ΗΠΑ και το εξωτερικό με αποτέλεσμα το 1976 να οριστεί μια εξεταστική επιτροπή για να διερευνήσει τη δράση της Αμερικανικής Υπηρεσίας. Αυτή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι μόνο για την περίοδο 1963-1966 δόθηκαν 700 χορηγίες πλέον των 10.000 αμερικανικών δολαρίων διαμέσου 164 ιδρυμάτων, εκ των οποίων τουλάχιστον οι 108 χρηματοδοτήθηκαν εν μέρει ή εξ ολοκλήρου από τη CIA. Επιπλέον, υπήρξε εμπλοκή της CIA στις μισές τουλάχιστον χορηγίες που αφορούσαν τη διεθνή δραστηριότητα των 164 αυτών ιδρυμάτων κατά την εν λόγω περίοδο. Σε αυτή τη λειτουργία είχαν εξέχουσα θέση ιδρύματα όπως, το Φορντ, το Κάρνεγκι και το Ροκφέλερ με δεσμούς μελών των Συμβουλίων τους με τη CIA ή και συμμετοχή τους στην τελευταία.[6]

Η δράση του Ιδρύματος Φορντ στην Ευρώπη εμφανίζεται μεταπολεμικά με στενή σύνδεση του ιδίου με το Σχέδιο Μάρσαλ και άλλα αμερικανικά προγράμματα. Το 1952, ο Ρίτσαρντ Μέρβιν Μπίσελ, ο νεότερος [Richard Mervin Bissell Jr.], υπεύθυνος του Σχεδίου Μάρσαλ στη Γερμανία, και μετέπειτα στέλεχος της CIA και εις εκ των επιτελαρχών της εισβολής στον Κόλπο των Χοίρων και στην Κρίση των πυραύλων στην Κούβα εντάσσεται στη δύναμη του Ιδρύματος Φορντ. Από την περίοδο αυτή το Ίδρυμα Φορντ ανέπτυξε ή χρηματοδότησε μια σειρά προγραμμάτων σε αυτό το ψυχροπολεμικό πλαίσιο, όπως εκδόσεις βιβλίων (Intercultural Publications program) και εντύπων (Perspectives, De Monat) που αφορούσαν κυρίως στη μη-κομμουνιστική αριστερά της Δυτικής Ευρώπης.[7] Το ίδιο το Κογκρέσο για την Πολιτιστική Ελευθερία υπήρξε βασικός λήπτης των χορηγιών του Ιδρύματος Φορντ.[8]

Ο διεθνολόγος Ιντέρτζιτ Παρμάρ μέσω των αναλύσεων του εκφράζει αντίστοιχες απόψεις με την Σόντερς. Επιπλέον αναφέρει πως το δίκτυο φιλανθρωπικών ιδρυμάτων και ακαδημαϊκών ελίτ ενσωματώθηκε σε ένα παγκόσμιο δίκτυο μέσω του οποίου οι Ηνωμένες Πολιτείες ενίσχυσαν κράτη ή περιοχές ο έλεγχος των οποίων είχε στρατηγικό χαρακτήρα στα πλαίσια του ψυχρού πολέμου. Η Ελλάδα περιλαμβάνεται σε αυτά τα κράτη.[9]

Ιδρύματα, όπως το Φορντ, χρησιμοποιούνται ως ιμάντας χρηματοδότησης από την CIA είτε και εκπόνησης προγραμμάτων τα οποία εκπορεύονται από την τελευταία. Στόχος των διαφόρων προγραμμάτων αποτελεί η άμβλυνση του αντιαμερικανισμού, εξωραΐζοντας τις ΗΠΑ μέσω προπαγανδιστικού υλικού, ταινιών, βιβλίων και περιοδικού τύπου ή με υποτροφίες που προορίζονται κυρίως για άτομα τα οποία θεωρείται πως θα παίξουν ενεργό ρόλο στην πολιτική και πολιτιστική ζωή της εκάστοτε χώρας, αλλά και, προβάλλοντας την θετική όψη της χώρας κυρίως μέσω της προβολής των αμερικανικών γραμμάτων και τεχνών.[10]

Τα παραπάνω δεν αποτελούν ούτε κάποια θεωρία συνωμοσίας ούτε κάποιο επτασφράγιστο μυστικό. Ο Τόμας Μπρέιντεν [Thomas W. Braden], αμερικανός δημοσιογράφος, ιδιοκτήτης εφημερίδας και τηλεοπτικός παρουσιαστής, αλλά πρωτίστως υψηλόβαθμο στέλεχος της CIA με άμεση εμπλοκή στον πολιτιστικό ψυχρό πόλεμο, τα έγραφε το 1967 σε άρθρο με τίτλο, «Χαίρομαι που η CIA είναι “ανήθικη”», υπερασπιζόμενος την ιμπεριαλιστική πολιτιστική πολιτική της CIA, και, κυρίως, αποδεχόμενος πλήρως τον τρόπο λειτουργίας της μέσω κρυφών χρηματοδοτήσεων, αποκαλύπτοντας (χρηματοδοτούμενα) πρόσωπα και καταστάσεις. Το άρθρο του Μπρέιντεν αποτελούσε απάντηση στο περιοδικό Ramparts του οποίου είχαν προηγηθεί αποκαλύψεις για τις πολιτικές και τα προγράμματα χρηματοδότησης της CIA και οι οποίες αποκαλύψεις έγιναν γνωστές και στην εδώ πλευρά του Ατλαντικού.

Αν όμως κάποιος παραμένει δύσπιστος και θεωρεί πως το θέμα εμπίπτει σε θεωρίες συνωμοσίας θα αντιμετωπίσει σοβαρό πρόβλημα εάν προσπελάσει το ίδιο το αρχείο του Ιδρύματος Φορντ. Εκεί, θα βρει σειρά φακέλων σε σχέση με την CIA, τα «ορφανά» (προγράμματα) της CIA,[11] τα oπoία έμειναν «oρφανά», δηλαδή, η CIA υποχρεώθηκε να παύσει την χρηματοδότησή τους, μετά τις αποκαλύψεις του Τύπου και μέχρι την υιοθέτησή τους από τα διάφορα ιδρύματα, όπως λ.χ. και το ίδιο το Κογκρέσο για την Πολιτιστική Ελευθερία.[12] Το ζήτημα της CIA, του αμερικανικού υπουργείου εξωτερικών και της αμερικανικής κυβέρνησης εν γένει, καταλαμβάνει και αρκετά εκτενές κομμάτι των προφορικών μαρτυριών στελεχών του ΙΦ οι οποίες επίσης φυλάσσονται στο αρχείο του Ιδρύματος.[13]

Αυτά έγιναν γνωστά στην Ελλάδα μέσω των εκδόσεων και του τύπου. Πέραν του Ramparts, ήδη από το 1965 οι New York Times είχαν προχωρήσει σε σειρά αποκαλύψεων για τη δράση της CIA και τη σχέση της με πανεπιστημιακά και κοινωφελή ή φιλανθρωπικά ιδρύματα. Το 1971 κυκλοφορεί το βιβλίο του Κλωντ Ζυλιέν, Η Αμερικανική Αυτοκρατορία, σε μετάφραση Νίκου Καραμανλή.[14] Ο συγγραφέας αφιερώνει μέρος του βιβλίου του ακριβώς στον ρόλο των διαφόρων ιδρυμάτων και την σχέση τους με την CIA και γενικώς για τον πολιτισμικό ψυχρό πόλεμο από πλευράς των ΗΠΑ.[15] Επιπλέον, την ίδια χρονιά κυκλοφορεί το βιβλίο της Λιλής Ζωγράφου, Ο ηλιοπότης Ελύτης. Στην έκδοση αυτή, η Ζωγράφου αναφέρεται στο ρόλο της CIA και του Ιδρύματος Φορντ επ’ αφορμή ενός άρθρου του Ντέηβιντ Ράνσομ το οποίο δημοσιεύθηκε τον Οκτώβριο του 1970 στο περιοδικό Ramparts για τη σχέση μεταξύ αμερικανικών ακαδημαϊκών και φιλανθρωπικών ιδρυμάτων, προεξέχοντος του ΙΦ και της εγκαθίδρυσης της δικτατορίας του Σουχάρτο στην Ινδονησία.[16] Υπάρχει δηλαδή ήδη ένα πλαίσιο συζήτησης ως προς το θέμα.[17] Αλλά ας επιστρέψουμε στη δράση του Ιδρύματος στην Ελλάδα, και κυρίως σε αυτήν κατά τη διάρκεια της Δικτατoρίας των Συνταγματαρχών.

Η δράση του ΙΦ στην Ελλάδα, 1958-1967

Το Ίδρυμα Φορντ εμφανίζεται στη χώρα μας κατά τη δεκαετία του 1950, και συγκεκριμένα, το 1958. Το 1975 δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Καθημερινή κατάλογος με τις υποτροφίες του εν λόγω ιδρύματος που αφορούσαν στην περίοδο 1958-1974. Είχε προηγηθεί και δημοσιευμένος στο περιοδικό Panderma του Λεωνίδα Χρηστάκη ο κατάλογος των ληπτών χορηγιών για την περίοδο 1968-1972.[18] Εκεί σε μια παράγραφο που προηγείται του καταλόγου, το Ίδρυμα Φορντ τονίζει πως οι χορηγίες δίνονται κατόπιν αίτησης με μόνη υποχρέωση του παραλήπτη την εκπόνηση του έργου, στην οποία δεν εμπλέκεται το ίδρυμα. Μέσα από τον κατάλογο του Ιδρύματος είναι φανερό πως κατά την προδικτατορική περίοδο χρηματοδοτούνται κατά βάση οργανισμοί όπως ο Αθηναϊκός Τεχνολογικός Όμιλος του Κων/νου Δοξιάδη—ο οποίος μάλιστα λαμβάνει την μερίδα του λέοντος—, το Κολλέγιο Αθηνών, το τότε Βασιλικό και νυν Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, το Κέντρο Οικονομικών Ερευνών (μετέπειτα Kέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ)) υπό τον Ανδρέα Παπανδρέου, κ.ά. Άρα την περίοδο 1958-1967 το Ίδρυμα Φορντ επιλέγει να χρηματοδοτήσει κρατικούς φορείς ή φορείς με σαφής και μακροχρόνιες σχέσεις με τις ΗΠΑ (Κολλέγιο Αθηνών, Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών, δραστηριότητες Κων/νου Δοξιάδη, κ.α.).[19]

Η περίοδος της Δικτατορίας

Κατά την περίοδο της δικτατορίας βλέπουμε μια τομή όπου οι χορηγίες είναι κατά βάση ατομικές ή αφορούν καλλιτεχνικές συλλογικότητες οι οποίες δεν έχουν κρατική ή θεσμική, υπό την έννοια της καθεστωτικής, υπόσταση, αλλά και μία «αριστερόστροφη κατεύθυνση» ως προς την χορήγηση τους.[20] Οφείλουμε να αναφέρουμε ότι από το 1970 και έπειτα, η Καίτη Μυριβήλη[21] αποτελεί την υπεύθυνη του προγράμματος στην Ελλάδα ενώ πριν αναλάβει ως υπεύθυνη του Ιδρύματος Φορντ εργάστηκε στην USIS (Αμερικανική Υπηρεσία Πληροφοριών).[22] Η Μυριβήλη έχει κεντρικό ρόλο στη διαμόρφωση του ελληνικού προγράμματος του Ιδρύματος όπως και ο Μακνίλ Λάουρι (McNeil Lοwry), επικεφαλής του Τμήματος για τις Ανθρωπιστικές Επιστήμες και τις Τέχνες του Ιδρύματος. Τα δύο αυτά πρόσωπα αποτελούν επί της ουσίας το ίδιο το  πρόγραμμα και θα ήταν ασφαλές να υποθέσουμε πως τόσο ο σχεδιασμός, όσο και η υλοποίησή του, περνάει από τους δύο τους. Άλλωστε στο αρχείο του Ιδρύματος που αφορά την ελληνική περίπτωση φαίνεται η Μυριβήλη να προτείνει ή να συνδιαμορφώνει με τον Λάουρι, ο οποίος και έχει τον τελικό λόγο και την υπεράσπιση ή την επεξήγηση των αποφάσεων έναντι της υπόλοιπης διοίκησης του ιδρύματος.[23] Αυτό μάλιστα έχει χρησιμοποιηθεί ως «άλλοθι» των υποστηρικτών του. Συγκεκριμένα, στις κριτικές ότι το πρόγραμμα, όπως και τα προγράμματα του Ιδρύματος Φορντ και των όμορων ιδρυμάτων, αποτελεί τμήμα του βραχίονα της πολιτιστικής πολιτικής των ΗΠΑ,δηλαδή ένα εργαλείο πολιτιστικού ιμπεριαλισμού, δίνεται η απάντηση πως αποτελούσε ένα προσωπικό πρόγραμμα του Λάουρι, ή, όπως λέει η ίδια η Μυριβήλη, «[κ]αι ερχόταν συχνά ο Λάουρι, κάθε έξι μήνες […] Εκείνος αποφάσιζε. […] [Ό]λη αυτή η ιστορία ήτανε ενός ανθρώπου δουλειά. Αυτό δεν το έχουνε καταλάβει και δεν το πιστεύουνε. Ήταν ο Λάουρι, ήταν δικό του παιδί.»[24] Κατά τη γνώμη μου, όπως έγραψα και πιο πάνω,  η Μυριβήλη λέει την αλήθεια αλλά συνάμα δεν είναι απόλυτα ειλικρινής. Όντως πρόκειται για ένα δημιούργημα του Λάουρι, ήταν άλλωστε σύνηθες οι διάφοροι αξιωματούχοι του Φορντ να έχουν προγράμματα που αποτελούσαν δημιούργημά τους ή για/και στα οποία δείχνουν μια ιδιαίτερη αδυναμία. Η ανειλικρίνεια όμως έγκειται στο γεγονός πως αυτό δεν σημαίνει πως τα προγράμματα αυτά, για τα οποία συχνά, και στην ελληνική περίπτωση, δαπανήθηκαν τεράστια ποσά, ήταν τόσο προσωπικά που να μην τηρούν τις γενικές κατευθύνσεις των Ιδρυμάτων αλλά όχι σπάνια και της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής.[25]) Ενδεικτικό είναι πως κατά την υπό εξέταση περίοδο, επικεφαλής του Ιδρύματος υπήρξε ο Μακτζορτζ Μπάντι (McGeorge Bundy), ειδικός για θέματα εξωτερικής πολιτικής με θητεία τόσο στην ακαδημία, όσο, κυρίως, και σε θεσμούς όπως το Σχέδιο Μάρσαλ, Σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας της Κυβέρνησης Κένεντι αλλά και της Κυβέρνησης Τζόνσον με ενεργό ρόλο σε επιχειρήσεις όπως στον Κόλπο των Χοίρων, στην Κούβα, την Αμερικανο-Κουβανική κρίση των πυραύλων και τον πόλεμο του Βιετνάμ, πριν μεταπηδήσει στο Ίδρυμα Φορντ. Όπως θα δούμε πιο κάτω, ο ίδιος ο Λάουρι ζητώντας, επί της ουσίας, την συνδρομή του επικεφαλής της Αμερικανικής Υπηρεσίας Πληροφοριών στην Ελλάδα, θέτει το ζήτημα της υπηρέτησης της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής μέσω της στήριξης του προγράμματος του Ιδρύματος . Επιπλέον, το πρόγραμμα αυτό μπορεί να ήταν «παιδί» του Λάουρι αλλά «αναγνωρίστηκε» από την διοίκηση του Ιδρύματος. Kαι δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά μιας και την περίοδο εκείνη το ελληνικό πρόγραμμα αποτελούσε το μεγαλύτερο πρόγραμμα του Ιδρύματος στο εξωτερικό.[26] Το ίδιο το πρόγραμμα, και παρότι χρηματοδοτούσε κυρίως «μη υποστηρικτές του καθεστώτος» δεν συνάντησε αντιστάσεις και προβλήματα από πλευράς του δικτατορικού καθεστώτος. Κι αυτό διότι, όπως σημειώνει το ίδιο το Ίδρυμα, «η Κυβέρνηση Παπαδόπουλου απολαμβάνει της εκτενούς και επίσημης υποστήριξης της κυβέρνησης των ΗΠΑ και οι δραστηριότητες του Ιδρύματος Φορντ δίνουν στο Υπουργείο Εξωτερικών και την Αμερικανική Υπηρεσία Πληροφοριών τη δυνατότητα να επιδείξουν πολλά ως προς τις πολιτιστικές σχέσεις Αμερικής-Ελλάδας».[27] Αν αναλογιστεί κανείς αυτή την παραδοχή από πλευράς του Ιδρύματος, θεωρώ πως μπορεί να αντιληφθεί  τον έντονο προβληματισμό όχι μόνο έναντι του Ιδρύματος, αλλά και έναντι ληπτών των χορηγιών του, όσων επέλεξαν να αντισταθούν στην οικονομική ανάσα που θα σήμαινε τυχόν χορηγία για τους ίδιους και μάλιστα σε ζοφερούς καιρούς. Δηλαδή, η στενή σχέση μεταξύ δικτατορικού καθεστώτος και ΗΠΑ και η απρόσκοπτη δραστηριότητα του Ιδρύματος στην Ελλάδα την ίδια περίοδο, δημιουργούσε προβληματισμό στους αντιδικτατορικούς αγωνιστές όχι μόνο για το Ίδρυμα αλλά και για όσους αποδέχονταν την συνεργασία μαζί του.

Σύμφωνα με αναφορές του Ιδρύματος για το πρόγραμμά του στην Ελλάδα, ως στόχος αναφέρεται η αποτροπή της μετανάστευσης των ταλαντούχων διανοουμένων και καλλιτεχνών με αποτέλεσμα την παραμονή και την δράση τους ως «δύναμη διαφωτισμού».[28] Σε ένα απολογιστικό κείμενο του Ιδρύματος για το πρόγραμμα κατά την περίοδο 1968-1972 τονίζεται η σημασία των ταξιδιωτικών χορηγιών, και κυρίως προς τις ΗΠΑ, για την «διανοητική και ψυχολογική ανάπτυξη των Ελλήνων καλλιτεχνών και ακαδημαϊκών», μέσω της «επαφής με την δημιουργική ζωή ανοικτών κοινωνιών, την εμπειρία του ανοιχτού διαλόγου, τον πειραματισμό και “το πνεύμα του να γίνονται πράγματα” πραγμάτων τα οποία σπανίζουν ή είναι ανύπαρκτα σε αυτή τη χώρα [, την Ελλάδα]».[29]

Μια υπόθεση εργασίας, με βάση το γενικό, αντικομμουνιστικό μεν, φιλελεύθερο δε, πνεύμα των Ιδρυμάτων, αλλά και του ίδιου του Λάουρι,[30] είναι πως τα πιο πάνω όντως σκιαγραφούν την στοχοθεσία του προγράμματος. Η προώθηση μια «άλλης Αμερικής», του θετικού προσώπου του Αμερικανικού Ιανού όπου ο πόλεμος του Βιετνάμ ή η συνεργασία των ΗΠΑ με την Δικτατορία των Συνταγματαρχών θα αντιπαραβληθεί με την φιλελεύθερη Αμερική των γραμμάτων και των τεχνών.

Η σύγκρουση των διανοουμένων

Η γνωστοποίηση της δράσης του ΙΦ στην Ελλάδα, κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, είχε ως αποτέλεσμα να διεξαχθεί μια έντονη συζήτηση ή καλύτερα πολεμική, μεταξύ των ληπτών των χορηγιών και των υπερασπιστών τους από τη μια, και όσων διαφωνούσαν με την πιο πάνω στάση. Αυτή έλαβε χώρα δια του τύπου, ενδεικτικά αναφέρω τις εφημερίδες Βήμα και Απογευματινή και τα περιοδικά Ανοιχτό Θέατρο, Panderma, Προσανατολισμοί που δημοσίευσαν κείμενα σε σχέση με το ΙΦ.

Βασικοί εκπρόσωποι της πλευράς των ληπτών υπήρξαν οι Δ. Ν. Μαρωνίτης, Γ. Π. Σαββίδης, μέσω άρθρων τους στο Βήμα, και οι Κάρολος Κουν και Θ. Δ. Φραγκόπουλος ενώ την αντιμαχόμενη πλευρά συγκροτούσαν οι Γιώργος Μιχαηλίδης και Γιώργος Χατζόπουλος, γνωστοί και ως ομάδα του Κάλβου μιας και ήταν συνιδρυτές των εκδόσεων Κάλβος καθώς και οι Λιλή Ζωγράφου και Λεωνίδας Χρηστάκης. Στην κριτική κατά του Φορντ συμμετείχαν κι άλλοι, όπως η Μαριέττα Ριάλδη και η Ροζίτα Σώκου.

Η έκταση της πολεμικής ήταν τέτοια που ο αντιπρόεδρος του Ιδρύματος Φορντ, Μακνίλ Λάουρι επισκέφθηκε την Ελλάδα και έδωσε πολύωρη συνέντευξη τύπου στις 11 Ιανουαρίου 1973. Στη συνέντευξη υπεραμύνθηκε της πολιτικής του ιδρύματος η οποία σύμφωνα με τον ίδιο ήταν πολιτικά ουδέτερη μιας και:

«Δεν ενδιαφερόμαστε για τις πολιτικές, τις ερωτικές, κοινωνικές ή άλλες πεποιθήσεις των ατόμων που επιχορηγούμε…Ενδιαφερόμαστε μόνον για τις ικανότητες των ατόμων αυτών και όχι για τις απόψεις τους….Πολλές από τις χορηγίες του Ιδρύματος έχουν δοθή σε πρωτοποριακά συγκροτήματα, καθόλου φιλικά διακείμενων προς το καπιταλιστικό κατεστημένο της Αμερικής ή και άλλων χωρών.»[31]

Ο Λάουρι αναφέρεται και στην κριτική που δέχεται το Ίδρυμα:

«Για τις παρεξηγήσεις που προκάλεσαν οι φήμες και οι ανεύθυνες διαδόσεις καθώς και για τις κατηγορίες που διατυπώθηκαν δεν έχω να πω τίποτε. Σας βεβαιώ ότι δεν ήλθα στην Ελλάδα για να αντικρούσω συκοφαντίες. Πρέπει πάντως να προσθέσω ότι οι κατηγορίες που διατυπώθηκαν σε βάρος μας, στην Ελλάδα, αποτελούν ένα πολύ μικρό μέρος των κατηγοριών και συκοφαντιών που δεχόμαστε από την Δεξιά, από την άκρα Αριστερά και κυρίως από αυτούς, των οποίων οι αιτήσεις απορρίφθηκαν. Θα ήταν αδύνατον να καταναλώνουμε όλο τον καιρό μας για ν’ απαντούμε σε κάθε μία απ’ αυτές.»

Παρά τις περί αντιθέτου διαβεβαιώσεις, η όλη συνέντευξη τύπου φαίνεται να υπηρετούσε ακριβώς το αντίθετο. Κάτι το οποίο παραδέχεται και η Μυριβήλη η οποία μάλιστα παρουσιάζει την συνέντευξη ως δική της πρόταση/παράκληση προς τον Λάουρι μιας και δεν άντεχε άλλο την πολεμική αλλά και μιας και η ίδια ισχυριζόταν πως δεν μπορούσε να μιλήσει λόγω του καθεστώτος.[32] Να αποκρούσει δηλαδή την πολεμική ενάντια στο Ίδρυμα Φορντ και τον πολιτικό ρόλο τον οποίο ερχόταν να επιτελέσει μέσω των χορηγιών και τον οποίο ο Λάουρι προσπαθούσε να παρουσιάσει ως μια ουδέτερη πολιτικά πράξη με μόνο στόχο την προαγωγή των γραμμάτων και των τεχνών. Επίσης επιχειρούσε να υπερτονίσει ότι οι, κατά τον ίδιο, «συκοφαντίες» εκπορεύονται κυρίως από όσους έχουν απορριφθεί οι αιτήσεις τους προσπαθώντας να προσδώσει ιδιοτελή κίνητρα στην κριτική προς το Ίδρυμα Φορντ και τις χορηγίες του. Επιπλέον, αποδίδει τις καταγγελίες στα «δύο άκρα», κάτι το οποίο επαναλαμβάνεται και σε έκθεση της Μυριβήλη.[33] Ο ίδιος ο Λάουρι σε επιστολή του προς τον Φρανκ Σέξπιρ (Frank Shakespeare), επικεφαλής της Αμερικανικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, στις 4 Νοεμβρίου 1969 και αφού αναφέρει πως χάρη στην Υπηρεσία το Ίδρυμα μπόρεσε να δράσει στην Ελλάδα και πως για το 1968 οι δραστηριότητες του Φορντ στην Ελλάδα ως προς την χρηματοδότηση του τομέα των ανθρωπιστικών επιστημών και των τεχνών ξεπερνούν την συνολική χρηματοδότηση του ομοσπονδιακού προϋπολογισμού για τα πολιτιστικά προγράμματα (CU Program). Ο Λάουρι τονίζει πως είναι μεγάλο το διακύβευμα όχι για το Ίδρυμα Φορντ αλλά για τα αμερικανικά συμφέροντα. Συγκεκριμένα:

Αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα, χάρη στη USIS το ΙΦ έχει τη δυνατότητα να ενθαρρύνει βασικούς διανοητικούς και καλλιτεχνικούς πόρους και εξ όσων γνωρίζω η Αμερικανική εικόνα παρουσιάζεται ισορροπημένη λόγω αυτής της δραστηριότητας όσο από οτιδήποτε άλλο συμβαίνει στην Αθήνα αυτή τη στιγμή. Η τεράστια βοήθεια που υπήρξε η USIS για το ΙΦ, για την επιδίωξη των στόχων του, και για τα σπουδαία ελληνικά ταλέντα [με τα οποία ήρθε σε επαφή] δεν θα ήταν εφικτή χωρίς την διορατικότητα, τις επαφές και τις ενέργειες της κας. Μυριβήλη. Όπως ίσως γνωρίζετε, ίσως και όχι, οι δραστηριότητες του ΙΦ στην Ελλάδα από το 1968 στον τομέα των ανθρωπιστικών επιστημών και των τεχνών και μόνο, ξεπερνάνε ολόκληρο τον Αμερικανικό ομοσπονδιακό προϋπολογισμό για το πρόγραμμα CU. Κρίνονται πάρα πολλά εδώ, και δεν αναφέρομαι στο ΙΦ αλλά στα αμερικανικά συμφέροντα· και θα είμαστε σε πολύ χειρότερη θέση ως προς την προστασία της επένδυσης αυτή χωρίς την ενεργή παρουσία ειδικών όπως η κα. Μυριβήλη κ.ά. Πρόκειται για πολύ πρακτικές και απότομες εκτιμήσεις και γι αυτό απολογούμαι για την παρέμβαση πέραν των αρμοδιοτήτων μου.[34]

Βλέπουμε εδώ την παραχώρηση της πρωτοκαθεδρίας ως προς την χρηματοδότηση της πολιτιστικής διπλωματίας, και του πολιτισμού εν γένει, από το κράτος στα ιδιωτικά κοινωφελή ιδρύματα.

Τα επιχειρήματα των ληπτών και των υπερασπιστών τους μπορούν να συνοψιστούν στα εξής δυο. Δεν υπάρχουν βρώμικα λεφτά και άρα πρέπει να κρίνεται το έργο και όχι η πηγή της χρηματοδότησης, και δεν υπάρχει καμιά παρέμβαση ή άλλη δέσμευση έναντι του Ιδρύματος Φορντ. Από την άλλη, οι πολέμιοι του Ιδρύματος Φορντ, αναπαράγουν εν πολλοίς τα σχήματα της διεθνούς αρθρογραφίας, όπως, οι δεσμοί των ιδρυμάτων με τις μυστικές υπηρεσίες τον ΗΠΑ, ο βρώμικος ρόλος του στην Ινδονησία και ο ρόλος του αμερικανικού ιμπεριαλισμού εν γένει.

Η πολεμική και οι τόνοι ανέβηκαν και από τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές με σκληρή φρασεολογία έναντι των αντιπάλων. Ο Γ. Π. Σαββίδης καταφέρεται κατά των πολέμιων του Ιδρύματος Φορντ κατηγορώντας τους για «‘προοδευτική’ τρομοκρατία» (Γ. Π. Σαββίδης, εφ. Το Βήμα, 16/12/1972, σ. 1-2), ο Δ. Ν. Μαρωνίτης έγραφε για “αυτόκλητους παράγοντες της πνευματικής μας ζωής” στο άρθρο του “Τα βρώμικα λεφτά και οι μωρές παρθένες” (Το Βήμα, 06/01/1973, 1-2). Κανένα από τα άρθρα των υπερασπιστών της λήψης των χορηγιών δεν απαντάει στο βασικό ερώτημα ή κριτική, που αφορά στο Ίδρυμα Φορντ καθαυτό και τον ρόλο του στα πλαίσια του πολιτιστικού ιμπεριαλισμού μιλώντας μάλιστα για θεωρίες συνωμοσίας, όπως ο Νίκος Γερμανάκος στο απαντητικό του άρθρο προς τη Μαριέττα Ριάλδη (Ν. Γερμανάκος, «Το Ίδρυμα Φορντ και Ποιους Επιχορηγεί», Απογευματινή, 28/12/72). Οι λήπτες υπερασπίζονται το δικαίωμα στην δημιουργία αλλά και την επιβίωση τους μέσω της χορηγίας και τονίζουν την μη ύπαρξη δεσμεύσεων, λ.χ. επί του περιεχομένου. Από το ίδιο το Ίδρυμα τονίζεται πως την χορηγία την έλαβαν όσοι από μόνοι τους έκαναν αίτηση.

Η μέχρι τώρα έρευνα επιβεβαιώνει την απουσία δεσμεύσεων ή και υποδείξεων ως προς το περιεχόμενο που θα παραχθεί. Αρκετές χορηγίες μάλιστα δίνονται σε λήπτες για αρκετά ασαφείς και γενικούς σκοπούς, λ.χ. «γενική στήριξη» όπως στις περιπτώσεις τoυ «Θεάτρου Τέχνης» του Καρόλου Κουν ή της «Εταιρίας Ελληνικών Λαϊκών Χορών και Τραγουδιού» της Δόρας Στράτου, κάτι το οποίο δεν αποτελούσε ελληνική ιδιαιτερότητα μιας και το συναντάμε και σε χορηγίες του ιδρύματος σε άλλες χώρες.[35] Αντίστοιχα σε περιπτώσεις ατομικών χορηγιών έχουμε εξίσου γενικούς σκοπούς όπως «για να συγκεντρωθεί στο δημιουργικό έργο στην ποίηση» στην περίπτωση Μανόλη Αναγνωστάκη ή Μίλτου Σαχτούρη.[36] Από την άλλη ο Λάουρι και η Μυριβήλη επιχειρούσαν να πείσουν τους ανθρώπους των γραμμάτων και των τεχνών να αιτηθούν παρότι το Ίδρυμα υποστήριξε το αντίθετο.[37]

Η κριτική των πολέμιων του ιδρύματος θα μπορούσε να συνοψιστεί στα εξής. Πρώτον, δεν πρόκειται για ένα ιδιωτικό ζήτημα και μάλιστα σε μια «κανονική περίοδο», άλλωστε το Φορντ είχε κάθε δικαίωμα να δημοσιοποιήσει τα ονόματα των χορηγουμένων όπως και έγινε σε κάποια χρονική στιγμή. Εδώ ως μη «κανονική» θεωρείται η περίοδος λόγω της Δικτατορίας και των σχέσεών της με τις ΗΠΑ. Δεύτερον, ότι η οικονομική ή άλλου τύπου εξάρτηση από φορείς και ιδρύματα, παροπλίζει τους δημόσιους διανοουμένους. Τρίτον, η χρηματοδότηση οδηγεί στη δημιουργία κλίματος μη εμπιστοσύνης τόσο στην ίδια την τάξη των διανοουμένων όσο και ανάμεσα στους διανοούμενους και άλλα τμήματα της κοινωνίας, κυρίως αυτών που τοποθετούνταν ενάντια στην δικτατορία. Ένα άρθρο της περιόδου που συνοψίζει αυτές τις απόψεις είναι το Γιώργου Χατζόπουλου, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Ανοιχτό Θέατρο υπό το ψευδώνυμο Δ. Φ. Ελευθερίου με τον δηλωτικό τίτλο «Το σκοινί της διανόησης και η θηλειά της Φορντ».

Σύμφωνα με τον ανθρωπολόγο Σωτήρη Δημητρίου—μέλος του Σύγχρονου Κινηματογράφου κατά την περίοδο αυτή—προδικτατορικά και μέχρι την έλευση των χορηγιών υπήρξε στο νέο ηλικιακά κόσμο του ελληνικού κινηματογράφου, στους “αντάρτες του σινεμά”, μια σχέση αλληλοβοήθειας και συλλογικής δημιουργίας. Το τελευταίο διαρρήχθηκε με τις χορηγίες οι οποίες κατά τον ίδιο λειτούργησαν διαβρωτικά και προωθήθηκε μια τάση ατομικής προβολής και δημιουργίας και η οποία επικράτησε.[38] Κατά του Ιδρύματος Φορντ τάχθηκαν και αντιδικτατορικές οργανώσεις. Σε τεύχος της Μαμής, της εφημερίδας των Επαναστατικών Σοσιαλιστικών Ομάδων,[39] υπάρχει άρθρο με τίτλο “Το Συσσίτιο της Φορντ” το οποίο μάλιστα κατονομάζει ως βασικό πρόσωπο που επιλέγει τους υποτρόφους τον Στρατή Τσίρκα. Το άρθρο θεωρεί τις υποτροφίες  μέθοδο εξαγοράς για ι το μαζικό κίνημα που πάει να γεννηθεί και το οποίο θα απειλούσε την καπιταλιστική σταθερότητα. Κάνει κριτική στα «Νέα Κείμενα», ως μια κίνηση κατά βάση υποτρόφων του Ιδρύματος Φορντ με θολό, αταξικό, αντιχουντικό προσανατολισμό («ο κομμουνιστής Ρίτσος πλάι στον ορκισμένο αντικομμουνιστή και πρώην διοικητή τραπέζης Πεσμαζόγλου»).[40] Μερικούς μήνες μετά και η “Νέα Ελλάδα”, όργανο του ΠΑΜ αφιερώνει σχεδόν μια σελίδα στην προαναφερθείσα συνέντευξη του Λάουρι με υπέρτιτλο “Δολλάρια που στάζουν αίμα στους συγγραφείς και καλλιτέχνες”.[41]

Το ουσιαστικό ζήτημα που δημιουργήθηκε με τις χορηγίες του Ιδρύματος Φορντ φαίνεται να είναι όντως αυτό που επισήμανε τόσο η Μαριέττα Ριάλδη όσο και ο Γιώργος Χατζόπουλος. Η δημιουργία κλίματος μη εμπιστοσύνης ανάμεσα σε όσους έτυχαν της χορηγίας και όσους απέρριψαν αυτό το ενδεχόμενο. Μάλιστα η όλη συζήτηση για την λήψη ή μη της χορηγίας δημιούργησε συγκρουσιακό κλίμα και εντός συλλογικοτήτων όπως σε αυτή του Ελεύθερου Θεάτρου και του Σύγχρονου Κινηματογράφου.

Αφετέρου δε, η εξατομίκευση που ανέφερε ο Σωτήρης Δημητρίου. Δεν πρέπει να παραγνωρίσουμε πως υπήρξαν και προτάσεις για ατομικές χορηγίες σε άτομα που ήδη συμμετείχαν σε συλλογικότητες και που πιθανές θετικές απαντήσεις τους θα οδηγούσε σε αποψίλωση των συλλογικών εγχειρημάτων, τέτοιες προτάσεις έγιναν λ.χ. στον Γιώργο Κοτανίδη και τον Βασίλη Ραφαηλίδη, και το οποίο ενισχύει το επιχείρημα του Δημητρίου. Εάν αναλογιστούμε την στοχοθεσία του Ιδρύματος όπως περιγράφηκε πιο πάνω, δηλαδή, του να δοθούν χορηγίες για προώθηση της (ατομικής) διάνοιας και καλλιτεχνικής δημιουργίας, κυρίως, μέσω της επαφής των καλλιτεχνών και διανοουμένων με την αμερικανική πραγματικότητα, και τον ατομικισμό ως φιλελεύθερη αξία, μπορεί κανείς να δει πως η κριτική του Δημητρίου συναντά την στοχοθεσία του Ιδρύματος. Ασχέτως εάν η στοχοθεσία του τελευταίου ήταν να διαρρήξει τις συλλογικότητες, κάτι το οποίο επουδενί τεκμαίρεται από την μέχρι τώρα έρευνα, είναι γεγονός πως η προώθηση του φιλελεύθερου χαρακτήρα του προγράμματος αποτελεί και την εν γένει προώθηση του ατομικισμού, κάτι το οποίο τεκμαίρεται και εκ του αποτελέσματος.

Από την άλλη, το επιχείρημα περί επιβίωσης και στήριξης της πνευματικής δημιουργίας από όσους έλαβαν τις χορηγίες θα μπορούσε να αντικρουστεί κάλλιστα από τα ίδια τα γεγονότα. Αυτή η επίκληση φαίνεται κι από την τοποθέτηση του Δ. Ν. Μαρωνίτη στην επιστολή ή επιφυλλίδα του με τίτλο «Τα βρώμικα λεφτά και οι μωρές παρθένες» (Βήμα 17/1/1973) αναφερόμενος στο γεγονός πως η μοναδική δέσμευση των υποτρόφων είναι η αποπεράτωση κάποιου έργου γράφει τα εξής: “Όσοι ενοχλούνται από μια τέτοια δέσμευση, σημαίνει ότι προτείνουν την χειμερία νάρκη αντί της πνευματικής εγρήγορσης και τη λιμοκτονία αντί της επιβίωσης.” Γιατί το Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν δεν μπορούσε να επιβιώσει χωρίς τη χορηγία, ενώ το Ελεύθερο Θέατρο με λιγότερο κύρος μιας και έκανε τα πρώτα του βήματα μπορούσε; Κατ’ ακρίβεια ούτε το ΕΘ επιβίωνε αλλά οι ηθοποιοί επέλεξαν την ετεροαπασχόληση από τη χορηγία προκειμένου να συμπληρώνουν το εισόδημά τους.

Γιατί μέσα στους πολέμιους του ιδρύματος Φορντ βρέθηκαν κατά βάση αυτοί που πρώτοι τόλμησαν σε πολιτιστική και συνάμα πολιτική δημιουργία μέσα στη χούντα όπως οι εκδότες του Κάλβου και των Νέων Στόχων κίνηση που εμπεριείχε και την ανάγκη βιοπορισμού; Μάλιστα οι πρώτοι, οι εκδόσεις Κάλβος δηλαδή, είχαν καλέσει και τον Τσίρκα να συμμετάσχει στο εγχείρημά τους και ο ίδιος αρνήθηκε επιλέγοντας την σιωπή έναντι της φωνής.[42]

Τέλος, περί της πρωτοβουλίας από τους χορηγουμένους για τη λήψη της χορηγίας μέσω των ατομικών τους αιτήσεων. Σε πολλές περιπτώσεις αναφέρονται μεσολαβητές, συναντήσεις με την Μυριβήλη και προτροπές για να προχωρήσουν σε αίτηση. Το αναφέρει ο Ραφαηλίδης, ο Χρηστάκης, ο Μιχαηλίδης, ο Κοτανίδης αλλά κυρίως, στο αρχείο του Ιδρύματος Φορντ στην Ελλάδα υπάρχουν σειρά προτάσεων της Μυριβήλη προς τον Λάουρι για πιθανούς υποτρόφους (19/1/1970, Κ1, Φ1). Αυτό δεν θα ήταν προβληματικό εάν δεν υπήρχε ο συνεχής ισχυρισμός για το αντίθετο.

Εν κατακλείδι

Υποστηρίζω πως η υπόθεση του ιδρύματος Φορντ θα πρέπει να ιδωθεί εντός του ιστορικού πλαισίου της Δικτατορίας των Συνταγματαρχών, και κυρίως του πως η τελευταία ήταν συνδεδεμένη στη συνείδηση και της διανόησης σε σχέση με τις ΗΠΑ. Επίσης, θα πρέπει να ιδωθεί στη βάση του γεγονότος ότι η πολιτισμική πολιτική των ιδρυμάτων αυτών συνδέεται αποδεδειγμένα με την εξωτερική πολιτική των χωρών καταγωγής των ιδρυμάτων κάτι που ακόμη κι αν δεν ήταν ευρέως γνωστό τότε, σίγουρα δεν ήταν άγνωστο. Έτσι, για να συνοψίσω τα επιχειρήματα στην πολεμική μεταξύ ληπτών και υποστηρικτών του ιδρύματος από την μια, και πολεμιών τους από την άλλη, οι πρώτοι κατηγορούν τους δεύτερους ότι βλέπουν παντού σφαίρες, ενώ οι δεύτεροι εγκαλούν τους πρώτους ότι δεν βλέπουν παρά μόνο τη ζάχαρη.

Πηγές

Braden, Thomas W., “I am glad the CIA is ‘immoral’”, The Saturday Evening Post, 20 May 1967, 10-14. http://www.cambridgeclarion.org/press_cuttings/braden_20may1967.html.

Parmar, Interjeet, “Conceptualising the State-Private Network”, in Helen Laville and Hugh Wilford (eds), The US Government, Citizen Groups and the Cold War: The State-Private Network, London and New York: Routledge, 2006.

Sanders, Frances Stonor, The Cultural Cold War: The CIA and the World of Arts and Letters, New York: The New Press, 2013.

Schwartz Larry, “The Ford Foundation, Little Magazines and the CIA in the Early Cold War”, Cultural Logic: Marxist Theory & Practice, (Whole Number 21), 76-96. http://clogic.eserver.org/2014/Schwartz.pdf

Scott-Smith, Giles, “’A Radical Democratic Political Offensive’: Melvin J. Lasky, Der Monat, and the Congress for Cultural Freedom”, Journal of Contemporary History, 35:2 (Apr. 2000), 263-280.


Το κείμενο επιμελήθηκε ο Γιώργος Ηλιάδης.

Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)

Υποσημειώσεις[+]

Σχετικά με τον συντάκτη

Χρίστος Μάης

Ο Χρίστος Μάης είναι διδάκτορας πολιτισμικής ιστορίας και σπουδών βιβλίου. Έχει συνεργαστεί με τις εκδόσεις «Προλεταριακή Σημαία» και «Εκτός των Τειχών», κυρίως ως μεταφραστής, και έχει αρθρογραφήσει σε διάφορα έντυπα (Προλεταριακή
Σημαία, Αντίθεση, Πριν, Δρόμος της Αριστεράς, Τετράδια Πολιτικού Διαλόγου και Έρευνας, Σύγχρονα Θέματα, ΥΦΕΝ) και ιστολόγια, μεταξύ άλλων και για θέματα βιβλίου.

Προσθέστε σχόλιο

Πατήστε εδώ για να σχολιάσετε

Secured By miniOrange