Το 2016, μια ομάδα που περιλάμβανε μερικά από τα σημαντικότερα ονόματα του χώρου της αστυνομικής λογοτεχνίας στην Ελλάδα, δημιούργησαν το The Crimes & Letters Magazine, την πρώτη επιθεώρηση που κυκλοφόρησε ποτέ στη χώρα μας αφιερωμένη εξολοκλήρου στο λογοτεχνικό αυτό είδος.
Δυο χρόνια και τρία επιτυχημένα τεύχη αργότερα, στηριγμένο στην ίδια ομάδα, αλλά από διαφορετική πλέον εκδοτική στέγη -εκδόσεις DOLCE – FAR NULLA-, ένα νέο περιοδικό ανέλαβε να συνεχίσει και εξελίξει την προσπάθεια που η CLM άφηνε μετέωρη. Τον Ιούλιο του 2018, κυκλοφόρησε το πρώτο τεύχος της νέας επιθεώρησης αστυνομικής λογοτεχνίας, Πολάρ. Crime fiction theory, αφιερωμένο στο Nordic noir, ενώ τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους, το δεύτερο, αφιερωμένο στο polar και το neo-polar, για να φτάσουμε τον Απρίλιο του 2019 στο τεύχος «Comix ‘n crimes».
Πάντοτε σε παλπ ύφος, τυπωμένο σε λεπτό χαρτί που -όπως το εν λόγω ύφος επιτάσσει- θυμίζει εφημερίδα επιστρέφοντάς μας στις απαρχές της νουάρ εκδοχής του, και «αραδιασμένο» στο κιτρινόμαυρο φόντο μιας άψογης νουάρ αισθητικής που παραπέμπει στο ιταλικό «τζάλο», το Πολάρ συγκεντρώνει τεράστια ποικιλία θεμάτων, φιλοξενώντας στις σελίδες του άρθρα και συνεντεύξεις πολλών σημαντικών συγγραφέων και εκδοτών αστυνομικών μυθιστορημάτων, Ελλήνων και ξένων, αλλά και δοκιμιογράφων, θεωρητικών λογοτεχνίας, δημοσιογράφων, κριτικών βιβλίου, μουσικής, και κινηματογράφου, περιλαμβάνοντας επίσης μόνιμες στήλες, αλλά και κριτικές παρουσιάσεις νέων εκδόσεων.
Έχοντας πλέον κατακτήσει σημαντική θέση ανάμεσα στους αναγνώστες, τον Αύγουστο κυκλοφόρησε το 4ο τεύχος του Πολάρ, προσφέροντάς μας 120 ακόμα σελίδες πλούσιας ύλης, συμπεριλαμβανομένου ενός ακόμη εξαιρετικού «κίτρινου φακέλου», αυτή τη φορά, με κείμενα επτά ελληνίδων συγγραφέων αστυνομικών μυθιστορημάτων.
Σε όσα ακολουθούν, λοιπόν, ο Στράτος Μυρογιάννης, θεωρητικός της λογοτεχνίας και διευθυντής έκδοσης του Πολάρ, επιχειρεί να απαντήσει σε μερικές από τις πιο κλασικές απορίες που συνοδεύουν συνήθως το ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού για το αστυνομικό μυθιστόρημα.
Πώς να ξεκινήσουμε; Από το τέλος, μάλλον: τι είναι ένα «αστυνομικό»· ποια η ειδοποιός διαφορά του από άλλα λογοτεχνικά είδη;
Συνήθως θεωρούμε ότι το αστυνομικό είναι ένα ξεχωριστό είδος επειδή ο αναγνώστης από την αρχή προσπαθεί να εξιχνιάσει ένα έγκλημα με τη βοήθεια του ντετέκτιβ. Στην ουσία όμως, και αν υιοθετήσουμε το πλαίσιο των σύγχρονων λογοτεχνικών θεωριών, θα διαπιστώσουμε ότι το έγκλημα δεν είναι απαραίτητο. Σε κάποιες περιπτώσεις, ούτε ο ντετέκτιβ. Αν το σκεφτούμε λίγο περισσότερο, θα διαπιστώσουμε ότι και άλλα από τα χαρακτηριστικά που έχουμε μάθει να αναγνωρίζουμε σε μία αστυνομική ιστορία δεν είναι απαραίτητα. Αυτό, λοιπόν, που θεωρώ ότι μένει στο τέλος ως ειδοποιός διαφορά που ξεχωρίζει το αστυνομικό είδος από άλλα λογοτεχνικά είδη είναι ότι έχει γραφτεί ανάποδα, από το τέλος προς την αρχή. Φυσικά, πρέπει να υπάρχουν και άλλα γνωρίσματα για να κατατάξουμε ένα έργο στην αστυνομική λογοτεχνία. Ωστόσο, θεωρώ ότι η αστυνομική λογοτεχνία γράφεται ανάποδα. Και αν θέλετε και ένα ακόμα χαρακτηριστικό, από την πλευρά του αναγνώστη, είναι ότι ο αναγνώστης γνωρίζει πριν ακόμα ανοίξει ένα καινούριο αστυνομικό έργο ότι έχει να «κάνει μια δουλειά», να ψάξει να βρει τον δράστη, τον ένοχο και να λύσει ένα λογοτεχνικό παιχνίδι. Αυτό, κατά τη γνώμη μου, δεν συμβαίνει με πολλά άλλα λογοτεχνικά είδη.
Από την κυκλοφορία των πρώτων αστυνομικών αφηγημάτων σε συνέχειες εντός εφημερίδων, ή σε παλπ εκδόσεις με φτηνό χαρτί εφημερίδας, και παρά την εδραίωση και τεράστια άνθιση του αστυνομικού μυθιστορήματος, αλλά και την ένταξή του στις λογοτεχνικές σπουδές, επιβιώνει ακόμα και σήμερα η σκέψη ότι η αστυνομική λογοτεχνία δεν συνιστά κάτι περισσότερο από «παραλογοτεχνία». Γιατί να δεχτούμε και γιατί να απορρίψουμε μια τέτοια θέση;
Γενικότερα, δεν χρειάζεται ούτε να δεχόμαστε ούτε να απορρίπτουμε απόψεις χωρίς να τις σκεφτόμαστε και να τις φιλτράρουμε και εμείς οι ίδιοι με την εμπειρία και τις γνώσεις μας. Έχω την εντύπωση ότι σήμερα έχει ξεπεραστεί αυτή η συντηρητική θέση για την αστυνομική λογοτεχνία. Ξέρετε, ο όρος παραλογοτεχνία δεν ορίζεται εύκολα, όσο περίεργο και αν ακούγεται αυτό. Ανάλογα με την εποχή, τις προσδοκίες, αλλά και τις ανάγκες των αναγνωστών και των κριτικών, η παραλογοτεχνία αλλάζει περιεχόμενο. Όταν μιλάμε για παραλογοτεχνία, δεν μιλάμε για το ίδιο πράγμα από εποχή σε εποχή. Κάτι που συμβαίνει και με τη λογοτεχνία. Επίσης, οι όροι λογοτεχνία και παραλογοτεχνία αφορούν όλα τα λογοτεχνικά είδη. Αν θέλουμε να είμαστε πιο ακριβείς, θα πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας ότι (με κάποιες εξαιρέσεις) δεν υπάρχουν παραλογοτεχνικά είδη per se, αλλά έργα κακής ποιότητας. Από αυτή την οπτική, τις τελευταίες δεκαετίες, η αστυνομική λογοτεχνία στην Ελλάδα έχει δώσει καλά δείγματα γραφής. Θα ήθελα να πιστεύω ότι έτσι το βλέπουν και οι περισσότεροι αναγνώστες. Άλλωστε, την αστυνομική λογοτεχνία την έχουν εκθειάσει, ακόμα και όταν θεωρούνταν παραλογοτεχνία, στοχαστές και θεωρητικοί, όπως ο Βιτγκενστάιν, ο Μπόρχες και ο Έκο. Κάτι θα ήξεραν αυτοί.
Ο όρος νουάρ έχει εν πολλοίς επικρατήσει να χαρακτηρίζει τα αστυνομικά μυθιστορήματα, ωστόσο προέρχεται από τη μεταφορά αρκετών από αυτά στις κινηματογραφικές οθόνες τις δεκαετίες 1940-50, και στην ιδιαίτερη ατμόσφαιρα που διαμόρφωσε αυτή η μεταφορά. Η εδραίωσή του οφείλεται δε, ασφαλώς, και στην περίφημη «Serie Noire» των εκδόσεων Gallimard, που από το 1947 συνιστά την κοιτίδα του γαλλικού πολάρ και νεο-πολάρ, περιλαμβάνοντας τους πιο κλασικούς τίτλους τους. Όμως, νομιμοποιούμαστε σήμερα στη συζήτησή μας να αναφερόμαστε στο νουάρ ως το γενικό είδος ή θα έπρεπε να συζητάμε για αστυνομικό ή crime fiction; Και γιατί όλοι αυτοί οι διαφορετικοί ορισμοί τέλος πάντων; Υποδεικνύουν διαφορετικά παρακλάδια ύφους εντός του γενικού είδους ή μήπως κάποια αμηχανία; Αξίζει να επιμείνουμε σε αυτούς;
Η λογοτεχνία, όπως και η θεωρία, αλλάζει από εποχή σε εποχή. Ακόμα περισσότερο, οι αλλαγές είναι ραγδαίες στην εποχή μας, όπως με όλα τα πράγματα. Με τα σημερινά δεδομένα, λοιπόν, θεωρούμε ότι ο όρος crime fiction είναι ο γενικός όρος που χαρακτηρίζει το είδος. Αυτό στα ελληνικά έχει αποδοθεί ως αστυνομική λογοτεχνία. Από εκεί και πέρα, το νουάρ που αναφέρατε ως είδος έχει τις καταβολές που πολύ σωστά επισημάνατε και θα λέγαμε ότι σήμερα αποτελεί ένα ξεχωριστό είδος, αλλά και ότι παρουσιάζει ξεχωριστό ύφος. Η δυσκολία με το νουάρ είναι ότι σε θεωρητικό επίπεδο αποτελεί και λογοτεχνικό είδος (όπως και κινηματογραφικό) και τρόπο αφήγησης, ύφος. Εκεί, θεωρώ, ότι αρχίζουν και οι δυσκολίες για τους αναγνώστες, τους συγγραφείς, αλλά και τους θεωρητικούς. Υπάρχει, λοιπόν, κάποια αμηχανία και έχετε δίκιο σε αυτό. Είναι όμως δικαιολογημένη καθώς τα δεδομένα αλλάζουν διαρκώς και μπορεί σε δέκα-είκοσι χρόνια να μιλάμε διαφορετικά για αυτό το θέμα.
Ας πάμε τώρα στην αρχή: πού μπορούμε να εντοπίσουμε τις απαρχές του είδους; Ποιοι συγγραφείς δημιουργούν την επικράτεια «αστυνομικό μυθιστόρημα»;
Και εδώ τα πράγματα δεν είναι απόλυτα ξεκάθαρα. Σε παγκόσμιο επίπεδο, συνήθως, θεωρούμε ότι ο πατέρας του είδους είναι ο Έντγκαρ Άλαν Πόε. Ωστόσο, η έρευνα συνεχώς φέρνει στην επιφάνεια νέα δεδομένα και ίσως σήμερα να μπορούμε να μεταθέσουμε τις απαρχές του είδους λίγο πιο πίσω χρονολογικά, ίσως και στο τέλος του 18ου αιώνα. Βέβαια, υπάρχει και η άποψη ότι τα πρώτα έργα με αστυνομική πλοκή απαντώνται σε ιστορίες της Βίβλου αλλά και στην αρχαιοελληνική τραγωδία, π.χ. στον Οιδίποδα Τύραννο. Προσωπικά, δεν συμφωνώ με την άποψη που τοποθετεί τόσο πίσω την αστυνομική πλοκή, καθώς θεωρώ ότι η αστυνομική λογοτεχνία, όπως και όλα τα λογοτεχνικά είδη, είναι προϊόν ενός συγκεκριμένου ιστορικο-κοινωνικού πλαισίου που αναδύεται, για πολλούς λόγους, από το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα και έπειτα. Τώρα, όσον αφορά τη νεοελληνική λογοτεχνία, τα πρώτα δείγματα αστυνομικής πλοκής υπάρχουν σε έργα του 19ου αιώνα, όπως στον Ραγκαβή, στον Βικέλα και φυσικά στον Βιζυηνό, ο οποίος θεωρώ ότι είναι και ο πρώτος Νεοέλληνας συγγραφέας που συνειδητά αξιοποιεί μια αστυνομική πλοκή στο έργο του. Από τον Βιζυηνό και έπειτα, υπάρχουν σχετικά έργα, ίσως χαμηλής λογοτεχνικής αξίας, μέχρι την εμφάνιση του Γιάννη Μαρή, ο οποίος καλλιεργεί συνειδητά το αστυνομικό μυθιστόρημα (αλλά όχι μόνο αυτό) και έχει επιδείξει μεγάλη και συστηματική συγγραφική παραγωγή. Από εκεί και πέρα, τα πράγματα είναι λίγο-πολύ γνωστά.
Whodunnit, hard-boiled, polar, neo-polar, nordic noir, μεσογειακό νουάρ και πάει λέγοντας. Μπορούμε να μιλήσουμε για κάποιες ριζικές τομές μέσα στην εξέλιξη του είδους, για υποείδη; Και αν ναι, ποια η σχέση μεταξύ τους; Μπορεί, για παράδειγμα, να θεωρηθεί ότι υπάρχει κάποια συνέχεια ανάμεσα στα whodunnit της Άγκαθα Κρίστι ή του Άρθουρ Κόναν Ντόιλ, και τα σκοτεινά, κοινωνικά, νουάρ όνομα και πράγμα, του Ζαν Πατρίκ Μανσέτ, ή τα πολλαπλά σύνθετα, σε ιστορικό, φυλετικό, πολιτικό και ψυχαναλυτικό επίπεδο, λογοτεχνήματα του Μωρίς Αττιά;
Κοιτάξτε, οι θεωρητικοί αγαπούν τις κατηγοριοποιήσεις και τις τομές γιατί όσο αυθαίρετες και να είναι, βοηθούν την έρευνα και αποτελούν ουσιαστικά μεθοδολογικά εργαλεία με την προϋπόθεση να μη μας κάνουν δογματικούς. Θα έλεγα, λοιπόν, ότι τομές ή, αν θέλετε, αλλαγές παραδείγματος, υπάρχουν, αφού αλλάζουν και οι κοινωνικές συνθήκες, αλλά και τα ενδιαφέροντα συγγραφέων και αναγνωστών. Με άλλα λόγια, η Άγκαθα Κρίστι δεν ζει στην ίδια πραγματικότητα με τον Μανσέτ ή τον Αττιά. Γι’ αυτό τον λόγο, δεν θα μπορούσε να γράφει με τον ίδιο τρόπο. Με βάση αυτή τη λογική, θα μπορούσαμε να πούμε ότι συνέχεια στο είδος υπάρχει και είναι ορατή. Ωστόσο, αυτή η συνέχεια αποκαλύπτει τις διαφοροποιήσεις και τις διαφορετικές εκδηλώσεις ενός είδους που θεωρητικά φαντάζει εύκολο (μια απλή λογοτεχνική συνταγή), στην πράξη, όμως, έχει υιοθετήσει πολλές και διαφορετικές εκδοχές και αυτός είναι ο λόγος που σήμερα μιλάμε για Nordic noir, (ένας όρος ωστόσο που είναι προβληματικός), μεσογειακό αστυνομικό, tartan noir με εκπρόσωπο τον Ian Rankin και άλλα είδη.
Θα ήθελα να σταθούμε ειδικά στο λεγόμενο «μεσογειακό νουάρ». Αναρωτιέμαι, μπορούμε να θεωρήσουμε ότι υπάρχει μια ενιαία τέτοια «σχολή»; Δηλαδή, η Βαρκελώνη του Μονταλμπάν, η Μασσαλία του Ιζζό, η Σικελία του Καμιλλέρι, και η Αθήνα του Μάρκαρη, για να αναφέρω τους πιο επιφανείς αστυνομικούς συγγραφείς των βασικών μεσογειακών πόλεων, μπορούν να εγγραφούν σε μια κοινή προσέγγιση, μοιράζονται βαθύτερα χαρακτηριστικά;
Και μόνο ο τρόπος που θέτετε την ερώτηση αποκαλύπτει μια αμηχανία, με την οποία συμφωνώ και εγώ και τη θεωρώ δικαιολογημένη. Αν και μιλάμε για «μεσογειακό νουάρ», έχω την εντύπωση ότι είναι περισσότερο ένας όρος που περιγράφει την αμηχανία μας για κάποια έργα, τα οποία δυσκολευόμαστε να κατηγοριοποιήσουμε, παρά τη βεβαιότητά μας ότι αποτελούν ένα λογοτεχνικό υπό-είδος με κοινά χαρακτηριστικά. Νομίζω ότι η μεσογειακή κουζίνα και οι περιγραφές της μεσογειακής ζωής δεν αρκούν, με τα σημερινά δεδομένα, ώστε να μιλάμε με σιγουριά για «μεσογειακό νουάρ». Από την άλλη, αν θέλουμε να είμαστε προσεκτικοί, ούτε το Nordic noir είναι συμπαγές και συστηματικό στα χαρακτηριστικά του, ούτε το Tartan noir. Νομίζω ότι όλοι αυτοί είναι ασαφείς όροι που περιγράφουν περισσότερο αμηχανία παρά βεβαιότητα. Ωστόσο, τους χρησιμοποιούμε μέχρι να βρούμε έναν καλύτερο τρόπο να περιγράψουμε τα συγκεκριμένα λογοτεχνικά υπο-είδη ή μέχρις ότου προκύψουν νέοι όροι στη βάση νέων ομαδοποιήσεων.
Το 2012 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια η μελέτη σας Από τις ιστορίες μυστηρίου στην αστυνομική πλοκή. Με δεδομένο ότι καλύψαμε ήδη, σιωπηρά, τη θεματική που σκιαγραφεί ο τίτλος, μπορούμε να ασχοληθούμε τώρα με τον υπότιτλο; Αναζητώντας την εμφάνιση ενός αινιγματικού είδους στην Ελλάδα του 19ου αιώνα. Ποια είναι λοιπόν αυτή η διαδρομή και πώς εκβάλλει στον 20ό αιώνα;
Έμμεσα, έχω δώσει κάποια στοιχεία σε προηγούμενη ερώτηση. Για να μην επαναλάβουμε τα ίδια, μπορούμε εδώ να πούμε σχηματικά ότι από τα μέσα του 19ου αιώνα στην νεοελληνική λογοτεχνία υπάρχουν έργα, κάποια καλά, κάποια λιγότερο άρτια, που αξιοποιούν την αστυνομική πλοκή στη δομή τους. Ήδη αναφέραμε τον Ραγκαβή, τον Βικέλα και τον Βιζυηνό. Υπάρχουν, όμως, και έργα, μικρότερης ίσως λογοτεχνικής αξίας, που δημοσιεύονται είτε ανώνυμα είτε ψευδώνυμα σε περιοδικές εκδόσεις της εποχής και «παίζουν» και αυτά με αστυνομικά χαρακτηριστικά. Από εκεί και πέρα, θα πρέπει να δούμε με προσοχή το έργο κάποιων συγγραφέων στο τέλος του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα, στους οποίους συναντάμε αντίστοιχα χαρακτηριστικά. Στη συνέχεια, μπορούμε να ανατρέξουμε στον Νιρβάνα, αλλά και στον ανώνυμο (μέχρι στιγμής) του έργου Ο Σέρλοκ Χολμς σώζων τον κ. Βενιζέλον (1913) που εκδίδεται αρχικά σε συνέχειες στα 1913 και πρόσφατα (2013) σε μορφή βιβλίου από την Άγρα. Υπάρχουν και άλλα έργα που ασχολούνται με το είδος, αλλά σχηματικά αυτή θεωρούμε ότι είναι η πορεία της αστυνομικής πλοκής στη νεοελληνική λογοτεχνία με τα σημερινά δεδομένα. Φυσικά, στο μέλλον αυτή η οπτική μπορεί να ανατραπεί και αυτό είναι θεμιτό, καθώς έτσι λειτουργεί η έρευνα.
Ας μιλήσουμε λίγο για το περίφημο θέμα της ηθικής στο αστυνομικό μυθιστόρημα. Οι ήρωες των σύγχρονων ειδικά αστυνομικών μυθιστορημάτων δεν υπακούν κυρίως στον νόμο των ανθρώπων, αλλά σε έναν δικό τους, «ανώτερο», νόμο. Τι λέει αυτό για τη δική τους ηθική και την ασαφή διαίρεση ανάμεσα σε καλό και κακό που υποδεικνύει; Τους καθιστά ένα τέτοιο μοτίβο αντιήρωες;
Θίγετε πολύ σωστά ένα τεράστιο φιλοσοφικό θέμα που, στον βαθμό που αφορά και σχετίζεται με την αστυνομική λογοτεχνία, δεν επιδέχεται εύκολες απαντήσεις. Κάπως σχηματικά θα λέγαμε ότι σαφώς και υπάρχουν στοιχεία που λειτουργούν αντιηρωικά στο προφίλ των σύγχρονων πρωταγωνιστών στις αστυνομικές ιστορίες. Ωστόσο, θα πρέπει να ξεκινήσουμε από διαφορετικές αφετηρίες για να σκεφτούμε το ζήτημα της ηθικής στην αστυνομική λογοτεχνία. Θα πρέπει να αναλογιστούμε τι θεωρείται σωστό και τι λάθος σε κάθε εποχή και πώς αυτή η σχέση αντανακλάται, διαμορφώνεται ή ερμηνεύεται στο πλαίσιο της αστυνομικής λογοτεχνίας. Δεν είναι εύκολη συζήτηση αυτή, καθώς τα λογοτεχνικά έργα λειτουργούν με πολλαπλούς τρόπους και μας προβληματίζουν πολύ συχνά με τα θέματα και την πλοκή τους, αναγκάζοντάς μας να σκεφτούμε από την αρχή τις βεβαιότητές μας για το τι είναι ή θεωρείται ηθικό και τι όχι. Για να επιστρέψουμε, όμως, στο αρχικό ερώτημα, θα λέγαμε ότι σαφέστατα σε κάθε εποχή, όχι μόνο στα σύγχρονα αστυνομικά, υπάρχουν χαρακτήρες που προβάλλονται ως αντιήρωες.
Η ερώτηση του ενός εκατομμυρίου: είναι το αστυνομικό ή νουάρ το σύγχρονο κοινωνικό μυθιστόρημα; Μάλλον, ας αναδιατυπώσω σε λιγότερο κλισέ φόρμα: αν ισχύει ο ισχυρισμός του Ερνέστ Μαντέλ -και όχι μόνο- ότι η εμφάνιση του αστυνομικού μυθιστορήματος συνδέεται με την αλλαγή της κοινωνικής φύσης του εγκλήματος ιστορικά, και θα προσέθετα, με τη μεγάλη ανάπτυξη των ιδιαίτερων καπιταλιστικών κρατικών μηχανισμών ελέγχου του, και δη του ποινικού συστήματος, πώς θα μπορούσε το αστυνομικό μυθιστόρημα να μην αποτελεί κατεξοχήν κοινωνικό μυθιστόρημα; Με άλλα λόγια, δεν είναι ο κοινωνικός χαρακτήρας του εγγεγραμμένος στον ίδιο τον πυρήνα του είδους;
Συμφωνώ με τις προϋποθέσεις της ερώτησης για τον ρόλο του μετασχηματισμού του εγκλήματος και της κοινωνίας και τη συμβολή του στην εμφάνιση της αστυνομικής λογοτεχνίας. Αυτή η άποψη μπορεί να υποστηριχθεί και για τις απαρχές του είδους στον 19ο αιώνα και για τη σημερινή παραγωγή. Ωστόσο, θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι όλα τα λογοτεχνικά έργα είναι προϊόντα του καιρού τους και όχι απαραίτητα θεωρώντας τα από μια μαρξιστική οπτική. Περισσότερο με την έννοια της ιστορικότητας: όλα τα λογοτεχνικά έργα είναι προϊόντα της εποχής τους με την έννοια ότι δεν θα μπορούσαν να είναι κάποιας άλλης εποχής από τη στιγμή που εμφανίστηκαν τη συγκεκριμένη στιγμή που εμφανίστηκαν. Μπορεί να ακούγεται απλοϊκό ή να μοιάζει με ταυτολογία, αλλά αυτή η ιστορικότητα του είδους είναι που εγγράφει στο αστυνομικό τον κοινωνικό του χαρακτήρα. Είναι ένα είδος που θεματοποιεί κοινωνικά προβλήματα όταν οι κοινωνίες αλλάζουν, περισσότερο μας προβληματίζει για τον ρόλο μας απέναντι σε αυτά και λιγότερο δίνει απαντήσεις. Συμφωνώ, λοιπόν, με τον κοινωνικό χαρακτήρα του αστυνομικού με την προϋπόθεση να μη μένει κάποιος μόνο σε αυτό, γιατί το αστυνομικό διαθέτει και άλλες ποιότητες, όπως αυτό που συζητήσαμε για την έννοια της ηθικής που είναι εξαιρετικά σημαντική διάσταση του συγκεκριμένου είδους.
Μπορούμε να πούμε ότι το αστυνομικό μυθιστόρημα είναι, εκτός των άλλων, και το μυθιστόρημα του «συγκεκριμένου»; Παρατηρούμε ότι η πλοκή και οι χαρακτήρες του είναι σχεδόν πάντα «εδαφικοποιημένοι» και «ιστορικοποιημένοι»: εκτυλίσσονται συνήθως σε δοσμένο τόπο, ιδίως στη σύγχρονη πόλη, και κυρίως σε μια συγκεκριμένη πόλη, μέσα σε συγκεκριμένους δρόμους, στέκια, μαγαζιά, που συμμετέχουν στην αφήγηση, και ταυτόχρονα εκτυλίσσονται μέσα σε δοσμένες ιστορικές, δηλαδή πολιτικές, κοινωνικές και πολιτιστικές, συνθήκες, διαμορφώνοντας στον αναγνώστη ένα σκηνικό οικειότητας.
Το αστυνομικό είναι και κοινωνικό και συγκεκριμένο αρκεί να έχουμε υπόψη μας ότι η πόλη δεν είναι ο μοναδικός του «χώρος» και οι χαρακτήρες του όσο σταθεροί και αν είναι στον ρόλο τους, έχουν διαφοροποιηθεί στα χαρακτηριστικά τους. Κάποια από τα έργα του Έντγκαρ Άλαν Πόε, του Άρθουρ Κόναν Ντόιλ ή της Άγκαθα Κρίστι, ακόμα και του Σιμενόν και άλλων, λαμβάνουν χώρα σε επαρχιακά περιβάλλοντα. Επίσης, έχει ανοίξει τόσο πολύ το είδος σε παραλλαγές, διαφοροποιήσεις και μεταβλητές, που στο πλαίσιο της αστυνομικής συνταγής συναντάμε πολύ ενδιαφέρουσες πλοκές που αμφισβητούν, αναιρούν και ανανεώνουν τον σταθερό «κανόνα» του είδους. Θα έλεγα ότι έχει μείνει σταθερή μία βασική συνταγή, το παιχνίδι της εξιχνίασης (που και αυτό το χαρακτηριστικό είναι αμφισβητήσιμο) και από εκεί και πέρα ανάλογα με την εποχή και τον συγγραφέα έχουν εμφανιστεί εξαιρετικά δείγματα που πειραματίζονται και με τη φόρμα και με το περιεχόμενο.
Το 2016 δημιουργήσατε μαζί με τον Κώστα Καλφόπουλο το Crimes & Letters Magazine, την πρώτη επιθεώρηση αστυνομικής λογοτεχνίας στην Ελλάδα. Από τον Ιούλιο του 2018, αυτή έδωσε τη θέση της στο Πολάρ. Crime fiction theory. Πώς σας ήρθε να κάνετε μια τέτοια τρέλα, ένα περιοδικό αποκλειστικά για την αστυνομική λογοτεχνία στην Ελλάδα; Υπάρχει τόσο ενδιαφέρον ώστε να κυκλοφορεί αυτές τις ημέρες αισίως το 4ο τεύχος του Πολάρ, και 7ο της όλης προσπάθειας;
Στις προϋποθέσεις του το όλο εγχείρημα ήταν ένα ρίσκο όταν ξεκινήσαμε γιατί δεν ξέραμε πώς θα ανταποκριθεί η αγορά και οι αναγνώστες, ειδικά σε συνθήκες κρίσης. Ωστόσο, η ανταπόκριση του κόσμου ήταν τέτοια που μας έκανε να είμαστε ακόμα εδώ και να συνεχίζουμε την προσπάθεια. Δεν θα έφτανα να το χαρακτηρίσω τρέλα. Ήταν ένα ρίσκο που μέχρι στιγμής το κερδίζουμε χάρη στην προσπάθεια, τη φροντίδα και την τρέλα όλων των συντελεστών, από τον εκδότη μας και την ομάδα του, μέχρι όλους όσοι γράφουν στις σελίδες του περιοδικού. Φυσικά, τίποτα δεν κρατάει για πάντα. Αλλά σήμερα το περιοδικό πηγαίνει καλά γιατί δεν το βλέπουμε σαν δουλειά, ούτε σαν υποχρέωση. Όλοι οι συνεργάτες δίνουν τον καλύτερό τους εαυτό γιατί αγαπάνε το αστυνομικό. Μπορεί να ακούγεται παλιομοδίτικο, αλλά έτσι λειτουργεί αυτή η ομάδα.
Εσείς τι αστυνομικό μυθιστόρημα διαβάζετε; Ποια τρία βιβλία, για παράδειγμα, θα ξεχωρίζατε;
Διαβάζω τα πάντα λόγω ιδιοσυγκρασίας, αλλά και για λόγους έρευνας. Ωστόσο, όσο περίεργο και αν ακούγεται αυτό, μου αρέσουν τα λιγότερα κλασικά αστυνομικά, ας πούμε από συγγραφείς που δεν έγραψαν μόνο αστυνομικά, όπως για παράδειγμα κάποια έργα του Μπόρχες, του Βιζυηνού ή του Πολ Όστερ. Με βεβαιότητα δεν θα μπορούσα να απομονώσω τρία έργα, αλλά μπορώ με σιγουριά να σας πω ότι μου αρέσει περισσότερο η μικρή φόρμα, τo διήγημα και η νουβέλα, παρά το πολυσέλιδο μυθιστόρημα. Είμαι της άποψης πως ό,τι μπορεί να ειπωθεί με λιγότερες λέξεις, καλό είναι να λέγεται με λιγότερες λέξεις. Αυτό, φυσικά, δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν αριστουργήματα με πολλές σελίδες. Προσωπικά όμως προτιμώ τα μικρά έργα γιατί αφήνουν περισσότερη ελευθερία στον αναγνώστη να συμπληρώσει τα κενά με τη δική του συμμετοχή. Αυτό, αναγνωστικά, με ικανοποιεί περισσότερο από ένα έργο που προσπαθεί να τα πει όλα.
Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)
Προσθέστε σχόλιο